Ήταν αργά το πρωί, όταν βγήκε στο μπαλκόνι του με μια κούπα τσάι στο χέρι και ένα τσιγάρο στο στόμα. Άφησε την κούπα στο τραπεζάκι, ακούμπησε στην κουπαστή του κάγκελου κρατώντας το τσιγάρο. Κοιτούσε αδιάφορα γύρω στις άλλες πολυκατοικίες, τραβώντας που και πού ρουφηξιές καπνού. Σε ένα από τα διπλανά μπαλκόνια δυο κυρίες συζητούσαν, και κάπου κάπου κάποιο γέλιο τους ακουγόταν μέχρι αυτόν. Λίγο πιο δίπλα ένα αγοράκι τρώγοντας ένα μπισκότο περιεργαζόταν το, μάλλον, νέο του παιχνίδι. Από την άλλη μεριά από ένα διαμέρισμα, ο μονότονος ήχος της ηλεκτρικής σκούπας έφτανε μέχρι εκείνον, ενώ λίγο πιο πέρα κάποια άλλη γειτόνισσα μάζευε τα στρωσίδια του κρεβατιού που είχε βγάλει από νωρίς να αεριστούν. Από κάπου αλλού άκουσε μια φωνή να τον χαιρετά. Γύρισε και είδε έναν από τους γείτονές του να του κουνά το χέρι. Αντιχαιρέτισε και αυτός. Σε έναν ακάλυπτο, ένα ζευγάρι άφηνε ένα χαλί πάνω στα πλακάκια. Λίγο πιο δίπλα βρίσκονταν αφημένοι κουβάδες με σαπουνόνερο και βούρτσες. Εκείνος άρχισε να παρακολουθεί την σκηνή από το μπαλκόνι του. Το ζευγάρι έπεσε στα γόνατα και βουτώντας τις βούρτσες κάθε τόσο στον κουβά έτριβαν το χαλί. Όταν το τελείωσαν όλο, ο άντρας πήρε το λάστιχο του κήπου και άρχισε να το ξεπλένει, ενώ η γυναίκα κοιτούσε. Εκείνος πρόσεξε την γυναίκα. Παρότι ήταν άβαφη, με πρόχειρα ρούχα και τα καστανά μακριά μαλλιά απλά πιασμένα πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν τελείωσε το ξέπλυμα, έπιασαν το χαλί και οι δυο μαζί και το έριξαν στο σκοινί, πού γιαυτό τον σκοπό είχαν τεντώσει εκεί, για να στεγνώσει.
Η γυναίκα έσκυψε, πήρε τα τσιγάρα της από κάτω και την ώρα που γύρισε να ανάψει ένα, ο άντρας πήρε το λάστιχο, το έστεψε προς το μέρος της και άνοιξε την βρύση τέρμα. Το κρύο νερό περιέλουσε την γυναίκα κάνοντας την μούσκεμα. Εκείνη, άφησε μια σιγανή τσιριχτή φωνή να της ξεφύγει και άρχισε να τρέχει αλλάζοντας συνεχώς κατευθύνσεις, κάνοντας μικρά αλματάκια γελώντας και φωνάζοντας ακολουθούμενη από τον άντρα που με το λάστιχο στο χέρι συνέχιζε να την καταβρέχει. Μετά από λίγη ώρα ο άντρας, έκλεισε την βρύση, άφησε το λάστιχο και πλησίασε την γυναίκα. Την αγκάλιασε και την φίλησε. Την πήρε στα χέρια του και χάθηκαν μέσα στο σπίτι τους.
-Νιόπαντροι, άκουσε την φωνή του γείτονά του από το διπλανό μπαλκόνι.
Εκείνος γύρισε τον κοίταξε και έκανε μια γκριμάτσα σηκώνοντας τους ώμους.
-Σε λίγα χρόνια θα είναι αλλιώς, συνέχισε ο γείτονας του διπλανού μπαλκονιού.
-Στο χέρι τους είναι να μείνουν έτσι απάντησε.
Ο γείτονάς του μπήκε μέσα στο σπίτι. Εκείνος ακούγοντας έναν μικρό θόρυβο, γύρισε προς την μπαλκονόπορτα. Εκεί στεκόταν εκείνη κρατώντας έναν μεγάλο παραφουσκωμένο σάκο ταξιδιού, από το ένα χέρι και την τσάντα της με το παλτό της ριγμένο στο άλλο. Κοιτάχτηκαν για λίγο χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Εκείνη άφησε τον σάκο, έβγαλε το μπρελόκ με τα κλειδιά από την τσέπη του παλτού έβγαλε δυο κλειδιά, και τα άφησε πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στην κούπα του τσαγιού, κατόπιν πήρε τον σάκο και έφυγε. Εκείνος ακούμπησε πάλι στην κουπαστή του κάγκελου κοιτώντας προς τον δρόμο. Σε λίγο φάνηκε εκείνη να περπατά προς τον κεντρικό δρόμο μικραίνοντας όλο και περισσότερο καθώς απομακρυνόταν. Το τελευταίο που είδε ήταν εκείνη να απλώνει το χέρι σταματώντας ένα ταξί και να χάνετε μέσα του.
Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος για λίγο προς εκείνο το μέρος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, γύρισε προς το διπλανό μπαλκόνι.
Ο γείτονάς του είχε ξαναβγεί και με μια κανάτα νερό στο χέρι πότιζε τη τελευταία γλάστρα.
Κοιτάχτηκαν για λίγο.
-Έφυγε?? τον ρώτησε.
-Ναι, έφυγε, απάντησε εκείνος.
-Γιατί??
-Έκανε τις επιλογές της.
-Και εσύ??
-Έκανα τις δικές μου.
Ο γείτονάς του κουνώντας το κεφάλι χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα κλείνοντας πίσω του την μπαλκονόπορτα
Εκείνος πήρε τα κλειδιά που του άφησε εκείνη φεύγοντας μπήκε μέσα τα έβαλε σε ένα συρτάρι της κουζίνας. Πήρε το mp3 player πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού, βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Κάθισε στην πολυθρόνα φόρεσε τα ακουστικά του mp3 και πάτησε το play.
Η αγαπημένη του μουσική του πλημμύρισε τα αυτιά και το μυαλό, γλυκαίνοντας την ατμόσφαιρα.
Έκλεισε τα μάτια, άνοιξε την πόρτα του μυαλού μπήκε στον κόσμο του. Σε ένα κόσμο γεμάτο χρώμα γαλήνη ζεστασιά, αυτό τον κόσμο που εκείνη απαξίωσε μαζί με εκείνον.
Και όμως προσπάθησε όσο μπορούσε να κάνει αυτό τον κόσμο να της είναι αρεστός. Αλλά όταν προσπαθεί μόνο ο ένας, μοιραίο είναι να κουραστεί και κάποια στιγμή και να πάψει την όποια προσπάθεια. Άρχισε να κάνει βόλτες μέσα σε εκείνο τον κόσμο. Ήταν όμορφος. Πολύ όμορφος.
Σε λίγο ένας ψηλός τοίχος σαν κάστρου τον περιτριγύριζε, με μια μόνο πόρτα που μόνο αυτός γνώριζε τον τρόπο να ανοίξει. Από τώρα και στο εξής ο κόσμος αυτός ήταν για εκείνον και μόνο για εκείνον Αυτή ήταν η απόφασή του.
Πέρασε καιρός από εκείνο το συμβάν. Η ζωή του επανήλθε στους γνωστούς γι αυτόν ρυθμούς.
Εκείνη η μέρα ήταν μέρα λάτρας. Εκείνος με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι έδιωχνε από τα έπιπλα την σκόνη που είχε συσσωρευτεί το προηγούμενο διάστημα. Πλησίασε το πιάνο και άρχισε να το ξεσκονίζει.
Αλήθεια πόσο καιρό είχε να αγγίξει τα πλήκτρα του?? Άφησε το ξεσκονόπανο λίγο πιο πέρα κάθισε στην θέση. Έκλεισε τα μάτια και άνοιξε την πόρτα του τοίχου που έκλεινε πίσω του τον κόσμο του. Πήρε μια όμορφη εικόνα την έστειλε στα δάκτυλά του τα οποία την μετέτρεψαν σε νότες. Όταν τελείωσε, με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του ξαναπήρε το ξεσκονόπανο και συνέχισε την δουλειά, σφυρίζοντας την ίδια μελωδία.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό έφτιαξε με περισσή φροντίδα ένα καφέ πήρε τα τσιγάρα του και βγήκε να τον απολαύσει στο μπαλκόνι του. Κάθισε στην καρέκλα του μπαλκονιού όταν μια φωνή από του δίπλα μπαλκόνι, ακούστηκε να τον καλεί.
-Συγγνώμη.
Αυτός γύρισε και κοίταξε. Ήταν μια κοπέλα που του μιλούσε.
-Συγγνώμη, είπε πάλι, εσείς παίζατε πιάνο λίγο πιο πριν.
-Ναι, απάντησε εκείνος, να με συγχωρείτε αν σας ενόχλησε
-Όχι κάθε άλλο μάλιστα, παίξατε θαυμάσια το Waltz του Chopin, με ταξιδέψατε, αλήθεια σας λέω.
-Ευχαριστώ πολύ, απλά τα καταφέρνω να το γρατζουνάω κάπως υποφερτά
Σε λίγο ο γείτονάς του ήταν και αυτός στο μπαλκόνι.
-Βλέπω γνωριστήκατε κιόλας. Αυτή είναι η μικρότερη αδερφή της γυναίκας μου που ήρθε να μας επισκεφτεί για λίγες μέρες.
-Ωραία, απάντησε εκείνος, να περάσετε καλά όσο θα μείνετε εδώ.
-Αναρωτιόμουν, συνέχισε η κοπέλα αν θα θέλατε να παίξουμε μαζί κάποια στιγμή, παίζω βιολί ξέρετε και......
-Μα τι λες τώρα την διέκοψε, και γυρίζοντας προς εκείνον τον ρώτησε. Έχεις να κάνεις κάτι τώρα??
-ΕΕΕΕ όχι απάντησε εκείνος
-Ωραία, είναι μια ωραία ευκαιρία να σας ακούσω να παίζετε μαζί και δεν την χάνω. Ερχόμαστε τώρα.
-Εντάξει απάντησε εκείνος μάλλον απρόθυμα.
Σε λίγο μπροστά στην πόρτα του βρισκόταν ο γείτονάς του συνοδεύοντας μια ψηλόλιγνη κοπέλα με καστανά μάτια, με μακριά μαύρα μαλλιά που σχηματίζοντας χιλιάδες δαχτυλίδια ξεχύνονταν στους ώμους της, κρατώντας στο χέρι της την θήκη του βιολιού.
Αφού κάθισαν λίγο και συζήτησαν εκείνος κάθισε στο πιάνο και εκείνη άνοιξε την θήκη πήρε στα χέρια της το βιολί πλησίασε και άρχισαν να παίζουν.
Έπαιζαν διάφορα κομμάτια, και μια διάλεγε αυτός και αυτή ακολουθούσε μια διάλεγε αυτή και την ακολουθούσε αυτός. Όταν τελείωσαν, ο γείτονας του που τους άκουγε καθισμένος στον καναπέ άρχισε να χειροκροτεί.
-Θαυμάσιο, υπέροχο, μοναδικό, φώναζε χειροκροτώντας.
Αλλά δεν ακουγόταν μόνο ένα χειροκρότημα. Οι γείτονες από τις γύρω πολυκατοικίες, είχαν βγει στα μπαλκόνια και χειροκροτούσαν και αυτοί το τέλος αυτής της ιδιότυπης συναυλίας.
-Παίζετε θαυμάσια, της είπε εκείνος.
Τα μάγουλα της κοπέλας είχαν πάρει ένα ροδοκόκκινο χρώμα. Ευχαρίστησε και κάθισε και αυτή στον καναπέ. Έμειναν για λίγο ακόμα συζητώντας. για διάφορα.
Βρέθηκαν και άλλες φορές οι δυο τους από τότε, και κάποιες από αυτές σκάρωναν μικρές συναυλίες έτσι για το κέφι τους που όμως ξεσήκωναν όλη την γειτονιά.
Στο τέλος μιας από αυτές κάθισαν στον καναπέ.
-Θα ήθελα να ήξερα τι άλλα όμορφα πράγματα κρύβεις μέσα σου. Πολύ θα ήθελα να μάθω.
Εκείνος σηκώθηκε από τον καναπέ, έκανε μερικά βήματα, γύρισε και την κοίταξε.
-Και νομίζεις ότι θα σε αφήσω?? Αν όπως λες κρύβω όμορφα πράγματα μέσα μου αυτά είναι για μένα και μόνο για μένα και για κανένα άλλο.
Αυτός ο κόσμος, ο δικός μου κόσμος, έχει φτιαχτεί από εμένα για μένα και όσο κι αν προσπαθήσεις δεν πρόκειται να σου επιτρέψω να μπεις. Κατάλαβες. Ποτέ ποτέ ποτέ.
Αυτά τα λόγια ειπωμένα σε τέτοιο τόνο φωνής, συνοδευόμενα από μορφασμούς και χειρονομίες δεν της άφηναν κανένα περιθώριο.
-Νομίζω ότι καλύτερα να φύγω τώρα, είπε εκείνη. Σηκώθηκε έβαλε το βιολί στην θήκη του το πήρε και έφυγε.
Την επόμενη μέρα το πρωί ξεκίνησε να πάει στην δουλειά του. Βγαίνοντας από το ασανσέρ, άκουσε την φωνή του γείτονά του.
-Μα δεν καταλαβαίνω τι σε έπιασε ξαφνικά και θες να φύγεις. Μέχρι εχθές μας έλεγες ότι ήθελες να καθίσεις μερικές μέρες ακόμα. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι σε έπιασε.
Έριξε μια κλεφτή ματιά έξω από το τζάμι της εξώπορτας.
Ο γείτονάς του έβαζε μια βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του, ενώ εκείνη κατευθυνόταν κρατώντας την θήκη του βιολιού στην θέση του συνοδηγού.
Εκείνος έμεινε εκεί μέχρι που άκουσε την πόρτα της πιλοτής να ανοίγει και τον θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου να απομακρύνετε και να χάνετε στο βάθος του δρόμου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Oloi ligo polu diabazontas auti tin istoria tha feroume sti thesi tou kathe prwtagwnisti ton eauto mas..
Oson afora tin sxesi me tin prwti ginaika, pisteuw oti kalutera einai otan mia istoria den trabaei allo na teleiwnei gia ena kai monadiko logo, gia na meinoun mono oi omorfes anamniseis kai eikones kai na min ftharoun ta panta apo ta anthrwpina sinaisthmata mas(egwismous,zileies,neura.....) kai tin sinitheia.
Oson afora ti sxesi me ti deuteri kopela.. Dimiourgithike sto akiro mia poli omorfi epikoinwnia..Distixws omws prepei na perasei arketos kairos mexri na afiseis pali ton eauto sou eleuthero na erwteutei i na se erwteutoun..
Ta teleutaia logia tou,ekei pou leei oti kribei mesa tou pragmata mou thimisan autous tous stixous:
"..na mpw se kosmo skoteino 'h pali na agapisw?.."
Kalo apogeuma!
Εεεε.,...τί του λες τώρα...
:-)
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Εγω θα σου έλεγα να μη μπεις σε ενα κοσμο ! Να αφήσεις τον εαυτό σου να αγαπησει παλι...
Λέμε...
Καλησπέρα Αλεξάκο
καλησπερα
εγω παλι δεν το διαβασα ειμαι και κουρασμενη
ενα καλο βραδυ περασα να πω
θα μπω αυριο να σχολιασω σχετικα
Δεν; Γιατί δεν;
Ίσως αυτή να είναι και η δύναμη της δημιουργίας του. Το "δεν".
Δεν, ξέρω τι να πω. Κάποιοι άνθρωποι ίσως να μην μπορούν να αγαπήσουν, παρά μόνο μέσα απ' τις δημιουργίες τους. Κρίμα. Οι δημιουργίες δεν χαμογελούν και δεν αναστενάζουν. :)
Δημοσίευση σχολίου