Και ναι. Έφτασε η ώρα. Η ώρα των εκλογών. Των ευρωεκλογών για την ακρίβεια, αλλά τι σημασία έχει. Εκλογές να είναι..........
Είναι λοιπόν η στιγμή που ο κάθε ένας από εμάς, τους Έλληνες πολίτες, εμείς ο αποκαλούμενος κυρίαρχος λαός, να προσέλθουμε στα εκλογικά τμήματα για να εκφράσουμε την προτίμησή μας για αυτόν που θα μας εκπροσωπήσει στήν ευρωβουλή.
Ένας ένας θα εισέλθουμε όπισθεν του του πάνινου διαχωριστικού, κοινός παραβάν, να διαλέξουμε τον πολιτικό φορέα της προτίμησής μας, να βάλουμε σταυρό δείγμα εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, στον υποψήφιο της επιλογής μας και τέλος να ρίξουμε τον κλειστό φάκελο στήν κάλπη. Ναι σε αυτό το τετράγωνο κουτί με την σχισμή από πάνω που από αυτό, το βράδυ της Κυριακής 07/06/09 θα βγουν οι επόμενοι ευρωβουλευτές, σαν τα κουνέλια από το καπέλο ταχυδακτυλουργού ένα πράγμα, αυτοί δηλαδή που θα μας εκπροσωπήσουν στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και θα μοχθήσουν για τα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών της με σεβασμό και υπευθυνότητα όπως πάντα έκαναν.
Όμως πριν φτάσουμε σε αυτή την μέρα όπου θα εκφράσουμε την θέλησή μας, πρέπει να περάσουμε από μια περίοδο, όχι σαν αυτή της γυναίκας, μην μπερδεύεστε, όπου οι πολιτικοί μας ταγοί και οι κάθε λογής αυτόκλητοι εθνοσωτήρες, και ποιός σου είπε ότι θέλουμε να μας σώσεις εσύ ρε??, θα μας παρουσιάσουν τα παρελθόντια πεπραγμένα τους, πχ Ζίμενς, Βατοπαίδια και λοιπές θεόπνευστες μιζορεμούλες, ως δείγμα της φοβερής αξιοπιστίας τους, της σοφής στρατηγικής που ακολούθησαν, και βέβαια θα μας παρουσιάσουν τα σχέδια τους για το μέλλον.
-Θα σας φτιάξουμε λιμάνι
-Μα δεν έχουμε θάλασσα
-Θα σας φέρουμε και θάλασσα
-Μύκονο θα σας κάνουμε.
Όλα αυτά, απόσταγμα τρίσβαθιας, και πολλές φορές τετράσβαθιας, μελέτης, εντόνων πολιτικών ζυμώσεων, σαν τα ψωμί ένα πράγμα, έχουν ως επίκεντρο την ευδοκίμηση της χώρας και την πρόοδο των πολιτών. Θα παρακολουθήσουμε ομιλίες, ντιμπέιτ, κόσμιες και απόλυτα κατανοητές δημοκρατικές συνομιλίες, αφού δεν πέφτουν πυροβολισμοί, μεταξύ πολιτικών, στα απόλυτα δημοκρατικά και παροιμιόδους αμερολυψίας, μέσα μαζικής ενημέρωσης, των οποίων η συμβολή στην ορθή μόρφωση των πολιτών είναι μεγάλη και αναμφισβήτητη, με κορυφαία θεματολογία,
-Και τι χρώμα θα έχει ο μύλος
-Μπλε
-Και γιατί να έχει μπλέ??
-Και τι να έχει??
-Πράσινο
-Και γιατί να μην είναι κόκκινο??
-Και προς τα που θα γυρνά ο μύλος??
-Δεξιά
-Και γιατί να γυρνά δεξιά??
-Και πώς να γυρνά??
-Αριστερά
όπου σχέδια παρουσιάζονται, αναλύονται εις βάθος, πηγάδι απύθμενο, και μεταδίδονται από αυτά σε κάθε γωνιά της χώρας, σαν την χολέρα ένα πράγμα, ώστε ο απόλυτα πληροφορημένος, και πολιτικά ώριμος πολίτης, με ορθά κριτήρια, θα τον ψηφίσω γιατί έβαλε την γριά στο νοσοκομείο, με διόρισε κλητήρα στο υπουργείο, έβαλε την στάση έξω από το κατάστημά μου, έφερε το παιδί όταν ήταν φαντάρος με μετάθεση από τον Έβρο πίσω στο σπίτι, και βαθιά αίσθηση του σοβαρού του καθήκοντος, να σταθεί επάξια στην πρόκληση αυτής της κορυφαία στιγμής της δημοκρατίας.
Φιλότιμο
Μια λέξη που οι κύριοι στήν διασταύρωση Β Σοφίας και Αμαλίας ΔΕΝ ΓΝΩΡΊΖΟΥΝ ΤΗΝ ΎΠΑΡΞΗ ΤΗΣ
Κυριακή 31 Μαΐου 2009
Δευτέρα 25 Μαΐου 2009
Το Γαλάζιο φουστάνι
Μόλις είχε σχολάσει από την δουλειά του. Παρ ότι κόντευε καλοκαίρι στον ουρανό μαζεύονταν μαύρα σύννεφα σημάδι ότι πλησίαζε βροχή. Ότι είχε μπει στο λεωφορείο όταν οι πρώτες σταγόνες σημάδεψαν τα τζάμια, και η πρώτη αστραπή έσκισε με την λάμψη της το βαρύ γκρίζο ουρανό.
-Αυτό μας έλειπε τώρα, σιγομουρμούρισε, κοιτώντας έξω από το παράθυρο την βροχή να δυναμώνει.
Το καλοκαιρινό μπουρίνι που είχε ξεσπάσει είχε μετατρέψει τους δρόμους σε ρυάκια ενώ οι περαστικοί έτρεχαν να προφυλαχθούν από τις χοντρές σταγόνες.
Όσο περνούσε η ώρα και το λεωφορείο πλησίαζε προς το τέρμα, εκείνος, βλέποντας την βροχή να μην σταματά αλλά να παραμένει στον ίδιο δυνατό ρυθμό άρχισε να ανησυχεί. Έπρεπε να περπατήσει ως τον σταθμό του μετρό. Αν ο καιρός ήταν καλός δεν θα τον ένοιαζε, αφού κάθε μέρα έκανε την ίδια διαδρομή δυο φορές και την είχε μάθει πια, αλλά τώρα σκεφτόταν ότι θα γινόταν μούσκεμα και έπρεπε να βρει ένα μέρος για να προφυλαχθεί μέχρι να σταματήσει η μπόρα.
Βυθισμένος μέσα σε αυτές τις σκέψεις και με την κούραση να του φέρνει μια γλυκιά ζαλάδα, ούτε κατάλαβε για πότε το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα και βρέθηκε στον δρόμο μαζί με άλλους διαβάτες να τρέχει να βρει ένα μέρος να προφυλαχθεί.
Χώθηκε βιαστικά κάτω από ένα μπαλκόνι που εξείχε στον δρόμο έξω από ένα τυροπιτάδικο, πού ο ιδιοκτήτης του ευχαριστούσε τον θεό γι' αυτήν την απρόσμενη νεροποντή που του γέμισε το μαγαζί πελάτες. Ένιωθε ότι πεινούσε. Αγόρασε μια τυρόπιτα με ένα χυμό και άρχισε να περπατά κάτω από το μπαλκόνι κοιτάζοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων που βρίσκονταν εκεί για να του περάσει η ώρα. Αδιάφορα έριξε μια ματιά σε μια βιτρίνα με γυναικεία ρούχα. Η ματιά του όμως ξαναγύρισε μένοντας να κοιτάζει ένα γαλάζιο φουστάνι που βρισκόταν εκεί φορεμένο σε μια κούκλα. Ήταν ένα από αυτά με τα τιραντάκια μακριά μέχρι το γόνατο με διάφορες αποχρώσεις του γαλάζιου να κάνουν κυκλικά σχέδια σε όλη την επιφάνεια του υφάσματος. Ήταν ολόιδιο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια με εκείνο, που είχε δει εκείνη σε μια βιτρίνα πριν αρκετό καιρό.
Εκείνη, ήταν μια αδύνατη κοπέλα περίπου στο 1,60 με κοντά καστανόξανθα μαλλιά, αδύνατη, σκάρτα 50 κιλά, με αναλογίες καλές για το τύπο του σώματός της που στο λευκό της πρόσωπο υπήρχε ένα υπέροχο χαμόγελο και τα μάτια της. Αυτά τα υπέροχα σκούρα πράσινα μάτια, με την λεπτή μαύρη γραμμή να ορίζει το τέλος της κόρης τόσο προς την εσωτερική όσο και προς την εξωτερική πλευρά, που τα συνόδευαν μαύρες φυσικές μακριές βλεφαρίδες και τα έκαναν ακόμα πιο εντυπωσιακά.
Είχαν βγει για ψώνια εκείνη την ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα. Πλησίαζε μεσημέρι και οι δυο από το ένα χέρι κρατούσαν σακούλες με τα ψώνια που είχαν είδη κάνει, και από το άλλο κρατούνταν μεταξύ τους, όπως κάθε φορά που ήταν μαζί, και για όσο ήταν μαζί.
Αυτός είχε ολοκληρώσει τα ψώνια, εκείνη όμως ήθελε ένα φουστάνι ακόμα να αγοράσει. Πήγαιναν σε μαγαζιά κοιτούσαν βιτρίνες, δοκίμαζε διάφορα φορέματα αλλά δεν έβρισκε κάτι που να της αρέσει. Εκείνος υπομονετικά την συνόδευε από μαγαζί σε μαγαζί αδιαμαρτύρητα, και της έλεγε την γνώμη του κάθε φορά που εκείνη του την ζητούσε.
-Δεν βρίσκω κάτι που να μου αρέσει. Δεν πειράζει όμως θα κατέβουμε κάποια άλλη φορά και βλέπουμε.
-Ωραία. Πάμε και για εκείνον τον καφέ τώρα??
-Πάμε.
Τράβηξαν για την υπαίθρια καφετέρια μέσα στο πάρκο που συνήθιζαν να πηγαίνουν όταν βρίσκονταν εκεί.
Καθώς περπατούσαν ανταλλάσσοντας πειράγματα και γελώντας εκείνος πρόσεξε ένα μαγαζί με γυναικεία ρούχα που δεν είχαν πάει.
-Κοίτα, της είπε, πάμε να δούμε τι έχει και εκεί.
-Αυτό είναι ακριβό μαγαζί, έχει ωραία πράγματα αλλά....
-Δεν πειράζει πάμε.
Πήγαν και στάθηκαν μπροστά στην βιτρίνα. Εκείνη βλέποντας το γαλάζιο φουστάνι, φορεμένο σε μια πλαστική κούκλα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκείνος βλέποντάς την κατάλαβε. Της άρεσε, πάρα πολύ.
-Είναι πολύ ωραίο, σχολίασε εκείνος, και θα πρέπει να σού πηγαίνει πολύ.
-Υπέροχο, είπε εκείνη, μου αρέσει πολύ.
Αμέσως ξεκρέμασε το σακιδιάκι που ήταν κρεμασμένο στην πλάτη της, με όλα τα πράγματά της μέσα, έβγαλε το πορτοφόλι της και μέτρησε τα χρήματά που της είχαν μείνει.
-Αχ δεν φτάνουν, είπε παραπονεμένα.
-Δεν πειράζει πάμε μέσα να το δοκιμάσεις.
Μπήκαν μέσα στο κατάστημα, η πωλήτρια βρήκε το νούμερο της και σε λίγο εκείνη, βγήκε από το δοκιμαστήριο φορώντας το φόρεμα.
Ήταν πραγματικά σαν να είχε ραφτεί για εκείνη, με λίγα λόγια τέλειο.
Εκείνη το θαύμαζε στον καθρέφτη του καταστήματος και εκείνος θαύμαζε εκείνη. Ήταν πραγματικά υπέροχη με αυτό το ρούχο.
Μετά από λίγο καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι του καφέ συζητούσαν για τα ψώνια τους.
Εκείνη μάταια προσπαθούσε να κρύψει το πόσο της άρεσε εκείνο το ρούχο και την απογοήτευσή της που δεν μπόρεσε να το αγοράσει. Έβλεπε τα ψώνια που είχε κάνει εντελώς άκεφη και όλο το βλέμμα της πλανιόταν προς την πλευρά εκείνου του καταστήματος.
Φεύγοντας την συνόδεψε μέχρι το σπίτι της και μετά την καθιερωμένη πια αγκαλιά και το φιλί χώρισαν. Εκείνος όμως δεν πήγε σπίτι του. Του είχε έρθει μια ιδέα που θα έκανε την καλή του να πετάξει από την χαρά της. Θα της αγόραζε εκείνος το φουστάνι και θα της έκανε έκπληξη.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή. Οι δικοί της θα έλειπαν στο εξοχικό, και συμφώνησαν να περάσει από το σπίτι της, όπου θα μπορούσαν αν ήθελαν να μείνουν με την ησυχία τους. Εκείνος επίτηδες φόρεσε ένα ελαφρύ μπουφάν για να κρύψει μέσα την σακούλα με το ρούχο και το κόκκινο τριαντάφυλλο που για εκείνη είχε αγοράσει και πήγε πιο νωρίς σπίτι της.
Εκείνη ετοιμαζόταν για μπάνιο.
-Θα τελειώσω σε δυο λεπτάκια του είπε.
Εκείνος έμεινε μόνος. Πήγε στο δωμάτιό της, άνοιξε την ντουλάπα, κρέμασε το φόρεμα σε μια άδεια κρεμάστρα, στερέωσε με σελοτέιπ το τριαντάφυλλο πάνω στην κρεμάστρα και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού με ένα ποτήρι χυμό στο χέρι, σαν να μην συμβαίνει τίποτε, περιμένοντας την να τελείωση.
Βγήκε φορώντας το ροζ μπουρνούζι της και πήγε στο δωμάτιο της να ετοιμαστεί.
Μετά από λίγο ακούστηκε να ανοίγει η πόρτα της ντουλάπας και σε λίγα δευτερόλεπτα εκείνη να φωνάζει.
-Χριστέ μου. Δεν το πιστεύω.
Γύρισε στο σαλόνι φορώντας μόνο τα εσώρουχά της κρατώντας στην αγκαλιά της το ρούχο και το τριαντάφυλλο.
-Μου αγόρασες το φουστάνι. Δεν το πιστεύω. Πες μου ότι δεν ονειρεύομαι. Είσαι απίστευτος. Και το λουλούδι. Υπέροχο. Είσαι απίστευτος. Είσαι... Είσαι....
Εκείνος την κοιτούσε χαμογελώντας. Έλαμπε από χαρά. Εκείνη την στιγμή ήταν πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Δεν χόρταινε να την βλέπει να κάνει σαν παιδί.
Αυτό το φόρεμα θα έλεγε κανένας ότι έγινε δεύτερο δέρμα της. Δεν έχανε την ευκαιρία να το φορά.
Το φορούσε ακόμα και όταν αντάλλαξαν την τελευταία αγκαλιά, το τελευταίο φιλί.
Η βροχή δεν είχε σταματήσει. Οι αστραπές ακόμα έσκιζαν τον μολυβί ουρανό και τα μπουμπουνητά δήλωναν την δύναμη της φύσης, καλύπτοντας κάθε λίγο την μονότονη βουή της πόλης. Εκείνος στεκόταν ακόμα μπροστά στην βιτρίνα με το γαλάζιο φουστάνι, και σαν να ξύπνησε από λήθαργο, με, ποιος ξέρει γιατί, το κεφάλι βαρύ, αψηφώντας την βροχή, άρχισε να τρέχει προς τον σταθμό του μετρό, θέλοντας περισσότερο να ξεφύγει από τις αναμνήσεις παρά από την βροχή που τον μούσκεψε ως το κόκαλο.
-Αυτό μας έλειπε τώρα, σιγομουρμούρισε, κοιτώντας έξω από το παράθυρο την βροχή να δυναμώνει.
Το καλοκαιρινό μπουρίνι που είχε ξεσπάσει είχε μετατρέψει τους δρόμους σε ρυάκια ενώ οι περαστικοί έτρεχαν να προφυλαχθούν από τις χοντρές σταγόνες.
Όσο περνούσε η ώρα και το λεωφορείο πλησίαζε προς το τέρμα, εκείνος, βλέποντας την βροχή να μην σταματά αλλά να παραμένει στον ίδιο δυνατό ρυθμό άρχισε να ανησυχεί. Έπρεπε να περπατήσει ως τον σταθμό του μετρό. Αν ο καιρός ήταν καλός δεν θα τον ένοιαζε, αφού κάθε μέρα έκανε την ίδια διαδρομή δυο φορές και την είχε μάθει πια, αλλά τώρα σκεφτόταν ότι θα γινόταν μούσκεμα και έπρεπε να βρει ένα μέρος για να προφυλαχθεί μέχρι να σταματήσει η μπόρα.
Βυθισμένος μέσα σε αυτές τις σκέψεις και με την κούραση να του φέρνει μια γλυκιά ζαλάδα, ούτε κατάλαβε για πότε το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα και βρέθηκε στον δρόμο μαζί με άλλους διαβάτες να τρέχει να βρει ένα μέρος να προφυλαχθεί.
Χώθηκε βιαστικά κάτω από ένα μπαλκόνι που εξείχε στον δρόμο έξω από ένα τυροπιτάδικο, πού ο ιδιοκτήτης του ευχαριστούσε τον θεό γι' αυτήν την απρόσμενη νεροποντή που του γέμισε το μαγαζί πελάτες. Ένιωθε ότι πεινούσε. Αγόρασε μια τυρόπιτα με ένα χυμό και άρχισε να περπατά κάτω από το μπαλκόνι κοιτάζοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων που βρίσκονταν εκεί για να του περάσει η ώρα. Αδιάφορα έριξε μια ματιά σε μια βιτρίνα με γυναικεία ρούχα. Η ματιά του όμως ξαναγύρισε μένοντας να κοιτάζει ένα γαλάζιο φουστάνι που βρισκόταν εκεί φορεμένο σε μια κούκλα. Ήταν ένα από αυτά με τα τιραντάκια μακριά μέχρι το γόνατο με διάφορες αποχρώσεις του γαλάζιου να κάνουν κυκλικά σχέδια σε όλη την επιφάνεια του υφάσματος. Ήταν ολόιδιο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια με εκείνο, που είχε δει εκείνη σε μια βιτρίνα πριν αρκετό καιρό.
Εκείνη, ήταν μια αδύνατη κοπέλα περίπου στο 1,60 με κοντά καστανόξανθα μαλλιά, αδύνατη, σκάρτα 50 κιλά, με αναλογίες καλές για το τύπο του σώματός της που στο λευκό της πρόσωπο υπήρχε ένα υπέροχο χαμόγελο και τα μάτια της. Αυτά τα υπέροχα σκούρα πράσινα μάτια, με την λεπτή μαύρη γραμμή να ορίζει το τέλος της κόρης τόσο προς την εσωτερική όσο και προς την εξωτερική πλευρά, που τα συνόδευαν μαύρες φυσικές μακριές βλεφαρίδες και τα έκαναν ακόμα πιο εντυπωσιακά.
Είχαν βγει για ψώνια εκείνη την ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα. Πλησίαζε μεσημέρι και οι δυο από το ένα χέρι κρατούσαν σακούλες με τα ψώνια που είχαν είδη κάνει, και από το άλλο κρατούνταν μεταξύ τους, όπως κάθε φορά που ήταν μαζί, και για όσο ήταν μαζί.
Αυτός είχε ολοκληρώσει τα ψώνια, εκείνη όμως ήθελε ένα φουστάνι ακόμα να αγοράσει. Πήγαιναν σε μαγαζιά κοιτούσαν βιτρίνες, δοκίμαζε διάφορα φορέματα αλλά δεν έβρισκε κάτι που να της αρέσει. Εκείνος υπομονετικά την συνόδευε από μαγαζί σε μαγαζί αδιαμαρτύρητα, και της έλεγε την γνώμη του κάθε φορά που εκείνη του την ζητούσε.
-Δεν βρίσκω κάτι που να μου αρέσει. Δεν πειράζει όμως θα κατέβουμε κάποια άλλη φορά και βλέπουμε.
-Ωραία. Πάμε και για εκείνον τον καφέ τώρα??
-Πάμε.
Τράβηξαν για την υπαίθρια καφετέρια μέσα στο πάρκο που συνήθιζαν να πηγαίνουν όταν βρίσκονταν εκεί.
Καθώς περπατούσαν ανταλλάσσοντας πειράγματα και γελώντας εκείνος πρόσεξε ένα μαγαζί με γυναικεία ρούχα που δεν είχαν πάει.
-Κοίτα, της είπε, πάμε να δούμε τι έχει και εκεί.
-Αυτό είναι ακριβό μαγαζί, έχει ωραία πράγματα αλλά....
-Δεν πειράζει πάμε.
Πήγαν και στάθηκαν μπροστά στην βιτρίνα. Εκείνη βλέποντας το γαλάζιο φουστάνι, φορεμένο σε μια πλαστική κούκλα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκείνος βλέποντάς την κατάλαβε. Της άρεσε, πάρα πολύ.
-Είναι πολύ ωραίο, σχολίασε εκείνος, και θα πρέπει να σού πηγαίνει πολύ.
-Υπέροχο, είπε εκείνη, μου αρέσει πολύ.
Αμέσως ξεκρέμασε το σακιδιάκι που ήταν κρεμασμένο στην πλάτη της, με όλα τα πράγματά της μέσα, έβγαλε το πορτοφόλι της και μέτρησε τα χρήματά που της είχαν μείνει.
-Αχ δεν φτάνουν, είπε παραπονεμένα.
-Δεν πειράζει πάμε μέσα να το δοκιμάσεις.
Μπήκαν μέσα στο κατάστημα, η πωλήτρια βρήκε το νούμερο της και σε λίγο εκείνη, βγήκε από το δοκιμαστήριο φορώντας το φόρεμα.
Ήταν πραγματικά σαν να είχε ραφτεί για εκείνη, με λίγα λόγια τέλειο.
Εκείνη το θαύμαζε στον καθρέφτη του καταστήματος και εκείνος θαύμαζε εκείνη. Ήταν πραγματικά υπέροχη με αυτό το ρούχο.
Μετά από λίγο καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι του καφέ συζητούσαν για τα ψώνια τους.
Εκείνη μάταια προσπαθούσε να κρύψει το πόσο της άρεσε εκείνο το ρούχο και την απογοήτευσή της που δεν μπόρεσε να το αγοράσει. Έβλεπε τα ψώνια που είχε κάνει εντελώς άκεφη και όλο το βλέμμα της πλανιόταν προς την πλευρά εκείνου του καταστήματος.
Φεύγοντας την συνόδεψε μέχρι το σπίτι της και μετά την καθιερωμένη πια αγκαλιά και το φιλί χώρισαν. Εκείνος όμως δεν πήγε σπίτι του. Του είχε έρθει μια ιδέα που θα έκανε την καλή του να πετάξει από την χαρά της. Θα της αγόραζε εκείνος το φουστάνι και θα της έκανε έκπληξη.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή. Οι δικοί της θα έλειπαν στο εξοχικό, και συμφώνησαν να περάσει από το σπίτι της, όπου θα μπορούσαν αν ήθελαν να μείνουν με την ησυχία τους. Εκείνος επίτηδες φόρεσε ένα ελαφρύ μπουφάν για να κρύψει μέσα την σακούλα με το ρούχο και το κόκκινο τριαντάφυλλο που για εκείνη είχε αγοράσει και πήγε πιο νωρίς σπίτι της.
Εκείνη ετοιμαζόταν για μπάνιο.
-Θα τελειώσω σε δυο λεπτάκια του είπε.
Εκείνος έμεινε μόνος. Πήγε στο δωμάτιό της, άνοιξε την ντουλάπα, κρέμασε το φόρεμα σε μια άδεια κρεμάστρα, στερέωσε με σελοτέιπ το τριαντάφυλλο πάνω στην κρεμάστρα και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού με ένα ποτήρι χυμό στο χέρι, σαν να μην συμβαίνει τίποτε, περιμένοντας την να τελείωση.
Βγήκε φορώντας το ροζ μπουρνούζι της και πήγε στο δωμάτιο της να ετοιμαστεί.
Μετά από λίγο ακούστηκε να ανοίγει η πόρτα της ντουλάπας και σε λίγα δευτερόλεπτα εκείνη να φωνάζει.
-Χριστέ μου. Δεν το πιστεύω.
Γύρισε στο σαλόνι φορώντας μόνο τα εσώρουχά της κρατώντας στην αγκαλιά της το ρούχο και το τριαντάφυλλο.
-Μου αγόρασες το φουστάνι. Δεν το πιστεύω. Πες μου ότι δεν ονειρεύομαι. Είσαι απίστευτος. Και το λουλούδι. Υπέροχο. Είσαι απίστευτος. Είσαι... Είσαι....
Εκείνος την κοιτούσε χαμογελώντας. Έλαμπε από χαρά. Εκείνη την στιγμή ήταν πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Δεν χόρταινε να την βλέπει να κάνει σαν παιδί.
Αυτό το φόρεμα θα έλεγε κανένας ότι έγινε δεύτερο δέρμα της. Δεν έχανε την ευκαιρία να το φορά.
Το φορούσε ακόμα και όταν αντάλλαξαν την τελευταία αγκαλιά, το τελευταίο φιλί.
Η βροχή δεν είχε σταματήσει. Οι αστραπές ακόμα έσκιζαν τον μολυβί ουρανό και τα μπουμπουνητά δήλωναν την δύναμη της φύσης, καλύπτοντας κάθε λίγο την μονότονη βουή της πόλης. Εκείνος στεκόταν ακόμα μπροστά στην βιτρίνα με το γαλάζιο φουστάνι, και σαν να ξύπνησε από λήθαργο, με, ποιος ξέρει γιατί, το κεφάλι βαρύ, αψηφώντας την βροχή, άρχισε να τρέχει προς τον σταθμό του μετρό, θέλοντας περισσότερο να ξεφύγει από τις αναμνήσεις παρά από την βροχή που τον μούσκεψε ως το κόκαλο.
Σάββατο 16 Μαΐου 2009
Ο Λαβύρινθος
Εκεί στεκόσουν. Μπροστά στο σκοτεινό χάσμα που όριζε την αρχή του λαβυρίνθου.
Δίπλα σου εκείνη, όμορφη, λαμπερή σαν τον ήλιο. Σου χαμογέλασε. Δεν φοβάμαι, σου είπε, ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Σού έδωσε την άκρη του νήματος μαζί με ένα φιλί.
Εγώ θα κρατώ την άλλη άκρη, να μην χαθείς. Θα σε περιμένω, εδώ. Όσο και αν χρειαστεί. Θα είμαι εδώ.
Της χαμογέλασες. Πήρες την άκρη του νήματος. Προχώρησες μερικά βήματα προς την είσοδο. Κάτι ξέχασες, γύρισες πίσω τρέχοντας. Ήθελες να πάρεις ακόμα ένα φιλί να έχεις φυλαχτό και την εικόνα του φωτεινού της χαμόγελου να σου φωτίζει τον δρόμο.
Πλησίασες την είσοδο. Το νήμα που σας ένωνε είχε αρχίσει να ξετυλίγεται.
Γύρισες να την κοιτάξεις ακόμα μια φορά πριν περάσεις στον κόσμο του σκοτεινού πιθανόν.
Άρχισες να περπατάς σε λασπωμένους διαδρόμους, ανάμεσα σε μαύρους γεμάτους μούχλα τοίχους, όμως δεν σταμάτησες. Eίχες την εικόνα της να σε φυλάει και την λάμψη του χαμόγελου της να σου φωτίζει τον δρόμο. Έφτασες στο τέλος του διαδρόμου. Μπροστά σου ένας κάθετος διάδρομος, και το ερώτημα που σου υπέβαλε. Δεξιά η αριστερά??
Έμεινες να κοιτάζεις για λίγο. Γύρισες το κεφάλι κοίταξες προς τις δυό κατευθύνσεις. Τόσο δεξιά όσο και αριστερά οι διάδρομοι τραβούσαν μακριά χωρίς να φαίνεται το τέλος ενώ κάθε τόσο ανοίγματα φαίνονταν δεξιά και αριστερά με το ίδιο ερώτημα να υποβάλουν. Δεξιά η Αριστερά??
Κοίταξες πίσω σου. Στην μακρινή πια είσοδο φαινόταν η φιγούρα της να κρατά την άλλη άκρη του νήματος με τον ελαφρύ βοριά να παίζει πότε ανάμεσα στις δίπλες του φορέματος της και πότε να της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά. Την ένοιωσες να σου χαμογελά από την ζέστη που άρχισε να σε πλημμυρίζει. Πήρες την απόφαση. Δεξιά. Προχώρησες και στο επόμενο ερώτημα απάντησες αριστερά. Προχωρούσες απαντώντας στα ερωτήματα, πότε δεξιά και πότε αριστερά καταπώς σου φαινόταν πιο σωστό να πράξεις. Είχες μπει βαθιά πια μέσα στους διαδρόμους, αλλά δεν φοβόσουν είχες στην ζώνη σου δεμένο το νήμα που σε ένωνε με το φως με εκείνη να κρατά την άκρη του.
Κοντοστάθηκες λίγο. Χάιδεψες το νήμα. Άραγε εκείνη ένοιωσε το χάδι?? Ξανάρχισες να περπατάς απαντώντας κάθε τόσο στα ερωτήματα, δεξιά αριστερά αριστερά δεξιά.
Το τράβηγμα που ένιωσες στήν ζώνη τι να ήταν??
Άπλωσες το χέρι να πιάσεις το νήμα. Δεν υπήρχε. Γύρισες γρήγορα, το είδες να χάνετε στήν γωνιά προσπάθησες τρέχοντας να το ακολουθήσεις αλλά μάταια. Το έχασες. Μετά από λίγο ένα φοβερό γέλιο έφτασε μέχρι τα αυτιά σου. Ήταν εκείνης. Το αναγνώρισες αλλά πόσο διαφορετικό ακουγόταν τώρα. Καθώς σιγά σιγά ο ήχος του έσβησε χάθηκε το φυλαχτό, η μορφή της, και το φως που σου φώτιζε, το χαμόγελό της. Τότε κατάλαβες για πρώτη φορά πόσο κρύος και σκοτεινός ήταν ο λαβύρινθος.
Άρχισες πάλι να περπατάς προσπαθώντας να βρείς τον δρόμο για την έξοδο. Τα ερωτήματα τώρα σε χτυπούσαν αλύπητα, και εσύ αγωνιούσες να δώσεις απαντήσεις. Δεξιά. Όχι, αριστερά, η ίσως δεξιά. Αλλά πάλι.....μπορεί.....ίσως......πιθανόν.....μάλλον......
Πού βρέθηκες εδώ. Τι είναι εδώ. Έριξες μια ματιά. Το κέντρο του. Έφτασες στο κέντρο του. Εκεί υπήρχε κάτι σαν μεγάλο δωμάτιο. Μπήκες μέσα. Στη μέση του δωματίου ένας λάκκος βαθύς με τα τοιχώματα του κάθετα γλιστερά Κοίταξες γεμάτος περιέργεια. Μέσα του άνθρωποι. Πολλοί άνθρωποι να σε κοιτούν. Δεν μιλούσαν μόνο σε κοιτούσαν.
-Μα πώς βρεθήκατε εκεί μέσα??
Μόνη απάντηση η ηχώ της φωνής σου, έφτασε στά αυτιά σου επαναλαμβάνοντας την τελευταία σου λέξη πριν χαθεί και αυτή.
-Θα σας βοηθήσω να βγείτε είπε στους ανθρώπους.
Εκείνοι σε κοίταζαν καθώς ξάπλωνες μπρούμητα απλώνοντας συνχρόνος το χέρι σου μέσα στον λάκκο.
Οι άνθρωποι που ήταν μέσα άρχισαν να ανεβαίνουν ο ένας πάνω στις πλάτες του άλλου για να φτάσουν το χέρι. Το πλησίασαν και όταν το χέρι σου έπιασε το χέρι του πρώτου ανθρώπου τότε κατάλαβες. Ο άνθρωπος εκείνος προσπαθούσε να σε τραβήξει μέσα στον λάκκο. Σε λίγο ακόμα ένα χέρι σε άρπαξε, σε λίγο και άλλο και άλλο.............
Αγωνιζόσουν με όλες σου τις δυνάμεις να ξεφύγεις από τα χέρια που σε ήθελαν και εσένα όμηρο του λάκκου. Κατάφερες να ξεφύγεις αφήνοντας στά χέρια το ρούχο σου. Έβλεπες γυμνός και αποκαμωμένος τώρα τους ανθρώπους να ξεσπούν πάνω στο λευκό ύφασμα με λύσσα για την αποτυχία τους, σκίζοντας το και πατώντας τα κομμάτια του. Έκανες μερικά βήματα και κάθισες να ξεκουραστείς ακουμπώντας στον τοίχο.
Το σφύριγμα που ακούστηκε να σκίζει τον αέρα σου έκανε το αίμα να παγώσει. Από την πόρτα φάνηκε να μπαίνει στο δωμάτιο ένα τεράστιο φίδι. Πλησίασε τον λάκκο έχωσε το κεφάλι του μέσα και όταν το σήκωσε πάλι, τα πόδια ενός ανθρώπου εξείχαν από το στόμα του.
Με μια κίνηση τον κατάπιε. Γύρισε προς το μέρος σου, σε πλησίασε, ενώ εσύ κρατώντας το σπαθί ετοιμαζόσουν να πουλήσεις ακριβά το τομάρι σου.
-Λοιπόν, ήρθες και εσύ να με σκοτώσεις για να πάρεις τον θησαυρό μου?? σου είπε
-Όχι, του απάντησες, θέλω μόνο να βγω έξω.
-Και τότε γιατί μπήκες??
-Για να πάρω τον θησαυρό
-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχαχαχαχαχαχαχαχα γέλασε το φίδι δυνατά. Δεν θέλεις μόνο να βγεις έξω αλλά θέλεις και τον θησαυρό μου. Και πώς θα τον πάρεις λοιπόν χωρίς να με σκοτώσεις πρώτα?? Εμπρός λοιπόν. Έλα να με σκοτώσεις.
-Όχι. Δεν τον θέλω πια. Και δεν θέλω να σε σκοτώσω. Θέλω μόνο να σου ζητήσω να με βοηθήσεις να βρω ένα θησαυρό μεγαλύτερο, σπουδαιότερο από τον δικό σου.
-Μπα?? και ποιος είναι αυτός??
-Το φως του ήλιου.
-Έχεις δει τον θησαυρό μου
-Τον έχω ακουστά. Είναι σπουδαίος λένε.
-Και λίγα σου έχουν πει, και λένε. Έλα να στον δείξω.
Ακολούθησες το φίδι ανάμεσα στους σκοτεινούς διαδρόμους, σε ένα άλλο δωμάτιο.
-Κοίτα σου είπε το φίδι παραμερίζοντας
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Όλα τα πλούτη του κόσμου θαρρείς μέσα σε εκείνο το δωμάτιο να ήταν.
Βουνά το χρυσάφι, οι πολύτιμες πέτρες. Αμύθητος πλούτος.
-Μα για να τον κάνεις δικό σου πρέπει πρώτα να με σκοτώσεις, είπε το φίδι προτάσσοντας τα δόντια τα γεμάτα με δηλητήριο. Εσύ όμως έβαλες το σπαθί στήν θήκη του.
-Δεν θα το κάνω, είπες, γυρίζοντας προς το φίδι, αλλά σου ζητώ την βοήθειά σου να βρω τον θησαυρό που εγώ ποθώ.
-Το φως του ήλιου, είπε το φίδι μαζεύοντας τα δόντια του.
-Ναι
-Είναι σπουδαιότερος θησαυρός από τον δικό μου λοιπόν??
-Ναι, είναι. Εκτός και αν θέλεις να με φάς όπως εκείνον τον άνθρωπο.
-Δεν τρώω ανθρώπους.
-Και εκείνος που έφαγες τι ήταν?? Είχε και εκείνος δυό πόδια, δυό χέρια, σώμα, κεφάλι, μύτη, μάτια, στόμα, σαν και εμένα ήταν.
-Μην σε ξεγελά η εικόνα. Δεν ήταν άνθρωπος. Μα έλα μην καθυστερούμε. Ο θησαυρός σου σε περιμένει.
Ο λαμπερός ήλιος ζέσταινε το γυμνό σου σώμα καθώς κατέβαινες την απότομη πλαγιά.
Περπατούσες με γοργά βήματα προς την πόλη. Εκεί στους πλακόστρωτους δρόμους ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος την είδες. Πλησίασες την όμορφη κοπέλα, την έπιασες από το μπράτσο και της είπες.
-Εσύ τελικά είσαι το τέρας, και έμπηξες το σπαθί σου βαθιά, στο σώμα της ανάμεσα στα σφριγηλά της στήθη, κόβοντάς της το νήμα της ζωής
Δίπλα σου εκείνη, όμορφη, λαμπερή σαν τον ήλιο. Σου χαμογέλασε. Δεν φοβάμαι, σου είπε, ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Σού έδωσε την άκρη του νήματος μαζί με ένα φιλί.
Εγώ θα κρατώ την άλλη άκρη, να μην χαθείς. Θα σε περιμένω, εδώ. Όσο και αν χρειαστεί. Θα είμαι εδώ.
Της χαμογέλασες. Πήρες την άκρη του νήματος. Προχώρησες μερικά βήματα προς την είσοδο. Κάτι ξέχασες, γύρισες πίσω τρέχοντας. Ήθελες να πάρεις ακόμα ένα φιλί να έχεις φυλαχτό και την εικόνα του φωτεινού της χαμόγελου να σου φωτίζει τον δρόμο.
Πλησίασες την είσοδο. Το νήμα που σας ένωνε είχε αρχίσει να ξετυλίγεται.
Γύρισες να την κοιτάξεις ακόμα μια φορά πριν περάσεις στον κόσμο του σκοτεινού πιθανόν.
Άρχισες να περπατάς σε λασπωμένους διαδρόμους, ανάμεσα σε μαύρους γεμάτους μούχλα τοίχους, όμως δεν σταμάτησες. Eίχες την εικόνα της να σε φυλάει και την λάμψη του χαμόγελου της να σου φωτίζει τον δρόμο. Έφτασες στο τέλος του διαδρόμου. Μπροστά σου ένας κάθετος διάδρομος, και το ερώτημα που σου υπέβαλε. Δεξιά η αριστερά??
Έμεινες να κοιτάζεις για λίγο. Γύρισες το κεφάλι κοίταξες προς τις δυό κατευθύνσεις. Τόσο δεξιά όσο και αριστερά οι διάδρομοι τραβούσαν μακριά χωρίς να φαίνεται το τέλος ενώ κάθε τόσο ανοίγματα φαίνονταν δεξιά και αριστερά με το ίδιο ερώτημα να υποβάλουν. Δεξιά η Αριστερά??
Κοίταξες πίσω σου. Στην μακρινή πια είσοδο φαινόταν η φιγούρα της να κρατά την άλλη άκρη του νήματος με τον ελαφρύ βοριά να παίζει πότε ανάμεσα στις δίπλες του φορέματος της και πότε να της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά. Την ένοιωσες να σου χαμογελά από την ζέστη που άρχισε να σε πλημμυρίζει. Πήρες την απόφαση. Δεξιά. Προχώρησες και στο επόμενο ερώτημα απάντησες αριστερά. Προχωρούσες απαντώντας στα ερωτήματα, πότε δεξιά και πότε αριστερά καταπώς σου φαινόταν πιο σωστό να πράξεις. Είχες μπει βαθιά πια μέσα στους διαδρόμους, αλλά δεν φοβόσουν είχες στην ζώνη σου δεμένο το νήμα που σε ένωνε με το φως με εκείνη να κρατά την άκρη του.
Κοντοστάθηκες λίγο. Χάιδεψες το νήμα. Άραγε εκείνη ένοιωσε το χάδι?? Ξανάρχισες να περπατάς απαντώντας κάθε τόσο στα ερωτήματα, δεξιά αριστερά αριστερά δεξιά.
Το τράβηγμα που ένιωσες στήν ζώνη τι να ήταν??
Άπλωσες το χέρι να πιάσεις το νήμα. Δεν υπήρχε. Γύρισες γρήγορα, το είδες να χάνετε στήν γωνιά προσπάθησες τρέχοντας να το ακολουθήσεις αλλά μάταια. Το έχασες. Μετά από λίγο ένα φοβερό γέλιο έφτασε μέχρι τα αυτιά σου. Ήταν εκείνης. Το αναγνώρισες αλλά πόσο διαφορετικό ακουγόταν τώρα. Καθώς σιγά σιγά ο ήχος του έσβησε χάθηκε το φυλαχτό, η μορφή της, και το φως που σου φώτιζε, το χαμόγελό της. Τότε κατάλαβες για πρώτη φορά πόσο κρύος και σκοτεινός ήταν ο λαβύρινθος.
Άρχισες πάλι να περπατάς προσπαθώντας να βρείς τον δρόμο για την έξοδο. Τα ερωτήματα τώρα σε χτυπούσαν αλύπητα, και εσύ αγωνιούσες να δώσεις απαντήσεις. Δεξιά. Όχι, αριστερά, η ίσως δεξιά. Αλλά πάλι.....μπορεί.....ίσως......πιθανόν.....μάλλον......
Πού βρέθηκες εδώ. Τι είναι εδώ. Έριξες μια ματιά. Το κέντρο του. Έφτασες στο κέντρο του. Εκεί υπήρχε κάτι σαν μεγάλο δωμάτιο. Μπήκες μέσα. Στη μέση του δωματίου ένας λάκκος βαθύς με τα τοιχώματα του κάθετα γλιστερά Κοίταξες γεμάτος περιέργεια. Μέσα του άνθρωποι. Πολλοί άνθρωποι να σε κοιτούν. Δεν μιλούσαν μόνο σε κοιτούσαν.
-Μα πώς βρεθήκατε εκεί μέσα??
Μόνη απάντηση η ηχώ της φωνής σου, έφτασε στά αυτιά σου επαναλαμβάνοντας την τελευταία σου λέξη πριν χαθεί και αυτή.
-Θα σας βοηθήσω να βγείτε είπε στους ανθρώπους.
Εκείνοι σε κοίταζαν καθώς ξάπλωνες μπρούμητα απλώνοντας συνχρόνος το χέρι σου μέσα στον λάκκο.
Οι άνθρωποι που ήταν μέσα άρχισαν να ανεβαίνουν ο ένας πάνω στις πλάτες του άλλου για να φτάσουν το χέρι. Το πλησίασαν και όταν το χέρι σου έπιασε το χέρι του πρώτου ανθρώπου τότε κατάλαβες. Ο άνθρωπος εκείνος προσπαθούσε να σε τραβήξει μέσα στον λάκκο. Σε λίγο ακόμα ένα χέρι σε άρπαξε, σε λίγο και άλλο και άλλο.............
Αγωνιζόσουν με όλες σου τις δυνάμεις να ξεφύγεις από τα χέρια που σε ήθελαν και εσένα όμηρο του λάκκου. Κατάφερες να ξεφύγεις αφήνοντας στά χέρια το ρούχο σου. Έβλεπες γυμνός και αποκαμωμένος τώρα τους ανθρώπους να ξεσπούν πάνω στο λευκό ύφασμα με λύσσα για την αποτυχία τους, σκίζοντας το και πατώντας τα κομμάτια του. Έκανες μερικά βήματα και κάθισες να ξεκουραστείς ακουμπώντας στον τοίχο.
Το σφύριγμα που ακούστηκε να σκίζει τον αέρα σου έκανε το αίμα να παγώσει. Από την πόρτα φάνηκε να μπαίνει στο δωμάτιο ένα τεράστιο φίδι. Πλησίασε τον λάκκο έχωσε το κεφάλι του μέσα και όταν το σήκωσε πάλι, τα πόδια ενός ανθρώπου εξείχαν από το στόμα του.
Με μια κίνηση τον κατάπιε. Γύρισε προς το μέρος σου, σε πλησίασε, ενώ εσύ κρατώντας το σπαθί ετοιμαζόσουν να πουλήσεις ακριβά το τομάρι σου.
-Λοιπόν, ήρθες και εσύ να με σκοτώσεις για να πάρεις τον θησαυρό μου?? σου είπε
-Όχι, του απάντησες, θέλω μόνο να βγω έξω.
-Και τότε γιατί μπήκες??
-Για να πάρω τον θησαυρό
-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχαχαχαχαχαχαχαχα γέλασε το φίδι δυνατά. Δεν θέλεις μόνο να βγεις έξω αλλά θέλεις και τον θησαυρό μου. Και πώς θα τον πάρεις λοιπόν χωρίς να με σκοτώσεις πρώτα?? Εμπρός λοιπόν. Έλα να με σκοτώσεις.
-Όχι. Δεν τον θέλω πια. Και δεν θέλω να σε σκοτώσω. Θέλω μόνο να σου ζητήσω να με βοηθήσεις να βρω ένα θησαυρό μεγαλύτερο, σπουδαιότερο από τον δικό σου.
-Μπα?? και ποιος είναι αυτός??
-Το φως του ήλιου.
-Έχεις δει τον θησαυρό μου
-Τον έχω ακουστά. Είναι σπουδαίος λένε.
-Και λίγα σου έχουν πει, και λένε. Έλα να στον δείξω.
Ακολούθησες το φίδι ανάμεσα στους σκοτεινούς διαδρόμους, σε ένα άλλο δωμάτιο.
-Κοίτα σου είπε το φίδι παραμερίζοντας
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Όλα τα πλούτη του κόσμου θαρρείς μέσα σε εκείνο το δωμάτιο να ήταν.
Βουνά το χρυσάφι, οι πολύτιμες πέτρες. Αμύθητος πλούτος.
-Μα για να τον κάνεις δικό σου πρέπει πρώτα να με σκοτώσεις, είπε το φίδι προτάσσοντας τα δόντια τα γεμάτα με δηλητήριο. Εσύ όμως έβαλες το σπαθί στήν θήκη του.
-Δεν θα το κάνω, είπες, γυρίζοντας προς το φίδι, αλλά σου ζητώ την βοήθειά σου να βρω τον θησαυρό που εγώ ποθώ.
-Το φως του ήλιου, είπε το φίδι μαζεύοντας τα δόντια του.
-Ναι
-Είναι σπουδαιότερος θησαυρός από τον δικό μου λοιπόν??
-Ναι, είναι. Εκτός και αν θέλεις να με φάς όπως εκείνον τον άνθρωπο.
-Δεν τρώω ανθρώπους.
-Και εκείνος που έφαγες τι ήταν?? Είχε και εκείνος δυό πόδια, δυό χέρια, σώμα, κεφάλι, μύτη, μάτια, στόμα, σαν και εμένα ήταν.
-Μην σε ξεγελά η εικόνα. Δεν ήταν άνθρωπος. Μα έλα μην καθυστερούμε. Ο θησαυρός σου σε περιμένει.
Ο λαμπερός ήλιος ζέσταινε το γυμνό σου σώμα καθώς κατέβαινες την απότομη πλαγιά.
Περπατούσες με γοργά βήματα προς την πόλη. Εκεί στους πλακόστρωτους δρόμους ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος την είδες. Πλησίασες την όμορφη κοπέλα, την έπιασες από το μπράτσο και της είπες.
-Εσύ τελικά είσαι το τέρας, και έμπηξες το σπαθί σου βαθιά, στο σώμα της ανάμεσα στα σφριγηλά της στήθη, κόβοντάς της το νήμα της ζωής
Κυριακή 10 Μαΐου 2009
Φωτογραφίες του ιστορικού πλοίου Άρης
Στην σημερινή ανάρτηση σκέφτηκα να σας παρουσιάσω κάτι που μάλλον είναι σπάνιο μιας και από ένα πρόχειρο ψάξιμο στο internet δεν βρήκα κάτι σχετικό.
Δεν λέω πως δεν υπάρχει, απλά εγώ δεν βρήκα κάτι, όπως αυτό πού παρουσιάζω εδώ σήμερα. Πρόκειται για τρείς φωτογραφίες ενός ιστορικού πλοίου οι οποίες υπάρχουν στο φωτογραφικό αρχείο του Ναυάρχου Νικολάου Μακκά (1875-1949 ) οι οποίες δημοσιεύοντε στο φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο “ Ο Ελληνικός στόλος στις αρχές του 20ου Αιώνα “, έκδοση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, το οποίο είναι αφιερωμένο στις φωτογραφίες που τράβηξε ο Ν. Μακκάς από τα πλοία που απάρτιζαν τον Ελληνικό στόλο εκείνη την εποχή.
Πρόκειται για το Πάρων Άρης, όπως χαρακτηρίζετε κατά την ορολογία του πολεμικού ναυτικού της εποχής.
Λίγα λόγια όμως για αυτό το πλοίο είναι απαραίτητα.
Αντιγράφω ακριβώς το κείμενο που αφορά το εν λόγο πλοίο γιατί θεωρώ ότι είναι μικρό και περιεκτικό όσο αφορά την ιστορία του πλοίου..
ΑΡΗΣ Πάρων* (Μπρίκι)
Από τα ενδοξότερα πλοία τής Ελληνικής Επανάστασης. Ναυπηγήθηκε το 1807 ως εμπορικό πλοίο στήν Βενετία. Το 1819, αγοράστηκε από τον Υδραίο Αναστάσιο Τσαμαδό (1774-1825 ), ο οποίος με την έναρξη του Αγώνα τον μετέτρεψε σε πολεμικό πλοίο, εξοπλίζοντας τον με 16 πυροβόλα και επανδρώνοντας τον με πλήρωμα 82 ανδρών. Ο Τσαμαδός με τον Άρη τάχθηκε στήν υδραϊκή ναυτική μοίρα και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις ναυτικές εκστρατείες και ναυμαχίες του Ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, τα Πελοποννησιακά παράλια και τον Κορινθιακό
Το 1825 ο Άρης εφοδίασε τους πολιορκημένους από τον Ιμπραήμ στο Νεόκαστρο, διασπώντας τον κλοιό των τουρκοαιγυπτίων, και ενώ ο ιδιοκτήτης του βρήκε το θάνατο στους βράχους της Σφακτηρίας, όπου είχε αποβιβαστεί για να συναντηθεί με οπλαρχηγούς του Αγώνα, ο Άρης κατόρθωσε ύστερα από πολύωρη συμπλοκή με τα ισχυρότατα εχθρικά πολεμικά, να βγει από τον όρμο του Νεοκάστρου στο ανοιχτό πέλαγος.
Μετά την λήξη του Αγώνα αγοράστηκε από την Ελληνική κυβέρνηση και πήρε το όνομα Αθηνά.
Το 1879 του δόθηκε ξανά η αρχική του ονομασία.
Χρησιμοποιήθηκε σε πολλές αποστολές και επίσης, ως σχολή ναυτικών δοκίμων καθώς και ως σχολή για το κατώτερο προσωπικό.
Διατηρήθηκε ως το 1921, οπότε κατά τούς πανηγυρισμούς της εκατονταετίας του αγώνα της ανεξαρτησίας, βυθίστηκε “τιμητικώς” κοντά στην νήσο “Κυρά” του ναυστάθμου.
Ακολουθούν οι φωτογραφίες με τα σχετικά σχόλια.
Δεν λέω πως δεν υπάρχει, απλά εγώ δεν βρήκα κάτι, όπως αυτό πού παρουσιάζω εδώ σήμερα. Πρόκειται για τρείς φωτογραφίες ενός ιστορικού πλοίου οι οποίες υπάρχουν στο φωτογραφικό αρχείο του Ναυάρχου Νικολάου Μακκά (1875-1949 ) οι οποίες δημοσιεύοντε στο φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο “ Ο Ελληνικός στόλος στις αρχές του 20ου Αιώνα “, έκδοση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, το οποίο είναι αφιερωμένο στις φωτογραφίες που τράβηξε ο Ν. Μακκάς από τα πλοία που απάρτιζαν τον Ελληνικό στόλο εκείνη την εποχή.
Πρόκειται για το Πάρων Άρης, όπως χαρακτηρίζετε κατά την ορολογία του πολεμικού ναυτικού της εποχής.
Λίγα λόγια όμως για αυτό το πλοίο είναι απαραίτητα.
Αντιγράφω ακριβώς το κείμενο που αφορά το εν λόγο πλοίο γιατί θεωρώ ότι είναι μικρό και περιεκτικό όσο αφορά την ιστορία του πλοίου..
ΑΡΗΣ Πάρων* (Μπρίκι)
Από τα ενδοξότερα πλοία τής Ελληνικής Επανάστασης. Ναυπηγήθηκε το 1807 ως εμπορικό πλοίο στήν Βενετία. Το 1819, αγοράστηκε από τον Υδραίο Αναστάσιο Τσαμαδό (1774-1825 ), ο οποίος με την έναρξη του Αγώνα τον μετέτρεψε σε πολεμικό πλοίο, εξοπλίζοντας τον με 16 πυροβόλα και επανδρώνοντας τον με πλήρωμα 82 ανδρών. Ο Τσαμαδός με τον Άρη τάχθηκε στήν υδραϊκή ναυτική μοίρα και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις ναυτικές εκστρατείες και ναυμαχίες του Ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, τα Πελοποννησιακά παράλια και τον Κορινθιακό
Το 1825 ο Άρης εφοδίασε τους πολιορκημένους από τον Ιμπραήμ στο Νεόκαστρο, διασπώντας τον κλοιό των τουρκοαιγυπτίων, και ενώ ο ιδιοκτήτης του βρήκε το θάνατο στους βράχους της Σφακτηρίας, όπου είχε αποβιβαστεί για να συναντηθεί με οπλαρχηγούς του Αγώνα, ο Άρης κατόρθωσε ύστερα από πολύωρη συμπλοκή με τα ισχυρότατα εχθρικά πολεμικά, να βγει από τον όρμο του Νεοκάστρου στο ανοιχτό πέλαγος.
Μετά την λήξη του Αγώνα αγοράστηκε από την Ελληνική κυβέρνηση και πήρε το όνομα Αθηνά.
Το 1879 του δόθηκε ξανά η αρχική του ονομασία.
Χρησιμοποιήθηκε σε πολλές αποστολές και επίσης, ως σχολή ναυτικών δοκίμων καθώς και ως σχολή για το κατώτερο προσωπικό.
Διατηρήθηκε ως το 1921, οπότε κατά τούς πανηγυρισμούς της εκατονταετίας του αγώνα της ανεξαρτησίας, βυθίστηκε “τιμητικώς” κοντά στην νήσο “Κυρά” του ναυστάθμου.
Ακολουθούν οι φωτογραφίες με τα σχετικά σχόλια.
Πάρων Αρης και Β. Γεώργιος εν πόρο 1899
Πάρων Αρης. Γυμνάσια ιστίων εν όρμο
Πάρων Άρης εν Πόρω, Μάρτιος 1905
Να υπεθημίσω τέλος ότι όλο το υλικό αυτής της ανάρτησης βρήσκετε στο λεύκωμα :
" Ο Ελληνικός στόλος στίς αρχές του 20ου αιώνα "
Με υπότιτλο " Φωτογραφικές μαρτυρίες του ναυάρχου Νικολάου Μακκά "
*Πάρων η Μπρίκι: Μεγάλο δικάταρτο ιστιοφόρο
Τρίτη 5 Μαΐου 2009
Ηλιόλουστα πρωινά άνοιξης
Ήταν αργά το πρωί, όταν βγήκε στο μπαλκόνι του με μια κούπα τσάι στο χέρι και ένα τσιγάρο στο στόμα. Άφησε την κούπα στο τραπεζάκι, ακούμπησε στην κουπαστή του κάγκελου κρατώντας το τσιγάρο. Κοιτούσε αδιάφορα γύρω στις άλλες πολυκατοικίες, τραβώντας που και πού ρουφηξιές καπνού. Σε ένα από τα διπλανά μπαλκόνια δυο κυρίες συζητούσαν, και κάπου κάπου κάποιο γέλιο τους ακουγόταν μέχρι αυτόν. Λίγο πιο δίπλα ένα αγοράκι τρώγοντας ένα μπισκότο περιεργαζόταν το, μάλλον, νέο του παιχνίδι. Από την άλλη μεριά από ένα διαμέρισμα, ο μονότονος ήχος της ηλεκτρικής σκούπας έφτανε μέχρι εκείνον, ενώ λίγο πιο πέρα κάποια άλλη γειτόνισσα μάζευε τα στρωσίδια του κρεβατιού που είχε βγάλει από νωρίς να αεριστούν. Από κάπου αλλού άκουσε μια φωνή να τον χαιρετά. Γύρισε και είδε έναν από τους γείτονές του να του κουνά το χέρι. Αντιχαιρέτισε και αυτός. Σε έναν ακάλυπτο, ένα ζευγάρι άφηνε ένα χαλί πάνω στα πλακάκια. Λίγο πιο δίπλα βρίσκονταν αφημένοι κουβάδες με σαπουνόνερο και βούρτσες. Εκείνος άρχισε να παρακολουθεί την σκηνή από το μπαλκόνι του. Το ζευγάρι έπεσε στα γόνατα και βουτώντας τις βούρτσες κάθε τόσο στον κουβά έτριβαν το χαλί. Όταν το τελείωσαν όλο, ο άντρας πήρε το λάστιχο του κήπου και άρχισε να το ξεπλένει, ενώ η γυναίκα κοιτούσε. Εκείνος πρόσεξε την γυναίκα. Παρότι ήταν άβαφη, με πρόχειρα ρούχα και τα καστανά μακριά μαλλιά απλά πιασμένα πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν τελείωσε το ξέπλυμα, έπιασαν το χαλί και οι δυο μαζί και το έριξαν στο σκοινί, πού γιαυτό τον σκοπό είχαν τεντώσει εκεί, για να στεγνώσει.
Η γυναίκα έσκυψε, πήρε τα τσιγάρα της από κάτω και την ώρα που γύρισε να ανάψει ένα, ο άντρας πήρε το λάστιχο, το έστεψε προς το μέρος της και άνοιξε την βρύση τέρμα. Το κρύο νερό περιέλουσε την γυναίκα κάνοντας την μούσκεμα. Εκείνη, άφησε μια σιγανή τσιριχτή φωνή να της ξεφύγει και άρχισε να τρέχει αλλάζοντας συνεχώς κατευθύνσεις, κάνοντας μικρά αλματάκια γελώντας και φωνάζοντας ακολουθούμενη από τον άντρα που με το λάστιχο στο χέρι συνέχιζε να την καταβρέχει. Μετά από λίγη ώρα ο άντρας, έκλεισε την βρύση, άφησε το λάστιχο και πλησίασε την γυναίκα. Την αγκάλιασε και την φίλησε. Την πήρε στα χέρια του και χάθηκαν μέσα στο σπίτι τους.
-Νιόπαντροι, άκουσε την φωνή του γείτονά του από το διπλανό μπαλκόνι.
Εκείνος γύρισε τον κοίταξε και έκανε μια γκριμάτσα σηκώνοντας τους ώμους.
-Σε λίγα χρόνια θα είναι αλλιώς, συνέχισε ο γείτονας του διπλανού μπαλκονιού.
-Στο χέρι τους είναι να μείνουν έτσι απάντησε.
Ο γείτονάς του μπήκε μέσα στο σπίτι. Εκείνος ακούγοντας έναν μικρό θόρυβο, γύρισε προς την μπαλκονόπορτα. Εκεί στεκόταν εκείνη κρατώντας έναν μεγάλο παραφουσκωμένο σάκο ταξιδιού, από το ένα χέρι και την τσάντα της με το παλτό της ριγμένο στο άλλο. Κοιτάχτηκαν για λίγο χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Εκείνη άφησε τον σάκο, έβγαλε το μπρελόκ με τα κλειδιά από την τσέπη του παλτού έβγαλε δυο κλειδιά, και τα άφησε πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στην κούπα του τσαγιού, κατόπιν πήρε τον σάκο και έφυγε. Εκείνος ακούμπησε πάλι στην κουπαστή του κάγκελου κοιτώντας προς τον δρόμο. Σε λίγο φάνηκε εκείνη να περπατά προς τον κεντρικό δρόμο μικραίνοντας όλο και περισσότερο καθώς απομακρυνόταν. Το τελευταίο που είδε ήταν εκείνη να απλώνει το χέρι σταματώντας ένα ταξί και να χάνετε μέσα του.
Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος για λίγο προς εκείνο το μέρος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, γύρισε προς το διπλανό μπαλκόνι.
Ο γείτονάς του είχε ξαναβγεί και με μια κανάτα νερό στο χέρι πότιζε τη τελευταία γλάστρα.
Κοιτάχτηκαν για λίγο.
-Έφυγε?? τον ρώτησε.
-Ναι, έφυγε, απάντησε εκείνος.
-Γιατί??
-Έκανε τις επιλογές της.
-Και εσύ??
-Έκανα τις δικές μου.
Ο γείτονάς του κουνώντας το κεφάλι χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα κλείνοντας πίσω του την μπαλκονόπορτα
Εκείνος πήρε τα κλειδιά που του άφησε εκείνη φεύγοντας μπήκε μέσα τα έβαλε σε ένα συρτάρι της κουζίνας. Πήρε το mp3 player πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού, βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Κάθισε στην πολυθρόνα φόρεσε τα ακουστικά του mp3 και πάτησε το play.
Η αγαπημένη του μουσική του πλημμύρισε τα αυτιά και το μυαλό, γλυκαίνοντας την ατμόσφαιρα.
Έκλεισε τα μάτια, άνοιξε την πόρτα του μυαλού μπήκε στον κόσμο του. Σε ένα κόσμο γεμάτο χρώμα γαλήνη ζεστασιά, αυτό τον κόσμο που εκείνη απαξίωσε μαζί με εκείνον.
Και όμως προσπάθησε όσο μπορούσε να κάνει αυτό τον κόσμο να της είναι αρεστός. Αλλά όταν προσπαθεί μόνο ο ένας, μοιραίο είναι να κουραστεί και κάποια στιγμή και να πάψει την όποια προσπάθεια. Άρχισε να κάνει βόλτες μέσα σε εκείνο τον κόσμο. Ήταν όμορφος. Πολύ όμορφος.
Σε λίγο ένας ψηλός τοίχος σαν κάστρου τον περιτριγύριζε, με μια μόνο πόρτα που μόνο αυτός γνώριζε τον τρόπο να ανοίξει. Από τώρα και στο εξής ο κόσμος αυτός ήταν για εκείνον και μόνο για εκείνον Αυτή ήταν η απόφασή του.
Πέρασε καιρός από εκείνο το συμβάν. Η ζωή του επανήλθε στους γνωστούς γι αυτόν ρυθμούς.
Εκείνη η μέρα ήταν μέρα λάτρας. Εκείνος με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι έδιωχνε από τα έπιπλα την σκόνη που είχε συσσωρευτεί το προηγούμενο διάστημα. Πλησίασε το πιάνο και άρχισε να το ξεσκονίζει.
Αλήθεια πόσο καιρό είχε να αγγίξει τα πλήκτρα του?? Άφησε το ξεσκονόπανο λίγο πιο πέρα κάθισε στην θέση. Έκλεισε τα μάτια και άνοιξε την πόρτα του τοίχου που έκλεινε πίσω του τον κόσμο του. Πήρε μια όμορφη εικόνα την έστειλε στα δάκτυλά του τα οποία την μετέτρεψαν σε νότες. Όταν τελείωσε, με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του ξαναπήρε το ξεσκονόπανο και συνέχισε την δουλειά, σφυρίζοντας την ίδια μελωδία.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό έφτιαξε με περισσή φροντίδα ένα καφέ πήρε τα τσιγάρα του και βγήκε να τον απολαύσει στο μπαλκόνι του. Κάθισε στην καρέκλα του μπαλκονιού όταν μια φωνή από του δίπλα μπαλκόνι, ακούστηκε να τον καλεί.
-Συγγνώμη.
Αυτός γύρισε και κοίταξε. Ήταν μια κοπέλα που του μιλούσε.
-Συγγνώμη, είπε πάλι, εσείς παίζατε πιάνο λίγο πιο πριν.
-Ναι, απάντησε εκείνος, να με συγχωρείτε αν σας ενόχλησε
-Όχι κάθε άλλο μάλιστα, παίξατε θαυμάσια το Waltz του Chopin, με ταξιδέψατε, αλήθεια σας λέω.
-Ευχαριστώ πολύ, απλά τα καταφέρνω να το γρατζουνάω κάπως υποφερτά
Σε λίγο ο γείτονάς του ήταν και αυτός στο μπαλκόνι.
-Βλέπω γνωριστήκατε κιόλας. Αυτή είναι η μικρότερη αδερφή της γυναίκας μου που ήρθε να μας επισκεφτεί για λίγες μέρες.
-Ωραία, απάντησε εκείνος, να περάσετε καλά όσο θα μείνετε εδώ.
-Αναρωτιόμουν, συνέχισε η κοπέλα αν θα θέλατε να παίξουμε μαζί κάποια στιγμή, παίζω βιολί ξέρετε και......
-Μα τι λες τώρα την διέκοψε, και γυρίζοντας προς εκείνον τον ρώτησε. Έχεις να κάνεις κάτι τώρα??
-ΕΕΕΕ όχι απάντησε εκείνος
-Ωραία, είναι μια ωραία ευκαιρία να σας ακούσω να παίζετε μαζί και δεν την χάνω. Ερχόμαστε τώρα.
-Εντάξει απάντησε εκείνος μάλλον απρόθυμα.
Σε λίγο μπροστά στην πόρτα του βρισκόταν ο γείτονάς του συνοδεύοντας μια ψηλόλιγνη κοπέλα με καστανά μάτια, με μακριά μαύρα μαλλιά που σχηματίζοντας χιλιάδες δαχτυλίδια ξεχύνονταν στους ώμους της, κρατώντας στο χέρι της την θήκη του βιολιού.
Αφού κάθισαν λίγο και συζήτησαν εκείνος κάθισε στο πιάνο και εκείνη άνοιξε την θήκη πήρε στα χέρια της το βιολί πλησίασε και άρχισαν να παίζουν.
Έπαιζαν διάφορα κομμάτια, και μια διάλεγε αυτός και αυτή ακολουθούσε μια διάλεγε αυτή και την ακολουθούσε αυτός. Όταν τελείωσαν, ο γείτονας του που τους άκουγε καθισμένος στον καναπέ άρχισε να χειροκροτεί.
-Θαυμάσιο, υπέροχο, μοναδικό, φώναζε χειροκροτώντας.
Αλλά δεν ακουγόταν μόνο ένα χειροκρότημα. Οι γείτονες από τις γύρω πολυκατοικίες, είχαν βγει στα μπαλκόνια και χειροκροτούσαν και αυτοί το τέλος αυτής της ιδιότυπης συναυλίας.
-Παίζετε θαυμάσια, της είπε εκείνος.
Τα μάγουλα της κοπέλας είχαν πάρει ένα ροδοκόκκινο χρώμα. Ευχαρίστησε και κάθισε και αυτή στον καναπέ. Έμειναν για λίγο ακόμα συζητώντας. για διάφορα.
Βρέθηκαν και άλλες φορές οι δυο τους από τότε, και κάποιες από αυτές σκάρωναν μικρές συναυλίες έτσι για το κέφι τους που όμως ξεσήκωναν όλη την γειτονιά.
Στο τέλος μιας από αυτές κάθισαν στον καναπέ.
-Θα ήθελα να ήξερα τι άλλα όμορφα πράγματα κρύβεις μέσα σου. Πολύ θα ήθελα να μάθω.
Εκείνος σηκώθηκε από τον καναπέ, έκανε μερικά βήματα, γύρισε και την κοίταξε.
-Και νομίζεις ότι θα σε αφήσω?? Αν όπως λες κρύβω όμορφα πράγματα μέσα μου αυτά είναι για μένα και μόνο για μένα και για κανένα άλλο.
Αυτός ο κόσμος, ο δικός μου κόσμος, έχει φτιαχτεί από εμένα για μένα και όσο κι αν προσπαθήσεις δεν πρόκειται να σου επιτρέψω να μπεις. Κατάλαβες. Ποτέ ποτέ ποτέ.
Αυτά τα λόγια ειπωμένα σε τέτοιο τόνο φωνής, συνοδευόμενα από μορφασμούς και χειρονομίες δεν της άφηναν κανένα περιθώριο.
-Νομίζω ότι καλύτερα να φύγω τώρα, είπε εκείνη. Σηκώθηκε έβαλε το βιολί στην θήκη του το πήρε και έφυγε.
Την επόμενη μέρα το πρωί ξεκίνησε να πάει στην δουλειά του. Βγαίνοντας από το ασανσέρ, άκουσε την φωνή του γείτονά του.
-Μα δεν καταλαβαίνω τι σε έπιασε ξαφνικά και θες να φύγεις. Μέχρι εχθές μας έλεγες ότι ήθελες να καθίσεις μερικές μέρες ακόμα. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι σε έπιασε.
Έριξε μια κλεφτή ματιά έξω από το τζάμι της εξώπορτας.
Ο γείτονάς του έβαζε μια βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του, ενώ εκείνη κατευθυνόταν κρατώντας την θήκη του βιολιού στην θέση του συνοδηγού.
Εκείνος έμεινε εκεί μέχρι που άκουσε την πόρτα της πιλοτής να ανοίγει και τον θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου να απομακρύνετε και να χάνετε στο βάθος του δρόμου.
Η γυναίκα έσκυψε, πήρε τα τσιγάρα της από κάτω και την ώρα που γύρισε να ανάψει ένα, ο άντρας πήρε το λάστιχο, το έστεψε προς το μέρος της και άνοιξε την βρύση τέρμα. Το κρύο νερό περιέλουσε την γυναίκα κάνοντας την μούσκεμα. Εκείνη, άφησε μια σιγανή τσιριχτή φωνή να της ξεφύγει και άρχισε να τρέχει αλλάζοντας συνεχώς κατευθύνσεις, κάνοντας μικρά αλματάκια γελώντας και φωνάζοντας ακολουθούμενη από τον άντρα που με το λάστιχο στο χέρι συνέχιζε να την καταβρέχει. Μετά από λίγη ώρα ο άντρας, έκλεισε την βρύση, άφησε το λάστιχο και πλησίασε την γυναίκα. Την αγκάλιασε και την φίλησε. Την πήρε στα χέρια του και χάθηκαν μέσα στο σπίτι τους.
-Νιόπαντροι, άκουσε την φωνή του γείτονά του από το διπλανό μπαλκόνι.
Εκείνος γύρισε τον κοίταξε και έκανε μια γκριμάτσα σηκώνοντας τους ώμους.
-Σε λίγα χρόνια θα είναι αλλιώς, συνέχισε ο γείτονας του διπλανού μπαλκονιού.
-Στο χέρι τους είναι να μείνουν έτσι απάντησε.
Ο γείτονάς του μπήκε μέσα στο σπίτι. Εκείνος ακούγοντας έναν μικρό θόρυβο, γύρισε προς την μπαλκονόπορτα. Εκεί στεκόταν εκείνη κρατώντας έναν μεγάλο παραφουσκωμένο σάκο ταξιδιού, από το ένα χέρι και την τσάντα της με το παλτό της ριγμένο στο άλλο. Κοιτάχτηκαν για λίγο χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Εκείνη άφησε τον σάκο, έβγαλε το μπρελόκ με τα κλειδιά από την τσέπη του παλτού έβγαλε δυο κλειδιά, και τα άφησε πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στην κούπα του τσαγιού, κατόπιν πήρε τον σάκο και έφυγε. Εκείνος ακούμπησε πάλι στην κουπαστή του κάγκελου κοιτώντας προς τον δρόμο. Σε λίγο φάνηκε εκείνη να περπατά προς τον κεντρικό δρόμο μικραίνοντας όλο και περισσότερο καθώς απομακρυνόταν. Το τελευταίο που είδε ήταν εκείνη να απλώνει το χέρι σταματώντας ένα ταξί και να χάνετε μέσα του.
Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος για λίγο προς εκείνο το μέρος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, γύρισε προς το διπλανό μπαλκόνι.
Ο γείτονάς του είχε ξαναβγεί και με μια κανάτα νερό στο χέρι πότιζε τη τελευταία γλάστρα.
Κοιτάχτηκαν για λίγο.
-Έφυγε?? τον ρώτησε.
-Ναι, έφυγε, απάντησε εκείνος.
-Γιατί??
-Έκανε τις επιλογές της.
-Και εσύ??
-Έκανα τις δικές μου.
Ο γείτονάς του κουνώντας το κεφάλι χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα κλείνοντας πίσω του την μπαλκονόπορτα
Εκείνος πήρε τα κλειδιά που του άφησε εκείνη φεύγοντας μπήκε μέσα τα έβαλε σε ένα συρτάρι της κουζίνας. Πήρε το mp3 player πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού, βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Κάθισε στην πολυθρόνα φόρεσε τα ακουστικά του mp3 και πάτησε το play.
Η αγαπημένη του μουσική του πλημμύρισε τα αυτιά και το μυαλό, γλυκαίνοντας την ατμόσφαιρα.
Έκλεισε τα μάτια, άνοιξε την πόρτα του μυαλού μπήκε στον κόσμο του. Σε ένα κόσμο γεμάτο χρώμα γαλήνη ζεστασιά, αυτό τον κόσμο που εκείνη απαξίωσε μαζί με εκείνον.
Και όμως προσπάθησε όσο μπορούσε να κάνει αυτό τον κόσμο να της είναι αρεστός. Αλλά όταν προσπαθεί μόνο ο ένας, μοιραίο είναι να κουραστεί και κάποια στιγμή και να πάψει την όποια προσπάθεια. Άρχισε να κάνει βόλτες μέσα σε εκείνο τον κόσμο. Ήταν όμορφος. Πολύ όμορφος.
Σε λίγο ένας ψηλός τοίχος σαν κάστρου τον περιτριγύριζε, με μια μόνο πόρτα που μόνο αυτός γνώριζε τον τρόπο να ανοίξει. Από τώρα και στο εξής ο κόσμος αυτός ήταν για εκείνον και μόνο για εκείνον Αυτή ήταν η απόφασή του.
Πέρασε καιρός από εκείνο το συμβάν. Η ζωή του επανήλθε στους γνωστούς γι αυτόν ρυθμούς.
Εκείνη η μέρα ήταν μέρα λάτρας. Εκείνος με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι έδιωχνε από τα έπιπλα την σκόνη που είχε συσσωρευτεί το προηγούμενο διάστημα. Πλησίασε το πιάνο και άρχισε να το ξεσκονίζει.
Αλήθεια πόσο καιρό είχε να αγγίξει τα πλήκτρα του?? Άφησε το ξεσκονόπανο λίγο πιο πέρα κάθισε στην θέση. Έκλεισε τα μάτια και άνοιξε την πόρτα του τοίχου που έκλεινε πίσω του τον κόσμο του. Πήρε μια όμορφη εικόνα την έστειλε στα δάκτυλά του τα οποία την μετέτρεψαν σε νότες. Όταν τελείωσε, με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του ξαναπήρε το ξεσκονόπανο και συνέχισε την δουλειά, σφυρίζοντας την ίδια μελωδία.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό έφτιαξε με περισσή φροντίδα ένα καφέ πήρε τα τσιγάρα του και βγήκε να τον απολαύσει στο μπαλκόνι του. Κάθισε στην καρέκλα του μπαλκονιού όταν μια φωνή από του δίπλα μπαλκόνι, ακούστηκε να τον καλεί.
-Συγγνώμη.
Αυτός γύρισε και κοίταξε. Ήταν μια κοπέλα που του μιλούσε.
-Συγγνώμη, είπε πάλι, εσείς παίζατε πιάνο λίγο πιο πριν.
-Ναι, απάντησε εκείνος, να με συγχωρείτε αν σας ενόχλησε
-Όχι κάθε άλλο μάλιστα, παίξατε θαυμάσια το Waltz του Chopin, με ταξιδέψατε, αλήθεια σας λέω.
-Ευχαριστώ πολύ, απλά τα καταφέρνω να το γρατζουνάω κάπως υποφερτά
Σε λίγο ο γείτονάς του ήταν και αυτός στο μπαλκόνι.
-Βλέπω γνωριστήκατε κιόλας. Αυτή είναι η μικρότερη αδερφή της γυναίκας μου που ήρθε να μας επισκεφτεί για λίγες μέρες.
-Ωραία, απάντησε εκείνος, να περάσετε καλά όσο θα μείνετε εδώ.
-Αναρωτιόμουν, συνέχισε η κοπέλα αν θα θέλατε να παίξουμε μαζί κάποια στιγμή, παίζω βιολί ξέρετε και......
-Μα τι λες τώρα την διέκοψε, και γυρίζοντας προς εκείνον τον ρώτησε. Έχεις να κάνεις κάτι τώρα??
-ΕΕΕΕ όχι απάντησε εκείνος
-Ωραία, είναι μια ωραία ευκαιρία να σας ακούσω να παίζετε μαζί και δεν την χάνω. Ερχόμαστε τώρα.
-Εντάξει απάντησε εκείνος μάλλον απρόθυμα.
Σε λίγο μπροστά στην πόρτα του βρισκόταν ο γείτονάς του συνοδεύοντας μια ψηλόλιγνη κοπέλα με καστανά μάτια, με μακριά μαύρα μαλλιά που σχηματίζοντας χιλιάδες δαχτυλίδια ξεχύνονταν στους ώμους της, κρατώντας στο χέρι της την θήκη του βιολιού.
Αφού κάθισαν λίγο και συζήτησαν εκείνος κάθισε στο πιάνο και εκείνη άνοιξε την θήκη πήρε στα χέρια της το βιολί πλησίασε και άρχισαν να παίζουν.
Έπαιζαν διάφορα κομμάτια, και μια διάλεγε αυτός και αυτή ακολουθούσε μια διάλεγε αυτή και την ακολουθούσε αυτός. Όταν τελείωσαν, ο γείτονας του που τους άκουγε καθισμένος στον καναπέ άρχισε να χειροκροτεί.
-Θαυμάσιο, υπέροχο, μοναδικό, φώναζε χειροκροτώντας.
Αλλά δεν ακουγόταν μόνο ένα χειροκρότημα. Οι γείτονες από τις γύρω πολυκατοικίες, είχαν βγει στα μπαλκόνια και χειροκροτούσαν και αυτοί το τέλος αυτής της ιδιότυπης συναυλίας.
-Παίζετε θαυμάσια, της είπε εκείνος.
Τα μάγουλα της κοπέλας είχαν πάρει ένα ροδοκόκκινο χρώμα. Ευχαρίστησε και κάθισε και αυτή στον καναπέ. Έμειναν για λίγο ακόμα συζητώντας. για διάφορα.
Βρέθηκαν και άλλες φορές οι δυο τους από τότε, και κάποιες από αυτές σκάρωναν μικρές συναυλίες έτσι για το κέφι τους που όμως ξεσήκωναν όλη την γειτονιά.
Στο τέλος μιας από αυτές κάθισαν στον καναπέ.
-Θα ήθελα να ήξερα τι άλλα όμορφα πράγματα κρύβεις μέσα σου. Πολύ θα ήθελα να μάθω.
Εκείνος σηκώθηκε από τον καναπέ, έκανε μερικά βήματα, γύρισε και την κοίταξε.
-Και νομίζεις ότι θα σε αφήσω?? Αν όπως λες κρύβω όμορφα πράγματα μέσα μου αυτά είναι για μένα και μόνο για μένα και για κανένα άλλο.
Αυτός ο κόσμος, ο δικός μου κόσμος, έχει φτιαχτεί από εμένα για μένα και όσο κι αν προσπαθήσεις δεν πρόκειται να σου επιτρέψω να μπεις. Κατάλαβες. Ποτέ ποτέ ποτέ.
Αυτά τα λόγια ειπωμένα σε τέτοιο τόνο φωνής, συνοδευόμενα από μορφασμούς και χειρονομίες δεν της άφηναν κανένα περιθώριο.
-Νομίζω ότι καλύτερα να φύγω τώρα, είπε εκείνη. Σηκώθηκε έβαλε το βιολί στην θήκη του το πήρε και έφυγε.
Την επόμενη μέρα το πρωί ξεκίνησε να πάει στην δουλειά του. Βγαίνοντας από το ασανσέρ, άκουσε την φωνή του γείτονά του.
-Μα δεν καταλαβαίνω τι σε έπιασε ξαφνικά και θες να φύγεις. Μέχρι εχθές μας έλεγες ότι ήθελες να καθίσεις μερικές μέρες ακόμα. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι σε έπιασε.
Έριξε μια κλεφτή ματιά έξω από το τζάμι της εξώπορτας.
Ο γείτονάς του έβαζε μια βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του, ενώ εκείνη κατευθυνόταν κρατώντας την θήκη του βιολιού στην θέση του συνοδηγού.
Εκείνος έμεινε εκεί μέχρι που άκουσε την πόρτα της πιλοτής να ανοίγει και τον θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου να απομακρύνετε και να χάνετε στο βάθος του δρόμου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)