Ξημέρωνε. Οι πρώτες ηλιαχτίδες άρχισαν να μπαίνουν από τις γρίλιες των παντζουριών μέσα στο δωμάτιο διαλύοντας σιγά σιγά το σκοτάδι.
Η μέρα άρχιζε σιγά σιγά να παίρνει την θέση της νύχτας.
Άνοιξε τα μάτια της, τεντώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι τυλιγμένη με την κουβέρτα.
Κοίταξε το ρολόι της.
08.45, σηκώθηκε σιγά σιγά και πήγε στο μπάνιο, έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο της και αφού τελείωσε και με τα δόντια της βγήκε τουρτουρίζοντας και άρχισε να ντύνετε.
Εφτιαξε έναν καφέ και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας να τον πιεί
Άναψε ένα τσιγάρο τραβώντας και το τασάκι κοντά της.
Τα καλοριφέρ μόλις είχαν ανάψει και δεν είχαν προλάβει να ζεστάνουν το μικρό δώμα στο οποίο έμενε μαζί με τον μικρό της γιό, που κοιμόταν ακόμα μέσα στήν κούνια που βρησκόταν δίπλα στο κρεβάτι της, μέσα στήν μικρή κρεβατοκάμαρα, που για να ανοίξει την ντουλάπα έπρεπε να μετακινήσει την κούνια, για να ξαπλώσει πήγαινε από το κάτω μέρος του κρεβατιού γιατί δεν χωρούσε με τίποτε από το πλάι.
Στο σαλόνι της, που χωριζόταν με ένα πάσο από την κουζίνα υπήρχε μόνο ένας παλιός κίτρινος καναπές, ένα σπαστό τραπεζάκι που πάνω του είχε μια τηλεόραση και ένα ραδιοκασετόφωνο, Μπροστά από τον καναπέ υπήρχε ένα τραπεζάκι σαλονιού με ένα βάζο επάνω μέσα στο οποίο υπήρχαν μερικά αποξηραμένα λουλούδια.
Αν έβαζε μια καρέκλα ακόμα δεν θα χωρούσε η ίδια, μέσα στο σαλόνι, τόσο μεγάλο ήταν.
Οι τοίχοι βαμμένοι όλοι άσπροι με περίεργα “σχέδια” που είχαν γίνει γιατί την τελευταία φορά το σπίτι το είχε βάψει μόνη της, και επειδή ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, είχε αυτό το αποτέλεσμα.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές "το σπίτι των ανέμων" όπως το αποκαλούσε η ίδια, επειδή όταν φυσούσε δυνατά ο αέρας περνούσε από τα παλιά κουφώματα δημιουργώντας ένα σφύριγμα.
Είχε κάνει αρκετές πατέντες για να το σταματήσει, αλλά αυτό επέμενε να υπάρχει.
Κοίταξε για μια ακόμα φορά το ρολόι της 09.30, σηκώθηκε βιαστικά, έβαλε νερό να ζεστάνει στο μικρό κουζινάκι, ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και πήγε στήν κρεβατοκάμαρα.
Ανέβηκε γονατιστή πάνω στο κρεβάτι της και έσκηψε στήν κούνια.
Χαΐδεψε το μικρό της, στο κεφάλι.
-Έλα, ξύπνα, η μαμά πρέπει να πάει στήν δουλειά της και εσύ στήν Βάλια, έλα ξύπνα...
Ο μικρός άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε, χασμουρήθικε και αυτή, τον σήκωσε από την κούνια, τον έβαλε όρθιο στο κρεβάτι και αφού κατέβηκε πρώτα αυτή τον πήρε αγκαλιά και τον πήγε στήν τουαλέτα.
-Να πλύνουμε την μουρίτσα και τα δοντάκια, να μην μας δει η θεία Βάλια βρόμικους, του είπε πλένοντας του το πρόσωπο.
Αφού τελείωσαν, βγήκαν από την τουαλέτα, βάζοντας τον όρθιο πάνω στο κρεβάτι του έβαλε τα ρούχα του.
-Και τώρα το γάλα μας, του είπε αφήνοντας τον στήν ίδια καρέκλα που πριν λίγο καθόταν η ίδια.
Ετοίμασε το γάλα του μικρού της το έβαλε στο μπιμπερόν και πήρε το μικρό αγκαλιά, και έβαλε το μπιμπερόν στο στόμα του μικρού.
Αυτός άρχισε να τραβά λαίμαργα το γάλα, μέχρι που το μπουκάλι άδειασε.
Άφησε το μπιμπερόν στο τραπέζι και τον μικρό πάνω στήν καρέκλα, έφερε από την κρεμάστρα, που είχε πίσω από την πόρτα τα μπουφάν, φόρεσε το δικό της, φόρεσε και το μπουφάν τού παιδιού, τον πήρε στή αγκαλιά της και βγήκαν στο δρόμο.
Έκανε κρύο, αυτό όμως δεν εμπόδισε τους ανθρώπους για να βγουν για τα τελευταία τους ψώνια και τα παιδιά, παρέες παρέες μέσα στά ζεστά τους ρούχα, με τρίγωνα στά χέρια να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας "αρχιμηνιά και αρχιχρονιά...."
Αυτή όμως δεν είχε χρόνο γιά γιορτές, και τάχυνε το βήμα της.
Εφτασε στήν πολυκατοικία που έμενε η Βάλια, μπήκε στο ασανσέρ, και έφτασε στο 4ο όροφο.
Χτύπησε το κουδούνι.
Μια κοπέλα, που φαινόταν φρεσκοξηπνημένη, φορώντας μια λευκή φόρμα με καφέ αρκουδάκια, άνοιξε την πόρτα.
Μόλις τους είδε άνοιξε την αγκαλιά της και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
-Καλός τον μου, καλός τον μου έκανε και τον πήρε στήν αγκαλιά της.
-Καλημέλα θεια Βάλια, της είπε ο μικρός.
-Καλημέρα γλυκέ μου του είπε εκείνη δίνοντας του ένα φιλάκι στά μαλλιά.
-Θα έρθεις μέσα? είπε η Βάλια, γυρίζοντας προς την πόρτα, σε εκείνη.
-Όχι βρέ Βάλια μου, πρέπει να πάω στήν δουλειά, και μάλλον θα έχει κίνηση. Ας έχω λίγη ώρα μπροστά μου, μην αργήσω.
-Καλά της είπε η Βάλια. Εγώ σε λίγο θά βγω για ψώνια, θές να σου πάρω κάτι.
Είπε στήν Βάλια να της ψωνίσει δυό πράγματα, φίλησε τον μικρό της και έφυγε βιαστικά για την στάση του λεωφορείου.
Εφτασε, και στάθηκε να περιμένει και αυτή το λεωφορείο μαζί με άλλους ανθρώπους.
Κούμπωσε το μπουφάν της, έκανε κρύο.
Τόσο κρύο όσο και στο χωριό που πρωτοείδε τον κόσμο, μεγάλωσε, πήγε σχολείο, είχε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, και που προσπάθησε, αφού τελείωσε το σχολείο να βρεί την πρώτη της δουλειά.
Εκεί στήν κοντινή πόλη, έψαξε, ρώτησε αλλά τίποτε.
Ένας δυό μάλιστα της ζήτησαν ανταλλάγματα.
Θέλεις δουλειά? αν έρθεις το Σάββατο το βράδυ σπίτι μου, έλα την Δευτέρα να πιάσεις δουλειά.
Δεν δέχθηκε. Δεν ήταν τό στυλ της. Δεν ήθελε έτσι.
Με αρκετό κόπο, βρήκε δουλειά σαν πωλήτρια σε ένα σούπερ μάρκετ στη κοντινή πόλη, αλλά ο ιδιοκτήτης είχε άλλα σχέδια για αυτήν.
Κάποια στιγμή αυτός, ο ιδιοκτήτης, ένας χοντρός φαλακρός 55αρης, της ρίχτηκε στήν αποθήκη του καταστήματος, και το αποτέλεσμα ήταν αυτός να βρεθεί με ένα μεγάλο καρούμπαλο στο κεφάλι και αυτή άνεργη, "λόγο πλεωνάζοντος προσωπικού"
Αποφάσισε να φύγει. αφού δεν μπορούσε να κάνει κάτι εκεί, θα ερχόταν στήν Αθήνα.
Πήρε τηλέφωνο, την ξαδέρφη της την Βάλια, που τώρα της κρατούσε τό μικρό της.
Η Βάλια της είπε ότι ευχαρίστος να την φιλοξενούσε και θα την βοηθούσε να βρεί δουλειά.
-Έλα εσύ και μην ανησυχείς, μα σήμερα μα αύριο κάτι θα βρεθεί, της είπε, και να μετά από λίγες μέρες να είναι στο σπίτι της Βάλιας και να ψάχνουν μαζί τις εφημερίδες, να παίρνουν τηλέφωνα, και πότε μόνη της πότε μαζί με την Βάλια να τρέχουν σε γραφεία καταστήματα, σε διάφορους εργοδότες.Τελικά την προσέλαβαν πωλήτρια σε ένα κατάστημα καλλυντικών.
Εμεναν στο ίδιο σπίτι με την Βάλια και μοιράζονταν τα έξοδα του σπιτιού.
Ήταν οι ωραίες εποχές γι' αυτήν.
Κάποια στιγμή, σε ένα πάρτι που τις είχαν καλέσει, αυτή γνώρισε τόν Μήτσο, όμορφος, γεροδεμένος αυτός, όμορφη και αυτή δεν άργησαν να ξεκινήσουν να είναι μαζί, τόσο μαζί που πια έμεναν και στο ίδιο σπίτι, περνούσαν πολύ όμορφα μαζί, βόλτες, εκδρομές, διακοπές, έκαναν μαζί με τόν Μήτσο της πολλά πράγματα, και ήταν πολύ ευτυχισμένη. και οι μέρες κυλούσαν όμορφα.
Και εκεί έγινε οτι έγινε. Εμεινε έγκυος.
Μετά το αρχικό σοκ, αποφάσισαν να παντρευτούν. “Αφού αγαπιόμαστε, τι τώρα τι αργότερα.”, της είχε πεί εκείνος ο Μήτσος.
Όσο περνούσαν οι μήνες και αυτή φούσκωνε σαν αερόστατο, ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. έβλεπε τον Μήτσο της αλλαγμένο, η διαίσθηση της την προειδοποιούσε, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ένας αδιόρατος φόβος άρχισε να την κυριεύει, αλλά δεν είπε τίποτε.
Και τα κακά άρχισαν.
Το πρώτο κακό, ήρθε από την δουλειά της, αντί για άδεια εγκυμοσύνης της ήρθε απόλυση, με τον γνωστό ηλίθιο λόγο που έχουν εφεύρει οι εργοδότες όταν κάποιος υπάλληλος γίνεται ακριβότερος απ' ότι θα ήθελαν, "πλεονάζον προσωπικό"
Το επόμενο κακό, ήταν, ότι όταν πήγε στο μαιευτήριο να γεννήσει το μωρό της ο Μήτσος της ήταν μαζί της, όταν ήταν να βγει και να πάει σπίτι μαζί με το μωρό, αντί γιά Μήτσο, στο νοσοκομείο πήγε να την πάρει η Βάλια, και σύντομα διαπίστωσε ότι Μήτσος δεν υπήρχε πλέων.
Της είχε μόνο αφήσει ένα γράμμα που της εξηγούσε γιατί δεν μπορούσαν να είναι μαζί πιά.
Το νόημα της όλης επιστολής συμπυκνωνόταν στήν παρακάτω φράση.
Η μαμά μου, και ο μπαμπάς μου δεν με αφήνουν να σε παντρευτώ.
Εμ βέβαια, η ξακουστή οικογένεια Χατζιπαπασαβατοκυριακοπουλομπαστουνοβλαχου,πως θα μπορούσε να δεχθεί μια κοινή θνητή μέσα στους κόλπους της? Τι θά έλεγε ο κύκλος τους?
Το τρίτο κακό ήρθε όταν έμαθε ό πατέρας της στο χωριό τα καθέκαστα. Δεν ήθελε να την ξέρει. "Μην τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου στο χωριό εσύ και το μπάσταρδο γιατί θα στο κόψω από την ρίζα. Εγώ δεν έχω πια κόρη", της φώναξε από το τηλέφωνο πριν της το κλείσει.
Έτσι έμεινε μόνη, με το μωρό της.
Ξανάρχισε να μένει στο σπίτι της Βάλιας όπως παλιά, ξαναβρήκε μια δουλειά σε ένα πολυκατάστημα στο τμήμα δώρων, και φρόντιζαν πότε αυτή πότε η Βάλια και πότε ό Μήτσος της Βάλιας να είναι σπίτι με το μωρό.
Τότε ήταν που έπλασαν με την Βάλια και την ιστορία "Ο σύζυγος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό" μόνο και μόνο για να μην την κοιτούν παράξενα οι διάφοροι όταν τους έλεγε ότι έχει και ένα παιδί.
Τέλος ο Μήστος της Βάλιας, την ζήτησε σε γάμο, οπότε δεν μπορούσε να μένει πια μαζί με την Βάλια.
Έπιασε ένα σπιτάκι, το επίπλωσε με κάτι παλιά έπιπλα που της χάρισε η Βάλια και ό Μήτσος της, και άρχισε πλέων να ζει σε αυτό το σπίτι, που βρησκόταν στην ταράτσα μιας κοντινής πολυκατοικίας. Το σπίτι τών ανέμων όπως έλεγε και η ίδια.
Και τί ζωή να κάνει με τα 750 ευρώ καθαρά από τα οποία 400 πήγαιναν για το σπίτι και για κάθε λογής λογαριασμούς.
Καλά που είχε και τα παιδιά, την Βάλια και τόν Μήτσο της που της κρατούσαν τόν μικρό
όταν αυτή έπρεπε να πάει γιά δουλειά, και πού συχνά την καλούσαν να φάνε μαζί.
Καλά που υπήρχαν και αυτοί, που σε όποια δύσκολη στιγμή ήταν κοντά της, και ένιωθε άσχημα που δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τους το ανταποδόσει.
Τέλος Α' μέρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου