Είχε περάσει καιρός από εκείνο το περίεργο επεισόδιο με αυτόν τον άνθρωπο που είχε μπει μέσα στο κατάστημα και την είχε αναστατώσει τόσο με την παράξενη επιθυμία του.
Η ρουτίνα της δουλειάς την είχε απορροφήσει και πάλι. Στις ατέλειωτες ώρες σιωπής, όταν κάποια φίλη της δεν την επισκεπτόταν για να της κρατήσει λίγο παρέα, συνήθιζε να ζωγραφίζει είτε ότι έβλεπε να συμβαίνει έξω από την μεγάλη βιτρίνα και της κινούσε το ενδιαφέρων η άλλες φορές εικόνες που σχημάτιζε στον νου της.
Είχε πάρει και τα απαραίτητα σύνεργα πια. Ειδικό μπλοκ και κατάλληλα μολύβια, και όσο περνούσε ο καιρός το αποτέλεσμα ήταν όλο και καλύτερο.
Πολλές φορές, όταν έδειχνε τις ζωγραφιές σε φίλους, της έλεγαν αστειευόμενοι, ότι έπρεπε να πιάσει δουλειά σε γραφείο τελετών για να ανακαλύψει το ταλέντο της στην ζωγραφική, η πάλι άλλες φορές, για να την πειράξουν της έλεγαν ότι την εμπνέει το περιβάλλων!!!!!
Οι μέρες περνούσαν χωρίς κάτι αξιοσημείωτο, ώσπου μια μέρα καθώς καθόταν στο γραφείο της κοιτώντας αδιάφορα έξω, πρόσεξε κάποιον που καθόταν σε ένα τραπεζάκι στην απέναντι καφετέρια. Καθόταν στην καρέκλα που ήταν στραμμένη προς το μέρος της και μπορούσε να βλέπει το πρόσωπό του. Τούς συχνούς θαμώνες τους είχε μάθει πια, μάλιστα κάποιους από αυτούς τους είχε γνωρίσει στις επισκέψεις της για να πάρει καφέ ή όταν μετά την δουλειά καθόταν εκεί για ένα αναψυκτικό και λίγη κουβέντα με την σερβιτόρα που πια είχαν γνωριστεί.
Αυτόν τον έβλεπε για πρώτη φορά. Έμεινε για λίγη ώρα να τον κοιτάζει, αλλά γρήγορα γύρισε στην ζωγραφιά της.
Την επόμενη μέρα κάποια στιγμή πάλι τον είδε, να κάθετε στο ίδιο τραπεζάκι που κατά περίεργο τρόπο είχε μετακινηθεί λίγο, και είχε έρθει ακριβώς απέναντι από την βιτρίνα του γραφείου τελετών με το γνωστό μακάβριο σκηνικό.
Πρόσεξε μάλιστα ότι έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος της, όλο και πιο συχνές όλο και πιο επίμονες, μέχρι που κάποιες φορές έμενε να την κοιτάζει για αρκετή ώρα.
Στην αρχή όταν αυτή γύριζε να τον κοιτάξει αυτός κοιτούσε αλλού, αλλά γρήγορα οι ματιές τους συναντήθηκαν και έμειναν να κοιτάζονται.
Το τηλέφωνο χτύπησε, και μετά από λίγο στο γραφείο είχαν έρθει οι τεθλιμμένοι συγγενείς για τα διαδικαστικά της τελετής. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να έρθει πάλι η συνηθισμένη ηρεμία, και να μείνει μόνη.
Κοίταξε απέναντι. Το τραπεζάκι ήταν άδειο
Την επόμενη μέρα αυτός πάλι εκεί, στο γνώριμο τραπεζάκι να πίνει τον καφέ του και να την κοιτάζει συνέχεια για ώρα πολύ, όμως και εκείνη τον κοίταζε. Κάποια στιγμή αυτός σηκώθηκε, πλήρωσε και έφυγε ρίχνοντας της μια τελευταία ματιά. Αυτό, να ανταλλάσσουν ματιές, συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες, κάποιες φορές δε έμεναν να κοιτάζονται για ώρα, χωρίς όμως κανένας από τους δυο να κάνει κάποια άλλη κίνηση.
Κάποια στιγμή εκείνης της ήρθε μια ιδέα, και την επόμενη μέρα την έβαλε σε εφαρμογή.
Όταν εκείνος ήρθε και κάθισε στο συνηθισμένο πια τραπεζάκι και άρχισε να την κοιτάζει, εκείνη έβγαλε το μπλοκ της ζωγραφικής, τα μολύβια της και άρχισε να ζωγραφίζει, εκείνον, το τραπεζάκι που καθόταν το γερμένο δέντρο από πίσω, τον φανοστάτη τα διακοσμητικά κάγκελα που χώριζαν το πάρκο από το πεζοδρόμιο. Κάθε τόσο τον κοίταζε και πρόσθετε μολυβιές πάνω στο χαρτί.
Λίγο λίγο η ζωγραφιά άρχισε να παίρνει την τελική της μορφή. Λίγο ακόμα και θα τελείωνε.
Σήκωσε το κεφάλι της να πάρει από την εικόνα ένα ακόμα μέρος για να το αποτυπώσει με το μολύβι της στο χαρτί, αλλά το τραπεζάκι ήταν άδειο. Εκείνος είχε φύγει.
Την επόμενη μέρα την ώρα που συνήθως ερχόταν, εκείνη ήταν έτοιμη. Είχε βγάλει το μπλοκ και τα μολύβια μπροστά πάνω στο γραφείο και τον περίμενε να έρθει να καθίσει στο τραπεζάκι, να αρχίσει να την κοιτάζει.
Εκείνος όμως δεν ήρθε. Στο τραπεζάκι εκείνο κάθονταν άλλες παρέες και εκείνος δεν φαινόταν πουθενά.
Εκείνη κάθε τόσο κοιτούσε προς το τραπεζάκι, αλλά τίποτε. Σηκώθηκε από το γραφείο, πήγε στην πόρτα να δει μήπως και επειδή το τραπεζάκι ήταν πιασμένο είχε καθίσει σε άλλο, αλλά όχι, αυτός δεν ήταν εκεί.
Την επόμενη μέρα αυτή πάλι τον περίμενε, αλλά αυτός δεν ήρθε. Την ώρα που κλείδωνε την πόρτα του μαγαζιού, έριξε μια τελευταία ματιά μήπως τον δει, χωρίς αποτέλεσμα.
Έμεινε για λίγο να κοιτάζει το άδειο τραπεζάκι και ένα αίσθημα έλλειψης άρχισε να γεννιέται μέσα στην ψυχή της, ίδιο με αυτό που γεννιέται από την απουσία κάποιου αγαπημένου προσώπου.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή, και δεν θα πήγαινε στο γραφείο. Η μέρα της πέρασε ευχάριστα με την παρέα της και ξέχασε για λίγο αυτό που είχε συμβεί τις προηγούμενες μέρες. Το βράδυ λίγο πριν πέσει για ύπνο έριξε μια ματιά στην τσάντα της. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε από μέσα το μπλοκ ιχνογραφίας. Έριξε μια ματιά στην μισοτελειωμένη ζωγραφιά, εκείνου του αγνώστου που την κοίταζε τόσο επίμονα όλες αυτές τις μέρες χωρίς να κάνει τίποτε περισσότερο. Θα έρθει αύριο, ήταν η σκέψη που πέρασε από το μυαλό της. Θα έρθει??
Η Δευτέρα ξημέρωσε. Εκείνη ετοιμάστηκε και πήγε στην δουλειά της. Η μέρα φαινόταν το ίδιο ήσυχη όπως και οι περισσότερες μέρες, εκείνη όμως έμενε με το ερώτημα που όσο περνούσε η ώρα γινόταν κάτι σαν αγωνία. Θα έρθει??
Κάθε τόσο κοιτούσε προς το τραπεζάκι αλλά αυτός δεν φαινόταν. Διάφορες παρέες εναλλάσσονταν στις καρέκλες γύρω από αυτό κάθε τόσο αλλά αυτός δεν ερχόταν. Εκείνη κάθε τόσο έβγαινε στην πόρτα με την ελπίδα ότι θα τον δει κάπου, αλλά τίποτε.
Η ώρα πέρασε, εκείνη μάζεψε τα πράγματά της, έριξε μια τελευταία ματιά στο φύλλο με την μισοτελειωμένη ζωγραφιά.
-Μάλλον δεν θα τελειώσεις ποτέ, είπε, έβαλε το μπλοκ στην τσάντα της πήρε τα κλειδιά, πήγε προς την πόρτα, κλείδωσε και γύρισε να φύγει.
Σταμάτησε απότομα όταν τον είδε να στέκεται και να την κοιτάζει. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν δεν ήταν μισό μέτρο.
-Καλησπέρα. Ήρθα να σου δώσω αυτό της είπε, απλώνοντας συγχρόνως το χέρι του που κρατούσε ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο.
-Ευχαριστώ, είναι πολύ όμορφο.
-Ξέρεις, συνέχισε εκείνος, τα λουλούδια αυτού του είδους πάντα δωρίζονται μαζί με κάτι άλλο.
-Τι????
Ένοιωσε το χέρι του να περνά γύρω από την μέση της και τα χείλη του να ακουμπούν τα δικά της.
Εκείνη, για εκείνο το δευτερόλεπτο που τα χείλη τους ήταν ενωμένα έκλεισε τα μάτια και ευχόταν να μην τελειώσει πότε αυτή η στιγμή. Όταν εκείνος την άφησε και γύρισε να φύγει εκείνη του άρπαξε το χέρι.
-Μην φεύγεις. Περίμενε.
Εκείνος την κοίταξε, ξαναπέρασε πάλι το χέρι του γύρω από την μέση της και τα χείλη τους ενώθηκαν για περισσότερο αυτή την φορά.
Έφυγαν μαζί, με εκείνη στο ένα χέρι να κρατά το τριαντάφυλλο και με το άλλο να κρατά εκείνον.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
10 σχόλια:
θα έχει και συνέχεια έτσι;
όχι να μας κόψεις έτσι!
Μα τί πάθαΜΕ με τις μουσικές αναδρομές, μου λες;
;-))))
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
(υ.γ. αλέξη μου, έχασα τις ημερομηνίες από τις αναρτήσεις μου. ΄Ολα τα έψαξα αλλά τίποτε, έχεις καμιά καλή ιδέα;)
Το γοητευτικό, είναι, ότι αυτές οι ιστορίες, μπορούν στο καθένα να συμβούν....
Αλεξη μου,μου αρεσε πολυ η συνεχεια της ιστοριας,το συναισθημα παντα μας αγγιζει.Καλη σου μερα.
Ρομαντικό μου Αλεκάκι...
:)
Καλή σου μέρα!
και μετα ξυπνησε μονη της και ανακαλυψε οτι την ειχε κατουρησει η γατα
χαχαχ
ξερω ειμαι πεζη εντελως :)
Καλλιόπη > Τί συνέχεια να έχει, άν ενοείς το συγκεκριμένο επεισόδειο.
Τα ευκόλος εννοούμενα.....
Φύρδην Μίγδην > Τί να πάθουμε καλή μου Γλαρένια. Ξαναβγαίνουν τέτεια τραγούδια??
Nico Dery > Μμμμμ ναι δεν έχεις άδικο, εγώ θα έλεγα ότι οι ζωντανοι προχορούν.
Kaveiros > Α ναι βέβαια. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου φιλά η ζωή στην άλλη γωνία.
Λουλούδι > Συναισθήματα. Πώς η αίσθηση από ένα άγκιγμα μένει γιά πάντα φυλαγμένη μέσα στην ψυχή μας
Ολα θα πάνε καλά > romance και πάλι romance!!!!!
Skouliki > Αν δεν ήσουν έτσι, δεν θα ήσουν το SKOULIKI!!!!!
Βρε Αλέξη με παρεξήγησες!
γενικά εννοώ!
Καλλιόπη > αυτό το blog υπάρχει γιά πάνω από ένα χρόνο.
Οσο υπάρχουν λόγοι να συνεχίσω να γράφω θα συνεχίσει να υπάρχει και αυτό
Ελπίζω μόνο να μήν βαρεθήτε
Νά είστε όλοι καλά, όσοι με επισκέπτεστε
Καλό Σ/Κ
Δημοσίευση σχολίου