Βγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο, ακολουθώντας τον πεζόδρομο που οδηγεί μέσα στο αλσάκι, και πλησιάζοντας τις καφετέριες το πρώτο πράγμα που συναντούσες ήταν η μουσική του. Προχωρώντας περισσότερο ο ήχος της μουσικής δυνάμωνε, χωρίς να γίνεται ενοχλητικός αλλά μάλλον ευχάριστος, μέχρι που στο τέλος τον έβλεπες.
Καθόταν πάντα σε ένα σημείο λίγο πριν τα πρώτα τραπεζάκια, παίζοντας στο σαξόφωνο του μελωδίες γνωστές, άγνωστες η κομμάτια που σκάρωνε μόνος του. Ήταν εκεί αρκετό καιρό, ποιος ξέρει από πότε, αλλά τι σημασία μπορούσε να έχει αυτό μπροστά στο γιατί, που μόνο αυτός ήξερε την απάντηση.
Δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία παρά τα κάτασπρα του γένια και μαλλιά.
Το πρόσωπο του χλωμό σημαδεμένο από τα χρόνια που πέρασαν και τις κακουχίες.
Τα ρούχα του παλιά πολύχρωμα, αλλά καθαρά. Στον κεφάλι, χειμώνα καλοκαίρι, φορούσε στραβά μια τραγιάσκα γκρι καρό, που θα έλεγες ότι την φορούσε ακόμα και στον ύπνο του. Ποτέ με κανέναν δεν είχε μιλήσει έτσι κανένας δεν ήξερε αν ήταν Έλληνας η ξένος, η ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί. Με το παλιό φθαρμένο σαξόφωνο κολλημένο στα χείλη του, αράδιαζε νότες στην ατμόσφαιρα με εκπληκτική τάξη.
Η μαεστρία στο παίξιμό του πρόδιδε κάποιον άγνωστο βιρτουόζο του είδους, που η τύχη δεν του χαμογέλασε όπως σε άλλους, και τον έκανε μουσικό του δρόμου.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να περάσει από εκεί και να μην ρίξει κάποιο νόμισμα στην θήκη του οργάνου που ήταν ανοιχτή μπροστά του γι αυτό τον σκοπό. Αυτός κάθε φορά πού κάποιο νόμισμα άγγιζε το κόκκινο βελούδο της, έκανε μια ελαφριά υπόκλιση ευχαριστώντας, χωρίς να σταματά να παίζει.
Από την ώρα που ήρθε και στάθηκε σε αυτό το σημείο, η ατμόσφαιρα άλλαξε.
Δεν άκουγες πια δυνατές φωνές και δυνατά γέλια όπως πριν. Όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, η όταν κάποια φορά έπαιζε κάποιο ρομαντικό κομμάτι δεν μιλούσαν καθόλου μόνο άκουγαν. Κάποιοι μάλιστα που το κομμάτι αυτό, που αυτός έπαιζε, ήταν συνδεδεμένο με κάποιο γεγονός της ζωής τους, τους έβλεπες να το σιγοτραγουδούν αφήνοντας τον νου τους να ταξιδέψει μαζί με τις νότες, και κάπου κάπου μπορεί και ένα δάκρυ να κυλούσε από τα μάτια τους.
Αυτός στημένος εκεί πότε καθιστός πάνω σε ένα ξύλινο κουτί και πότε ακουμπώντας απλός το πόδι πάνω του, έπαιρνε τις εικόνες που έβλεπε τις έκανε μουσική και τις έστελνε μέχρι τον ουρανό, κάνοντας τους αγγέλους πότε να χαίρονται να στήνουν χορούς, πότε να γελούν και πότε να μένουν ακίνητοι δακρυσμένοι από τις εικόνες που ζωγράφιζαν οι νότες του μέσα στο μυαλό όπως ακριβώς συμβαίνει και στους ανθρώπους.
Στο ερωτευμένο ζευγαράκι που περνούσε από μπροστά του έπαιζε ανάλογο κομμάτι κάνοντάς το να πιαστεί ακόμα πιο σφικτά, και κάποια φορά μάλιστα που εκείνος την έπιασε τρυφερά από την μέση και άρχισε να την χορεύει τότε έβαλε όλη του την τέχνη κάνοντας ακόμα και τους σερβιτόρους να σταματήσουν με τους δίσκους στα χέρια και να ακούν με το στόμα ανοιχτό.
Όταν το ροκ συγκρότημα πήγαινε εκεί πριν η μετά την πρόβα για τον καθιερωμένο καφέ, τους έκανε να κοντοστέκονται έκπληκτους, να κοιτιούνται μεταξύ τους, και να αναρωτιούνται πώς είναι δυνατό αυτό το κομμάτι να μπορεί να αποδοθεί τόσο καλά από σαξόφωνο.
Στις μαμάδες με τα παιδιά που περνούσαν από εκεί, έπαιζε κάποιο μουσικό θέμα από κάποια γνωστή και αγαπημένη παιδική σειρά κάνοντας τα μικρά να γουρλώσουν τα μάτια και να χαμογελάσουν πλατιά.
Όταν δε οι ψηλομύτες κυρίες περνούσαν από εκεί για να πάνε για το καθιερωμένο κυριακάτικο τσάι απαξιώνοντας τον με την συμπεριφορά τους, αυτός τις τιμωρούσε με την μουσική του, κάνοντας τους θαμώνες να ρίξουν σε αυτές ένα αναλόγου ύφους βλέμμα.
Όποτε κάποια πολύ όμορφη κοπέλα του άφηνε αυτό το κάτι λίγο στο βελούδο, αυτός με την μουσική του άρχιζε να υμνεί την ομορφιά της, κάνοντάς την να του χαμογελάσει, πολλές φορές αμήχανα, ευχαριστώντας τον για το κομπλιμέντο, και όλα αυτά με τόση τέχνη δουλεμένα που θαρρούσες ότι όλες αυτές οι διαφορετικές μελωδίες ήταν ένα μουσικό κομμάτι.
Έμενε εκεί ακόμα και την ώρα που τα μαγαζιά έκλειναν παίζοντας μουσική για τους σερβιτόρους που μάζευαν τις καρέκλες και τα μαξιλάρια κάνοντάς τους την δουλειά πιο ανάλαφρη, αφού οι νότες που παρήγαγε είχαν την μαγική ικανότητα να διώχνουν και την κούραση.
Κάποιες φορές πριν φύγουν όλοι μαζί για τα σπίτια τους, έστεκαν για λίγο και του χάριζαν ένα επιδοκιμαστικό χειροκρότημα. Τότε αυτός σταματούσε να παίζει, υποκλινόταν βαθιά έβαζε το σαξόφωνο στην θήκη του και χανόταν με αργά βήματα στο σκοτάδι, μακριά πέρα από τα χλομά φώτα του πάρκου.
Μια καλοκαιρινή νύχτα ποιος ξέρει γιατί, μέσα από μια σκοτεινή γωνιά ανάμεσα από τα ψιλά δένδρα ξεπήδησαν πάλι οι νότες του μεταφέροντας ένα παλιό νοσταλγικό σκοπό παιγμένο με τόση μαεστρία που θαρρείς ότι το σαξόφωνο έκλαιγε κάνοντας τους περιοίκους να μένουν στα μπαλκόνια τους και τούς λίγους περαστικούς να σταματούν να ακούσουν. Ήταν και η τελευταία φορά που ακούστηκε το σαξόφωνο του εκεί.
Την άλλη μέρα, και τις επόμενες που ακολούθησαν αυτός δεν φάνηκε. Κανένας δεν τον ξαναείδε η άκουσε κάτι για αυτόν.
Μόνο το κουτί έμενε να υπάρχει στο μέρος που αυτός έπαιζε χωρίς κανένας να το πειράζει λες και τον περίμεναν να ξαναγυρίσει σε αυτό το ίδιο μέρος, να ακουμπήσει πάλι σε εκείνο και να πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα με την μουσική του που έκανε ακόμα και αγγέλων καρδιές να σκιρτήσουν
Κάποιες φορές, όταν ο αέρας περνά μέσα από τις σχισμές του κουτιού κάποιες ξεχασμένες νότες πετάγονται από μέσα ανάκατες χωρίς ρυθμό και χάρη αφού δεν υπάρχει πια εκείνος να τις βάλει σε μια σειρά, και απλώνονται στον αέρα με ένα τρόπο που θαρρείς και τον ψάχνουν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
10 σχόλια:
Γεμάτη εικόνες η ιστορία αυτή. Ταξιδεύει μουσικά!
Την καλημέρα μου.
Νότες και μαγευτική μουσική.Καλό σου βράδυ
Στο τέλος είμεινε το κουτί να συμβολίζει την παρουσία απουσία του. Κι όλοι το περιμένουν να γυρίσει.. Είναι γιατί οι χώροι χαρακτηρίζονται από τους ανθρώπους. Πολύ όμορφο. Καλημέρα Αλέξη καλή εβδομάδα
Το κουτί, που έγινε τοτέμ...Καμιά φορά , τόποι και πράγματα, στοιχειώνουν για καλό...
Νοτες, μαγευτική μουσική αλλά και μπόλικη μελαγχολία!
Θα σε μαλλώσω λέμε!
Μην ξαναπείς τέτοια λόγια..
Υγ Βαλτός είσαι ?
Πολυγραφότατε Αλέξη!
πόσο καιρό έχω να περάσω?
στη μουσικο-ιστοριούλα, όμορφα...
και το σαξόφωνο υπέροχο!
Μάκια
το κουτι ηταν κιντερ εκπληξη !!
Πολύ ωραία ιστορία!
Είμαι σίγουρος πως αυτοί οι καλλιτέχνες είναι αυτοί που αξίζουν περισσότερο, γιατί παρ' όλες τις δυσκολίες συνεχίζουν να κάνουν αυτο που αγαπούν.
Ένας αρτίστας του δρόμου. Κανείς δεν του έδινε την αξία που του άρμοζε και μόνο όταν στέρησε από τους περαστικούς τις νότες του, εκείνοι κατάλαβαν πόσο πολύ τον είχαν ανάγκη για να εκφράζονται μέσα από την πνοή του...
Να που κανείς άλλος δεν μπορεί να παίξει σαξόφωνο, για να τον προσκαλέσει πίσω...
Δημοσίευση σχολίου