Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008
Η Κυρία με το καροτσάκι Μέρος ΒΟΥ
Εκείνη, αφ' ότου τελείωσε την σχολή, μετά μια σύντομη περίοδο ξεκούρασης, άρχισε να ψάχνει για δουλειά.
Είχε στείλει αρκετά βιογραφικά,σε διάφορα ιδιωτικά σχολεία, τόσο τής περιοχής της όσο και στις γύρο περιοχές.
Από τα περισσότερα δεν είχε πάρει απάντηση, ενώ όσα την καλούσαν για συνέντευξη μόλις έβλεπαν μια κοπέλα σε αναπηρικό αμαξίδιο, τη απέρριπταν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν στο ίδιο κλισέ
“ Θα σας ειδοποιήσουμε εμείς”, αλλά όταν μετά από αναμονή 10- 15 ημερών επικοινωνούσε αυτή, έπαιρνε πάλι την κλισέ απάντηση “Η θέση κατελήφθη”
Είχε απογοητευτεί αρκετά από την όλη κατάσταση.
“Βλέπουν το καροτσάκι, και όχι εμένα“, έλεγε στους φίλους της, και αυτοί της εμψύχωναν, με κάθε τρόπο, και κάθε φορά προσπαθούσαν να της φτιάξουν το κέφι.
Κάθε φορά που κάποιος από την παρέα της μάθαινε κάτι αμέσως την έπαιρνε τηλέφωνο “Στείλε ένα βιογραφικό, τι θα χάσεις? Το πολύ πολύ να σε προσλάβουν” της έλεγαν, αλλά πάντα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Έτσι έγινε και πριν 15 μέρες όταν ένας φίλος της την πήρε τηλέφωνο.
“Θα γίνουν προσλήψεις μέσο Α.Σ.Ε.Π., άντε να κάνεις τα χαρτιά σου”
Και τώρα μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου της να ετοιμάζετε να πάει στο εξεταστικό κέντρο που είχε οριστεί.
Πήγε και έδωσε τις εξετάσεις και τα αποτελέσματα που βγήκαν μετά από λίγο καιρό την είχαν στους επιτυχόντες με αρκετά υψηλή βαθμολογία μάλιστα.
Δεν άργησε να τής έρθει και ο διορισμός της, ήταν σε μια άλλη πόλη αρκετά μακριά από την πόλη που έμενε.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βρει ένα βολικό, και ανάλογα με τις απαιτήσεις της σπιτάκι κοντά στο σχολείο που την είχαν τοποθετήσει, αγόρασε και τα απαραίτητα έπιπλα και άλλα είδη που χρειαζόταν, και την καθορισμένη ημερομηνία με τον διορισμό στο χέρι πήγε στο σχολείο και παρουσιάστηκε στην διευθύντρια, μια ψιλή αδύνατη καλοζωισμένη 50αρα με βαμμένο ξανθό μαλλί καθισμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα του γραφείου της, μόλις είδε την Ρένια να μπαίνει στο γραφείο της, έβγαλε τα γυαλιά που φορούσε και γύρισε προς αυτή.
-Καλημέρα, πως μπορώ να σας βοηθήσω??? την ρώτησε.
-Καλημέρα, είμαι η καινούρια νηπιαγωγός, τής είπε, και τής άφησε τον διορισμό της πάνω στο γραφείο.
Έκπληκτη η διευθύντρια πήρε το χαρτί του διορισμού και τού έριξε μία ματιά.
-Καλά της είπε, να είστε εδώ την Δευτέρα το πρωί, αφήστε μου και ένα τηλέφωνο.
Η Ρένια της έδωσε τον αριθμό του κινητού της και έφυγε για το σπίτι της.
Ήταν όλο χαρά, επιτέλους το όνειρό της γινόταν πραγματικότητα, θα δούλευε με παιδιά κάτι που πάντα ονειρευόταν να κάνει στην ζωή της.
Έκανε την μικρή σε απόσταση που χώριζε το σπίτι από το σχολείο με αρκετή δυσκολία, γιατί ράμπες δεν υπήρχαν, οι μακριές σειρές των αυτοκινήτων δεν έσπαγαν παρά αρκετά μέτρα μακριά, και κάποιος ασυνείδητος είχε αφήσει το μηχανάκι του πάνω στο πεζοδρόμιο, όμως αυτή με τον έναν η τον άλλο τρόπο κατάφερνε να προχωρά, όπως είχε μάθει να κάνει πάντα στην ζωή της.
Σταμάτησε σε ένα μικρό καφέ που ήταν κοντά στο σπίτι της, παράγγειλε έναν ζεστό νές και μια κερασόπιτα, και πήρε τηλέφωνο στους γονείς της να μάθει νέα τους και να τους πει τα δικά της.
Άνοιξε ένα βιβλίο που είχε μαζί της και έμεινε εκεί αρκετή ώρα απολαμβάνοντας την λιακάδα.
Δεν θα ήταν όμως τόσο ήσυχη αν ήξερε τη συνέβαινε την ίδια ώρα πίσω στο σχολείο.
Η διευθύντρια του σχολείου είχε πάρει τηλέφωνο την επιθεώρηση και διαμαρτυρόταν έντονα.
“ Μα ποιανού ήταν η ιδέα να μου στείλουν μια ανάπηρη για νηπιαγωγό?”.
Την δευτέρα, την προκαθορισμένη ώρα η Ρένια ήταν στο σχολείο, πήγε στο γραφείο τής διευθύντριας για να κανονίσουν τις λεπτομέρειες.
Χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Μετά από μια σύντομη συνομιλία, η διευθύντρια της είπε.
-Μίλησα με τον υπεύθυνο της επιθεώρησης και μου είπε να πάτε εκεί. Θα ζητήσετε τον κο Κακούργογλου, αυτός θα σάς ενημερώσει σχετικά.
έφυγε απορημένη, πήρε ένα ταξί και πήγε στην επιθεώρηση.
Βρήκε τόν κο Κακούργογλου.
-Προφανώς έγινε κάποιο λάθος με τον διορισμό σας, της είπε εκείνος, θα μείνετε να δουλέψετε εδώ.
-Εδώ?? Και τι να κάνω εδώ??
Βρέθηκε πίσω από ένα γραφείο να κάνει γραφική δουλειά, φάκελοι έρχονταν και έφευγαν, έγραφε στον Η/Υ, που ήταν πάνω στο γραφείο της, τηλέφωνα χτυπούσαν, και στο τέλος τής μέρας πονοκεφαλιασμένη πήγαινε σπίτι της για να ξεκουραστεί.
Όμως κάτι την έτρωγε. Δέν ήταν αυτό το όνειρό της.
Κάθε πρωί περνούσε έξω από το σχολείο που κανονικά θα έπρεπε να διδάσκει και σταματούσε και κοίταζε τους γονείς που πήγαιναν τα παιδιά τους για μάθημα.
Έφτανε στην δουλειά της σχεδόν κλαμένη, κλεινόταν πίσω από τις στοίβες τα χαρτιά και τα κλασέρ αρχειοθέτησης και άρχιζε τον χαρτοπόλεμο.
Κάποιες φορές, όταν έβλεπε ομάδες μικρών παιδιών να περνούν κάτω στον δρόμο, σταματούσε την δουλειά κοίταζε έξω από το παράθυρό τα παιδιά, και δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της.
Καταλάβαινε ότι είχε βαλτώσει και αυτή έπρεπε να κάνει την κίνηση.
Θα πάω να μιλήσω του κου Κακούργογλου,σκέφτηκε, τη έχω να χάσω??
Την επόμενη το πρωί πήγε στήν δουλειά της και αμέσως μόλις ήρθε ο προϊστάμενός, ο κος Κακούργογλου, πήγε και χτύπησε την πόρτα του γραφείου του.
Μπήκε μέσα και του εξήγησε τι θέλει.
Εκείνος τής εξήγησε με πολύ τακτ είναι αλήθεια, ότι η κατάστασή της πιθανόν δέν θα της επέτρεπε να....
-Μα με δοκιμάσατε και απέτυχα??? τον διέκοψε. Μά γιατί όλοι σας κοιτάζετε το καροτσάκι και όχι εμένα?? Γιατί δεν μου έδωσε κανείς μια ευκαιρία?? Γιατί να μην αξίζω και εγώ μια ευκαιρία?? Γιατί???? ξέσπασε ή Ρένια.
Τα μάτια τής όλη την ώρα πού μιλούσε γέμιζαν δάκρυα, μέχρι πού δέν άντεξε άλλο.
Έβαλε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες τής και ανάμεσα σε λυγμούς μονολογούσε Γιατί?? Τι σάς έκανα?? Γιατί όχι και εγώ???Γιατί??
Ο κος Κακούργογλου είχε μείνει αμίλητος να κοιτάζει την Ρένια, τί μπορούσε άλλοστε να τίς απαντήσει?? Έβλεπε καθαρά ότι η Ρένια είχε δίκαιο. Κανείς δεν της έδωσε την ευκαιρία πού δικαιούταν, σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου του και χάιδεψε την Ρένια στο κεφάλι, τής έδωσε ένα πακέτο χαρτομάντιλα και της ζήτησε να πάει στο γραφείο της.
Εκείνη έφυγε και χώθηκε πάλι πίσω από τις στοίβες το χαρτί.
Ο Κακούργογλου έμεινε μόνος στο γραφείο του, τα λόγια της Ρένιας δέν έφευγαν όμως από το μυαλό του. Σκέφτηκε λίγο, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και πήρε έναν αριθμό.
Η Ρένια ήταν στο γραφείο της, είχε έναν φάκελο ανοιχτό μπροστά της και προσπαθούσε να διεκπεραιώσει τα έγραφα που περιείχε, τα μάτια της ήταν ακόμα υγρά.
Ο κος Κακούργογλου τήν πλησίασε.
-Έχεις δίκαιο, της είπε, ναι έχεις δίκαιο,η Ρένια σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.
-Θα έχεις λοιπών την ευκαιρία σου, αύριο το πρωί θα πας στο 3ο δημοτικό, και θα βοηθήσεις την κά Καλλιόπη, στο ΝΗ3, Εντάξει??
Η Ρένια από την χαρά της μόνο που δεν εκτοξεύτηκε στο ταβάνι
-Και μετά, μόλις τελειώνεις θα έρχεσε και από εδώ, μην ξεχνάς ότι εδώ είναι ή κυρίως θέση σου, εκεί είσαι μόνο δοκιμαστικά, συνέχισε. Την ευκαιρία την κέρδισες με το σπαθί σου, της είπε τελειώνοντας.
Η Ρένια συμφώνησε.
Η επόμενη μέρα ήταν διαφορετική για την Ρένια.
Ξύπνησε με κέφι, ετοιμάστηκε και βγήκε στον δρόμο, πήρε ένα ταξί και πήγε στο σχολείο, πήγε πρώτα στό γραφείο της διευθύντριας της κα Νεκροθαύτου, μιά γυναίκα τετράπαχη, και τετραπέρατη.
Μόνο πού σού έριχνε μιά ματιά, ήξερε τη νούμερο παπούτσι φοράς, άν καπνίζεις και πόσα τσιγάρα έχεις κάνει απ' την ώρα πού ξύπνισες.
Είδε την Ρένια την κατατόπισε στά σχετικά, φώναξε την κα Καλλιόπη στο γραφείο της.
Η κα Καλλιόπη μιά ψηλή γυναίκα, αδύνατη μέ σπαστά μαλλιά γύρω στά 40 μπήκε στο γραφείο της διευθύντριας.
-Η Ρένια από εδώ θα κάνει μάθημα μαζί σας, της είπε.
Χαιρετίθηκαν, και πήγαν στήν αίθουσα του νηπιαγωγείου που δίδασκε.
-Μισό λεπτό Ρένια μου της είπε, κάτι ξέχασα, έρχομαι.
Εφυγε μέ γρήγορο βήμα και πήγε στό γραφείο της διευθύντριας. Χτύπισε και μπήκε.
-Μα ή κοπέλα είναι ανάπηρη, είπε στήν διευθύντρια.
-Ανάπηρη στά πόδια, απάντησε ή διευθύντρια, όχι στο μυαλό, ας δούμε πως θα τα πάει, στο κάτω κάτω αξίζει μια ευκαιρία
Οι μέρες περνούσαν, η Ρένια μετά το μάθημα πήγαινε στήν επιθεώρηση, στό γραφείο της, ο Κακούργογλου είχε παρατηρείσει την αλλαγή.Η Ρένια έλαμπε από χαρά.
Εκείνο το πρωί ή Ρένια ήταν από νωρίς στο σχολείο, είχε ανοίξει την αίθουσα είχε τακτοποιήσει τα πράγματά της και περίμενε τα παιδιά να έρθουν.
Η κα Καλλιόπη δεν είχε έρθει ακόμα.
Το κινητό της Ρένιας χτύπησε, ήταν η κα Καλλιόπη.
-Ρένια μου είμαι άρρωστη, δεν θα έρθω σήμερα, θα είσαι μόνη σου. Θα τα καταφέρεις???
-Ναι κα Καλλιόπη μην ανησυχείτε, θα τα καταφέρω.
Τα μικρά με τους γονείς τους άρχισαν να έρχονται.
Η Ρένια καλημέριζε τους γονείς των παιδιών, έπαιρνε τα μπουφάν των μικρών, τα κρεμούσε από την κρεμάστρα, καλημέριζε και αυτά και αφού τους έδινε ένα χάδι τα έστελνε να καθίσουν στις θέσεις τους.
Κάποιοι γονείς την ρωτούσαν γεμάτοι ανησυχία, “Η κα Καλλιόπη δεν θα έρθει σήμερα??”,
-Όχι, τους απαντούσε εκείνη, είναι άρρωστη.
Μερικοί από αυτούς πήγαν στήν διευθύντρια.
-Μα η κοπέλα....
-Και λοιπών?? και τι έγινε?? Ανάπηρη είπαμε όχι βλαμμένη, ούτε άχριστη, τους απάντησε εκείνη.
Οι γονείς έφυγαν φανερά ανήσυχοι.
Η ώρα περνούσε, η διευθύντρια σηκώθηκε και πήγε να δεί τί γίνετε ανήσυχη και αυτή, είναι αλήθεια. Πως να τα πήγαινε ή Ρένια??
Έφτασε στήν πόρτα της αίθουσας, από μέσα ακουγόταν μόνο η φωνή της Ρένιας να διαβάζει μια ιστορία, μισάνοιξε προσεκτικά την πόρτα και κοίταξε μέσα.
Η Ρένια διάβαζε στά παιδιά, και αυτά κάνοντας απόλυτη ησυχία την ακούγαν, κοιτάζοντάς την στά μάτια.
Η ώρα πέρασε, οι γονείς άρχισαν να έρχονται για να πάρουν τα παιδιά τους από το σχολείο.
Η Ρένια δίπλα στήν πόρτα, χαιρετούσε έναν έναν τους γονείς των παιδιών χαιρετούσε και τα παιδιά τα οποία την ρωτούσαν φεύγοντας,
-Κυρία θα μας πείτε και αύριο ιστορία??
-Ναι γλυκό μου
-και τραγουδάκι, θα μας πείτε??
-Ναι καλό μου θα σας πω
-Και θα παίξουμε??
-Ναι καλή μου, και θα παίξουμε
Μια μητέρα, λίγο πιο πέρα σταμάτησε και άνοιξε το σακίδιο του παιδιού.
Βρήκε μέσα μόνο τις χαρτοπετσέτες που είχε τυλιγμένο το σάντουιτς.
-Το έφαγες καλή μου?? ρώτησε την μικρή της
-Ναι μαμά, και η κυρία Ρένια μας είπε να πετάξουμε τα χαρτιά στήν ανακύκλωση, μαζί με τα μπουκάλια και τα κουτάκια. Έτσι είπε η κυρία Ρένια
-!!!!!!!!! Ε!!!!!!!!!!!!!!
Πήρε την κόρη της από το χέρι και έφυγε, για το σπίτι έκπληκτη, μουρμουρίζοντας “ποτέ δεν το έτρογε, μη χειρότερα!!!!άκου ανακύκλωση ακόμα δεν βγήκε από το αυγό!!!!!!!!”
Μια άλλη μητέρα με τον μικρό της γιό από το χέρι πλησιάζουν την άκρη του πεζοδρομίου, ο μικρός σταματάει στήν άκρη του.
-Να κοιτάξουμε δεξιά και αριστερά πρώτα, λέει της μητέρας του.
-!!!!!!!!!!!!!!
-Κοιτάξαμε μαμά??
-Ναι.
Συνέχισαν τον δρόμο τους με άλλη μια μητέρα έκπληκτη.
Οι μέρες περνούσαν, η Ρένια μετά το νηπιαγωγείο μάζευε τα πράγματά της και πήγαινε στο γραφείο όπου έκανε και την δουλειά της εκεί αδιαμαρτύρητα παρά την κούρασή της, μέχρι αργά το απόγευμα.
Τό τηλέφωνο στό γραφείο του κου Κακούργογλου χτύπισε.
-Παρακαλώ
-Καλημέρα, η κυρία Νεκροθαύτου είμαι, διευθύντρια του 3ου δημοτικού
-Καλημέρα, σε τη θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω??
-Γιά τό ζήτημα της Ρένιας, του είπε, την θέλω εδώ, της ετοιμάζω τάξη δική της.
Να μου την στείλεις με δεν ξέρω τι, αλλά την θέλω, ή κοπέλα είναι θυσαυρός. Αντί να τήν μάθουμε εμείς μας μαθαίνει αυτή. Οι γονείς είναι ενθουσιαζμένοι και τά μικρά την θέλουν σαν τρελλά, κανονίστε τί θά κάνετε την θέλω. Και αν έχεις και άλλες σαν και αυτή να μου τις στείλεις όλες.
-Εντάξει κα Νεκροθαύτου θα τό κανονίσω.
Έκλεισε τό τηλέφωνο και φώναξε την Ρένια μέσα.
-Μπράβο σου, της είπε, δεν πίστευα ότι θα τα κατάφερνες αλλά εσύ μας έδωσες ένα μάθημα που δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Από αύριο είσαι νηπιαγωγός στο 3ο και επίσημα, λυπάμε που θα σε χάσουμε, από εδώ, αλλά τελικά εκεί είναι η θέση σου.
Εκείνο τό βράδυ η Ρένια ξάπλωσε στό κρεβάτι της μέ άλλη ψυχολογία.
Πετούσε, Δασκάλα με δική της τάξη στο 3ο δημοτικό.
Το όνειρό της είχε γίνει πραγματικότητα. Έτσι χαμογελαστή έκλεισε τα μάτια και ξεκίνησε το ταξίδι της στον κόσμο των ονείρων
Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008
Η Κυρία με τό καροτσάκι Μέρος Α
Οι ζεστές του ακτίνες γέμισαν με φως την φύση, διαλύοντας και τα τελευταία ίχνη υγρασίας, απομεινάρια της νύχτας που πέρασε.
Το δωμάτιο που εκείνη κοιμόταν άρχισε να φωτίζετε.
Το ξυπνητήρι που ήταν πάνω στο κομοδίνο της άρχισε να χτυπά σκορπώντας μέσα στο δωμάτιο ένα ηλεκτρονικό κικιρίκου!!!!!!!!!
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Τεντώθηκε, χασμουρήθικε, έβαλε τα γυαλιά της, που από βραδύς είχε αφήσει στο κομοδίνο δίπλα στο ξυπνητήρι και κάθισε στο κρεβάτι της.
Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε, η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο.
-Καλημέρα, ξύπνησες? Θα σου ετοιμάσω πρωινό, κάνε γρήγορα, δεν κάνει να αργήσεις τέτοια μέρα.
-Εντάξει μαμά, ετοίμασε εσύ και έρχομαι.
Ήταν για αυτήν σημαντική μέρα.
Μετά από τα χρόνια σπουδών, μετά από αρκετό κόπο, κατάφερε να τελειώσει την σχολή της και σήμερα ήταν η ημέρα που θα έπαιρνε το πτυχίο της, από την σχολή νηπιαγωγών.
Ήταν αυτό που ήθελε να κάνει, αυτό που την συνάρπαζε.
Ήθελε όσο οτιδήποτε άλλο στον κόσμο να ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα.
Όταν βρισκόταν με παιδιά ήταν η καλύτερη της.
Πολλές φορές σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, είχε παρατήσει τις παρέες των μεγάλων και πήγαινε εκεί που είχαν μαζευτεί τα μκρά.
Έπαιζε μαζί τους, τους διάβαζε ιστορίες, γελούσαν, μιλούσαν, περνούσαν ωραία.
Άλλες φορές τα ίδια τα παιδιά την τραβούσαν με το έτσι θέλω στο δωμάτιο που μαζεύονταν.
Πολλές φορές την φώναζαν, όσοι την ήξεραν, να τους φυλάξει τα παιδιά όταν ήθελαν να πάνε κάπου, και αυτή πια πετούσε την σκούφια της από την χαρά της.
Λεφτά δεν είχε πάρει από κανέναν δεν τα ήθελε, “Εγώ εδώ έρχομαι να παίξω” τους έλεγε και έφευγε αφήνοντας τους ανθρώπους με ανοιχτό το στόμα.
“Μα τι τους κάνεις και κάθονται ήσυχα”, την ρωτούσαν όλοι, για να πάρουν την απάντηση “απλά τα αγαπώ”.
Τράβηξε από την καρέκλα το παντελόνι της, το φόρεσε με τις ακροβατικές κινήσεις που τόσα χρόνια πια τις είχε μάθει και τις ήταν οικίες, φόρεσε μία μπλούζα, τράβηξε το καρότσι που ήταν αφημένο δίπλα στο κρεβάτι της και σύρθηκε πάνω του.
Σπρώχνοντας τις ρόδες κατευθύνθηκε στην τουαλέτα και μετά στην κουζίνα.
Σταμάτησε μπροστά στο τραπέζι.
Η μητέρα της, της έφερε το πρωινό της, την χάιδεψε στο κεφάλι της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έκατσε απέναντί της να της κάνει παρέα.
-Έλα τελείωνε, της είπε, πρέπει να φύγουμε για την σχολή, όπου να' ναι θα έρθει ο πατέρας σου με το αυτοκίνητο.
Τελείωσε με το πρωινό και πήγε στο δωμάτιο της να βάλει τα ανάλογα με την περίσταση ρούχα.
Τελείωσε με το ντύσιμο, την ώρα που το αυτοκίνητο του πατέρα της σταματούσε απ' έξω.
Μπήκαν μέσα όλοι και ξεκίνησαν διασχίζοντας την πόλη μέχρι εκεί που ήταν ή σχολή της.
Μετά από λίγη ώρα έφτασαν, άφησαν το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και πέρασαν την είσοδο του κτιρίου, αυτή καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι με την μητέρα της να το σπρώχνει και τον πατέρα της να περπατά δίπλα τους.
-Να από εκεί, τους είπε δείχνοντας τους τον διάδρομο που οδηγούσε στην αίθουσα τελετών, όπου και θα γινόταν η απονομή των πτυχίων στους απόφοιτους της περιόδου.
Μπήκαν μέσα σε μια αίθουσα όπου ήταν μαζεμένοι οι απόφοιτοι που θα έπαιρναν πτυχίο μαζί της, άλλοι μαζί με τους γονείς τους, και άλλοι μόνοι τους.
Εκείνη ανακατεύτηκε με τους συμφοιτητές της ανταλλάσσοντας γέλια και πειράγματα, ενώ οι γονείς της άρχισαν να μιλάνε με άλλους γονείς.
Άνθρωποι είχαν έρθει από κάθε γωνιά της Ελλάδος για να δουν τα παιδιά τους στη απονομή και να τα βοηθήσουν στο μάζεμα των πραγμάτων που προϋπέθετε η επιστροφή τους στα μέρη απ' όπου κατάγονταν.
Την καθορισμένη ώρα η τελετή άρχισε, ο πρόεδρος της σχολής έδωσε σε αυτήν να διαβάσει τον όρκο, αφού είχε τον υψηλότερο βαθμό απ' όσους ορκίζονταν εκείνη την μέρα.
Η μητέρα της δάκρυσε από χαρά ενώ ο πατέρας της την φωτογράφιζε σε όλη την διάρκεια της τελετής απονομής καμαρώνοντας για την κορούλα του τόσο πια που παραλίγο κάποια στιγμή να πέσει ανάσκελα απ' το πολύ καμάρι.
Η τελετή τελείωσε και ήρθε η ώρα των αποχαιρετισμών.
Τους χαιρέτησε όλους και ιδιαίτερα κάποιους από τους φίλους, της που κατάγονταν από μακριά και μπορεί να μην τους ξαναέβλεπε πότε.
Αγκαλιές φιλιά και δάκρυα σε μια ιδιαίτερα ζεστή ατμόσφαιρα.
Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να φεύγει, οι γονείς της πήγαν να την πάρουν.
Ο καλός της φίλος ο Δημήτρης μαζί με την κοπέλα του την Χρυσούλα την πλησίασαν.
-Κάνουμε ένα πάρτι αποχαιρετισμού, της είπαν, στο σπίτι της Χρυσούλας, να είσαι εκεί στις 21.00.
-Μα...., έκανε να αρθρώσει μια λέξη, αλλά οι φίλοι της την έκοψαν.
-Δεν ακούμε κουβέντα θα έρθεις, της είπαν.
-Καλά θα δούμε, απάντησε αυτή καθώς έφευγαν.
Ήξερε ότι δεν μπορούσε να πάει, ο πατέρας της που θα μπορούσε να την πάει με το αυτοκίνητο θα ήταν ακόμα στην δουλειά του, και φοβόταν να πάει μόνη της.
Η ώρα πέρασε, η μέρα έφτανε στό τέλος της, εκείνη άνοιξε τον Η/Υ και μέσα από το msn άρχισε να μιλάει με τους ηλεκτρονικούς της φίλους, κάτι που έκανε χρόνια τώρα, συζητούσε με τους άλλους, άλλοτε γελώντας και άλλοτε προβληματισμένη με αυτά που της έγραφαν.
Κοίταξε το ρολόι πάνω στο κομοδίνο της 21:20
Τώρα οι άλλοι θα διασκεδάζουν στο σπίτι της Χρυσούλας, σκέφτηκε
Αναστέναξε βαριά και ξαναγύρισε στον Η/Υ που από μέσα του ξεπρόβαλαν άνθρωποι που ποτέ δεν είχε γνωρίσει, αλλά που τόσο καιρό, με κάποιους μάλιστα χρόνια, έκανε παρέα μιλώντας και γελώντας με αυτά που έλεγαν ο ένας στον άλλο.
Ο ήχος του κουδουνιού έσπασε την ησυχία του σπιτιού.
Η μητέρα της πήγε και άνοιξε.
Μπροστά στην πόρτα στεκόταν ό Δημήτρης και η Χρυσούλα μαζί με ένα φίλο τους.
-Καλησπέρα, είπαν, είναι μέσα η Ρένια????
-Ναι μέσα είναι, πηγαίνετε στο δωμάτιο της, Ρένια τα παιδιά σε θέλουν της φώναξε.
Τα παιδιά???? Μα δεν είναι στο πάρτι??? Τι κάνουν εδώ???? Τι να θέλουν????
Ο Δημήτρης μπήκε μέσα στο δωμάτιο, και την άρπαξε από το αυτί.
-Δε μου λες, δε σου είπα να έρθεις στο πάρτι, γιατί δεν ήρθες, μου λες??? της είπε ενώ συγχρόνως της τραβούσε το αυτί
-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ αου αααα αουαουαου τό αυτάκι μου αααααα!!!!!! μα αφού δεν είχα κάποιον να με φέρει, αου αου αου,
-Και καλά εμείς είμαστε βλάκες και δεν το στεφτήκαμε εσύ γιατί δεν μας είπες εεεεεεε????
-Μη καλέ πονάει αου ΑΟΥ ΑΑΑΑΑ , δεν ήθελα να σας βάλω σε κόπο, αααααααααααα
-Γι' αυτό θα στο ξεριζώσω το ρημάδι της, είπε ο Δημήτρης.
-Χρυσουουουουουλααααααααααα, φώναξε την κοπέλα του.
Βούτα την, ντύσ' την σοβάτης την βάφτην να φεύγουμε, έχουμε αφήσει τους άλλους και θα τα φάνε όλα.
Έμεινε στον δωμάτιο με την Χρυσούλα.
Μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα του δωματίου, Η Χρυσούλα έσπρωχνε το καροτσάκι με αυτήν έτοιμη.
-Βουαλά, έκανε η Χρυσούλα, Έτοιμες
-Θεέ μου τι όμορφη, έκανε ο Δημήτρης, Θεά, έκανε ο φίλος των παιδιών, που ήταν μαζί τους.
-Φεύγουμε, καληνύχτα έκανε στην μητέρα της Ρένιας
-Καληνύχτα παιδιά καλά να περάσετε.
Πολύ γρήγορα με το αυτοκίνητο του φίλου του Δημήτρη, του Γρηγόρη, διέσχισαν την πόλη και έφτασαν στο σπίτι της Χρυσούλας, έβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκαν μέσα
-Την φέραμε, είπε η Χρυσούλα στους υπόλοιπους καλεσμένους.
Όλοι γύρισαν προς αυτήν και άρχισαν να χειροκροτούν.
Το πάρτι συνεχίστηκε, η μουσική ξαναδυνάμωσε, αυτή καθισμένη στον καναπέ στην γωνία με ένα ποτήρι στο χέρι να γελά και να αστειεύεται με όλους.
Σε κάποια στιγμή τα παιδιά έβαλαν CD με μπλούζ
Αργές νότες, άλλες νοσταλγικές, άλλες ερωτικές, ξεχύθηκαν στην ατμόσφαιρα.
Ο κάθε καβαλιέρος πήρε την ντάμα του, αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να λικνίζονται στον ρυθμό της μουσικής.
Εκείνη έμεινε μόνη στον καναπέ, να κοιτάζει τα ζευγάρια που χόρευαν, άπλωσε το χέρι της έπιασε το ποτήρι της από το τραπεζάκι, τράβηξε μια γουλιά από το περιεχόμενο του, το άφησε, πήρε τα τσιγάρα τής, έβγαλε ένα από το πακέτο και το άναψε.
Το πάρτι είχε πάρει μια έντονα ερωτική ατμόσφαιρα, ο κάθε ένας είχε πάρει την ντάμα του αγκαλιά και την χόρευε, κάπου κάπου, κάποιος σήκωνε το χέρι του και χάιδευε τα μαλλιά τής κοπέλας του, άλλος πάλι έσκυβε και την φιλούσε, άλλοι είχαν σφιχταγκαλιαστεί και χόρευαν ακουμπώντας ο ένας το κεφάλι του στο ώμο του άλλου.
Εκείνη, κοιτούσε έξω από το παράθυρο, δεν ήθελε να βλέπει, δεν άντεχε που δεν μπορούσε.
Ήθελε όμως. Ήθελε πολύ, να χορέψει και εκείνη. Το ήθελε, αλλά.....Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ονειρεύεται, ότι ήταν και αυτή όρθια στην αγκαλιά ενός καβαλιέρου να στριφογυρίζει στον ρυθμό τής μουσικής να νιώθει την ανάσα του στο λαιμό της, τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την μέση της και αυτή να έχει τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του, να νοιώθει την ζεστασιά του κορμιού του, μα μόνο να ονειρεύεται μπορούσε. Αυτά ήταν συναισθήματα για άλλους, αυτή μόνο με εικόνες του νου μπορούσε να χορεύει.
Βαριαναστέναξε, ξαναπήρε το ποτήρι από το τραπεζάκι, ήπιε μια γουλιά και τράβηξε το τασάκι κοντά της, τίναξε το τσιγάρο, τράβηξε μια ακόμα ρουφηξιά και ξανάρχισε να κοιτά έξω από το παράθυρο και να ονειρεύεται πως χορεύει και αυτή. Πως χορεύει.
'Ένα άγγιγμα την έβγαλε από τις σκέψεις τής και την επανέφερε στην πραγματικότητα.
Ένας νεαρός, φίλος των παιδιών στεκόταν μπροστά της.
-Χορεύεις??? την ρώτησε.
Εκείνη έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
-Θέλεις να χορέψουμε, την ξαναρώτησε.
Εκείνη έσκυψε το κεφάλι.
-Εγώ δεν μπορώ, του είπε, είμαι σε καροτσάκι, δεν μπορώ.
Έσκυψε το κεφάλι ακόμα περισσότερο για να μην φανεί το δάκρυ που είχε ξεφύγει από την άκρη του ματιού της και τώρα κυλούσε στο ροδαλό της μάγουλο.
-Μπούρδες, είπε εκείνος, τώρα θα δεις.
Άπλωσε τα χέρια του και την άρπαξε από τις μασχάλες.
Ένοιωσε να απογειώνετε.
Βρέθηκε όρθια στα γερά χέρια εκείνου του παιδιού, τα ανήμπορα πόδια της βρέθηκαν να κρέμονται, εκείνος την κατέβασε σιγά σιγά μέχρι που οι άκρες των ποδιών της άγγιξαν το πάνω μέρος των ποδιών του.
Την κρατούσε πολύ γερά, άρχισε να κουνά τα πόδια του, στον αργό ρυθμό του τραγουδιού που εκείνη την ώρα ακουγόταν γεμίζοντας την ατμόσφαιρα, Η Ρένια κοίταξε κάτω, τα πόδια του αγοριού που κινούνταν και τα δικά της, σαν να είχαν ζωντανέψει ακολουθούσαν τις κινήσεις των ποδιών του αγοριού, Το όνειρο της γινόταν πραγματικότητα, χόρευε, χόρευε και εκείνη.
Άπλωσε τα χέρια, τα τύλιξε στον λαιμό του αγοριού, έριξε το κεφάλι πάνω στον ώμο του και αφέθηκε να χορεύει, ΝΑ ΧΟΡΕΎΕΙ, όπως στο όνειρο της, δυό δάκρυα κύλισαν στά μάγουλα της, ήταν από χαρά. Ένα ακόμα όνειρο της, που δεν πίστευε ότι θα πραγματοποιηθεί ποτέ τελικά ζωντάνευε και αυτό την έκανε να πετάει, από χαρά.
Πετούσε, χόρευε ήταν το ίδιο.
Η Χρυσούλα και ό Δημήτρης χόρευαν λίγο πιο πέρα.
Είχαν και οι δυό τους τα μάτι κλειστά, απολάμβαναν ο ένας την θέρμη και τα χάδια του άλλου.
Η Χρυσούλα άνοιξε τα μάτια και αυτό που είδε την άφησε με το στόμα ανοιχτό.
Η Ρένια χόρευε, Ταρακούνησε τόν Δημήτρη.
-Θεέ μου κοίτα, του είπε, κοίτα. η Ρένια χορεύει.
Εκείνος γύρισε και κοίταξε .Το θέαμα τον συνεπείρε. Σταμάτησαν να χορεύουν και κοιτούσαν το ζευγάρι, μόνο που μόνο εκείνος χόρευε, εκείνη πετούσε, από την χαρά της. Πετούσε.
Το CD τελείωσε, ο Δημήτρης έφυγε βιαστικός και ξαναπάτησε στο Cd player το κουμπί play και άρχισαν να παίζουν τα τραγούδια από την αρχή.
-Το ξαναβάζω από την αρχή για την Ρένια μας, φώναξε ο Δημήτρης.
Όλοι ξαν' άρχισαν να χορεύουν μαζί και αυτή, με τον άγνωστο καβαλιέρο τής που είχε έρθει από το πουθενά
Ο Δημήτρης τους πλησίασε.
-Μπορώ να έχω την τιμή? Ρώτησε την Ρένια, εκείνος του την έδωσε.
-Πήγαινε να χορέψεις τήν Χρυσούλα του είπε, στήν δανείζω γιά ένα χορό
Τώρα χόρευε η Ρένια μέ τόν Δημήτρη, σε λίγο μιά φωνή από άλλο τρίτο ακούστηκε να λέει στόν Δημήτρη.
-Μήτσε στήν Χρυσούλα σου εσύ, και άρχισε να τήν χορεύει αυτός τώρα. Και μετά άλλος, και άλλος, μέχρι πού αποκαμομένη πιά αλλά χαρούμενη, βρέθηκε πάλι καθησμένη στόν καναπέ.
Η ώρα πέρασε, ήταν πια αργά τό πάρτι τελείωσε οι μουσική σταμάτισε και όλοι πια ετοιμάζονταν να φύγουν, μέσα στίς χαιρετούρες και τίς καληνύχτες, ακούστικε ή φωνή της Ρένιας να ζητά να κάνουν όλοι ησυχία να την ακούσουν που κάτι ήθελε να τους πει.
Όλοι σώπασαν και γύρισαν προς το μέρος τής.
-Ήταν το καλύτερο πάρτι της ζωής μου, Όπως και όλος αυτός ο καιρός που πέρασα μαζί σας στήν σχολή και έξω από αυτή ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί. Σας αγαπώ όλους και θέλω να σας πάρω όλους αγκαλιά τους είπε δακρυσμένη.
Εκείνοι, μετά από μιά στιγμή αμηχανίας, όρμισαν επάνω της.
Ενώθηκαν όλοι σε μια μεγάλη ζεστή γεμάτη αγάπη αγκαλιά.
Μία αγκαλιά που κανένας τους δεν θα ξέχναγε πότε, και που έμελε να τους ενώνει για πάντα. Με το αυτοκίνητο του Γρηγόρη, ξεκίνησε η παρέα τών τεσσάρων παιδών, έκαναν μια μεγάλη βόλτα στους δρόμους τής κοιμισμένης πόλης, και βρέθικαν σε μιά παραλία, Εκεί όλοι έβγαλαν τα παπούτσια τους και καθισμένοι πάνω στήν άμμο εκεί που σκάει το κύμα με τις πατούσες να τις γαργαλάει το νερό, πιασμένοι χέρι χέρι, έμεναν να ακούνε τον ήχο των κυμάτων. Ενα τραγούδι ήρθε στά χείλη τής Ρένιας και άρχισε να το τραγουδάει σιγανά “Θάλασσα πλατιά....”, οι άλλοι την ακολούθησαν “σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις....”
Ξημέρωνε πια, ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο και κατεθήνθηκαν στό σπίτι τής Ρένιας, ή πόλη είχε αρχίσει να ξυπνά. Έφτασαν στο σπίτι της, ο Γρηγόρης σταμάτησε τό αυτοκίνητο μπροστά στήν πόρτα, και έβγαλε το καροτσάκι από το πόρτ παγκαζ, το άνοιξε και το έφερε δίπλα στήν ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου, Η Ρένια με την βοήθεια του Δημήτρη και του Γρηγόρη κάθισε στο καροτσάκι και αφού τους χαιρέτησε όλους, έσπρωξε τις ρόδες του καροτσιού και πλησίασε την εξώπορτα, έβαλε το κλειδί στήν κλειδαριά το έστριψε και ή πόρτα άνοιξε. Γύρισε για μια τελευταία καληνύχτα και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Ολοι κοιμούνταν, εκείνη κάνοντας τόν λιγότερο θόρυβο πού μπορούσε πήγε στό δωμάτιό της, στάθηκε μπροστά στόν καθρέφτη ξεβάφτικε, πήγε και ξάπλωσε στό κρεβάτι τής, με τίς γνωστές πιά ακροβατικές κινήσεις έβγαλε τα ρούχα της, φόρεσε τίς φόρμες τής και μπήκε κάτω από την λεπτή καλοκαιρινή κουβέρτα.
Ο ήλιος είχε ανατείλει και έμπαινε από τις γρίλιες του παραθύρου της μέσα στο δωμάτιο.
Αυτή που πέρασε ήταν ή καλύτερη μέρα στήν ζωή της, Είχε πια στά χέρια της το πτυχίο που τόσο ποθούσε, διαπίστωσε για μια ακόμα φορά ότι είχε φίλους που την αγαπούσαν, και είχε χορέψει.
Τόσα όνειρα της πραγματοποιήθηκαν μέσα σε μια μέρα.
Χαμογελούσε, και έτσι χαμογελαστή, την πήρε ο Μορφέας για ένα φανταχτερό ταξίδι στήν χώρα των ονείρων.
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008
Post ποίησης
Ένα ποίημα που περιγράφει, κατά την άποψη μου, την ανθρώπινη πορεία στην ζωή και δεν θα μπορούσα εγώ να αποτελώ εξαίρεση.
Κ.Π Καβάφης
ΙΘΑΚΗ
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτήσυγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.
Να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
Σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει, και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Πατώντας το παρακάτω link θα ακούσετε τον Ευθυμίου Κυριάκο, να απαγγέλλει
Την ΙΘΑΚΗ
http://www.kavafis.gr/lections/content.asp?id=242&author_id=
Επίσης καταθέτω και αυτό, ένα ποίημα που μου αρέσει πάρα πολύ και πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να γίνεται ο ήρωας του
Τάσος Λειβαδίτης
Το υπόγειο
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,θα τέλειωνε ίσως κάποτε.
Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος, μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο.
Εξω βρέχει,και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα, τις δίψες, τις παραχωρήσεις,μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές,
τις καλωσύνες μου συχνά επηρμένες, μετράω,
μετράω, δίχως ποτέ μου να τελειώνω ― α, εσείς,εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου,
που μέσα σε μια στιγμή με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο το υγρό υπόγειο.
Εξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος.
Γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή του. Σάρκινος λόγος
Αφήνω την σκυτάλη στόν επόμενο.
Ποιός θά είναι?????
Όποιος προλάβει.....
Ζαχοπουλιάδα
Και άρχισε το "πανηγύρι"
Στα κανάλοπαράθυρα να μαλλιοτραβιούντε διάφοροι, ένα DVD να κόβει βόλτες, η πολιτικοί άνδρες να ανταλλάσσουν βέλη, λόγοι βαρύγδουποι να εκφωνούνται, όλοι να εξορκίζουν το θηρίο που λέγετε διαφθορά, και μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό μια δικαιοσύνη να προσπαθεί να βγάλει άκρη.
Μετά από λίγο να και οι φωτογραφίες από το περιεχόμενο σε αυτό το DVD έργο, συνοδευόμενες βέβαια και από το σχετικό δημοσιογραφικό μαλλιοτράβηγμα.
Εχει γίνει πια τέτοιος ντόρος που τελικά δείχνει ότι αυτό είναι το μοναδικό πρόβλημα πού απασχολεί την χώρα μας.
Το δημογραφικό δηλαδή λύθηκε, το ασφαλιστικό επίσης, η ακρίβεια τέλος
Η ΚΡΕΒΑΤΟΚΆΜΑΡΑ ΤΟΥ κου ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΌ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ ΕΠΙΚΡΆΤΕΙΑΣ.
Ακούσαμε για ζητήματα κρεβατοκάμαρας, σεντονιών, μαξιλαριών, στρωμάτων αλλά, για αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει κουβέντα.
ΚΑΙ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΕΝΔΙΑΦΈΡΕΙ εμένα τουλάχιστον ΕΙΝΑΙ: ΕΦΑΓΕ ΛΕΦΤΑ ΤΕΛΙΚΑ ΑΥΤΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ?????
ΑΝ ΝΑΙ ΠΟΣΑ, ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΦΑΓΑΝΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΣΑ.
ΓΙΑ ΕΜΈΝΑ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΜΑΝΤΙΚΟ. ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
Τώρα αν η υπόθεση περιορίζετε μόνο στο σενάριο, τόν πλησίασε μιά κύρία και του είπε πηδαμε μεν διόρισε με δε, και ό κος Ζαχόπουλος την πήδηξε και την έστειλε, και αυτή για εκδίκηση τον τράβηξε ταινία και άρχισε να τον εκβιάζει, τότε αυτό είναι θέμα απλά του τμήματος εκβιασμών της ελληνικής αστυνομίας και το θέμα λήγει εκεί. Το μόνο πού εγώ προσωπικά έχω να σχολιάσω σε ένα τέτοιο σενάριο, είναι.
Καλά της έκανες της πορνόμυαλης λεβέντη μου, ΕΎΓΕ, και σου δίνω και παράσημο.
Όσο για τον τρόπο πού χειρίζονται το θέμα τα κανάλια και τα καναλάκια, με όλους αυτούς τους selebrities που νομίζουν ότι είναι δημοσιογράφοι, καλά θα κάνουν να διαβάσουν το άρθρο 15 του Ελληνικου συντάγματως, του υπέρτατου νόμου της Ελληνικής πολιτείας
Άρθρο 15
2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
Λοιπών κύριοι???????
Τηρείτε την κείμενη νομοθεσία????
Μήπως θα έχω άδικο να μιλήσω για συνταγματική εκτροπή???? δηλ χούντα?????
Και οι πολιτεία τι κάνει???
Εκτός πια αν δέν κυβερνούν αυτή την χώρα οι πολιτικοί και οι νόμοι αλλά οι selebrities δημοσιογράφοι και τα αφεντικά αυτών, με δικούς τους νόμους και κανόνες.
Τότε όμως δέν μιλάμε για δημοκρατία
Έχω άδικο??????
Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008
Εκπτώσεις
Οι χειμερινές εκπτώσεις, που όλα τα είδη θα πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές.
Η περίοδος που λίγο ως πολύ περιμένουμε, να κατέβουμε στους εμπόρους, να αγοράσουμε διάφορα πράγματα.
Ρούχα παπούτσια, αξεσουάρ, είδη για το σπίτι, πραγμάτα για εμάς, που όλο τον χρόνο θέλαμε να αγοράσουμε αλλά τώρα, λόγο μειωμένων τιμών, έχουμε μια καλή ευκαιρία να αποκτήσουμε.
Οι δρόμοι γεμίζουν κόσμο, που κοιτά βιτρίνες και μπαινοβγαίνει σε μαγαζιά.
Κόσμος φορτωμένος σακούλες, περπατά στους εμπορικούς δρόμους αναζητώντας μια ακόμα ευκαιρία αγοράς.
Μαζί τους και εγώ τριγυρνώ σε έναν από τους μεγάλους εμπορικούς δρόμους της πόλης. Σταματώ σε ενα φανταστικό κατάστημα, κοιτάζω τα προϊόντα, που τακτοποιημένα με τάξη στην μεγάλη βιτρίνα, εντυπωσιακά, φανταχτερά καλούν τον κόσμο να αγοράσει.
Ανοίγω την πόρτα αυτού του φανταστικού καταστήματος και μπαίνω μέσα.
Κόσμος πολύς κυκλοφορεί μέσα, άνδρες γυναίκες, πλησιάζουν τα ράφια βλέπουν τα προϊόντα, τα εξετάζουν προσεκτικά, βλέπουν τις τιμές, και ή τα αφήνουν πάλι στο ράφι η τα βάζουν μέσα στο μικρό καλάθι που κρατούν στο χέρι.
Αρκετός θόρυβος από τους ανθρώπους που συζητούν. Ομιλίες όπως, “μας κάνει”, “δεν μας κάνει” , “μάλλον μεγαλύτερο θέλουμε”, “ας δούμε και αν δεν βρούμε τίποτε καλύτερο θα πάρουμε αυτό”, “πολύ ακριβό” , “ μια χαρά είναι το παίρνω”, γεμίζουν την ατμόσφαιρα.
Πλησιάζω ένα ράφι, γεμάτο εμπόρευμα, προσεκτικά τακτοποιημένο το ένα δίπλα στο άλλο.
Διαβάζω την ταμπέλα. “ΣΥΝΕΙΔΉΣΕΙΣ έκπτωση 30%”.
Μένω και κοιτώ τους ανθρώπους που είναι μαζεμένοι σε αυτό το ράφι και αγοράζουν.
Άνθρωποι συνηθισμένοι, καθημερινοί σαν αυτούς που συναντάς στον δρόμο, που τους λες “Καλημέρα”.
Αγοράζουν συνειδήσεις.
Προχωρώ πιο κάτω στον μακρύ διάδρομο, και πλησιάζω άλλα ράφια όπου άλλοι άνθρωποι είναι συγκεντρωμένοι και ασχολούνται με τα προϊόντα πού βρίσκονται σε αυτά.
Η ταμπέλα πού βρήσκετε πάνω στό ράφι γράφει “ΉΘΟΣ έκπτωση 40%”
Προχωρώ ακόμα περισσότερο στον μεγάλο διάδρομο αυτού του φανταστικού καταστήματος.
Άλλα ράφια υπάρχουν στο βάθος, πλησιάζω και διαβάζω την ταμπέλα ενός από αυτά.
“ ΑΞΙΟΠΡΈΠΕΙΑ έκπτωση 50% “, ενώ στο διπλανό ράφι η ταμπέλα γράφει “ΑΞΊΕΣ”, με την σχετική έκπτωση δίπλα.
Μένω και κοιτάζω γύρω μου, οι σειρές από τα ράφια είναι τεράστιες και εκτείνονται μέχρι το βάθος του καταστήματος με ποικιλία “προϊόντων” σε ποικιλία τιμών.
Προχωρώ στο βάθος του διαδρόμου, όπου η κυλιόμενη σκάλα με οδηγεί σε άλλο όροφο με άλλα είδη προϊόντων.
Εκεί πωλούνται ολόκληροι άνθρωποι.
Είναι παρατεταγμένοι πάνω σε ψηλά βάθρα.
Άνδρες και γυναίκες ακόμα και παιδιά γυμνά, να στέκουν ακίνητα και αμίλητα σαν αγάλματα.
Οι πελάτες πλησιάζουν τα βάθρα εξετάζουν με τα μάτια το εμπόρευμα, και μετά κοιτούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εμπορεύματος, την χρήση του και την τιμή του.
Πλησιάζω ένα από τα βάθρα, και διαβάζω την ταμπέλα.
Προϊόν : εισαγωγής
Χώρα προέλευσης : Ουκρανία
Παλαιότητα : 19
Χρήσεις : Γενική οικιακή χρήση και υψηλών σεξουαλικών επιδόσεων.
Κατάσταση : Αμεταχείριστη
Αξία μεταπώλησης : Υψηλή.
Τιμή :....................Ε
Σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω, πάνω στο βάθρο στέκεται μια κοπέλα γυμνή.
Από την κορυφή του κεφαλιού της ορμούν προς τα κάτω τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της, ένω το καθαρό λευκό της δέρμα γυαλίζει στο φως των λαμπτήρων φθορισμού.
Τα καταγάλανα μάτια της είναι καρφωμένα στο άπειρο. Ένα μικρό μειδίαμα σχηματισμένο στα κατακόκκινα χείλη της αφήνει να φανούν τα κατάλευκα δόντια της
Μένω και την κοιτώ.
Αυτή ακίνητη σαν άγαλμα, παγωμένη πάνω στο βάθρο, σαν να μην είναι φτιαγμένη από τα ίδια υλικά που είμαι και εγώ, που είμαστε όλοι.
Να είναι άραγε ευχαριστημένη που βρίσκετε εδώ? ήρθε μόνη της?
Τι να σκέφτεται? Σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό μου καθώς την κοιτούσα.
Λίγο πιο κάτω σε ένα άλλο βάθρο ένα μελαψό αγόρι, να στέκεται πάνω του ακίνητο σαν παγωμένο και αυτό, με τα μάτια καρφωμένα στο άπειρο σαν υπνωτισμένο.
η ταμπέλα γράφει.
Προϊόν : εισαγωγής
Χώρα προέλευσης : Κένυα
Παλαιότητα : 5
Χρήσεις : Γενική οικιακή, σεξουαλική, γενικές εργασίες εργοστασίου, ανταλλακτικά
Κατάσταση : Αμεταχείριστη
Αξία μεταπώλησης : Υψηλή.
Τιμή :....................Ε
Θεέ μου, σκέφτομαι, ακούς ανταλλακτικά!!!!
Λίγο πιο κάτω άλλη κοπέλα να στέκεται και αυτή πάνω σε βάθρο, ή ταμπέλα γράφει λίγο ως πολύ τα ίδια μόνη διαφορά η χώρα προέλευσης που έγραφε “Εγχώριο προϊόν”.
Περπατώ πιο κάτω ανάμεσα σε ανθρώπους που κοιτούν και αυτοί, και κάποιοι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα εμπορεύματα ρωτώντας περισσότερες πληροφορίες τους υπαλλήλους.
Σταματώ μπροστά σε έναν άνδρα, με κοντά μαύρα μαλλιά και σφριγηλό κορμί,
που και αυτός βρίσκετε στην ίδια κατάσταση “υπνωτισμού” πάνω στο βάθρο, ακίνητος σαν άγαλμα.
Η ταμπέλα του γράφει
Προϊόν : Εγχώριο
Παλαιότητα : 28
Χρήσεις : Γενικές εργασίες εργοστασίου, σεξουαλική, ανταλλακτικά
Κατάσταση : Αμεταχείριστη
Αξία μεταπώλησης : Υψηλή.
Τιμή :....................Ε
Λίγο πιο κάτω ένας υπάλληλος του καταστήματος έχει βάλει μια κοντή σκαλίτσα και κατεβάζει μια κοπέλα από ένα βάθρο. Αυτή χαμογελάει.
Λίγο πιο πίσω ένας κύριος γύρω στα 60 με φαλακρίτσα τετράγωνα γυαλιά με χρυσό σκελετό, φορώντας ένα ακριβό κουστούμι, παίζοντας με τα κλειδιά του που βρίσκονται κρεμασμένα από ένα ασημένιο μπρελόκ με το σήμα τής Mercedes χαμογελάει κατευχαριστημένος με τη αγορά του
Ο Κύριος με τον υπάλληλο και την κοπέλα κατευθύνονται προς τα ταμεία, αυτή εξακολουθεί να χαμογελάει, ευχαριστημένη που πουλήθηκε (?)
Πλησιάζω το βάθρο που ήταν τοποθετημένη και πριν ένας άλλος υπάλληλος πάρει την ταμπέλα προλαβαίνω να διαβάσω, Προϊόν: εγχώριο, παλαιότητα: 21
Κατάσταση: Αμεταχείριστη.
Φεύγω, κατευθύνομαι προς τις κυλιόμενες σκάλες, πλησιάζω την έξοδο.
Δίπλα στην μεγάλη πόρτα, μια φαρδιά σκάλα που κατεβαίνει σε ένα υπόγειο, τραβά την προσοχή μου.
Πολλοί άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν απ' αυτή την σκάλα.
Η περιέργεια με τραβά και αρχίζω να κατεβαίνω τα σκαλιά, βρίσκομαι σε έναν χώρο με πολλά γκισέ όπου ουρές ανθρώπων διαφόρων ηλικιών και φύλου περιμένουν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους.
Πλησιάζω έναν υπάλληλο.
-Με συγχωρείτε κύριε, τι είναι εδώ, τον ρωτώ.
-Εδώ, μου απαντά, είναι το τμήμα αγορών του καταστήματος, οι άνθρωποι που βλέπετε στις ουρές θέλουν να πουλήσουν κάτι σε εμάς και να ξέρετε πληρώνουμε καλά εδώ, και ειδικά αν το προϊόν είναι καλό.....
-Και πότε ανοίξατε το κατάστημα σας
-Από τότε που υπάρχουν άνθρωποι πάνω στη γη, ξέρετε πάντα οι άνθρωποι ήθελαν να πουλήσουν προϊόντα που μας ενδιαφέρουν.
-Και στην Ελλάδα πότε ανοίξατε υποκατάστημα?
-Υπήρχαμε από πάντα, και πουλάμε με μεγάλη έκπτωση, εμείς ξέρετε δεν έχουμε περιόδους. Πάντα με έκπτωση πουλάγαμε, πουλάμε και θα πουλάμε
-Και πάει καλά το κατάστημα?
-Βεβαίως, και μπορώ να πω ότι έχουμε και εκλεκτούς πελάτες που πουλάνε και αγοράζουν.
Να ξέρετε ότι σε εμάς έρχονται να πουλήσουν, πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές ηθοποιοί, τραγουδιστές, ονόματα τρανταχτά, έρχονται εδώ και μας πουλούν ότι έχουν, ακόμα και τους ίδιους τους τους εαυτούς, και πληρώνονται καλά, γι' αυτό έρχονται άλλωστε, για τα λεφτά.
-Πωλούνται τα πάντα λοιπών? ρώτησα τον υπάλληλο.
Εκείνος γέλασε
-Δεν ξέρεις ακόμα την δύναμη του χρήματος.
-Όλα στο σφυρί λοιπών
-Όλα υποταγμένα στον παντοδύναμο Θεό
το
Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2008
Καλό ταξιδι sir Edmund Hillary
Σας μεταφέρω εδώ το άρθρο πού δημοσίευσε στίς 11/1, για αυτόν η εφημερίδα indepentent, για να γνωρίσουμε όλοι τόν άνθρωπο E. Hillary
Sir Edmund Hillary, conqueror of Mount Everest, dies at the age of 88
By James Macintyre
Published: 11 January 2008
When a shattered-looking Edmund Hillary, descending Everest with his partner Sherpa Tenzing Norgay, was spotted from Base Camp, it was assumed their mission had failed. The team leader, Colonel John Hunt, was so sure of disappointment he began planning another attempt at the climb that had defied the efforts of so many before them.
But then, suddenly, Hillary turned and pointed up to the mountain's peak, and the celebrations erupted. It was an achievement beyond words.
So it was fitting that the announcement of the death of the unassuming former beekeeper, at the age of 88, came from the Prime Minister of his home country, Helen Clark, who described his death as "a profound loss for New Zealand".
At 11.30am, on 29 May 1953, the New Zealander, accompanied by the Nepalese Norgay, was the first man known to have reached the highest mountain in the world, reaching some 29,035 feet (8,840m) above sea level.
He had led the way and, in doing so, had blazed a spectacular trail – followed by more than 3,000 successful climbs since – but a dangerous one: there have been 200 deaths on the virtually uninhabitable mountain.
If today's world had forgotten much of the front-page, breathtaking sensation the event caused more than 50 years ago, it was reminded of it last night, as New Zealand and the climbing fraternity fell into mourning and tributes flowed in for one of the most inspiring adventurers of the 20th century.
Born on 20 July 1919 in Tuakau, New Zealand, Edmund Percival Hillary was educated in Auckland at a grammar school where he was able to pursue an early passion for reading. But it was on a school trip to Mount Ruapehu, one of the highest mountains in New Zealand, that he came into contact with his future life.
His first climb came in 1939, on Mount Olivier in the Southern Alps of his home country, and a love affair between man and mountain was born. In the meantime, he had taken up his father's beekeeping business, while, in addition, serving as an Air Force navigator in the Second World War.
After climbing in New Zealand and Europe, his first visit to the Himalayas came in 1951. He joined in Everest reconnaissance expeditions for the next two years. His prowess brought him to the attention of Sir John, the leader of the 1953 expedition, sponsored by the Joint Himalayan Committee of the Alpine Club of Great Britain and the Royal Geographic Society.
About 15 expeditions had failed to reach the summit of Everest by the time Hillary, aged 33, was preparing for the biggest challenge of his life. Everyone knew that, in 1924, the mountaineer George Leigh-Mallory had perished on the mountain. And tantalisingly, only the previous year, in 1952, a Swiss team of climbers had been forced to turn back after reaching the south peak, 1,000ft from the summit.
But there was a sense in his camp that Hillary was the man to make a difference. "He was incredibly good at altitude, there's no doubt about that," said Graeme Dingle, a fellow mountaineer. "When he climbed Everest he was at the top of his strength. Few people would have been able to carry the kind of weight at that altitude that he could."
Nearing the summit, Hillary had to lead Tenzing up a terrifying, 40-ft vertical rock face, known now as the Hillary Step. And on his way down, Hillary showed his characteristic charisma when he came across another New Zealander in the party, George Lowe. "Well, George, we've knocked the bastard off," he said.
Hillary had done it. In Britain, the conquest was announced – by chance - on the eve of the coronation of the Queen. The combination of the two events did much to restore public confidence and distraction after the weary war years, and two months later Hillary came to Britain with the team and was knighted.
Lesser men would have considered retirement. But, despite the heroism of his life story, Sir Edmund took fame in his stride and devoted his life to helping the mountain people of Nepal, preferring to be known as "Ed" and always reluctant to admit he had been the first atop Everest long after Norgay died in 1986.
He will not just be remembered as a mountaineer, albeit the most celebrated in the sport's history. "Ed's greatest legacy is the assistance he gave to the Sherpa people," said Mr Dingle. "As a result of seeing Nepal and his love of the mountains and the people, he went back and suggested that he could help in some way." Known to the Sherpa people as Burra-sahib – meaning "big in stature, big in heart" – Sir Edmund never forgot the place that gave him, in every sense, his international prominence.
In 1960, Hillary – who served as New Zealand High Commissioner to India in Delhi from 1984 to 1989 – established The Himalayan Trust, which helped build three hospitals, 13 health clinics and more than 30 schools.
In recent years, he highlighted the environmental damage caused by increasing numbers of climbing and tourism on Everest, which lies between Tibet and Nepal.
Today, he is survived by his son Peter and daughter Sarah, from his first marriage. Peter has followed in his father's footsteps and also climbed Everest .
Tributes pour in for Sir Edmund
"Sir Ed described himself as an average New Zealander with modest abilities. In reality, he was a colossus. He was an heroic figure who not only 'knocked off' Everest but lived a life of determination, humility, and generosity. The legendary mountaineer, adventurer, and philanthropist is the best-known New Zealander ever to have lived. But most of all he was a quintessential Kiwi."
New Zealand Prime Minister Helen Clark
"The loss of Sir Edmund is a loss for all those who sought to improve our world. Through his many achievements in the Himalayas, Nepal, Antarctica, India and elsewhere, Sir Edmund was an important role model. He was a leader who showed how to set goals and achieve them."
Governor-General Anand Satyanand
Hillary was a "a great human mirror of who we are, or who we like to think we are," calling Hillary "a national treasure".
Mountaineer Graeme Dingle
"He was an utterly sensible person. He enjoyed spending time amongs New Zealanders because for him it was being back in the environment that he had worked his way up through."
Brian Wilkins, who climbed with Hillary in the Himalayas in 1954
"Sir Ed dramatically changed the lives of everyone he touched."
Double amputee climber Mark Inglis
Καλό ταξιδι sir Edmund, και ας γίνεις παράδειγμα σέ όλους εμάς τους αγωνιστές, κατακτητές τών κορυφών της ζωής
Καλό ταξίδι........
Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008
Λίγη ντροπή δεν βλάπτει
Συγκεκριμένα, στην εκπομπή ΑΠΟΛΎΤΩΣ ΣΧΕΤΙΚΌ, ό κος Ανδρέας Παπασταματίου, έλεγε ότι οι LONDON TIMES είχαν ένα δημοσίευμα πού έλεγε ότι η υπόθεση Ζαχόπουλου, αφαιρεί το ηθικό υπόβαθρο του αγώνα για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων του Παρθενώνα
Ακολούθησαν τα επικριτικά σχόλια του δημοσιογράφου της ΝΕΤ 105.8, ο οποίος και λίγα έσουρε στον ανταποκριτή και συντάκτη του άρθρου πού δημοσίευσαν οι LONDON TIMES στο φύλλο τους στις 09/01/2008.
Παραθέτω λοιπόν το εν λόγο άρθρο τόσο στην καταχώρηση του in gr, όσο και το πλήρες άρθρο από τους London Times, την όποια νόμιζα και σοβαρή εφημερίδα.
Τέλος να ευχαριστήσω τον κο Ανδρέα Παπασταματίου, πού αμέσως μετά την εκπομπή του, σε τηλεφωνική επικοινωνία πού είχα μαζί του, είχε την καλοσύνη και την ευγένεια να μου δώσει την πηγή της είδησης που μετέδωσε.
Πρώτα να τι έγραψε το IN GR στήν ηλεκτρονική του σελίδα.
Με το αίτημα της Ελλάδας να επιστραφούν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα συνδέουν οι Times του Λονδίνου την υπόθεση του Χρήστου Ζαχόπουλου.
Ο ανταποκριτής της εφημερίδας στην Αθήνα αναφέρεται αναλυτικά σε γεγονότα της υπόθεσης και σημειώνει ότι ο τέως γενικός γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού υπήρξε ο άνθρωπος-«κλειδί» στο θέμα των Μαρμάρων.
Η εφημερίδα σημειώνει ότι είναι πλέον κοινή η εντύπωση ότι η υπόθεση της επιστροφής των Μαρμάρων έχει χάσει το ηθικό της υπόβαθρο.
Και να τό άρθρο των TIMES OF LONDON, απολαύστε δημοσιογραφία
Sex, lies and DVDs shake culture ministry in Greece
John Carr in Athens
It began as a tale of sex, lies and a secret video recording at the heart of the ministry charged with bringing the Elgin Marbles back to Greece.
But after two apparent suicide attempts and allegations of blackmail and endemic corruption, the affair has called into question the moral authority of the Culture Ministry as it presses its case for the return of the ancient masterpieces.
The juiciest sex scandal in modern Greek memory began when an archaeologist allegedly decided to get revenge on her married boss after he refused to give her a full-time job at the ministry.
Evi Tzekou, 35, is in custody on charges of attempted blackmail after apparently smuggling a camera into the bedroom of Christos Zachopoulos, her lover, and filming more than 100 hours of extramarital sex.
Mr Zachopoulos, the chief of staff at the Culture Ministry, jumped from a fourth-floor flat in central Athens hours after losing his job by prime ministerial order. He remains in a critical but stable condition, unable to talk to investigators.
Ministry staff claim they were privy to “ferocious arguments” between Mr Zachopoulos and Ms Tzekou, in which she demanded €200,000 (£149,000) to stop her “exposing” him after he refused to renew her contract. Ms Tzekou denies charges that she posted copies of the sex tape to media outlets.
The Prime Minister is known to have received a copy of the film last month, and journalists who have seen it say that the DVD contains “typical bedroom action” with no suggestion of political or business wrongdoing. However, ministry sources said they believed that Ms Tzekou took the sexual initiative to blackmail Mr Zachopoulos on behalf of businesses wanting to clear archaeologically listed land for commercial use.
“We know he was able to decide on declassifying archaeological land in favour of developers, and that he had made several such controversial decisions in the past,” one source said.
Media speculation that Mr Zachopoulos could be a victim of blackmail remain unsubstantiated. Last weekend, however, Heracles Koutelidas, a lawyer acting for Ms Tzekou, threw himself in front of a van, claiming that he was the victim of a witch-hunt and had been “labelled a blackmailer by the media”. He survived.
The scandal has sent the popularity of the conservative Government to record lows and has dented the prestige of the Culture Ministry. Mr Zachopoulos was a key official in the campaign for the return of the Elgin Marbles, and there is a widespread sense of shame that the organisation claiming the moral high ground for their return should be racked by scandal.
Αυτά.
Τό δικό μου σχόλιο.
Όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά ο κος Carr άκουσε σ.............τα και ζήτησε διπλή μερίδα
Ντροπή σας κύριε.
Ο λόρδος Έλγιν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας κοινός κλέφτης, και όσο τα κλαπέντα μάρμαρα βρήσκοντε στό Βρετανικό μουσείο, αυτό θα φέρει το στίγμα του κλεπταποδόχου.
Οσο γιά την Βρετανική κυβέρνηση, και τήν Βασήλισσα πού δέν δίνουν την εντολή της επιστροφής τους στόν τόπο πού τα "γέννησε" και στόν λαό όπου αυτά ανοίκουν θά μπορεί να κατηγορηθούν γιά υπόθαλψη εγκληματία.
Τα λοιπά σχόλια δικά σας
Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2008
Πρωτοχρονιάτικη Ιστορία Μερος ΒΟΥ
Το λεωφορείο έφτασε στήν στάση και άνοιξε τις πόρτες, διακόπτωντας την διαδρομή της στο παρελθόν, είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που έκανε τον μπέμπη της και συμπλήρωνε, όπου να'ναι ενάμιση χρόνο σε αυτό το σπίτι που έμενε.
Στριμόχτηκε, σε μία γωνιά, ανάμεσα σε ανθρώπους και πράγματα.
Μετά από διαδρομή είκοσι λεπτών έφτασε στήν στάση που έπρεπε να κατέβει για την δουλειά της.
Με πολύ κόπο κατάφερε να κατέβει, μαζί με άλλους ανθρώπους και μπήκε στο πολυκατάστημα που δούλευε.
Χτύπησε κάρτα και, πήγε στά αποδυτήρια.
Φόρεσε τα ρούχα τής δουλειάς και ανέβηκε στον όροφο που ήταν το τμήμα που ήταν τοποθετημένη.
Άρχισε την δουλειά αμέσως, εξυπηρετώντας πελάτες με το χαμόγελο και ευγένεια ανεχόμενη κάθε ιδιοτροπία και αντιμετωπίζοντας τους πάντα με χαμόγελο.
Ανοιγε βιτρίνες, έδειχνε πράγματα, διάλεγε πολλές φορές δώρα για άλλους, τύλιγε πακέτα, έτρεχε στήν αποθήκη για πράγματα, γέμιζε βιτρίνες που είχαν αδειάσει, έτρεχε έτρεχε έτρεχε.
Οι μέρες ήταν γιορτινές και και ο κόσμος πολύς.
Όταν έφυγε και ο τελευταίος πελάτης και το κατάστημα έκλεισε, αυτή σωριάστηκε από την κούραση σε μια καρέκλα βγάζοντας τα παπούτσια της και τρίβοντας τα πονεμένα από την ορθοστασία και την τρεχάλα πόδια της.
Είχε πια νυχτώσει για τα καλά, όταν αυτή πήρε τον δρόμο για το σπίτι της, περίμενε στήν στάση το λεωφορείο, στηριγμένη στον στύλο που στήριζε το κιόσκι.
Ενιωθε τα πόδια της να μην την κρατούν πια.
Με κόπο έφτασε στο σπίτι της Βάλιας και χτύπησε το κουδούνι.
-Έλα, έλα, πέρασε μέσα να κάτσεις λίγο της είπε η Βάλια
-Όχι βρέ Βάλια μου, της είπε, είμαι πτώμα, θέλω να πάω σπίτι να μαγειρέψω κάτι και να ξεραθώ, φώναξε τον μικρό μου να έρθει.
-Κοίτα, ετοιμάζω τραπέζι, έλα να φάμε, και φεύγεις μετά
Με τα πολλά εκείνη δέχθηκε. Εμεινε και έφαγαν όλοι μαζί.
Η ώρα πλησίαζε δώδεκα, ή νέα χρονιά ήταν πρό τών πυλών. Έκανε να φύγει φωνάζοντας τον μικρό της, που έπαιζε με ένα αυτοκινητάκι πάνω στο χαλί του σαλονιού.
-Οοοοοχι δεν θα φύγεις τώρα, να αλλάξει πρώτα ο χρόνος της είπαν και την ξαναέκατσαν πάλι στήν πολυθρόνα πού καθόταν.
Ο χρόνος άλλαξε και από διάφορες μεριές της πόλης άρχισαν να ανεβαίνουν στον νυχτερινό ουρανό πολύχρωμα πυροτεχνήματα.
Ευχήθηκαν τα χρόνια πολλά την καλή χρονιά, και εκείνη κρατώντας τις σακούλες με τα πράγματα που της είχε ψωνίσει η Βάλια από το πρωί με το ένα χέρι, και τον μικρό της από το άλλο βγήκε στον δρόμο και άρχισε να περπατά προς το σπίτι της.
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε λίγο πιο πέρα μπροστά σε μία γειτονική πολυκατοικία
Από μέσα βγήκε ένας κύριος ντυμένος Αϊ Βασίλης, πήγε στο πόρτ παγκαζ του αυτοκινήτου έβγαλε από μέσα ένα σάκο, τον πήρε στον ώμο, κλείνοντας συνχρόνος το καπό του πορτ παγκαζ.
Μία γυναίκα βγήκε από την είσοδο, και του είπε γελώντας, Καλά ε, είσαι τέλειος, θα πάθουν την πλάκα τους τα μικρά.
-Ναι ναι τής απάντησε εκείνος, πάμε τώρα.
Ο θόρυβος από το κλείσιμο του καπό έκανε τον μικρό να γυρίσει.
Με ένα δυνατό τράβηγμα έφυγε από το χέρι της και άρχισε να τρέχει φωνάζοντας προς τον "Αϊ Βασίλη". με τα χέρια απλωμένα στα πλάγια σχηματίζοντας την πιο μεγάλη αγκαλιά που μπορούσε να κάνει.
Είχε ακούσει τόσα πολλά για αυτόν και δεν τον είχε δει ποτέ, και τώρα νάτος ολοζώντανος μπροστά του, και αυτός, ο τόσο μικρός, με όλη του την δύναμη να τρέχει προς αυτόν φωνάζοντας τό όνομά του.
Εκείνη σάστισε, Εμεινε για μια στιγμή και μετά άφησε κάτω τις σακούλες και άρχισε να τρέχει πίσω του.
Το ίδιο σαστισμένη έμειναν να κοιτούν τον μικρό να τρέχει προς αυτούς φωνάζοντας, και ή γυναίκα με τον "Αϊ Βασίλη".
Εκείνος έσκυψε και τον σήκωσε στήν αγκαλιά του.
-Καλή χλονιά Αϊ Βασίλη, του είπε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο πάνω από τα άσπρα ψεύτικα γένια.
Ένα φιλί με τόση αγάπη, και τόση ζεστασιά που μόνο τα παιδιά μπορούν πλέων να δίνουν.
Εκείνος ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά, ένα αίσθημα που ποτέ δεν είχε ξανανιώσει.
Τα μάτια του άγνωστου παιδιού που εντελώς ξαφνικά βρέθηκε στήν αγκαλιά του και το φιλί που εκείνο του έδωσε τα ένιωσε να του τρυπούν την καρδιά. σχεδών έτρεμε.
Η γυναίκα δίπλα του κοιτούσε αποσβολωμένη την σκηνή.
-Θα έλθεις, και από εμένα Αϊ Βασίλη, θα μου φέλεις δώλο? Ήμουν καλό παιζάκι φέτος, δεν στενοχώρησα εγώ την μαμά μου, άλλοι την έκαναν να κλαίει, του είπε, όχι εγώ.
Με αυτά τα λόγια ο "Αϊ Βασίλης" βγήκε από τον λήθαργο.
-Ναι, του είπε, θα έρθω, μόνο θύμισέ μου που μένεις, γιατί γέρασα πια και δεν θυμάμαι καλά.
-Να εκεί Αι Βασίλη του είπε απλώνοντας το χέρι του ο μικρός δείχνοντας το παράθυρο του δώματος που έμεναν.
Εκείνος γύρισε και κοίταξε, Ήταν το μοναδικό παράθυρο που ήταν σκοτεινό.
Χωρίς φωτάκια να αναβοσβήνουν, χωρίς ευφάνταστες διακοσμήσεις, χωρίς τίποτα. μόνο σκοτάδι.
Εκείνη έχει φτάσει πια, κατακόκκινη από ντροπή και κάνει να πάρει τον μικρό στήν αγκαλιά της.
-Μην ανησυχείτε, της είπε μισό λεπτό ακόμα, και γυρίζοντας προς τον μικρό τον ρωτά, και τι θέλεις να σου φέρω?
-Ένα μπλέ τλενάκι σαν αυτό της βιτλίνας, του είπε και του έδειξε την βιτρίνα ενός καταστήματος παιχνιδιών που υπήρχε εκεί κοντά.
-Χμμμ, έκανε ο Αϊ Βασίλης, εντάξει, θα το έχεις, του είπε, αύριο το πρωί θα στο φέρω, αλλά να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι φρόνιμος και ότι θα ακούς την μαμά σου, σύμφωνοι? είπε του μικρού. και τώρα πήγαινε για ύπνο είπε του μικρού, και τον άφησε κάτω, δίνοντάς του ένα φιλί στο μάγουλο.
Εκείνη πήρε, κατακόκκινη σαν πατζάρι, τον μικρό από το χέρι και έκανε να ζητήσει συγγνώμη, από τον άγνωστο για την αναστάτωση, εκείνος όμως τής χτύπησε μαλακά το μπράτσο.
-Καλή χρονιά, την είπε, και σας παρακαλώ μην τον μαλώσετε.
-Καλή χρονιά αποκρίθηκε και αφού πήρε στά χέρια της τις σακούλες με τα ψώνια που είχε παρατήσει πιο πέρα τράβηξε για το σπίτι.
Κοίταξε τον μικρό που περπατούσε δίπλα της, και έκανε να τον μαλώσει, την κοίταξε και αυτός, με μάτια που ξεχείλιζαν από ευτυχία και την έκανε να μην μπορέσει να βγάλει κουβέντα.
Εφτασε σπίτι, ξέντυσε τον μικρό και τον έβαλε στήν κούνια του, τον φίλησε στο μάγουλο και τον σκέπασε με την κουβερτούλα του.
-Μαμά, αύριο θα έρθει ο Αϊ Βασίλης της είπε με μάτια γεμάτα ανυπομονησία, μου το είπε θα έρθει.
Εκείνη τον χαΐδεψε στο κεφαλάκι, του χαμογέλασε και έσβησε το φως
-Κοιμίσου τώρα, είπε και πήγε στο σαλόνι, τι μέρα θεέ μου, μονολόγησε.
Κάθισε στον καναπέ, άναψε ένα τσιγάρο. Η κούραση την είχε πια κυριεύσει. Δεν μπορούσε πια να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Σηκώθηκε και πήγε για ύπνο.
Ξημέρωσε, η επόμενη μέρα.
Ο μικρός της είχε ξυπνήσει και την φώναζε όρθιος στήν κούνια του.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια και έμεινε για λίγο καθιστή στο κρεβάτι.
Κοίταξε το ρολόι της 09.45, σηκώθηκε και μετά την τουαλέτα έντυσε τον μικρό και τον άφησε να τριγυρινά στο σπίτι.
Αυτός πήγε κατευθείαν στο παράθυρο, ο “Αϊ Βασίλης” του είχε υποσχεθεί ότι θα έρθει, και ήθελε να τον δει.
Εκείνη έφτιαξε έναν καφέ, έκαστε μπροστά στήν τηλεόραση, άναψε ένα τσιγάρο και έβλεπε τα εορταστικά προγράμματα των καναλιών πίνοντας τον καφέ της, τραβώντας γεμάτες ρουφηξιές από το τσιγάρο.
Γύρισε το κεφάλι της προς τον μικρό της.
Αυτός σκαρφαλωμένος με τα γόνατα, στο μπράτσο τού καναπέ είχε κολλήσει την μύτη στο τζάμι και κοιτούσε προς τον δρόμο.
Αυτή σκεφτόταν. Έπρεπε, να βρεί μια καλή δικαιολογία, γιατί δεν ήρθε ο Αϊ Βασίλης.
Δεν έπρεπε να στενοχωρηθεί το παιδί από μια κούφια υπόσχεση, όχι δεν έπρεπε.
Σηκώθηκε και πήγε στήν κουζίνα, έπρεπε να μαγειρέψει κάτι να φάνε, άνοιξε το ψυγείο και άρχισε να βγάζει διάφορα από μέσα.
Ο ήχος του κουδουνιού έσπασε την ησυχία του σπιτιού.
Ο μικρός κατέβηκε από το μπράτσο του καναπέ και άνοιξε την πόρτα.
Γούρλωσε τα μάτια, και ξεφώνισε. Ο Αϊ Βασίλης και ο βοηθός του!!!!!!!!
Μπροστά στήν ανοιχτή πόρτα στεκόταν εκείνος, ο χθεσινός άντρας ντυμένος Αϊ Βασίλης, κρατώντας τον σάκο του, και δίπλα η χθεσινή κυρία ντυμένη ξωτικό.
Εκείνη πήγε από την κουζίνα στο σαλόνι και έμεινε. Δεν πίστευε στά μάτια της.
Ο μικρός πήρε τόν Αϊ Βασίλη από το χέρι τον έβαλε μέσα στο σπίτι, γονάτισαν γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού, ο Άγιος έβαλε το χέρι μέσα στον σάκο και έβγαλε ένα πακέτο με πολύχρωμο περιτύλιγμα, το έδωσε του μικρού.
-Τό Δώρο σου.
-Ευχαλιστώ Άγιε Βασίλη, δεν κρατιόταν από την ανυπομονησία και έσκισε το περιτύλιγμα.
Το τρενάκι της βιτρίνας. Τα μάτια του έλαμψαν, κοιτούσε μια το κουτί και μια τον Αϊ Βασίλη που του είχε φέρει το δώρο που αγαπούσε με μια μοναδική χαρά.
Το ξωτικό έβαλε το χέρι μέσα στο σάκο, έβγαλε ένα ακόμα πακέτο και πήγε σε εκείνη, που είχε μείνει ακίνητη με το στόμα ανοιχτό.
-Αυτό για εσένα, της είπε και της έδωσε το πακέτο
-Ευχαριστώ, απάντησε, κοκκινίζοντας
-Για να δούμε και τι άλλο έχει ο σάκος για εσάς, είπε ο Αϊ Βασίλης και έβγαλε από τον σάκο
τρία ακόμα πακέτα που από μέσα τους έβγαινε η μυρωδιά φρεσκοψημένου πρωτοχρονιάτικου γεύματος, τα άφησε στο τραπεζάκι.
-Ώρα να φεύγουμε είπε ο Αϊ Βασίλης, ο μικρός πήγε προς αυτούς και ενώθηκαν και οι τρείς σε μια ζεστή αγκαλιά γεμάτη αγάπη.
Σηκώθηκαν και πήγαν προς αυτή, που έμενε με το πακέτο στά χέρια ακίνητη, κατακόκκινη και αμίλητη.
-Καλή χρονιά, της είπε ο Άγιος φιλώντας την στο μάγουλο
-Καλή χρονιά της είπε το ξωτικό φιλώντας την και αυτό.
Έφυγαν, η πόρτα έκλεισε πίσω τους και αυτή έμεινε να κοιτά τον μικρό της που κρατώντας αγκαλιά το κουτί λαμποκοπούσε από ευτυχία.
Χαμογέλασε και ένα δάκρυ που δεν μπόρεσε να κρατήσει κύλησε στο μάγουλό της.
Πρώτη φορά έβλεπε τον μικρό της τόσο ευτυχισμένο.
.......Μπήκαν στο σπίτι τους, εκείνος άφησε τα κλειδιά του μαγαζιού με τα παιχνίδια πάνω στο τραπέζι και τράβηξε το μαξιλάρι που τον έκανε να μοιάζει χοντρό κάτω από την κόκκινη στολή.
Εκείνη έβγαλε το σκουφί του ξωτικού και έλυσε τα μαλλιά της που έπεσαν ελεύθερα στους ώμους της.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χαμογέλασαν.
Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.
Καλή χρονιά να έχουμε.......
Καλή χρονιά
Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008
Πρωτοχρονιάτικη Ιστορία μέρος Α
Ξημέρωνε. Οι πρώτες ηλιαχτίδες άρχισαν να μπαίνουν από τις γρίλιες των παντζουριών μέσα στο δωμάτιο διαλύοντας σιγά σιγά το σκοτάδι.
Η μέρα άρχιζε σιγά σιγά να παίρνει την θέση της νύχτας.
Άνοιξε τα μάτια της, τεντώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι τυλιγμένη με την κουβέρτα.
Κοίταξε το ρολόι της.
08.45, σηκώθηκε σιγά σιγά και πήγε στο μπάνιο, έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο της και αφού τελείωσε και με τα δόντια της βγήκε τουρτουρίζοντας και άρχισε να ντύνετε.
Εφτιαξε έναν καφέ και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας να τον πιεί
Άναψε ένα τσιγάρο τραβώντας και το τασάκι κοντά της.
Τα καλοριφέρ μόλις είχαν ανάψει και δεν είχαν προλάβει να ζεστάνουν το μικρό δώμα στο οποίο έμενε μαζί με τον μικρό της γιό, που κοιμόταν ακόμα μέσα στήν κούνια που βρησκόταν δίπλα στο κρεβάτι της, μέσα στήν μικρή κρεβατοκάμαρα, που για να ανοίξει την ντουλάπα έπρεπε να μετακινήσει την κούνια, για να ξαπλώσει πήγαινε από το κάτω μέρος του κρεβατιού γιατί δεν χωρούσε με τίποτε από το πλάι.
Στο σαλόνι της, που χωριζόταν με ένα πάσο από την κουζίνα υπήρχε μόνο ένας παλιός κίτρινος καναπές, ένα σπαστό τραπεζάκι που πάνω του είχε μια τηλεόραση και ένα ραδιοκασετόφωνο, Μπροστά από τον καναπέ υπήρχε ένα τραπεζάκι σαλονιού με ένα βάζο επάνω μέσα στο οποίο υπήρχαν μερικά αποξηραμένα λουλούδια.
Αν έβαζε μια καρέκλα ακόμα δεν θα χωρούσε η ίδια, μέσα στο σαλόνι, τόσο μεγάλο ήταν.
Οι τοίχοι βαμμένοι όλοι άσπροι με περίεργα “σχέδια” που είχαν γίνει γιατί την τελευταία φορά το σπίτι το είχε βάψει μόνη της, και επειδή ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, είχε αυτό το αποτέλεσμα.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές "το σπίτι των ανέμων" όπως το αποκαλούσε η ίδια, επειδή όταν φυσούσε δυνατά ο αέρας περνούσε από τα παλιά κουφώματα δημιουργώντας ένα σφύριγμα.
Είχε κάνει αρκετές πατέντες για να το σταματήσει, αλλά αυτό επέμενε να υπάρχει.
Κοίταξε για μια ακόμα φορά το ρολόι της 09.30, σηκώθηκε βιαστικά, έβαλε νερό να ζεστάνει στο μικρό κουζινάκι, ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και πήγε στήν κρεβατοκάμαρα.
Ανέβηκε γονατιστή πάνω στο κρεβάτι της και έσκηψε στήν κούνια.
Χαΐδεψε το μικρό της, στο κεφάλι.
-Έλα, ξύπνα, η μαμά πρέπει να πάει στήν δουλειά της και εσύ στήν Βάλια, έλα ξύπνα...
Ο μικρός άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε, χασμουρήθικε και αυτή, τον σήκωσε από την κούνια, τον έβαλε όρθιο στο κρεβάτι και αφού κατέβηκε πρώτα αυτή τον πήρε αγκαλιά και τον πήγε στήν τουαλέτα.
-Να πλύνουμε την μουρίτσα και τα δοντάκια, να μην μας δει η θεία Βάλια βρόμικους, του είπε πλένοντας του το πρόσωπο.
Αφού τελείωσαν, βγήκαν από την τουαλέτα, βάζοντας τον όρθιο πάνω στο κρεβάτι του έβαλε τα ρούχα του.
-Και τώρα το γάλα μας, του είπε αφήνοντας τον στήν ίδια καρέκλα που πριν λίγο καθόταν η ίδια.
Ετοίμασε το γάλα του μικρού της το έβαλε στο μπιμπερόν και πήρε το μικρό αγκαλιά, και έβαλε το μπιμπερόν στο στόμα του μικρού.
Αυτός άρχισε να τραβά λαίμαργα το γάλα, μέχρι που το μπουκάλι άδειασε.
Άφησε το μπιμπερόν στο τραπέζι και τον μικρό πάνω στήν καρέκλα, έφερε από την κρεμάστρα, που είχε πίσω από την πόρτα τα μπουφάν, φόρεσε το δικό της, φόρεσε και το μπουφάν τού παιδιού, τον πήρε στή αγκαλιά της και βγήκαν στο δρόμο.
Έκανε κρύο, αυτό όμως δεν εμπόδισε τους ανθρώπους για να βγουν για τα τελευταία τους ψώνια και τα παιδιά, παρέες παρέες μέσα στά ζεστά τους ρούχα, με τρίγωνα στά χέρια να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας "αρχιμηνιά και αρχιχρονιά...."
Αυτή όμως δεν είχε χρόνο γιά γιορτές, και τάχυνε το βήμα της.
Εφτασε στήν πολυκατοικία που έμενε η Βάλια, μπήκε στο ασανσέρ, και έφτασε στο 4ο όροφο.
Χτύπησε το κουδούνι.
Μια κοπέλα, που φαινόταν φρεσκοξηπνημένη, φορώντας μια λευκή φόρμα με καφέ αρκουδάκια, άνοιξε την πόρτα.
Μόλις τους είδε άνοιξε την αγκαλιά της και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
-Καλός τον μου, καλός τον μου έκανε και τον πήρε στήν αγκαλιά της.
-Καλημέλα θεια Βάλια, της είπε ο μικρός.
-Καλημέρα γλυκέ μου του είπε εκείνη δίνοντας του ένα φιλάκι στά μαλλιά.
-Θα έρθεις μέσα? είπε η Βάλια, γυρίζοντας προς την πόρτα, σε εκείνη.
-Όχι βρέ Βάλια μου, πρέπει να πάω στήν δουλειά, και μάλλον θα έχει κίνηση. Ας έχω λίγη ώρα μπροστά μου, μην αργήσω.
-Καλά της είπε η Βάλια. Εγώ σε λίγο θά βγω για ψώνια, θές να σου πάρω κάτι.
Είπε στήν Βάλια να της ψωνίσει δυό πράγματα, φίλησε τον μικρό της και έφυγε βιαστικά για την στάση του λεωφορείου.
Εφτασε, και στάθηκε να περιμένει και αυτή το λεωφορείο μαζί με άλλους ανθρώπους.
Κούμπωσε το μπουφάν της, έκανε κρύο.
Τόσο κρύο όσο και στο χωριό που πρωτοείδε τον κόσμο, μεγάλωσε, πήγε σχολείο, είχε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, και που προσπάθησε, αφού τελείωσε το σχολείο να βρεί την πρώτη της δουλειά.
Εκεί στήν κοντινή πόλη, έψαξε, ρώτησε αλλά τίποτε.
Ένας δυό μάλιστα της ζήτησαν ανταλλάγματα.
Θέλεις δουλειά? αν έρθεις το Σάββατο το βράδυ σπίτι μου, έλα την Δευτέρα να πιάσεις δουλειά.
Δεν δέχθηκε. Δεν ήταν τό στυλ της. Δεν ήθελε έτσι.
Με αρκετό κόπο, βρήκε δουλειά σαν πωλήτρια σε ένα σούπερ μάρκετ στη κοντινή πόλη, αλλά ο ιδιοκτήτης είχε άλλα σχέδια για αυτήν.
Κάποια στιγμή αυτός, ο ιδιοκτήτης, ένας χοντρός φαλακρός 55αρης, της ρίχτηκε στήν αποθήκη του καταστήματος, και το αποτέλεσμα ήταν αυτός να βρεθεί με ένα μεγάλο καρούμπαλο στο κεφάλι και αυτή άνεργη, "λόγο πλεωνάζοντος προσωπικού"
Αποφάσισε να φύγει. αφού δεν μπορούσε να κάνει κάτι εκεί, θα ερχόταν στήν Αθήνα.
Πήρε τηλέφωνο, την ξαδέρφη της την Βάλια, που τώρα της κρατούσε τό μικρό της.
Η Βάλια της είπε ότι ευχαρίστος να την φιλοξενούσε και θα την βοηθούσε να βρεί δουλειά.
-Έλα εσύ και μην ανησυχείς, μα σήμερα μα αύριο κάτι θα βρεθεί, της είπε, και να μετά από λίγες μέρες να είναι στο σπίτι της Βάλιας και να ψάχνουν μαζί τις εφημερίδες, να παίρνουν τηλέφωνα, και πότε μόνη της πότε μαζί με την Βάλια να τρέχουν σε γραφεία καταστήματα, σε διάφορους εργοδότες.Τελικά την προσέλαβαν πωλήτρια σε ένα κατάστημα καλλυντικών.
Εμεναν στο ίδιο σπίτι με την Βάλια και μοιράζονταν τα έξοδα του σπιτιού.
Ήταν οι ωραίες εποχές γι' αυτήν.
Κάποια στιγμή, σε ένα πάρτι που τις είχαν καλέσει, αυτή γνώρισε τόν Μήτσο, όμορφος, γεροδεμένος αυτός, όμορφη και αυτή δεν άργησαν να ξεκινήσουν να είναι μαζί, τόσο μαζί που πια έμεναν και στο ίδιο σπίτι, περνούσαν πολύ όμορφα μαζί, βόλτες, εκδρομές, διακοπές, έκαναν μαζί με τόν Μήτσο της πολλά πράγματα, και ήταν πολύ ευτυχισμένη. και οι μέρες κυλούσαν όμορφα.
Και εκεί έγινε οτι έγινε. Εμεινε έγκυος.
Μετά το αρχικό σοκ, αποφάσισαν να παντρευτούν. “Αφού αγαπιόμαστε, τι τώρα τι αργότερα.”, της είχε πεί εκείνος ο Μήτσος.
Όσο περνούσαν οι μήνες και αυτή φούσκωνε σαν αερόστατο, ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. έβλεπε τον Μήτσο της αλλαγμένο, η διαίσθηση της την προειδοποιούσε, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ένας αδιόρατος φόβος άρχισε να την κυριεύει, αλλά δεν είπε τίποτε.
Και τα κακά άρχισαν.
Το πρώτο κακό, ήρθε από την δουλειά της, αντί για άδεια εγκυμοσύνης της ήρθε απόλυση, με τον γνωστό ηλίθιο λόγο που έχουν εφεύρει οι εργοδότες όταν κάποιος υπάλληλος γίνεται ακριβότερος απ' ότι θα ήθελαν, "πλεονάζον προσωπικό"
Το επόμενο κακό, ήταν, ότι όταν πήγε στο μαιευτήριο να γεννήσει το μωρό της ο Μήτσος της ήταν μαζί της, όταν ήταν να βγει και να πάει σπίτι μαζί με το μωρό, αντί γιά Μήτσο, στο νοσοκομείο πήγε να την πάρει η Βάλια, και σύντομα διαπίστωσε ότι Μήτσος δεν υπήρχε πλέων.
Της είχε μόνο αφήσει ένα γράμμα που της εξηγούσε γιατί δεν μπορούσαν να είναι μαζί πιά.
Το νόημα της όλης επιστολής συμπυκνωνόταν στήν παρακάτω φράση.
Η μαμά μου, και ο μπαμπάς μου δεν με αφήνουν να σε παντρευτώ.
Εμ βέβαια, η ξακουστή οικογένεια Χατζιπαπασαβατοκυριακοπουλομπαστουνοβλαχου,πως θα μπορούσε να δεχθεί μια κοινή θνητή μέσα στους κόλπους της? Τι θά έλεγε ο κύκλος τους?
Το τρίτο κακό ήρθε όταν έμαθε ό πατέρας της στο χωριό τα καθέκαστα. Δεν ήθελε να την ξέρει. "Μην τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου στο χωριό εσύ και το μπάσταρδο γιατί θα στο κόψω από την ρίζα. Εγώ δεν έχω πια κόρη", της φώναξε από το τηλέφωνο πριν της το κλείσει.
Έτσι έμεινε μόνη, με το μωρό της.
Ξανάρχισε να μένει στο σπίτι της Βάλιας όπως παλιά, ξαναβρήκε μια δουλειά σε ένα πολυκατάστημα στο τμήμα δώρων, και φρόντιζαν πότε αυτή πότε η Βάλια και πότε ό Μήτσος της Βάλιας να είναι σπίτι με το μωρό.
Τότε ήταν που έπλασαν με την Βάλια και την ιστορία "Ο σύζυγος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό" μόνο και μόνο για να μην την κοιτούν παράξενα οι διάφοροι όταν τους έλεγε ότι έχει και ένα παιδί.
Τέλος ο Μήστος της Βάλιας, την ζήτησε σε γάμο, οπότε δεν μπορούσε να μένει πια μαζί με την Βάλια.
Έπιασε ένα σπιτάκι, το επίπλωσε με κάτι παλιά έπιπλα που της χάρισε η Βάλια και ό Μήτσος της, και άρχισε πλέων να ζει σε αυτό το σπίτι, που βρησκόταν στην ταράτσα μιας κοντινής πολυκατοικίας. Το σπίτι τών ανέμων όπως έλεγε και η ίδια.
Και τί ζωή να κάνει με τα 750 ευρώ καθαρά από τα οποία 400 πήγαιναν για το σπίτι και για κάθε λογής λογαριασμούς.
Καλά που είχε και τα παιδιά, την Βάλια και τόν Μήτσο της που της κρατούσαν τόν μικρό
όταν αυτή έπρεπε να πάει γιά δουλειά, και πού συχνά την καλούσαν να φάνε μαζί.
Καλά που υπήρχαν και αυτοί, που σε όποια δύσκολη στιγμή ήταν κοντά της, και ένιωθε άσχημα που δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τους το ανταποδόσει.
Τέλος Α' μέρους