Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Φτάνει πιά

Δεν σκεφτόμουν να αναρτήσω τίποτε σήμερα Ετοιμάζω κάτι αλλά όχι για τώρα, άλλα αυτό που μου έτυχε σήμερα και μου έχει συμβεί και σε προηγούμενες μέρες είναι εξωφρενικό
ΔΕΝ ΠΆΕΙ ΆΛΛΟ ΚΎΡΙΟΙ ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ
ΦΤΆΝΕΙ. ΑΡΚΕΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Κατέβαινα που λέτε την οδό Πειραιώς για να πάρω το λεωφορείο από την Μενάνδρου να πάω στην δουλειά μου κατά τις 14:00.
Μόλις είχα περάσει την οδό Σωκράτους όταν βλέπω μια παρέα μελαψών πιθανότατα Πακιστανών να κουτσομπολεύουν.
Ένας από αυτούς πλησιάζει, στέκεται στον δρόμο μου.
Εγώ περπατώ χωρίς να δώσω σημασία.
Καθώς περνώ από δίπλα του τον ακούω να λέει ψιθυριστά, με σπασμένα Ελληνικά.
"Κόκα καλή έχω"
Ρίχνω μια ματιά και απλά απομακρύνομαι βρίζοντας.
Το βράδυ κατά τις 23:00 ακολουθώ το αντίθετο δρομολόγιο. Πάω να πάρω το μετρό από Ομόνοια για σπίτι, όταν ένας κοντοστούπης φαλακρός, έλληνας αυτός, που άμα του έριχνα μια θα γινόταν ένα με το πεζοδρόμιο, περνά από δίπλα μου ψιθυρίζοντας
"Χασίσι άλφα πράμα"
Έγινα μπαρούτι από τα νεύρα μου. Δυο φορές σε μια μέρα???
Σε λίγο θα βγάλουν πάγκους και θα πουλάνε τα ναρκωτικά στον δρόμο όπως άλλοι πουλάνε μπλούζες κοσμήματα και τσάντες
Και ποιος φταίει για αυτό, αν όχι οι 300 ρεμπεσκέδες που βρίσκονται μέσα στην βουλή και έχουν μετατρέψει τον ναό της δημοκρατίας ΚΥΝΟΒΟΥΛΕΙΟ.
Μάλιστα κύριοι Εσείς κυβερνάτε, εσείς διορίζετε, και έχει γεμίσει το δημόσιο ΑΝΊΚΑΝΟΥΣ ΆΧΡΗΣΤΟΥΣ, και τελικά εσείς φταίτε. ΠΑΡΆΣΙΤΑ.
Εσείς είστε η κρίση και μόνο εσείς.
Και οι 300 ανεξαρτήτου χρώματος και ιδεολογίας
Είστε Άχρηστοι ανίκανοι και αν δεν είχατε εκλεγεί βο(υ)λευτές, ούτε για σκουπιδιάρηδες δεν θα σας έπαιρναν
Μα τι νομίζετε τελικά ότι απευθύνεστε σε ζώα?? Ότι δεν καταλαβαίνουμε τι γίνετε γύρω μας.
Αν πραγματικά θέλετε το καλό της Ελλάδος, αν θέλετε τελικά να προσφέρετε μια υπηρεσία
σε αυτή την χώρα, σας καλώ να μαζέψετε τα μούτρα σας, τα κόμματά σας, τα κομματόσκυλά σας και να τσακιστείτε να φύγετε από την Ελλάδα μιάσματα, να ξεβρομίσει ο τόπος
Αυτά
Καλημέρα σε όλους σας
Υ.Γ. Τα είπα και ξεθύμανα
Οσο γιά τραγούδι ένα ρέκβιεμ να πενθήσουμε το κατάντημα της Ελλάδος.
Και φυσικά να πενθήσουμε για όλους και όλες αυτές που πεθαίνουν κάθε μέρα λίγο λίγο στο όνομα της ανικανότητας, μην πω τίποτε βαρύτερο

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

FELICITA




Ευτυχία
Είναι το αθώο βλέμμα, το μοναδικό, που ξεχωρίζει απ' των άλλων ανθρώπων
Ευτυχία είναι να μένει κοντά σαν το παιδί στην μητέρα
Ευτυχία είναι το πουπουλένιο μαξιλάρι που ακουμπάτε στο κρεβάτι
Σαν την θωριά του ποταμού που αργά κύλα στην κοίτη του, μέσα από το καταπράσινο δάσος
Είναι ο ήχος της χρυσής βροχής πού κυλά πάνω στις πολύχρωμες τέντες
Ευτυχία
Είναι η ηρεμία του σκοταδιού
Ευτυχία
Είναι το ποτήρι με κόκκινο κρασί, με σημάδια από τα δάχτυλά του και τα χείλη της
Ευτυχία
Είναι να αφήνεις μια κάρτα με ένα “Σ' Αγαπώ” και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στο γραφείο της
Ευτυχία
Είναι να βρίσκεις τραγούδια να της τραγουδάς την αγάπη σου
Το νιώθεις στον αέρα γύρω σου. Υπάρχει γύρω, μέσα σε αυτό το τραγούδι αγάπης που τραγουδάτε και οι δυο, και αφήνει μια γλυκιά ζεστασιά στις ψυχές, που λάμπουν σαν ήλιος
Ευτυχία είναι να την βλέπεις να σου χαμογελά, να τον βλέπεις να σου χαμογελά
Ευτυχία
Είναι η όμορφη έκπληξη, το φως του φεγγαριού που φωτίζει τα πρόσωπα καθώς αγκαλιασμένοι κοιτούν το πέλαγος, με το ράδιο να τραγουδά τον έρωτά τους
Είναι το γεμάτο καρδούλες γράμμα, ο ήχος της φωνής το απαλό κράτημα απ' το χέρι στην ακροθαλασσιά, που περπατάτε ξυπόλυτοι με τα κύματα να χαϊδεύουν απαλά την αμμουδιά, Περιμένοντας το επόμενο φιλί


Μεταφρασμένο σε πολύ, μα πάρα πολύ, ελεύθερη μετάφραση

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Ο Χρηστός Ανέστη. Εσύ???

Χρηστός Ανέστη.
Μάλιστα.
Κάναμε και την νηστεία μας, όσοι κάναμε, εγώ όχι, πού κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι και μια καλή δίαιτα, και γιατί όχι, για να το λένε κάτι θα ξέρουν, οβελίσαμε και τον οβελία μας, τσουγκρίσαμε και τα αυγά μας, και όχι τα αυτοκίνητά μας, όπως συνηθίζουν μερικοί παραφράζοντας το έθιμο, και περιμένουμε όλοι να περάσουν οι ώρες για να επιστρέψουμε στην φαιδρή πραγματικότητα που ζούμε. Τότε θα διαπιστώσουμε όλοι λίγο ως πολύ ότι ακόμα σταυρωμένοι είμαστε. 'Άλλος στον σταυρό της ανεργίας, άλλος στον σταυρό του στεγαστικού δανείου, να αποκτήσει ένα κεραμίδι δικό του, με αποτέλεσμα να χρειάζεται δυο μισθούς το μήνα για να το εξυπηρετήσει, το καινούργιο αυτοκίνητο σε μάρανε ρε κακομοίρη, και τέλος πάντων ο κάθε ένας με τον δικό του σταυρό, που μεταφράζετε σε ανασφάλεια για το αύριο και το πώς θα τα βγάλει πέρα, αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι με άλλα διάφορα θέματα που απασχολούν τον κάθε ένα μας. Και δεν έφταναν όλα αυτά μας προέκυψε και η κρίση, που κάποιοι καλύπτουν πίσω από αυτή την επιχειρηματική τους ανικανότητα και παθολογική τους δίψα για χρήμα, αλήθεια ένας ψυχίατρος να τους κλείσει μέσα δεν υπάρχει, για να μας βαρύνει τους σταυρούς. επιτείνοντας μας την αγωνία για το εργασιακό μας αύριο, και δημιουργώντας νέες στρατιές ανέργων, νίπτοντας σαν άλλοι Πόντιοι Πιλάτοι τας χείρας των. Δεν φταίω εγώ η κρίση ξέρετε, ποια κρίση ρε κακομοίρη, τα έξη μηδενικά που έχει το ποσό των κερδών σου δεν σου φτάνει?? Θες κι άλλα?? Σε ψυχίατρο πήγες βρε άχρηστε??
Γι' αυτό να με συγχωρείτε που δεν θα πω ΧΡΗΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ αλλά θα παραμείνω στο ΚΑΛΉ ΑΝΆΣΤΑΣΗ για τον κάθε ένα σας ατομικά. Και μακάρι ο σταυρός που κουβαλάτε να ελαφρύνει.
Να είστε όλοι καλά και σας φιλώ όλους, όχι σαν τον Ιούδα εννοείτε που ενώ όλοι καταπτύομαι την πράξη του κάποιοι τον μιμούνται συνέχεια με ιδιαίτερη επιτυχία και με πολύ λιγότερα από τριάκοντα αργύρια.

Ξεεεεεεεεερω. Σας χάλασα την εορταστική ατμόσφαιρα. Για να σας καλοπιάσω και να μην μου πετάξετε πέτρες για την βλάσφημη στάση μου να ένα τραγουδάκι από τα αγαπημένα μου τραγούδια να σας διασκεδάσω λίγο.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Εβδομάδα(??) των παθών

Σταύρωση. Με αργό τρεμάμενο βήμα προς τον Γολγοθά με το βάρος να κάνει κάθε βήμα δυσκολότερο. Κάθε ένας που συναντάς η κουνά το κεφάλι, αναλογιζόμενος το έγκλημα, και αποστρέφει το βλέμμα, η απλώνει το χέρι και σου βαραίνει γελώντας το φορτίο. Αγνοεί ηθελημένα η αθέλητα ότι λίγο πιο κάτω τον περιμένει ο δικός του σταυρός, και το ίδιο μονοπάτι θα ακολουθήσει. Ότι άλλοι άνθρωποι θα τους προσθέτουν βάρος γελώντας η απλά αποστρέφοντας το βλέμμα θα μελετούν το δικό του έγκλημα και θα συνεχίζουν τον δρόμο πηγαίνοντας να πάρουν τους δικούς τους σταυρούς, για να βαδίσουν τον δικό τους Γολγοθά.
Αγνωούν άραγε αυτοί που σε λίγο θα καρφώσουν τα καρφιά ότι τους περιμένουν οι δικοί τους σταυρωτές που αυτοί με την σειρά τους θα βρεθούν επί ξύλου κρεμάμενοι??
Φαύλος κύκλος
Πόσο καιρό θα μείνεις εκεί καρφωμένος περιμένοντας. Κανένας δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ο θάνατος. Αυτός απλά λογαριάζει ψυχές ανθρώπων, που ντυμένες το μαύρο μανδύα οδεύουν προς τον Άδη.
Έχουν πεθάνει?? Όχι. Αυτό δεν είναι παρά η αρχή του κύκλου.
Να σταυρώσεις και να σταυρωθείς.
Το μονοπάτι θα είναι πιο ανηφορικό και πιο κακοτράχαλο η πιο ίσιο και πιο στρωτό από το προηγούμενο?? Έχει σημασία αν ο προορισμός του είναι ο ίδιος??
Ας σκεφτούμε λοιπών πριν απλώσουμε το δάκτυλο και φωνάξουμε όλο μανία “Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν”, κάτω από τον εξώστη του πραιτορίου, πριν χλευάσουμε πριν πάρουμε το σφυρί και το καρφί γεμάτοι χαρά, περήφανοι για την πράξη μας, ότι στους πρόποδες του λόφου κάποιοι φτιάχνουν ένα σταυρό για εμάς ίσως πιο βαρύ από αυτού που πριν λίγο κρεμάσαμε επί ξύλου.
Και επιτέλους ας σκεφτούμε ότι μόνο εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο, αρνούμενοι να συμμετέχουμε στην σταύρωση ενός άλλου ανθρώπου.
Έχουμε την γνώση. Έχουμε την θέληση να το κάνουμε??
Μπορούμε να φωνάξουμε στον πραίτορα “Το αίμα αυτού επί της κεφαλής σου”??
Καλή ανάσταση εύχομαι, ότι και αν σημαίνει αυτό για τον κάθε έναν από εσάς



Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Το Χάος

Μέσα στο μικρό δωμάτιο, το φωτισμένο από τα πορφυρά χρώματα της δύσης εκείνη μπροστά στον καθρέπτη της ετοιμαζόταν. Τόνιζε με χρώματα την ομορφιά της και ενίσχυε με προσεκτικές κινήσεις την λάμψη του προσώπου της. Δίπλα της, πάνω στο κρεβάτι, ήταν απλωμένο το αγαπημένο της κόκκινο φουστάνι, ένα μαύρο καλτσόν και στο πάτωμα ένα ζευγάρι καλογυαλισμένες γόβες. Ένας απαλός λεβάντες πλησίασε το παράθυρο, παραμέρισε την λευκή κουρτίνα, μπήκε στο δωμάτιο. Μαγεμένος από την ομορφιά της την πλησίασε, άρχισε να χαϊδεύει τα γυμνά μέρη του κορμιού της, κάνοντάς την να ανατριχιάσει
Σε λίγη ώρα ήταν έτοιμη. Πήρε από το ράφι τα κλειδιά, την τσάντα της και βγήκε στον δρόμο με ένα πεταχτό βήμα σαν να χόρευε.

Μέσα σε ένα κόσμο. Τον δικό της κόσμο, τον γεμάτο ευωδιές χρώματα αρώματα και φως, πολύ φως, εκείνη χαιρόταν την κάθε στιγμή. Χόρευε ξέγνοιαστη το ρυθμό της ευτυχίας, κάνοντας στροφές ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια τις πλουμιστές πεταλούδες που ακολουθούσαν τον ρυθμό της μελωδίας, μαζί με τα λουλούδια που κουνώντας τα χρωματιστά άνθη τους πότε δεξιά και πότε αριστερά, χόρευαν και αυτά θαρρείς μαζί της. Λαχανιασμένη πια από τον χορό έπεσε γελώντας στο παχύ χορτάρι. Ένας απαλός λεβάντες βρήκε την ευκαιρία να σηκώσει το κόκκινο φουστάνι και να αγγίξει το βελούδινο δέρμα της κάνοντάς την να ανατριχιάσει.

Είχε βραδιάσει πια. Εκείνη με βαριά βήματα πλησίασε την πόρτα του σπιτιού. Μπήκε μέσα, άφησε την τσάντα και τα κλειδιά της πάνω στον καναπέ. Έφτιαξε στα γρήγορα ένα καφέ, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και βγήκε στο μπαλκόνι.
Σταύρωσε τα πόδια, κάθισε στα κρύα πλακάκια, χωρίς να νοιώσει κρύο. Χωρίς να νοιώθει τίποτε. Ακούμπησε το ποτήρι με τον καφέ δίπλα της, σήκωσε τα μάτια, κοίταξε γύρω. Σκοτάδι πυκνό κάλυπτε τα πάντα γύρω της. Ούτε σελήνη ούτε αστέρια μόνο σκοτάδι πυκνό μαύρο. Κενό. Το απόλυτο κενό τέτοιο που έδινε την εντύπωση πώς δεν υπήρχε τίποτε άλλο γύρω της παρά το μπαλκόνι και εκείνη, Ίδιο με αυτό που υπήρχε τώρα μέσα της. Άναψε ένα τσιγάρο, γέμισε τα πνευμόνια της με καπνό. Κοίταξε την καύτρα του τσιγάρου, το μόνο φως που έσπαγε το σκοτάδι ήταν αυτό. Ξέσπασε σε κλάματα.

Ξαπλωμένη τώρα εκείνη στο παχύ χορτάρι ανάσαινε αργά με βαθιές ανάσες. Χάιδευε με τα χέρια της το μαλακό γρασίδι. Δίπλα της ο λεβάντες να χαρίζει χάδια στο βελούδινο δέρμα, να ηδονίζεται από το άγγιγμα, των γυμνών ώμων και τον λεπτών ποδιών. Να έρχεται, ξεθαρρεμένος τώρα πια, όλο και πιο συχνά όλο και ποιο πολύ. Πολύχρωμες πεταλούδες μαζεύτηκαν πάνω από το πρόσωπό της. Χόρευαν, την καλούσαν να έρθει να συνεχίσουν τον χορό τους.
Ένας τρομερός θόρυβος σαν κεραυνός έσκισε την ατμόσφαιρα. Ο λεβάντες τρομαγμένος πήγε να βρει καταφύγιο στα κλαδιά των δένδρων, οι πεταλούδες πέταξαν μακριά τρομαγμένες και αυτές, ενώ τα λουλούδια μάζεψαν τα πέταλά τους από φόβο. Εκείνη ανασηκώθηκε. Κοίταξε γύρω. Ο ουρανός είχε χάσει το γαλανό χρώμα του και είχε σκεπαστεί από ένα σκούρο γκρι Σε λίγο τα λουλούδια τα δένδρα το γρασίδι έχαναν τα χρώματά τους, αποκτούσαν το ίδιο χρώμα με τον ουρανό. Μεγάλες ρωγμές άρχισαν να σχηματίζονται όλο και πιο βαθιές χωρίζοντας τον κόσμο της σε κομμάτια που άρχισαν να καταρρέουν κάνοντας τρομερό θόρυβο στο κενό που φάνηκε να χάσκει από κάτω και να εξαφανίζονται στο άφωτο χάος. Εκείνη πετάχτηκε όρθια. Άρχισε να τρέχει με όλη της την δύναμη, ενώ πίσω ο κόσμος της διαλυόταν, και την θέση του έπαιρνε το κενό που απειλούσε να καταπιεί και την ίδια. Στο τέλος εκείνη απόμεινε καθισμένη πάνω σε ένα γκρίζο μικρό κομματάκι, απομεινάρι του πολύχρωμου κόσμου της περιτριγυρισμένη από σκοτάδι με ένα μεγάλο γιατί μέσα στην ψυχή της. Ξέσπασε σε κλάματα.

Τράβηξε μια ακόμα ρουφηξιά από το τσιγάρο της, άπλωσε τα χέρια πιάστηκε από τα κάγκελα του μπαλκονιού. Κοίταξε προς τα πάνω, προς τα κάτω, παντού το ίδιο χρώμα. Μαύρο. Η ίδια ύλη. Κενό, ίδιο με αυτό που τώρα πια είχε καταλάβει όλο το κορμί το μυαλό την ψυχή της μαζί με ένα μεγάλο γιατί. Η μόνη διαφορά ήταν πώς το κενό που την περιτριγύριζε μόνο αν δεχόταν θα γινόταν ένα με αυτό, το κενό όμως που την είχε γεμίσει είχε εισβάλει μέσα της ετσιθελικά χωρίς να το επιδιώξει, η ίδια η να το επιθυμεί, όμως τώρα αυτό και μόνο υπήρχε από άκρη σε άκρη του κορμιού της καταλαμβάνοντας κάθε χιλιοστό της υλικής και άυλης υπόστασης της.

Κοίταξε γύρω της, σκοτάδι, κενό. Όπου και αν γύριζε το κεφάλι της το ίδιο αντίκριζε. Κοίταξε το κομμάτι πάνω στο οποίο καθόταν, το γκρι σκούρο κομμάτι θλιβερό απομεινάρι ενός κόσμου όλο φως και χρώματα, γύρισε τα μάτια και κοίταξε πάλι,. Χάος παντού, ένα τεράστιο τίποτα
Σιγά σιγά άρχισε να μπαίνει μέσα της να την καταλαμβάνει πόντο πόντο, μια αίσθηση σαν κάψιμο που όλο και απλωνόταν μέσα στο κορμί το μυαλό την ψυχή, αίσθηση μιας ιδιότυπης φλόγας που την έκαιγε. Εκείνη προσπαθούσε να το διώξει από πάνω της να το βγάλει από μέσα της να μην το αφήσει να καταλάβει την ίδια το μυαλό της, την ψυχή της, να μην κάψει τα τελευταία ίχνη χρώματος που φύλαγε προσεκτικά μέσα της. Δεν τα κατάφερε την κατέλαβε ολόκληρη. Σιγά σιγά απλώθηκε σαν λάβα σε κάθε χιλιοστό την υλικής και άυλης υπόστασις της. Ένοιωθε να την καίει, παντού σε όλο της το κορμί. Ο θόρυβος ξαν' ακούστηκε. Το κομμάτι πάνω στο οποίο καθόταν έσπαγε τώρα και αυτό. Οι ρωγμές απλώθηκαν, επεκτάθηκαν πάνω της, γέμισαν το σώμα της. Κομμάτια από σάρκα και πέτρα άρχισαν να ξεκολλάνε , να χάνονται, μέχρι που το μόνο που έμεινε ήταν το άδειο πια κόκκινο φουστάνι να πέφτει αργά σαν μαραμένο φθινοπωρινό φύλλο, και να χάνετε και αυτό στο χάος.

Κρατιόταν από τα κάγκελα του μπαλκονιού όσο πιο σφικτά μπορούσε, το κορμί της έκαιγε ολόκληρο, το κενό που είχε μέσα της προσπαθούσε να ενωθεί με το κενό που την περιτριγύριζε. Αντιστεκόταν όσο μπορούσε για να μην την παρασύρει όμως οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Η φλόγα μέσα της δυνάμωσε τόσο που δεν μπορούσε πια να αντισταθεί. Χαλάρωσε τα χέρια και αφέθηκε στην επιθυμία του εσωτερικού κενού, να ελευθερωθεί από το σώμα, να ενωθεί το με το έξω κενό.
Άρχισε να ταξιδεύει το ταξίδι του τίποτε μέχρι που το μέσα της κενό ελευθερώθηκε, και έγινε ένα με αυτό που την περιτριγύριζε όλη αυτήν την ώρα ελευθερώνοντας μαζί και το τελευταίο χρώμα που της είχε απομείνει, προσεκτικά φυλαγμένο μέσα της, το κόκκινο, που έμεινε σαν λεκές να λερώνει τόν πάτο του κενού. Το μαύρο της ασφάλτου.


Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Η Σκόνη του χρόνου

Γεννήθηκες σε χρόνους παράταιρους, από μήτρα Δαναίδος. Τράφηκε ρουφώντας γάλα από βυζί Τρωάδας σκλάβας. Δυνάμωσες, στάθηκες στα πόδια σου. Η ώρα για το ταξίδι ήρθε. Τα λιγοστά σου πράγματα κουβαλώντας άρχισες την περιπλάνηση.
Στον τόπο που πρωτοπήγες, σπασμένα αγάλματα θεών βρήκες κομμάτια άχρηστα πια πεσμένα κάτω στο υγρό χώμα με το πρόσωπο χωμένο στην λάσπη να μην βλέπουν, των ανθρώπων τα έργα. Να μην βλέπουν τις ιεροσυλίες και φρίττουν. Η φυσιογνωμία ενός αγάλματος σου φάνηκε γνωστή. Από περιέργεια πήγες να δεις. Ήσουν εσύ. Στην θέα πάγωσες, μα πώς?? Άρχισες να ψάχνεις τα αγάλματα, μήπως βρεις γνωστά τα πρόσωπά τους. Όμως τίποτε. Πρόσωπα όλα άγνωστα. Βρήκες το δικό μου, του άλλου του άλλου του άλλου, ανθρώπων που στο διάβα σου μπορεί να συναντήσεις. Έμεινες λίγο να ξαποστάσεις πριν κινήσεις πάλι το ταξίδι. Έφυγες από τον τόπο εκείνο, πήγες σε άλλο σε άλλο σε άλλο. Παντού συμπληγάδες συναντούσες, και λωτοφάγους κύκλωπες να βασιλεύουν τις χώρες. Άλλαζαν οι εποχές, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και πάλι χειμώνας, στολίζοντας η κάθε μια με στολίδια πολύτιμα τα πάντα γύρω ενώ εσύ περιπλανιόσουν και μάθαινες για τόπους, ανθρώπους, χαρές και λύπες, από την ηδονή της γνώσης κυριευμένος.
Ο χρόνος, πάντα αυτός σε προσπερνούσε. Μόνο αυτός, πάνω στο χρυσοποίκιλτο αμάξι κρατώντας σφικτά τα χαλινάρια των αλόγων, σκορπίζοντας τριγύρω σκόνη, όλο περισσότερη σε κάθε πέρασμά του, πού ενώ άλλοι έδιωχναν, με γρήγορες κινήσεις των χεριών, από τα ακριβά τους ρούχα, εσύ προσεκτικά μάζευες και φύλαγες σε δερμάτινο δισάκι.
Έφτασες στην θάλασσα έμεινες στο ακρογιάλι κοιτώντας πέρα μακρυά, την λεπτή γραμμή που ορίζει την γη από τον ουρανό χωρίζοντας το γαλάζιο σε ουρανό όπου τα αστέρια ο ήλιος το φεγγάρι κατοικούν και πέλαγος όπου αστέρια ήλιος και φεγγάρι καθρεπτίζονται,
Το ταξίδι σου όμως δεν έφτασε στο τέλος του. Βρήκες τρικάταρτο γερό σκαρί και με ολόασπρα πανιά ορθάνοιχτα, τον άνεμο να παγιδεύουν και αυτός μες στον αγώνα του να βγει απ' την παγίδα, το καράβι να σπρώχνει με δύναμη στην πορεία που εσύ ορίζεις, ταξίδια σκαρώνοντας σε γη και σε ψυχές ανθρώπων. Και να. Μετά από μέρες πολλές και κακουχίες εξίσου, φύκια πολλά στην θάλασσα πλέουν, ένα κλαδί από πεύκο, ένα πουλί, σημάδια πώς στεριά πλησιάζεις για ακόμα μια φορά. Και να, μέσα από την λευκή αχλή που την κόμη της γαλάζιας απέραντης θεάς στεφανώνει, βουνά αρχίζουν να φαίνονται, να πλησιάζουν. Το νησί μου. Άραξες το πλοίο κοντά στην αμμουδιά, και εσύ στην άμμο βρέθηκες να περπατάς βαθιά τα ίχνη αφήνοντας στην μαλακό κορμί της. Σε είδα. Έρχομαι με γοργά βήματα για να σε συναντήσω. Σού έδωσα το χέρι στο καλωσόρισμα. Με κοίταξες καλά στα μάτια, όπως και εγώ
-Σε ξέρω, μου είπες
-Και εγώ, από τα αγάλματα
-Ναι, από τα αγάλματα.
-Γιατί ταξιδεύεις??
-Γνώσεις κυνηγώ, Όνειρα ψάχνω να βρω να αναστήσω. Άλλα δικά μου και άλλα ξένα.
Σώπασα.
Φαΐ, νερό σου έδωσα και κάμαρα, την κούραση να αφήσεις στα χέρια του Μορφέα.
Συναντηθήκαμε ξανά περπατήσαμε μαζί ίσα στον βράχο, να δούμε τον βασιλιά της μέρας ήλιο να σπάει την γραμμή, των γαλάζιων σύνορο, στο πέλαγο να βουτά χαρίζοντας το πορφυρό του χρώμα όσο που να χαθεί τελείως, δίνοντας την θέση του στην μάγισσα σελήνη, βασίλισσα της νύχτας και των λαμπρών αστέρων.
Στο γυρισμό, ιστορίες λέγαμε των ταξιδιών που εκάμαμε, και των ωραίων τόπον των λαμπρών την χάρη ιστορούσαμε, και γνώσεις που αποκτήσαμε με χαρά μοιράσαμε.
Στην αλλαγή της εποχής , όταν τα φύλλα από τα δένδρα άρχισαν κοκκινωπά το χώμα να στολίζουν κι η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος από βροχή την φύση να ευωδιάζει η ώρα σήμανε, μου λες το ταξίδι πάλι να αρχινίσεις. Και έχω να σου χαρίσω κάτι, μου είπες, κάτι πιο πολύτιμο και απ' το χρυσό, που λίγους κόκκους του ούτε με όλο τον πλούτο τού κόσμου δεν μπορείς να αποκτήσεις..
Την σκόνη του χρόνου, που όταν την χάριζα απλόχερα σε ανθρώπους, άλλοι με ευγνωμοσύνη με στεφάνωσαν για αντίδωρο τιμώντας με, μα πιο πολλές για αντίδωρο, αχαριστία μου έδωσαν να με τιμήσουν μη έχοντας τίποτε άλλο πολυτιμότερο μέσ' στην ψυχή τους.
Εγώ τις χούφτες μου άνοιξα, και εσύ με προσοχή άφησες μέσα τους να πέσει λίγη σκόνη από το δισάκι σου, χρυσή και μαύρη μαζί, η σκόνη του χρόνου.
Στην αμμουδιά τώρα μόνος στέκομαι και κοιτώ τα λευκά πανιά του πλοίου σου να σβήνουν στο γύρισμα της γης. Το χέρι κουνώντας το αργά σε χαιρετώ και σε τιμώ με ευγνωμοσύνη για το δώρο σου, το άγαλμα σου στήνοντας στο ιερό μου μέρος. Την σκόνη που μου άφησες, στο δικό μου δισάκι προσεκτικά τοποθετώ, μαζί με την δική μου σκόνη που μάζεψα στα δικά μου ταξίδια που τώρα τελείωσαν. Μια σκόνη χρυσή και μαύρη, πιο πολύτιμη απ' όλο το βίος του κόσμου που ο χρόνος και τα ταξίδια, κάθε λογής απλόχερα χαρίζουν. Την σκόνη του χρόνου, που όσοι ξέρουν μόνο μπορούν να εκτιμήσουν.