Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Το Γαλάζιο φουστάνι

Μόλις είχε σχολάσει από την δουλειά του. Παρ ότι κόντευε καλοκαίρι στον ουρανό μαζεύονταν μαύρα σύννεφα σημάδι ότι πλησίαζε βροχή. Ότι είχε μπει στο λεωφορείο όταν οι πρώτες σταγόνες σημάδεψαν τα τζάμια, και η πρώτη αστραπή έσκισε με την λάμψη της το βαρύ γκρίζο ουρανό.
-Αυτό μας έλειπε τώρα, σιγομουρμούρισε, κοιτώντας έξω από το παράθυρο την βροχή να δυναμώνει.
Το καλοκαιρινό μπουρίνι που είχε ξεσπάσει είχε μετατρέψει τους δρόμους σε ρυάκια ενώ οι περαστικοί έτρεχαν να προφυλαχθούν από τις χοντρές σταγόνες.
Όσο περνούσε η ώρα και το λεωφορείο πλησίαζε προς το τέρμα, εκείνος, βλέποντας την βροχή να μην σταματά αλλά να παραμένει στον ίδιο δυνατό ρυθμό άρχισε να ανησυχεί. Έπρεπε να περπατήσει ως τον σταθμό του μετρό. Αν ο καιρός ήταν καλός δεν θα τον ένοιαζε, αφού κάθε μέρα έκανε την ίδια διαδρομή δυο φορές και την είχε μάθει πια, αλλά τώρα σκεφτόταν ότι θα γινόταν μούσκεμα και έπρεπε να βρει ένα μέρος για να προφυλαχθεί μέχρι να σταματήσει η μπόρα.
Βυθισμένος μέσα σε αυτές τις σκέψεις και με την κούραση να του φέρνει μια γλυκιά ζαλάδα, ούτε κατάλαβε για πότε το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα και βρέθηκε στον δρόμο μαζί με άλλους διαβάτες να τρέχει να βρει ένα μέρος να προφυλαχθεί.
Χώθηκε βιαστικά κάτω από ένα μπαλκόνι που εξείχε στον δρόμο έξω από ένα τυροπιτάδικο, πού ο ιδιοκτήτης του ευχαριστούσε τον θεό γι' αυτήν την απρόσμενη νεροποντή που του γέμισε το μαγαζί πελάτες. Ένιωθε ότι πεινούσε. Αγόρασε μια τυρόπιτα με ένα χυμό και άρχισε να περπατά κάτω από το μπαλκόνι κοιτάζοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων που βρίσκονταν εκεί για να του περάσει η ώρα. Αδιάφορα έριξε μια ματιά σε μια βιτρίνα με γυναικεία ρούχα. Η ματιά του όμως ξαναγύρισε μένοντας να κοιτάζει ένα γαλάζιο φουστάνι που βρισκόταν εκεί φορεμένο σε μια κούκλα. Ήταν ένα από αυτά με τα τιραντάκια μακριά μέχρι το γόνατο με διάφορες αποχρώσεις του γαλάζιου να κάνουν κυκλικά σχέδια σε όλη την επιφάνεια του υφάσματος. Ήταν ολόιδιο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια με εκείνο, που είχε δει εκείνη σε μια βιτρίνα πριν αρκετό καιρό.
Εκείνη, ήταν μια αδύνατη κοπέλα περίπου στο 1,60 με κοντά καστανόξανθα μαλλιά, αδύνατη, σκάρτα 50 κιλά, με αναλογίες καλές για το τύπο του σώματός της που στο λευκό της πρόσωπο υπήρχε ένα υπέροχο χαμόγελο και τα μάτια της. Αυτά τα υπέροχα σκούρα πράσινα μάτια, με την λεπτή μαύρη γραμμή να ορίζει το τέλος της κόρης τόσο προς την εσωτερική όσο και προς την εξωτερική πλευρά, που τα συνόδευαν μαύρες φυσικές μακριές βλεφαρίδες και τα έκαναν ακόμα πιο εντυπωσιακά.
Είχαν βγει για ψώνια εκείνη την ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα. Πλησίαζε μεσημέρι και οι δυο από το ένα χέρι κρατούσαν σακούλες με τα ψώνια που είχαν είδη κάνει, και από το άλλο κρατούνταν μεταξύ τους, όπως κάθε φορά που ήταν μαζί, και για όσο ήταν μαζί.
Αυτός είχε ολοκληρώσει τα ψώνια, εκείνη όμως ήθελε ένα φουστάνι ακόμα να αγοράσει. Πήγαιναν σε μαγαζιά κοιτούσαν βιτρίνες, δοκίμαζε διάφορα φορέματα αλλά δεν έβρισκε κάτι που να της αρέσει. Εκείνος υπομονετικά την συνόδευε από μαγαζί σε μαγαζί αδιαμαρτύρητα, και της έλεγε την γνώμη του κάθε φορά που εκείνη του την ζητούσε.
-Δεν βρίσκω κάτι που να μου αρέσει. Δεν πειράζει όμως θα κατέβουμε κάποια άλλη φορά και βλέπουμε.
-Ωραία. Πάμε και για εκείνον τον καφέ τώρα??
-Πάμε.
Τράβηξαν για την υπαίθρια καφετέρια μέσα στο πάρκο που συνήθιζαν να πηγαίνουν όταν βρίσκονταν εκεί.
Καθώς περπατούσαν ανταλλάσσοντας πειράγματα και γελώντας εκείνος πρόσεξε ένα μαγαζί με γυναικεία ρούχα που δεν είχαν πάει.
-Κοίτα, της είπε, πάμε να δούμε τι έχει και εκεί.
-Αυτό είναι ακριβό μαγαζί, έχει ωραία πράγματα αλλά....
-Δεν πειράζει πάμε.
Πήγαν και στάθηκαν μπροστά στην βιτρίνα. Εκείνη βλέποντας το γαλάζιο φουστάνι, φορεμένο σε μια πλαστική κούκλα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκείνος βλέποντάς την κατάλαβε. Της άρεσε, πάρα πολύ.
-Είναι πολύ ωραίο, σχολίασε εκείνος, και θα πρέπει να σού πηγαίνει πολύ.
-Υπέροχο, είπε εκείνη, μου αρέσει πολύ.
Αμέσως ξεκρέμασε το σακιδιάκι που ήταν κρεμασμένο στην πλάτη της, με όλα τα πράγματά της μέσα, έβγαλε το πορτοφόλι της και μέτρησε τα χρήματά που της είχαν μείνει.
-Αχ δεν φτάνουν, είπε παραπονεμένα.
-Δεν πειράζει πάμε μέσα να το δοκιμάσεις.
Μπήκαν μέσα στο κατάστημα, η πωλήτρια βρήκε το νούμερο της και σε λίγο εκείνη, βγήκε από το δοκιμαστήριο φορώντας το φόρεμα.
Ήταν πραγματικά σαν να είχε ραφτεί για εκείνη, με λίγα λόγια τέλειο.
Εκείνη το θαύμαζε στον καθρέφτη του καταστήματος και εκείνος θαύμαζε εκείνη. Ήταν πραγματικά υπέροχη με αυτό το ρούχο.
Μετά από λίγο καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι του καφέ συζητούσαν για τα ψώνια τους.
Εκείνη μάταια προσπαθούσε να κρύψει το πόσο της άρεσε εκείνο το ρούχο και την απογοήτευσή της που δεν μπόρεσε να το αγοράσει. Έβλεπε τα ψώνια που είχε κάνει εντελώς άκεφη και όλο το βλέμμα της πλανιόταν προς την πλευρά εκείνου του καταστήματος.
Φεύγοντας την συνόδεψε μέχρι το σπίτι της και μετά την καθιερωμένη πια αγκαλιά και το φιλί χώρισαν. Εκείνος όμως δεν πήγε σπίτι του. Του είχε έρθει μια ιδέα που θα έκανε την καλή του να πετάξει από την χαρά της. Θα της αγόραζε εκείνος το φουστάνι και θα της έκανε έκπληξη.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή. Οι δικοί της θα έλειπαν στο εξοχικό, και συμφώνησαν να περάσει από το σπίτι της, όπου θα μπορούσαν αν ήθελαν να μείνουν με την ησυχία τους. Εκείνος επίτηδες φόρεσε ένα ελαφρύ μπουφάν για να κρύψει μέσα την σακούλα με το ρούχο και το κόκκινο τριαντάφυλλο που για εκείνη είχε αγοράσει και πήγε πιο νωρίς σπίτι της.
Εκείνη ετοιμαζόταν για μπάνιο.
-Θα τελειώσω σε δυο λεπτάκια του είπε.
Εκείνος έμεινε μόνος. Πήγε στο δωμάτιό της, άνοιξε την ντουλάπα, κρέμασε το φόρεμα σε μια άδεια κρεμάστρα, στερέωσε με σελοτέιπ το τριαντάφυλλο πάνω στην κρεμάστρα και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού με ένα ποτήρι χυμό στο χέρι, σαν να μην συμβαίνει τίποτε, περιμένοντας την να τελείωση.
Βγήκε φορώντας το ροζ μπουρνούζι της και πήγε στο δωμάτιο της να ετοιμαστεί.
Μετά από λίγο ακούστηκε να ανοίγει η πόρτα της ντουλάπας και σε λίγα δευτερόλεπτα εκείνη να φωνάζει.
-Χριστέ μου. Δεν το πιστεύω.
Γύρισε στο σαλόνι φορώντας μόνο τα εσώρουχά της κρατώντας στην αγκαλιά της το ρούχο και το τριαντάφυλλο.
-Μου αγόρασες το φουστάνι. Δεν το πιστεύω. Πες μου ότι δεν ονειρεύομαι. Είσαι απίστευτος. Και το λουλούδι. Υπέροχο. Είσαι απίστευτος. Είσαι... Είσαι....
Εκείνος την κοιτούσε χαμογελώντας. Έλαμπε από χαρά. Εκείνη την στιγμή ήταν πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Δεν χόρταινε να την βλέπει να κάνει σαν παιδί.
Αυτό το φόρεμα θα έλεγε κανένας ότι έγινε δεύτερο δέρμα της. Δεν έχανε την ευκαιρία να το φορά.
Το φορούσε ακόμα και όταν αντάλλαξαν την τελευταία αγκαλιά, το τελευταίο φιλί.
Η βροχή δεν είχε σταματήσει. Οι αστραπές ακόμα έσκιζαν τον μολυβί ουρανό και τα μπουμπουνητά δήλωναν την δύναμη της φύσης, καλύπτοντας κάθε λίγο την μονότονη βουή της πόλης. Εκείνος στεκόταν ακόμα μπροστά στην βιτρίνα με το γαλάζιο φουστάνι, και σαν να ξύπνησε από λήθαργο, με, ποιος ξέρει γιατί, το κεφάλι βαρύ, αψηφώντας την βροχή, άρχισε να τρέχει προς τον σταθμό του μετρό, θέλοντας περισσότερο να ξεφύγει από τις αναμνήσεις παρά από την βροχή που τον μούσκεψε ως το κόκαλο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: