Μία φορά και ένα καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια στα βάθη της Κίνας βρισκόταν ένα χωριό. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την γεωργία, με την καλλιέργεια ρυζιού οι περισσότεροι, ενώ κάποιοι ήταν έμποροι άλλοι κτηνοτρόφοι άλλοι τεχνίτες. Κάθε μέρα πήγαιναν στις δουλειές τους και το βράδυ κουρασμένοι πάντα περνούσαν από το τεϊοποτείο στην πλατεία του χωριού, για να δουν τους φίλους τους, να μιλήσουν να μάθουν τα νέα τους, να αστειευτούν, πριν πάνε σπίτια τους να κοιμηθούν για την επόμενη κουραστική μέρα.
Οι κάτοικοι του χωριού αυτού δεν ήταν πλούσιοι, μα είχαν το σπίτι τους και ένα πιάτο φαγητό γι' αυτούς και για την οικογένειά τους.
Όπως σε όλα τα χωριά υπήρχαν οι γκρίνιες οι τσακωμοί αλλά ο καλός τους δήμαρχος πάντα έβαζε με δίκαιο τρόπο τα πράγματα στην θέση τους, και όλα κυλούσαν ομαλά στην μικρή αυτή κοινωνία.
Κοντά στο χωριό μας λοιπόν ήταν και η μεγάλη πόλη που εκεί ζούσε ο άρχοντας της περιοχής που ήταν ένας καλός κυβερνήτης καθώς επίσης και ένας πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας, που από πάντα κοιτούσε αχόρταγα το χωριό και τα χωράφια των κατοίκων του. Όμως ήξερε ότι ο άρχοντας δεν δεχόταν καμία συζήτηση. Καταγόταν και αυτός από οικογένεια χωρικών και συμπαθούσε τους κατοίκους του χωριού. Και έτσι ο πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας έμενε με την όρεξη.
Ο καιρός περνούσε. Οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν ευτυχισμένοι. Το έδαφος ήταν καλό βλέπεις και οι σοδειές εξαιρετικές.
Κάποτε ο άρχοντας γέρασε και πέθανε, και την διοίκηση της περιοχής ανέλαβε ο γιος του.
Αυτός μεγαλωμένος μέσα στα πλούτη, δεν ήταν μαθημένος στην σκληρή δουλειά, την προσπάθεια να φτάσεις κάπου, κάτι που ο πατέρας του ήξερε πολύ καλά, ούτε βέβαια είχε αναμνήσεις από φτωχά νεανικά χρόνια. Ακολουθούσε βέβαια την πολιτική του πατέρα του, προσλαμβάνοντας όμως και διορίζοντας ακριβοπληρωμένους συμβούλους σε κάθε θέση να ασχολούνται αυτοί με τα διάφορα θέματα για να μην σκοτίζετε αυτός πολύ πολύ. Αυτοί πάλι βρήκαν την ευκαιρία και πολλές φορές τον συμβούλευαν να κάνει πράγματα πού ευνοούσαν τους εαυτούς τους και μόνο. Ο γιος κυβερνήτης ζούσε την ζωή του μέσα στο μεγαλόπρεπο παλάτι του και ούτε ήξερε που βρίσκετε το μικρό χωριό ούτε τον ενδιέφερε κάτι άλλο πέρα από την προσωπική του καλοπέραση. Γι' αυτόν τα πάντα ήταν χρήμα, αυτό που θα του εξασφάλιζε την πολυτελή, άνετη ζωή, που είχε μάθει και ζούσε.
Κάποτε ο άρχοντας της γειτονικής επαρχίας του πρότεινε να ενώσουν τις επαρχίες τους να έχει αυτός την εξουσία και στις δυο επαρχίες, και σαν αντάλλαγμα να του δώσει μερίδιο από τα κέρδη από τις πωλήσεις ρυζιού και μια μεγάλη ποσότητα χρυσού.
Ο άρχοντας σκέφτηκε, ότι τα ανταλλάγματα ήταν καλά και δέχθηκε.
Φεύγοντας αποχαιρέτησε με ένα γράμμα τους υπηκόους του, που δεν ξανάκουσαν τίποτε γι' αυτόν.
Οι κάτοικοι του χωριού ανησύχησαν μόλις άκουσαν το νέο. Οι δυο επαρχίες μια?? Και πώς θα ήταν ο νέος άρχοντας?? Θα κυβερνούσε όπως ο προηγούμενος?? Θα ήταν και με αυτόν όπως και πριν, ήσυχοι να δουλεύουν και να προκόβουν και οι ίδιοι και η επαρχία??
Τον πρώτο καιρό δεν έγινε καμιά αλλαγή στην ζωή τους. Το μόνο που άκουγαν ήταν ότι ο νέος τους άρχοντας άλλαξε κάποιους από τους συμβούλους βάζοντας ανθρώπους της προτίμησής του, κάτι όμως που δεν είχε επηρεάσει μέχρι τότε την ζωή τους.
Μία μέρα ο πλούσιος γαιοκτήμονας, που ήθελε τα χωράφια των κατοίκων του χωριού να τα κάνει δικά του, βρήκε την ευκαιρία πήγε στον νέο άρχοντα, και του πρότεινε να δώσει σε εκείνον τα χωράφια του χωριού καθώς και το χωριό για να καλλιεργήσει αυτός την γη υποσχόμενος να παράγει πολύ περισσότερο ρύζι, έτσι θα είχε περισσότερα κέρδη απ' ότι είχε μέχρι τώρα.
Ο νέος άρχοντας ήταν άπληστος και μόλις άκουσε περισσότερα κέρδη συμφώνησε αμέσως.
Την άλλη μέρα στην πλατεία του χωριού ένας αγγελιοφόρος κολλούσε την διαταγή του άρχοντα.
Οι κάτοικοι πανικοβλήθηκαν. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τα σπίτια τους και τα χωράφια τους δεν ήταν πλέον δικά τους. Τι θα έκαναν πώς θα ζούσαν?? Η διαταγή έγραφε ότι υπήρχαν δουλειές στη πόλη και αν ήθελαν να πάνε εκεί, αλλά εδώ ζούσαν, αυτοί και οι οικογένειές τους. Πώς μπορούσαν να αφήσουν τον τόπο τους. και τι είδους δουλειές θα έβρισκαν στην πόλη??
Έτρεξαν όλοι στον δήμαρχο. Να δουν τι θα κάνουν.
Ο δήμαρχος τους καθησύχασε. Πηγαίνετε στις δουλειές σας και στις οικογένειές σας, τους είπε. Θα πάω να δω τη γίνετε. Θα μιλήσω στον άρχοντα.
Όταν γύρισε είπε στους κατοίκους ότι ο μέγας συμβουλάτορας του άρχοντα, που μίλησε μαζί του, τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα γκρεμιστεί το χωριό, και οι κάτοικοι θα μπορούν να παραμείνουν στα σπίτια τους και να έχουν την γη τους αν καταφέρουν να βγάλουν περισσότερο ρύζι.
Αυτοί έκαναν ότι ήταν δυνατό, δουλεύοντας πάρα πολύ σκληρά.
Η παραγωγή αυξήθηκε. Όλοι πίστεψαν για μια στιγμή, ότι κατάφερναν να χορτάσουν την απληστία του άρχοντα, ότι το χωριό τους σώθηκε και θα μπορούσαν να μείνουν στον τόπο τους.
Ως που μια μέρα κλήθηκε στην πόλη από τον μέγα συμβουλάτορα του άρχοντα ο δήμαρχος του χωριού.
Όταν γύρισε αυτός από την πόλη πίσω στο χωριό, τους ανακοίνωσε ότι είχε διαταχθεί να εγκαταλείψει την επαρχεία, ότι δεν ήταν πια δήμαρχος και το χειρότερο ότι όλοι το συντομότερο έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους ώστε το χωριό να γίνει και αυτό χωράφια και ότι όλη η γη θα παραχωρούνταν στον πλούσιο γαιοκτήμονα, που στο μεταξύ είχε πάει πάλι στον άρχοντα, όπου είχε διαβάλλει τον δήμαρχο και τους κατοίκους του χωριού, ότι τον κλέβουν στους φόρους, και ότι αν του παραχωρούσε την γη εκείνη, θα παρήγαγε την τριπλή ποσότητα απ' ότι τώρα και ο άρχοντας θα κέρδιζε τα τριπλά.
Η νέα διαταγή έπεσε σαν κεραυνός. Οι κάτοικοι του χωριού κλείστηκαν στα σπίτια τους, έπρεπε να αποφασίσουν τι θα κάνουν.
Κανένας δεν κυκλοφορούσε εκείνη την νύχτα στους δρόμους του, που επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ήταν για αυτούς μια νύχτα θλίψης, για το χωριό τους που θα έχαναν, και νύχτα αποφάσεων για το τι θα έκαναν στο μέλλων. Ο ουρανός σαν να τους συμπονούσε σκεπάστηκε με μαύρα βαριά σύννεφα και άφησε μια ψιλή βροχούλα να πέφτει στο έδαφος, σαν δάκρυα.
Την άλλη μέρα κανένας γεωργός δεν πήγε στα χωράφια. Ούτε στα εργαστήρια κανένας τεχνίτης, ούτε κανένας άλλος στην δουλειά του. Όλοι μαζεύτηκαν στην πλατεία. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και ανακοίνωναν την απόφαση που είχε πάρει ο κάθε ένας. Άλλοι είχαν αποφασίσει να φύγουν από την επαρχεία για άλλα μακρινά μέρη, και άλλοι θα πήγαιναν στην πόλη. Σιγά σιγά μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και λίγες μέρες μετά μαζεύτηκαν πάλι, κουβαλώντας τώρα μπόγους και μπαούλα, στην πλατεία του χωριού.
Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο κρατώντας ένα κομμάτι χαρτί και με ένα μολύβι ζωγράφιζαν το ωραίο τους χωριό που σε λίγο δεν θα υπήρχε πια. Μια ζωγραφιά που ήθελαν να έχουν πάντα μαζί τους όπου και αν πάνε. Αντάλλαξαν ενθύμια ο ένας με τον άλλο. Κανένας δεν ήθελε να ξεχάσει και έκαναν ότι μπορούσαν γι' αυτό
Λίγο λίγο, ένας ένας έπαιρνε την οικογένειά του τα υπάρχοντά του και χανόταν στο βάθος του δρόμου, μέχρι που το χωριό ερήμωσε. Μόνος κάτοικος πια ο άνεμος που σφυρίζοντας γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι, χτυπώντας τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα, και κάποια αγρίμια που βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στα άδεια σπίτια, λίγο πριν αυτά ισοπεδωθούν.
Όμως οι κάτοικοι του μικρού χωριού πότε δεν το ξέχασαν, ούτε αυτό ούτε τους φίλους που έχασαν.
Κάποιες στιγμές, όταν από κάποια εικόνα η ήχο οι αναμνήσεις τους ξυπνούν, γυρίζουν προς τα εκεί που ήταν το αγαπημένο τους χωριό που χάθηκε, θύμα της ΑΡΡΩΣΤΗΜΈΝΗΣ ΑΠΛΗΣΤΊΑΣ κάποιον ανθρώπων (?) και θυμούνται, με ένα τραγούδι, τις ομορφιές του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
15 σχόλια:
Ωραιο κειμενο!Η ζωη πολλες φορες μας αναγκαζει να αφησουμε πισω αγαπημενους ανθρωπους και μερη,οι αναμνησεις ειναι αυτες που τους κρατουν ζωντανους στην μνημη μας.Καλη σου μερα Αλεξη.
Καθόλου παραμύθι..
μακάρι Αλέξη να ήταν απλά ένα παραμύθι...τι καλά που θα ήταν
ακόμα και σήμερα συμβαίνουν αυτά τα πράγματα...
τώρα μπόρεσα να το διαβάσω.Ωραίο(πικρό βέβαια)και αλληγορικό φυσικά.Μεγάλο κακό η απληστία στους ανθρώπους...Και η μουσική επιλογή εξαίρετη.
Καλημέρα!
Καλησπέρα, πραγματικό πολύ όμορφο για παραμύθ1....Φιλιά
Τι έγινε τώρα? Γιατί, παρακαλώ, δεν υπήρχε δικαίωση??? Μπρος, γρήγορα! συμπλήρωσέ το, και τιμώρησε το κωλόπαιδο του άρχοντα και τους βρωμογαιοκτήμονες...
Λουλούδι > Εκεί που θα διαφωνίσω είναι στους ανθρώπους.
Αν είναι αγαπημένοι μπορούμε να μήν τους αφήσουμε πίσω
Kaveiros > Ξέρεις να ακτυνογραφείς ενα κείμενο
Καλλιόπη > Οσο η απληστεία και ο εγωισμός κυριαρχεί στίς ψυχές των ανθρώπων μετετρεποντάς τους σε ΤΕΡΑΤΑ θα βλέπουμε γύρω μας τραγωδίες
Όλα θά πάνε καλά > Η μουσική. Κάτι ας πούμε σαν "αποχαιρετισμός στά όπλα" ένα πράγμα
Έλενα πολύχρωμα όνειρα > Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Δυστυχώς αυτό το παραμύθι γίνετε πολλές φορές πραγματικότητα
Meniek > Καλή μου φίλη, αλήθεια, δες γύρω σου. Τιμορούντε όλοι αυτοί οι "βρομογεωκτήμονες" και τα κάθε είδους βαρεμένα κωλοπαιδα, όπως πολύ σωστά λές??
Εστειλε ποτέ το κράτος κανένα ψυχασθενή "βρομογαιοκτήμονα" στο τρελάδικο για το καλό της κοινωνίας?? Ε?
Για πές μου
ναι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να τους τιμωρούμε με τη φαντασία μας...
το μυαλο ξερει οτι η ψυχη θελει και η ζωη απλα δεν κανει σε κανεναν το χατηρι
Ωραίο κείμενο !Αλλά δεν είναι παραμύθι! Συχνά είναι λυπηρή πραγματικότητα!
Το ένιωσα έντονα πρόσφατα φεύγοντας από κάποια επαρχιακή πόλη που βρέθηκα για δουλειές σε συνδιασμό με μια μικρή ανάπαυλα-απόδραση απο την Βαλκανική μεγαλόπολη που ζούμε και καθημερινά πληγώνουμε!
Ευχαριστω για το power point! καλόο!
φιλιά και καλησπέρες!
Τα παραμυθια,ποτε δεν ειν αληθεια.
Μα μηπως ειναι ψεμματα;
Καλησπερα Αλεξη.
Υγ..Μια φορα κι εναν καιρο,ηταν ενας Κινεζος.
Για δες σημερα.. ποσοι εγιναν;
Το ζούμε κάθε μέρα το παραμύθι Αλέξη, με άλλα ονόματα και άλλες καταστάσεις.
Over!!!
Γεμάτο εικόνες το κείμενό σου, αλλά πολύ μελαγχολικό. Αν κάνανε μια απεργία και μετά τους έδινε το χωριό τους?? Μου αρέσουν τα παραμύθια αν και νομίζω πως είναι πραγματικότητα για μας :)
Meniek > Καλά στήν φαντασία, στήν πραγματικότητα τί γίνετε.
Skouliki > Δίκαιο, συμφωνώ απόλυτα
Λιακάδα > Και από εμένα φιλιά. Καλά να περνάς
Καλησπέρα φίλε Κώστα. Πολλές φορές δυστιχώς δεν ξέρεις πού σταματά το παραμύθι και αρχίζει η φαιδρή πραγματικότητα.
Radio Markoni > Δυστιχώς ναι. Έτσι είναι
Λαχανάκι > Τά παραμύθια πάντα τελειόνουν με το έζισαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Αυτό γιά να μήν τελειώνει έτσι σημαίνει ότι δεν είναι παραμύθι και ας μοιάζει...
Μεγάλη καλημέρα σε όλους τους γνωστούς και άγνωστους επισκέπτες
"Greed is good"
(ατάκα του 'κακού' Gordon Gekko στη ταινία 'Wall Street')
Και η απληστία μας έχει φέρει σε αυτή τη κατάσταση που είμαστε τώρα, με μια πλανητικών διαστάσεων αναταραχή...
Και διαισθάνομαι ότι αυτοί που έκαναν τη ζημιά είναι οι λιγότερο ζημιωμένοι...
Δημοσίευση σχολίου