Ήταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. Εκείνος ετοίμασε τον καφέ του και με την κούπα στο χέρι κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος βασίλευε γεμίζοντας την φύση αποχρώσεις του κόκκινου.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι τυλιγμένος στο χοντρό μπουφάν , χώθηκε στά μαξιλάρια της μεγάλης ξύλινης κούνιας και κοίταξε την θέα της πόλης που απλωνόταν μπροστά του, βαμμένη στά χρώματα της δύσης.
Ρούφηξε μια γουλιά καφέ, και γέμισε τα πνευμόνια του καπνό τσιγάρου.
Ο καπνός του τσιγάρου που έκαιγε δίπλα του, καθώς συναντούσε τον καπνό που άδειαζε από μέσα του σχημάτιζε σχήματα που έμοιαζαν φιγούρες χρωματισμένες από τα χρώματα της δύσης που ανακαλούσαν αναμνήσεις παλιές, βαθιά θαμμένες στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Κοίταξε προς την πόλη που απλωνόταν μπροστά του. Κάπου εκεί. Ναι κάπου μέσα σε αυτή την πόλη πρέπει να ζει. Εκεί, κάπου εκεί πρέπει να είναι ο δρόμος, ο σταθμός του μετρό που άρχισαν όλα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό που πήγαινε στην δουλειά του.
Εκεί την είδε, όχι ιδιαιτέρα ψηλή, καστανή με μακριά σπαστά μαλλιά, και μεγάλα λαμπερά μάτια, τυλιγμένη σε ένα χοντρό πανωφόρι να την προστατεύει από το κρύο. Την κοιτούσε σαν χαμένος, και όταν την είδε να τον πλησιάζει ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του.
-Συγνώμη, μήπως ξέρετε πώς θα πάω.....είμαι καινούργια στην περιοχή και δεν την ξέρω καλά.
Εκείνος λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, και με κόπο κρατήθηκε όρθιος. Της έδωσε τις πληροφορίες που ζητούσε και δεν άργησαν να πιάσουν την κουβέντα, έμαθε ότι μετακόμισε πρόσφατα στήν περιοχή, ότι κάθε πρωί θα παίρνει το μετρό από αυτό τον σταθμό την ίδια ώρα..
Έφτασε στην δουλειά του χαζογελώντας, κάτι που οι συνάδελφοί του δεν άφησαν ασχολίαστο. Αυτός όμως ήξερε, και οι συνάδελφοί του μάλλον κατάλαβαν.
Την άλλη μέρα, όπως και τις επόμενες, την συνηθισμένη ώρα, συναντιόνταν στην αποβάθρα του σταθμού, Εκείνος πάντα την πλησίαζε την καλημέριζε και άρχιζαν να μιλούν να χαζογελούν μέχρι που εκείνη κατέβαινε στον σταθμό που έπρεπε και αυτός συνέχιζε μέχρι την δουλειά του. Η παρουσία της ήταν γι' αυτόν κάτι σαν γλυκό ναρκωτικό που του ήταν απαραίτητο κάθε μέρα για να συνεχίσει να ζει. Κάποιες φορές μάλιστα κατέβαινε στον ίδιο σταθμό με εκείνη μόνο και μόνο για να μείνει λίγο ακόμα μαζί της,χωρίς να νοιάζεται αν θα αργήσει στήν δική του δουλειά. Της είχε ζητήσει αρκετές φορές να βγουν αλλά εκείνη είχε αποφύγει να δεχθεί αλλά δεν του είχε αρνηθεί κιόλας, της είχε δώσει το τηλέφωνό του. Εκείνη το είχε πάρει αποφεύγοντας έντεχνα να του δώσει το δικό της.
Δεν πειράζει, σκεφτόταν, αφού δεν με αποφεύγει κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα δεχθεί να βγούμε.
Ένα Σάββατο βράδυ που βγήκε για ένα ποτό σε ένα μπαράκι κοντά στο σπίτι του την είδε στο μπαρ
να κάθετε μόνη σε ένα σκαμπό με ένα ποτήρι θολό νερό στο χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του γι' αυτή την ανέλπιστη συνάντηση, πήγε και κάθισε δίπλα της. Μιλούσαν για πολύ ώρα. Όταν εκείνη σηκώθηκε να φύγει, εκείνος την ακολούθησε, όταν βγήκαν έξω εκείνος την πήρε στήν αγκαλιά του. Ήθελε απεγνωσμένα να νιώσει την ζεστασιά της ανάσας της, την αίσθηση της την γεύση της, την θέρμη του κορμιού της. Ακούμπησε τα χείλια του στά δικά της. Την πήρε από το χέρι και την πήγε σπίτι του. Ήθελε τόσο πολύ να την κάνει δική του, κατά δική του, όχι μόνο για μια νύχτα, αλλά ήθελε να μείνει κοντά του να του προσφέρει με την παρουσία της αυτή την γλυκιά αίσθηση που ένοιωθε κάθε φορά που την έβλεπε, και ήθελε τόσο πολύ να της χαρίζει κάθε μέρα ένα καλό λόγο για να είναι χαρούμενη, να χαμογελά. Ναι ήταν πανέμορφη όταν χαμογελούσε.
Η επόμενη μέρα ανέτειλε, οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν την κρεβατοκάμαρά του. Άνοιξε τα μάτια του τεντώθηκε, γύρισε να την δει, όμως η θέση δίπλα του ήταν άδεια. Είχε φύγει. Τίποτε δικό της δεν ήταν εκεί εκτός, ίσως από το λεπτό άρωμά της, που του γέμιζε τα ρουθούνια. Τι έγινε?? Γιατί έφυγε?? Αυτό το ερώτημα τον βασάνιζε για όλη την υπόλοιπη μέρα
Την επόμενη μέρα ήταν στην ώρα του στον σταθμό του μετρό. Ήθελε να την δει να την ρωτήσει να της εξηγήσει, να την αγκαλιάσει ξανά. Η ώρα περνούσε, αυτή όμως δεν εμφανιζόταν. Την περίμενε πάνω από μια ώρα, αυτή όμως δεν εμφανίστηκε, ούτε την επόμενη ούτε την μεθεπόμενη μέρα. Εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί και είχε αναστατώσει την ήσυχη μέχρι τότε, ζωή του. Ο καιρός περνούσε, η ανάμνησή της άρχισε να ξεθωριάζει μέχρι που σχεδόν είχε χαθεί, η ζωή του γύρισε στους κανονικού της ρυθμούς.
Μία μέρα, αρκετό καιρό από τότε, περπατούσε σε μια περιοχή κοντά στο σπίτι του, απ' όπου περνούσε σπάνια. Μια λεπτή κοριτσίστικη φωνούλα τον έκανε να γυρίσει να κοιτάξει σε ένα μπαλκόνι της πολυκατοικίας που υψωνόταν δίπλα στον δρόμο
-Μαμά θέλω κι άλλο, μπισκοτάκι, ξαν΄ ακούστηκε η φωνούλα.
Και τότε την είδε. Βγήκε βιαστική με ένα μπισκότο στο χέρι το έδωσε στο κοριτσάκι το φίλησε στά μαλλιά και ξαναμπήκε βιαστική μέσα στο διαμέρισμα.
Έμεινε να κοιτά σαν χαζός προς το μπαλκόνι μια το κοριτσάκι που βουτούσε το μπισκότο στο περιεχόμενο της κούπας και μια την ανοιχτή μπαλκονόπορτα απ' που είχε βγει εκείνη. Μα γιατί δεν του είχε πει ποτέ τίποτε?? Γιατί?? Αν το ήξερε.
Το κοριτσάκι τον είδε, σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε κουνώντας το γρήγορα δεξιά και αριστερά. Εκείνος έκανε το ίδιο. Γύρισε πάλι μπροστά και άρχισε να περπατά, γρήγορα απομακρύνθηκε από εκεί.
Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα τον πλημμύρισε, κάτι μεταξύ ντροπής και απογοήτευσης.
Δεν ξαναπέρασε ποτέ από εκεί, δεν την ξαναείδε ποτέ.
Χωμένος μέσα στά μαξιλάρια της κούνιας στο μπαλκόνι του, τράβηξε μια ακόμα γουλιά από τον καφέ του, πλημμυρισμένος από το ίδιο απροσδιόριστο συναίσθημα. Το κρύο δυνάμωσε, σηκώθηκε με την κούπα στο χέρι, προχώρησε προς την πόρτα, λίγο πριν χαθεί μέσα στο διαμέρισμά του, έριξε μια τελευταία ματιά στήν, γεμάτη φώτα πια πόλη.
Να είσαι ευτυχισμένη, ψιθύρισε.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
9 σχόλια:
καλησπέρα,Αλεκάκι.Ήξερα για το δωμάτιο με θέα αλλά όχι για τις αναμνήσεις με θέα.Αν έφυγε,δεν ήταν για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας - όπως αποδείχθηκε μετά - οπότε παραμένει ως ανάμνηση.
Καλημέρα!
καλημερα
αρπαξε την ευκαιρια την δεδομενη σιγμη διοτι μετα ολα θα χαθουν θα συμβουλευα
Καλίτερα δε γινόταν.. μάλλον...
Γιατί δεν την διεκδίκησε? Έστω τώρα που έμαθε τυχαία που μένει..
Ίσως βέβαια κάποια άτομα είναι απλά για να περνούν από τη ζωή μας και όχι για να μένουν.
Τουλάχιστον τη γεύτηκε έστω και για μια στιγμή!Ας πούμε ότι κάτι είναι και αυτό.
Καλημέρα!
Μ'άρεσε πολύ αυτό το κείμενο σου Αλέξη.
Και σκέφτομαι: Δίκιο είχε λοιπόν αυτή που εξαφανίστηκε;
Μήπως γιατί διέκρινε τον φόβο του, γιατί τον μύρισε;
Μάλλον!
Του δόθηκε η ευκαιρία, έστω και κατα τύχη, να της καταρρίψει αυτή την πεποίθηση, αλλά την επιβεβαίωσε, αν μη τι άλλο στον εαυτό του.
Καλησπέρα.
Aλεκάκι,
κείτομαι σχεδόν ημιθανής(!)με 39 πυρετό και συνάχι με πονοκέφαλο.Το "ντερλίκωμα"με τα δέοντα,αναβάλλεται επ αόριστον...Φάε και για μένα!Φιλιά,θα τα πούμε!
Απόψε,σήμερα και χθες,όλες τις σοκολατόπιττες εσύ τις έφαγές!!!
(με γαλλική προφορά,για να τονίζεται η λήγουσα!).
Για όλα υπάρχει μια καλή εξήγηση στον έρωτα. Η καλύτερη εξήγηση είναι ότι δεν υπάρχει εξήγηση.
Οταν θελεις κατι πραγματικα πρεπει να το διεκδικεις μεχρι το τελος!Καλο βραδυ Αλεξη μου.
Δημοσίευση σχολίου