Η φράση είναι έτοιμη μέσα στο μυαλό.
Περιμένει να γεννηθεί πάνω στο λευκό χαρτί, να αποκτήσει υπόσταση.
Το μαύρο μολύβι, πραγματοποιεί τον τοκετό.
Ευθείες και κύκλοι ενώνονται, σχηματίζουν γράμματα.
Μεγάλα ολοστρόγγυλα μαύρα γράμματα.
Όχι άλλο δεν θα προσπαθώ
Το μολύβι σηκώνετε από το χαρτί.
Κάτι λείπει.
Αυτό το κάτι που θα της δώσει νόημα, πνοή
Θα την κάνει να σημαίνει κάτι, να ορίζει.
Ένα ΚΌΜΜΑ.
Ένα τόσο μικρό σημαδάκι, μια ασημαντότητα θαρρείς, μπροστά στο μέγεθος της νεογέννητης φράσης.
Ένα σημαδάκι που πρέπει να μπει στο σωστό σημείο.
Πιο όμως είναι αυτό??
Το μολύβι μετέωρο ταλαντεύετε πότε εδώ και πότε εκεί, σαν το εκκρεμές του ξύλινου ρολογιού στον απέναντι σκοτεινό τοίχο.
Πότε δεξιά και πότε αριστερά, το μολύβι, το χαρτί, η φράση, οι σκέψεις στο μυαλό όλα κινούνται στο ρυθμό του εκκρεμούς, μια δεξιά και μια αριστερά.
Ζαλάδα. Τα πάντα γυρίζουν.
Τα μάτια κλείνουν να μην βλέπουν, το χέρι ανοίγει, αφήνει το μολύβι να πέσει πριν έρθει μαζί με το άλλο να πιάσουν το κεφάλι,
Το μολύβι πέφτει πάνω στο χαρτί αφήνοντας το χαρακτηριστικό ήχο, λερώνοντας το λευκό με μια μουτζούρα
Τα μάτια ανοίγουν ξανά. Η ζαλάδα έφυγε, το χαρτί, το πεσμένο μολύβι, οι σκέψεις μέσα στο μυαλό μένουν πια ακίνητες.
Πρώτη ματιά στο πεσμένο μολύβι. Η μύτη του έσπασε.
Δεύτερη ματιά στην φράση
Όχι άλλο δε,ν θα προσπαθώ
Το χέρι παίρνει το μολύβι, το τοποθετεί στήν θέση του.
Η φράση ολοκληρώθηκε.
Παίρνει το χαρτί και το κολλάει με σελοτέιπ στον τοίχο
Καλός ήρθες στήν ζωή.
Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009
Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009
Οδός Ανθέων 66
Η οδός Ανθέων ήταν ένας δρόμος όπου κατοικούσαν πολλές εύπορες οικογένειες.
Σε κάθε πλευρά της έβλεπε κανείς μεγάλα σπίτια, επιβλητικούς κήπους, πολυτελείας αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις αυλές, ανθρώπους με ακριβά ρούχα να κυκλοφορούν, ένας δρόμος που, όσο και αν κάνουμε τους υπεράνω, θα θέλαμε να ζούμε.
Στο νούμερο 66 μέσα σε μια υπέροχη βίλα περιτριγυρισμένη από έναν καταπληκτικό κήπο ζούσε ο ήρωας μας, μεγάλος και τρανός βιομήχανος στο επάγγελμα.
Κάθε πρωί ένα μαύρο, όπως αρμόζει σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτοκίνητο σταματούσε μπροστά στην πόρτα για να μεταφέρει τον κύριο στο εργοστάσιο και το απόγευμα τον γύριζε πίσω.
Η οικογένεια του εν λόγο κυρίου, η κλασική οικογένεια του είδους.
Η κόρη και ο γιος για σπουδές σε διάσημα πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ η αρκετά μικρότερή του, γυναίκα, θαμώνας ακριβών κομμωτηρίων και αναλόγου στιλ λεσχών, πολλές φορές χανόταν σε ταξίδια στο εξωτερικό είτε για να δει τα παιδιά, η για αναψυχή σε διάσημα θέρετρα.
Η ζωή εκείνου ήταν το εργοστάσιο. Με αυτού την σκέψη κοιμόταν το βράδυ, ξύπναγε το πρωί και μόνο γι αυτό μιλούσε, σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο γι αυτόν, παρά μόνο το εργοστάσιο και η περιουσία του.
Μία μέρα γύρισε αργά στο σπίτι του. Εκείνη την περίοδο ήταν μόνος. Η γυναίκα του είχε φύγει να πάει στην κόρη που σπούδαζε στο Παρίσι.
Όταν το αυτοκίνητο πέρασε την βαριά καγκελόπορτα και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της της βίλας είχε νυχτώσει για τα καλά. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα σκεπτόμενος την καινούρια συμφωνία που έκλεισε, πόσα εκατομμύρια ευρό θα του απέφερε, και βέβαια για το πώς θα βάλει τους εργαζόμενους του εργοστασίου να παράγουν περισσότερο χωρίς υπερωρίες, και φυσικά για το πώς θα τα περάσει στην εφορία για να πληρώσει τον λιγότερο δυνατό φόρο.
Μπήκε στο σπίτι, προχώρησε τον διάδρομο που οδηγούσε στο μεγάλο σαλόνι ψάχνοντας ένα διακόπτη να ανάψει ένα φως.
-Α! Επιτέλους, ψιθύρισε όλο ανακούφιση όταν ένιωσε τον διακόπτη στο χέρι του.
Το σαλόνι φωτίστηκε, αυτός άφησε τα πράγματά του στον καναπέ, κάθισε στα παχιά μαξιλάρια άναψε ένα πούρο, και εκεί που χαλάρωνε είδε στην απέναντι πλευρά του σαλονιού κάποιον να κάθεται σε μια πολυθρόνα.
Τον κοίταξε έκπληκτος. Ο άγνωστος άνδρας ήταν μεγαλόσωμος. Φορούσε ένα λαδί μάλλινο μακρύ πανωφόρι που από μέσα άφηνε να φανεί ένα μαύρο πουλόβερ, μπλε τζιν παντελόνι, μαύρα παπούτσια. Ένα πλατύγυρο καπέλο ίδιο χρώμα με το πανωφόρι κάλυπτε το κεφάλι του, και ένα ζευγάρι μεγάλα μαύρα γυαλιά έκρυβαν τα μάτια του.
Στην θέα του άγνωστου αυτού άνδρα πετάχτηκε όρθιος.
-Ποιος είσαι?? Πώς βρέθηκες εδώ?? του φώναξε καθώς τον πλησίασε και γρήγορα βρέθηκε απέναντι του.
-Ποιος είσαι?? Τι θέλεις??
Ο ξένος, που όλη αυτή την ώρα ατάραχος τον κοίταζε επίμονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά σήκωσε το χέρι αργά προς αυτόν, τον έδειξε με τον δείκτη λέγοντάς του με αργή βαριά φωνή.
-Εδώ είναι η οδός Ανθέων 66.??
-Ναι εδώ είναι, τι θέλεις?? αποκρίθηκε ο κύριος
-Άρα, σωστά ήρθα, απάντησε ο άγνωστος χωρίς να αλλάξει τον τόνο της φωνής του η να κουνηθεί στο ελάχιστο.
-Τι λες άνθρωπε μου τι σωστά ήρθες?? Τι....
-Ο ξένος σηκώθηκε από την πολυθρόνα με αργές κινήσεις άπλωσε και πάλι το χέρι προς τον κύριο.
-Ήρθα, ξαναείπε διακόπτοντας τα λόγια του κυρίου και έμεινε όρθιος να τον κοιτάζει
-Τι θα πει ήρθες?? Ποιος είσαι.
Ο ξένος κοίταξε τον κύριο πίσω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά πιο επίμονα, και ίσα στα μάτια.
-Με ξέρεις. Ίσως με ξέχασες, αλλά με ξέρεις.
-Δεν σε ξέρω και δεν θέλω να σε μάθω. Δεν ξέρω πώς κατάφερες να μπεις αλλά φύγε πριν φωνάξω την αστυνομία.
-Όλοι έτσι λέτε. Δεν με γνωρίζεις?? Σίγουρα?? Λοιπόν να συστηθώ, Είμαι ο μεγαλύτερος σου φόβος. Αυτός που γεννήθηκε μαζί σου. Την ίδια στιγμή. Πολλές φορές ξεχνούσες την ύπαρξή μου. Αλλά πάντα υπήρχα και ζούσα μαζί σου. Μέσα σου.
-Δεν ξέρω τι είναι αυτά που μου λες αλλά έχω δουλειά φύγε. Φύγε τώρα.
-Δουλειά?? Τι δουλειά?? Να προσθέσεις και άλλα ΜΗΔΕΝΙΚΆ στην περιουσία σου?? Κακομοίρη μου. Σπουδαία δουλειά.
-Αρκετές βλακείες μου είπες. Τώρα φύγε. Φύγε ΦΥΓΕΕΕΕΕΕΕΕΕ.
-ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. Αυτά λέτε όλοι πριν καταλάβετε τι συμβαίνει. Αλλά όταν καταλαβαίνετε......ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
-Τι εννοείς δηλαδή??
-Να καταλάβεις ότι σήμανε η ώρα σου να φύγεις για το μεγάλο ταξίδι των κόσμων και εγώ ήρθα απλά να σε συνοδεύσω
-Ταξίδι των κόσμων?? Δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά
-Και όμως θα πας, γιατί η ώρα σου ήρθε. Γιαυτό είμαι εδώ. Έλα πάμε.
-Δεν έχω να πάω πουθενά
-Και όμως θα πας
-Άσε μου το χέρι, Μην με τραβάς, σε παρακαλώ άφησέ με. Αν είναι να με πας κάπου άσε με τουλάχιστον να πάρω κάποια πράγματα.
Άπλωσε το χέρι να πάρει το πορτοφόλι του την καμπαρτίνα του και το κινητό του.
-Δεν θα σου χρειαστεί τίποτε από όλα αυτά εκεί που πάμε, είπε ο άγνωστος άνδρας, ενώ ο κύριος τον κοίταξε με απορία.
-Δεν θα μπορέσεις να πάρεις τίποτε μαζί σου Ούτε χρήματα ούτε ρούχα ούτε καν το ίδιο σου το σώμα, γιατί ούτε αυτό στην πραγματικότητα σου ανήκει. Το μόνο που θα μπορέσεις να έχεις να σε συνοδεύει αιώνια είναι οι πράξεις που έχεις μέσα στην ψυχή σου αποθηκευμένες.
-Χαχαχαχαχα, Γέλασε ο κύριος. Σε λίγο θα μου πεις ότι θα με πας στον άλλο κόσμο.
Ο άγνωστος έμεινε να τον κοιτάζει σοβαρός
-Εκεί ακριβώς πρέπει να σε πάω. Σήμανε η ώρα σου βλέπεις.
-Η ώρα μου?? Και εσύ ήρθες να με πάρεις?? Είσαι ο Χάρος??
-Ναι, και εσύ μόλις πέθανες. Πάμε
Ο κύριος χλόμιασε. Ο άγνωστος τον έπιασε από το μπράτσο, και άρχισαν να περπατούν αργά τον μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα της εισόδου.
Ξάφνου ο κύριος σταμάτησε, κάνοντας και τον άγνωστο να σταματήσει.
-Και όλα αυτά τι θα γίνουν?? Όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκα τόσα χρόνια?? Τι θα γίνουν??
-Χώμα. Τού απάντησε ο άγνωστος, Χώμα και νερό.
Έμειναν να κοιτιούνται για λίγα δευτερόλεπτα, Ο άγνωστος άνδρας άρχισε πάλι να περπατά κρατώντας τον κύριο από το μπράτσο ο οποίος ακολουθούσε κοιτώντας συνέχεια πίσω του, ψιθυρίζοντας συνέχεια μια προσευχή, ζητώντας από τον θεό να τον λυπηθεί.
Ακούγοντάς τον ο άγνωστος άνδρας σταμάτησε. Τον κοίταξε άγρια.
-Ζητάς από τον θεό να σε λυπηθεί. Εσύ πότε και ποιόν λυπήθηκες. Πες μου ποιόν και πότε. Κανέναν. Τότε γιατί να σε λυπηθεί ο Θεός?? Πες μου γιατί?? Όσο λυπήθηκες εσύ τους άλλους, άλλο τόσο θα σε λυπηθούν και εκεί πού θα πας
Ο άγνωστος τράβηξε τον κύριο προς την πόρτα. Βρέθηκαν να περπατούν στον κήπο και γρήγορα κατέληξαν να περπατούν στο μεγάλο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι.
Ένα περιπολικό της αστυνομίας ακολουθούμενο από ένα ασθενοφόρο τους προσπέρασαν και σταμάτησαν κοντά τους.
Οι αστυνομικοί, μαζί με τρεις νοσοκόμους τούς πλησίασαν γοργά, άρπαξαν τον άγνωστο άνδρα, τον οδήγησαν στο ασθενοφόρο που έφυγε γρήγορα με αναμμένη σειρήνα ενώ οι αστυνομικοί πλησίασαν τον κύριο.
-Είστε καλά?? τον ρώτησαν.
-Ναι καλά είμαι.
-Ψυχασθενής είναι ο δύστυχος, αλλά άκακος. Θέλετε να σας πάμε κάπου??
-Όχι ευχαριστώ δεν είναι μακριά το σπίτι μου
-Σας έκανε μήπως κάτι άσχημο?? Είστε σίγουρα καλά.
-Ναι καλά είμαι μην ανησυχείτε.
-Μα είστε κάτωχρος, μήπως θέλετε....
-Όχι μην ανησυχείτε είμαι καλά
Ο κύριος γύρισε και άρχισε να περπατά αργά προς το σπίτι του.
Πέρασε την βαριά αυλόπορτα και χάθηκε πίσω από την πόρτα της εισόδου, μέσα στο μεγάλο σπίτι.
Σε κάθε πλευρά της έβλεπε κανείς μεγάλα σπίτια, επιβλητικούς κήπους, πολυτελείας αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις αυλές, ανθρώπους με ακριβά ρούχα να κυκλοφορούν, ένας δρόμος που, όσο και αν κάνουμε τους υπεράνω, θα θέλαμε να ζούμε.
Στο νούμερο 66 μέσα σε μια υπέροχη βίλα περιτριγυρισμένη από έναν καταπληκτικό κήπο ζούσε ο ήρωας μας, μεγάλος και τρανός βιομήχανος στο επάγγελμα.
Κάθε πρωί ένα μαύρο, όπως αρμόζει σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτοκίνητο σταματούσε μπροστά στην πόρτα για να μεταφέρει τον κύριο στο εργοστάσιο και το απόγευμα τον γύριζε πίσω.
Η οικογένεια του εν λόγο κυρίου, η κλασική οικογένεια του είδους.
Η κόρη και ο γιος για σπουδές σε διάσημα πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ η αρκετά μικρότερή του, γυναίκα, θαμώνας ακριβών κομμωτηρίων και αναλόγου στιλ λεσχών, πολλές φορές χανόταν σε ταξίδια στο εξωτερικό είτε για να δει τα παιδιά, η για αναψυχή σε διάσημα θέρετρα.
Η ζωή εκείνου ήταν το εργοστάσιο. Με αυτού την σκέψη κοιμόταν το βράδυ, ξύπναγε το πρωί και μόνο γι αυτό μιλούσε, σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο γι αυτόν, παρά μόνο το εργοστάσιο και η περιουσία του.
Μία μέρα γύρισε αργά στο σπίτι του. Εκείνη την περίοδο ήταν μόνος. Η γυναίκα του είχε φύγει να πάει στην κόρη που σπούδαζε στο Παρίσι.
Όταν το αυτοκίνητο πέρασε την βαριά καγκελόπορτα και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της της βίλας είχε νυχτώσει για τα καλά. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα σκεπτόμενος την καινούρια συμφωνία που έκλεισε, πόσα εκατομμύρια ευρό θα του απέφερε, και βέβαια για το πώς θα βάλει τους εργαζόμενους του εργοστασίου να παράγουν περισσότερο χωρίς υπερωρίες, και φυσικά για το πώς θα τα περάσει στην εφορία για να πληρώσει τον λιγότερο δυνατό φόρο.
Μπήκε στο σπίτι, προχώρησε τον διάδρομο που οδηγούσε στο μεγάλο σαλόνι ψάχνοντας ένα διακόπτη να ανάψει ένα φως.
-Α! Επιτέλους, ψιθύρισε όλο ανακούφιση όταν ένιωσε τον διακόπτη στο χέρι του.
Το σαλόνι φωτίστηκε, αυτός άφησε τα πράγματά του στον καναπέ, κάθισε στα παχιά μαξιλάρια άναψε ένα πούρο, και εκεί που χαλάρωνε είδε στην απέναντι πλευρά του σαλονιού κάποιον να κάθεται σε μια πολυθρόνα.
Τον κοίταξε έκπληκτος. Ο άγνωστος άνδρας ήταν μεγαλόσωμος. Φορούσε ένα λαδί μάλλινο μακρύ πανωφόρι που από μέσα άφηνε να φανεί ένα μαύρο πουλόβερ, μπλε τζιν παντελόνι, μαύρα παπούτσια. Ένα πλατύγυρο καπέλο ίδιο χρώμα με το πανωφόρι κάλυπτε το κεφάλι του, και ένα ζευγάρι μεγάλα μαύρα γυαλιά έκρυβαν τα μάτια του.
Στην θέα του άγνωστου αυτού άνδρα πετάχτηκε όρθιος.
-Ποιος είσαι?? Πώς βρέθηκες εδώ?? του φώναξε καθώς τον πλησίασε και γρήγορα βρέθηκε απέναντι του.
-Ποιος είσαι?? Τι θέλεις??
Ο ξένος, που όλη αυτή την ώρα ατάραχος τον κοίταζε επίμονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά σήκωσε το χέρι αργά προς αυτόν, τον έδειξε με τον δείκτη λέγοντάς του με αργή βαριά φωνή.
-Εδώ είναι η οδός Ανθέων 66.??
-Ναι εδώ είναι, τι θέλεις?? αποκρίθηκε ο κύριος
-Άρα, σωστά ήρθα, απάντησε ο άγνωστος χωρίς να αλλάξει τον τόνο της φωνής του η να κουνηθεί στο ελάχιστο.
-Τι λες άνθρωπε μου τι σωστά ήρθες?? Τι....
-Ο ξένος σηκώθηκε από την πολυθρόνα με αργές κινήσεις άπλωσε και πάλι το χέρι προς τον κύριο.
-Ήρθα, ξαναείπε διακόπτοντας τα λόγια του κυρίου και έμεινε όρθιος να τον κοιτάζει
-Τι θα πει ήρθες?? Ποιος είσαι.
Ο ξένος κοίταξε τον κύριο πίσω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά πιο επίμονα, και ίσα στα μάτια.
-Με ξέρεις. Ίσως με ξέχασες, αλλά με ξέρεις.
-Δεν σε ξέρω και δεν θέλω να σε μάθω. Δεν ξέρω πώς κατάφερες να μπεις αλλά φύγε πριν φωνάξω την αστυνομία.
-Όλοι έτσι λέτε. Δεν με γνωρίζεις?? Σίγουρα?? Λοιπόν να συστηθώ, Είμαι ο μεγαλύτερος σου φόβος. Αυτός που γεννήθηκε μαζί σου. Την ίδια στιγμή. Πολλές φορές ξεχνούσες την ύπαρξή μου. Αλλά πάντα υπήρχα και ζούσα μαζί σου. Μέσα σου.
-Δεν ξέρω τι είναι αυτά που μου λες αλλά έχω δουλειά φύγε. Φύγε τώρα.
-Δουλειά?? Τι δουλειά?? Να προσθέσεις και άλλα ΜΗΔΕΝΙΚΆ στην περιουσία σου?? Κακομοίρη μου. Σπουδαία δουλειά.
-Αρκετές βλακείες μου είπες. Τώρα φύγε. Φύγε ΦΥΓΕΕΕΕΕΕΕΕΕ.
-ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. Αυτά λέτε όλοι πριν καταλάβετε τι συμβαίνει. Αλλά όταν καταλαβαίνετε......ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
-Τι εννοείς δηλαδή??
-Να καταλάβεις ότι σήμανε η ώρα σου να φύγεις για το μεγάλο ταξίδι των κόσμων και εγώ ήρθα απλά να σε συνοδεύσω
-Ταξίδι των κόσμων?? Δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά
-Και όμως θα πας, γιατί η ώρα σου ήρθε. Γιαυτό είμαι εδώ. Έλα πάμε.
-Δεν έχω να πάω πουθενά
-Και όμως θα πας
-Άσε μου το χέρι, Μην με τραβάς, σε παρακαλώ άφησέ με. Αν είναι να με πας κάπου άσε με τουλάχιστον να πάρω κάποια πράγματα.
Άπλωσε το χέρι να πάρει το πορτοφόλι του την καμπαρτίνα του και το κινητό του.
-Δεν θα σου χρειαστεί τίποτε από όλα αυτά εκεί που πάμε, είπε ο άγνωστος άνδρας, ενώ ο κύριος τον κοίταξε με απορία.
-Δεν θα μπορέσεις να πάρεις τίποτε μαζί σου Ούτε χρήματα ούτε ρούχα ούτε καν το ίδιο σου το σώμα, γιατί ούτε αυτό στην πραγματικότητα σου ανήκει. Το μόνο που θα μπορέσεις να έχεις να σε συνοδεύει αιώνια είναι οι πράξεις που έχεις μέσα στην ψυχή σου αποθηκευμένες.
-Χαχαχαχαχα, Γέλασε ο κύριος. Σε λίγο θα μου πεις ότι θα με πας στον άλλο κόσμο.
Ο άγνωστος έμεινε να τον κοιτάζει σοβαρός
-Εκεί ακριβώς πρέπει να σε πάω. Σήμανε η ώρα σου βλέπεις.
-Η ώρα μου?? Και εσύ ήρθες να με πάρεις?? Είσαι ο Χάρος??
-Ναι, και εσύ μόλις πέθανες. Πάμε
Ο κύριος χλόμιασε. Ο άγνωστος τον έπιασε από το μπράτσο, και άρχισαν να περπατούν αργά τον μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα της εισόδου.
Ξάφνου ο κύριος σταμάτησε, κάνοντας και τον άγνωστο να σταματήσει.
-Και όλα αυτά τι θα γίνουν?? Όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκα τόσα χρόνια?? Τι θα γίνουν??
-Χώμα. Τού απάντησε ο άγνωστος, Χώμα και νερό.
Έμειναν να κοιτιούνται για λίγα δευτερόλεπτα, Ο άγνωστος άνδρας άρχισε πάλι να περπατά κρατώντας τον κύριο από το μπράτσο ο οποίος ακολουθούσε κοιτώντας συνέχεια πίσω του, ψιθυρίζοντας συνέχεια μια προσευχή, ζητώντας από τον θεό να τον λυπηθεί.
Ακούγοντάς τον ο άγνωστος άνδρας σταμάτησε. Τον κοίταξε άγρια.
-Ζητάς από τον θεό να σε λυπηθεί. Εσύ πότε και ποιόν λυπήθηκες. Πες μου ποιόν και πότε. Κανέναν. Τότε γιατί να σε λυπηθεί ο Θεός?? Πες μου γιατί?? Όσο λυπήθηκες εσύ τους άλλους, άλλο τόσο θα σε λυπηθούν και εκεί πού θα πας
Ο άγνωστος τράβηξε τον κύριο προς την πόρτα. Βρέθηκαν να περπατούν στον κήπο και γρήγορα κατέληξαν να περπατούν στο μεγάλο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι.
Ένα περιπολικό της αστυνομίας ακολουθούμενο από ένα ασθενοφόρο τους προσπέρασαν και σταμάτησαν κοντά τους.
Οι αστυνομικοί, μαζί με τρεις νοσοκόμους τούς πλησίασαν γοργά, άρπαξαν τον άγνωστο άνδρα, τον οδήγησαν στο ασθενοφόρο που έφυγε γρήγορα με αναμμένη σειρήνα ενώ οι αστυνομικοί πλησίασαν τον κύριο.
-Είστε καλά?? τον ρώτησαν.
-Ναι καλά είμαι.
-Ψυχασθενής είναι ο δύστυχος, αλλά άκακος. Θέλετε να σας πάμε κάπου??
-Όχι ευχαριστώ δεν είναι μακριά το σπίτι μου
-Σας έκανε μήπως κάτι άσχημο?? Είστε σίγουρα καλά.
-Ναι καλά είμαι μην ανησυχείτε.
-Μα είστε κάτωχρος, μήπως θέλετε....
-Όχι μην ανησυχείτε είμαι καλά
Ο κύριος γύρισε και άρχισε να περπατά αργά προς το σπίτι του.
Πέρασε την βαριά αυλόπορτα και χάθηκε πίσω από την πόρτα της εισόδου, μέσα στο μεγάλο σπίτι.
Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009
Το καλό κατευόδιο επεισ. 2ο
Είχε περάσει καιρός από εκείνο το περίεργο επεισόδιο με αυτόν τον άνθρωπο που είχε μπει μέσα στο κατάστημα και την είχε αναστατώσει τόσο με την παράξενη επιθυμία του.
Η ρουτίνα της δουλειάς την είχε απορροφήσει και πάλι. Στις ατέλειωτες ώρες σιωπής, όταν κάποια φίλη της δεν την επισκεπτόταν για να της κρατήσει λίγο παρέα, συνήθιζε να ζωγραφίζει είτε ότι έβλεπε να συμβαίνει έξω από την μεγάλη βιτρίνα και της κινούσε το ενδιαφέρων η άλλες φορές εικόνες που σχημάτιζε στον νου της.
Είχε πάρει και τα απαραίτητα σύνεργα πια. Ειδικό μπλοκ και κατάλληλα μολύβια, και όσο περνούσε ο καιρός το αποτέλεσμα ήταν όλο και καλύτερο.
Πολλές φορές, όταν έδειχνε τις ζωγραφιές σε φίλους, της έλεγαν αστειευόμενοι, ότι έπρεπε να πιάσει δουλειά σε γραφείο τελετών για να ανακαλύψει το ταλέντο της στην ζωγραφική, η πάλι άλλες φορές, για να την πειράξουν της έλεγαν ότι την εμπνέει το περιβάλλων!!!!!
Οι μέρες περνούσαν χωρίς κάτι αξιοσημείωτο, ώσπου μια μέρα καθώς καθόταν στο γραφείο της κοιτώντας αδιάφορα έξω, πρόσεξε κάποιον που καθόταν σε ένα τραπεζάκι στην απέναντι καφετέρια. Καθόταν στην καρέκλα που ήταν στραμμένη προς το μέρος της και μπορούσε να βλέπει το πρόσωπό του. Τούς συχνούς θαμώνες τους είχε μάθει πια, μάλιστα κάποιους από αυτούς τους είχε γνωρίσει στις επισκέψεις της για να πάρει καφέ ή όταν μετά την δουλειά καθόταν εκεί για ένα αναψυκτικό και λίγη κουβέντα με την σερβιτόρα που πια είχαν γνωριστεί.
Αυτόν τον έβλεπε για πρώτη φορά. Έμεινε για λίγη ώρα να τον κοιτάζει, αλλά γρήγορα γύρισε στην ζωγραφιά της.
Την επόμενη μέρα κάποια στιγμή πάλι τον είδε, να κάθετε στο ίδιο τραπεζάκι που κατά περίεργο τρόπο είχε μετακινηθεί λίγο, και είχε έρθει ακριβώς απέναντι από την βιτρίνα του γραφείου τελετών με το γνωστό μακάβριο σκηνικό.
Πρόσεξε μάλιστα ότι έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος της, όλο και πιο συχνές όλο και πιο επίμονες, μέχρι που κάποιες φορές έμενε να την κοιτάζει για αρκετή ώρα.
Στην αρχή όταν αυτή γύριζε να τον κοιτάξει αυτός κοιτούσε αλλού, αλλά γρήγορα οι ματιές τους συναντήθηκαν και έμειναν να κοιτάζονται.
Το τηλέφωνο χτύπησε, και μετά από λίγο στο γραφείο είχαν έρθει οι τεθλιμμένοι συγγενείς για τα διαδικαστικά της τελετής. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να έρθει πάλι η συνηθισμένη ηρεμία, και να μείνει μόνη.
Κοίταξε απέναντι. Το τραπεζάκι ήταν άδειο
Την επόμενη μέρα αυτός πάλι εκεί, στο γνώριμο τραπεζάκι να πίνει τον καφέ του και να την κοιτάζει συνέχεια για ώρα πολύ, όμως και εκείνη τον κοίταζε. Κάποια στιγμή αυτός σηκώθηκε, πλήρωσε και έφυγε ρίχνοντας της μια τελευταία ματιά. Αυτό, να ανταλλάσσουν ματιές, συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες, κάποιες φορές δε έμεναν να κοιτάζονται για ώρα, χωρίς όμως κανένας από τους δυο να κάνει κάποια άλλη κίνηση.
Κάποια στιγμή εκείνης της ήρθε μια ιδέα, και την επόμενη μέρα την έβαλε σε εφαρμογή.
Όταν εκείνος ήρθε και κάθισε στο συνηθισμένο πια τραπεζάκι και άρχισε να την κοιτάζει, εκείνη έβγαλε το μπλοκ της ζωγραφικής, τα μολύβια της και άρχισε να ζωγραφίζει, εκείνον, το τραπεζάκι που καθόταν το γερμένο δέντρο από πίσω, τον φανοστάτη τα διακοσμητικά κάγκελα που χώριζαν το πάρκο από το πεζοδρόμιο. Κάθε τόσο τον κοίταζε και πρόσθετε μολυβιές πάνω στο χαρτί.
Λίγο λίγο η ζωγραφιά άρχισε να παίρνει την τελική της μορφή. Λίγο ακόμα και θα τελείωνε.
Σήκωσε το κεφάλι της να πάρει από την εικόνα ένα ακόμα μέρος για να το αποτυπώσει με το μολύβι της στο χαρτί, αλλά το τραπεζάκι ήταν άδειο. Εκείνος είχε φύγει.
Την επόμενη μέρα την ώρα που συνήθως ερχόταν, εκείνη ήταν έτοιμη. Είχε βγάλει το μπλοκ και τα μολύβια μπροστά πάνω στο γραφείο και τον περίμενε να έρθει να καθίσει στο τραπεζάκι, να αρχίσει να την κοιτάζει.
Εκείνος όμως δεν ήρθε. Στο τραπεζάκι εκείνο κάθονταν άλλες παρέες και εκείνος δεν φαινόταν πουθενά.
Εκείνη κάθε τόσο κοιτούσε προς το τραπεζάκι, αλλά τίποτε. Σηκώθηκε από το γραφείο, πήγε στην πόρτα να δει μήπως και επειδή το τραπεζάκι ήταν πιασμένο είχε καθίσει σε άλλο, αλλά όχι, αυτός δεν ήταν εκεί.
Την επόμενη μέρα αυτή πάλι τον περίμενε, αλλά αυτός δεν ήρθε. Την ώρα που κλείδωνε την πόρτα του μαγαζιού, έριξε μια τελευταία ματιά μήπως τον δει, χωρίς αποτέλεσμα.
Έμεινε για λίγο να κοιτάζει το άδειο τραπεζάκι και ένα αίσθημα έλλειψης άρχισε να γεννιέται μέσα στην ψυχή της, ίδιο με αυτό που γεννιέται από την απουσία κάποιου αγαπημένου προσώπου.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή, και δεν θα πήγαινε στο γραφείο. Η μέρα της πέρασε ευχάριστα με την παρέα της και ξέχασε για λίγο αυτό που είχε συμβεί τις προηγούμενες μέρες. Το βράδυ λίγο πριν πέσει για ύπνο έριξε μια ματιά στην τσάντα της. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε από μέσα το μπλοκ ιχνογραφίας. Έριξε μια ματιά στην μισοτελειωμένη ζωγραφιά, εκείνου του αγνώστου που την κοίταζε τόσο επίμονα όλες αυτές τις μέρες χωρίς να κάνει τίποτε περισσότερο. Θα έρθει αύριο, ήταν η σκέψη που πέρασε από το μυαλό της. Θα έρθει??
Η Δευτέρα ξημέρωσε. Εκείνη ετοιμάστηκε και πήγε στην δουλειά της. Η μέρα φαινόταν το ίδιο ήσυχη όπως και οι περισσότερες μέρες, εκείνη όμως έμενε με το ερώτημα που όσο περνούσε η ώρα γινόταν κάτι σαν αγωνία. Θα έρθει??
Κάθε τόσο κοιτούσε προς το τραπεζάκι αλλά αυτός δεν φαινόταν. Διάφορες παρέες εναλλάσσονταν στις καρέκλες γύρω από αυτό κάθε τόσο αλλά αυτός δεν ερχόταν. Εκείνη κάθε τόσο έβγαινε στην πόρτα με την ελπίδα ότι θα τον δει κάπου, αλλά τίποτε.
Η ώρα πέρασε, εκείνη μάζεψε τα πράγματά της, έριξε μια τελευταία ματιά στο φύλλο με την μισοτελειωμένη ζωγραφιά.
-Μάλλον δεν θα τελειώσεις ποτέ, είπε, έβαλε το μπλοκ στην τσάντα της πήρε τα κλειδιά, πήγε προς την πόρτα, κλείδωσε και γύρισε να φύγει.
Σταμάτησε απότομα όταν τον είδε να στέκεται και να την κοιτάζει. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν δεν ήταν μισό μέτρο.
-Καλησπέρα. Ήρθα να σου δώσω αυτό της είπε, απλώνοντας συγχρόνως το χέρι του που κρατούσε ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο.
-Ευχαριστώ, είναι πολύ όμορφο.
-Ξέρεις, συνέχισε εκείνος, τα λουλούδια αυτού του είδους πάντα δωρίζονται μαζί με κάτι άλλο.
-Τι????
Ένοιωσε το χέρι του να περνά γύρω από την μέση της και τα χείλη του να ακουμπούν τα δικά της.
Εκείνη, για εκείνο το δευτερόλεπτο που τα χείλη τους ήταν ενωμένα έκλεισε τα μάτια και ευχόταν να μην τελειώσει πότε αυτή η στιγμή. Όταν εκείνος την άφησε και γύρισε να φύγει εκείνη του άρπαξε το χέρι.
-Μην φεύγεις. Περίμενε.
Εκείνος την κοίταξε, ξαναπέρασε πάλι το χέρι του γύρω από την μέση της και τα χείλη τους ενώθηκαν για περισσότερο αυτή την φορά.
Έφυγαν μαζί, με εκείνη στο ένα χέρι να κρατά το τριαντάφυλλο και με το άλλο να κρατά εκείνον.
Η ρουτίνα της δουλειάς την είχε απορροφήσει και πάλι. Στις ατέλειωτες ώρες σιωπής, όταν κάποια φίλη της δεν την επισκεπτόταν για να της κρατήσει λίγο παρέα, συνήθιζε να ζωγραφίζει είτε ότι έβλεπε να συμβαίνει έξω από την μεγάλη βιτρίνα και της κινούσε το ενδιαφέρων η άλλες φορές εικόνες που σχημάτιζε στον νου της.
Είχε πάρει και τα απαραίτητα σύνεργα πια. Ειδικό μπλοκ και κατάλληλα μολύβια, και όσο περνούσε ο καιρός το αποτέλεσμα ήταν όλο και καλύτερο.
Πολλές φορές, όταν έδειχνε τις ζωγραφιές σε φίλους, της έλεγαν αστειευόμενοι, ότι έπρεπε να πιάσει δουλειά σε γραφείο τελετών για να ανακαλύψει το ταλέντο της στην ζωγραφική, η πάλι άλλες φορές, για να την πειράξουν της έλεγαν ότι την εμπνέει το περιβάλλων!!!!!
Οι μέρες περνούσαν χωρίς κάτι αξιοσημείωτο, ώσπου μια μέρα καθώς καθόταν στο γραφείο της κοιτώντας αδιάφορα έξω, πρόσεξε κάποιον που καθόταν σε ένα τραπεζάκι στην απέναντι καφετέρια. Καθόταν στην καρέκλα που ήταν στραμμένη προς το μέρος της και μπορούσε να βλέπει το πρόσωπό του. Τούς συχνούς θαμώνες τους είχε μάθει πια, μάλιστα κάποιους από αυτούς τους είχε γνωρίσει στις επισκέψεις της για να πάρει καφέ ή όταν μετά την δουλειά καθόταν εκεί για ένα αναψυκτικό και λίγη κουβέντα με την σερβιτόρα που πια είχαν γνωριστεί.
Αυτόν τον έβλεπε για πρώτη φορά. Έμεινε για λίγη ώρα να τον κοιτάζει, αλλά γρήγορα γύρισε στην ζωγραφιά της.
Την επόμενη μέρα κάποια στιγμή πάλι τον είδε, να κάθετε στο ίδιο τραπεζάκι που κατά περίεργο τρόπο είχε μετακινηθεί λίγο, και είχε έρθει ακριβώς απέναντι από την βιτρίνα του γραφείου τελετών με το γνωστό μακάβριο σκηνικό.
Πρόσεξε μάλιστα ότι έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος της, όλο και πιο συχνές όλο και πιο επίμονες, μέχρι που κάποιες φορές έμενε να την κοιτάζει για αρκετή ώρα.
Στην αρχή όταν αυτή γύριζε να τον κοιτάξει αυτός κοιτούσε αλλού, αλλά γρήγορα οι ματιές τους συναντήθηκαν και έμειναν να κοιτάζονται.
Το τηλέφωνο χτύπησε, και μετά από λίγο στο γραφείο είχαν έρθει οι τεθλιμμένοι συγγενείς για τα διαδικαστικά της τελετής. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να έρθει πάλι η συνηθισμένη ηρεμία, και να μείνει μόνη.
Κοίταξε απέναντι. Το τραπεζάκι ήταν άδειο
Την επόμενη μέρα αυτός πάλι εκεί, στο γνώριμο τραπεζάκι να πίνει τον καφέ του και να την κοιτάζει συνέχεια για ώρα πολύ, όμως και εκείνη τον κοίταζε. Κάποια στιγμή αυτός σηκώθηκε, πλήρωσε και έφυγε ρίχνοντας της μια τελευταία ματιά. Αυτό, να ανταλλάσσουν ματιές, συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες, κάποιες φορές δε έμεναν να κοιτάζονται για ώρα, χωρίς όμως κανένας από τους δυο να κάνει κάποια άλλη κίνηση.
Κάποια στιγμή εκείνης της ήρθε μια ιδέα, και την επόμενη μέρα την έβαλε σε εφαρμογή.
Όταν εκείνος ήρθε και κάθισε στο συνηθισμένο πια τραπεζάκι και άρχισε να την κοιτάζει, εκείνη έβγαλε το μπλοκ της ζωγραφικής, τα μολύβια της και άρχισε να ζωγραφίζει, εκείνον, το τραπεζάκι που καθόταν το γερμένο δέντρο από πίσω, τον φανοστάτη τα διακοσμητικά κάγκελα που χώριζαν το πάρκο από το πεζοδρόμιο. Κάθε τόσο τον κοίταζε και πρόσθετε μολυβιές πάνω στο χαρτί.
Λίγο λίγο η ζωγραφιά άρχισε να παίρνει την τελική της μορφή. Λίγο ακόμα και θα τελείωνε.
Σήκωσε το κεφάλι της να πάρει από την εικόνα ένα ακόμα μέρος για να το αποτυπώσει με το μολύβι της στο χαρτί, αλλά το τραπεζάκι ήταν άδειο. Εκείνος είχε φύγει.
Την επόμενη μέρα την ώρα που συνήθως ερχόταν, εκείνη ήταν έτοιμη. Είχε βγάλει το μπλοκ και τα μολύβια μπροστά πάνω στο γραφείο και τον περίμενε να έρθει να καθίσει στο τραπεζάκι, να αρχίσει να την κοιτάζει.
Εκείνος όμως δεν ήρθε. Στο τραπεζάκι εκείνο κάθονταν άλλες παρέες και εκείνος δεν φαινόταν πουθενά.
Εκείνη κάθε τόσο κοιτούσε προς το τραπεζάκι, αλλά τίποτε. Σηκώθηκε από το γραφείο, πήγε στην πόρτα να δει μήπως και επειδή το τραπεζάκι ήταν πιασμένο είχε καθίσει σε άλλο, αλλά όχι, αυτός δεν ήταν εκεί.
Την επόμενη μέρα αυτή πάλι τον περίμενε, αλλά αυτός δεν ήρθε. Την ώρα που κλείδωνε την πόρτα του μαγαζιού, έριξε μια τελευταία ματιά μήπως τον δει, χωρίς αποτέλεσμα.
Έμεινε για λίγο να κοιτάζει το άδειο τραπεζάκι και ένα αίσθημα έλλειψης άρχισε να γεννιέται μέσα στην ψυχή της, ίδιο με αυτό που γεννιέται από την απουσία κάποιου αγαπημένου προσώπου.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή, και δεν θα πήγαινε στο γραφείο. Η μέρα της πέρασε ευχάριστα με την παρέα της και ξέχασε για λίγο αυτό που είχε συμβεί τις προηγούμενες μέρες. Το βράδυ λίγο πριν πέσει για ύπνο έριξε μια ματιά στην τσάντα της. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε από μέσα το μπλοκ ιχνογραφίας. Έριξε μια ματιά στην μισοτελειωμένη ζωγραφιά, εκείνου του αγνώστου που την κοίταζε τόσο επίμονα όλες αυτές τις μέρες χωρίς να κάνει τίποτε περισσότερο. Θα έρθει αύριο, ήταν η σκέψη που πέρασε από το μυαλό της. Θα έρθει??
Η Δευτέρα ξημέρωσε. Εκείνη ετοιμάστηκε και πήγε στην δουλειά της. Η μέρα φαινόταν το ίδιο ήσυχη όπως και οι περισσότερες μέρες, εκείνη όμως έμενε με το ερώτημα που όσο περνούσε η ώρα γινόταν κάτι σαν αγωνία. Θα έρθει??
Κάθε τόσο κοιτούσε προς το τραπεζάκι αλλά αυτός δεν φαινόταν. Διάφορες παρέες εναλλάσσονταν στις καρέκλες γύρω από αυτό κάθε τόσο αλλά αυτός δεν ερχόταν. Εκείνη κάθε τόσο έβγαινε στην πόρτα με την ελπίδα ότι θα τον δει κάπου, αλλά τίποτε.
Η ώρα πέρασε, εκείνη μάζεψε τα πράγματά της, έριξε μια τελευταία ματιά στο φύλλο με την μισοτελειωμένη ζωγραφιά.
-Μάλλον δεν θα τελειώσεις ποτέ, είπε, έβαλε το μπλοκ στην τσάντα της πήρε τα κλειδιά, πήγε προς την πόρτα, κλείδωσε και γύρισε να φύγει.
Σταμάτησε απότομα όταν τον είδε να στέκεται και να την κοιτάζει. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν δεν ήταν μισό μέτρο.
-Καλησπέρα. Ήρθα να σου δώσω αυτό της είπε, απλώνοντας συγχρόνως το χέρι του που κρατούσε ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο.
-Ευχαριστώ, είναι πολύ όμορφο.
-Ξέρεις, συνέχισε εκείνος, τα λουλούδια αυτού του είδους πάντα δωρίζονται μαζί με κάτι άλλο.
-Τι????
Ένοιωσε το χέρι του να περνά γύρω από την μέση της και τα χείλη του να ακουμπούν τα δικά της.
Εκείνη, για εκείνο το δευτερόλεπτο που τα χείλη τους ήταν ενωμένα έκλεισε τα μάτια και ευχόταν να μην τελειώσει πότε αυτή η στιγμή. Όταν εκείνος την άφησε και γύρισε να φύγει εκείνη του άρπαξε το χέρι.
-Μην φεύγεις. Περίμενε.
Εκείνος την κοίταξε, ξαναπέρασε πάλι το χέρι του γύρω από την μέση της και τα χείλη τους ενώθηκαν για περισσότερο αυτή την φορά.
Έφυγαν μαζί, με εκείνη στο ένα χέρι να κρατά το τριαντάφυλλο και με το άλλο να κρατά εκείνον.
Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009
Μπορεί και παραμύθι, μπορεί και όχι
Μία φορά και ένα καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια στα βάθη της Κίνας βρισκόταν ένα χωριό. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την γεωργία, με την καλλιέργεια ρυζιού οι περισσότεροι, ενώ κάποιοι ήταν έμποροι άλλοι κτηνοτρόφοι άλλοι τεχνίτες. Κάθε μέρα πήγαιναν στις δουλειές τους και το βράδυ κουρασμένοι πάντα περνούσαν από το τεϊοποτείο στην πλατεία του χωριού, για να δουν τους φίλους τους, να μιλήσουν να μάθουν τα νέα τους, να αστειευτούν, πριν πάνε σπίτια τους να κοιμηθούν για την επόμενη κουραστική μέρα.
Οι κάτοικοι του χωριού αυτού δεν ήταν πλούσιοι, μα είχαν το σπίτι τους και ένα πιάτο φαγητό γι' αυτούς και για την οικογένειά τους.
Όπως σε όλα τα χωριά υπήρχαν οι γκρίνιες οι τσακωμοί αλλά ο καλός τους δήμαρχος πάντα έβαζε με δίκαιο τρόπο τα πράγματα στην θέση τους, και όλα κυλούσαν ομαλά στην μικρή αυτή κοινωνία.
Κοντά στο χωριό μας λοιπόν ήταν και η μεγάλη πόλη που εκεί ζούσε ο άρχοντας της περιοχής που ήταν ένας καλός κυβερνήτης καθώς επίσης και ένας πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας, που από πάντα κοιτούσε αχόρταγα το χωριό και τα χωράφια των κατοίκων του. Όμως ήξερε ότι ο άρχοντας δεν δεχόταν καμία συζήτηση. Καταγόταν και αυτός από οικογένεια χωρικών και συμπαθούσε τους κατοίκους του χωριού. Και έτσι ο πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας έμενε με την όρεξη.
Ο καιρός περνούσε. Οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν ευτυχισμένοι. Το έδαφος ήταν καλό βλέπεις και οι σοδειές εξαιρετικές.
Κάποτε ο άρχοντας γέρασε και πέθανε, και την διοίκηση της περιοχής ανέλαβε ο γιος του.
Αυτός μεγαλωμένος μέσα στα πλούτη, δεν ήταν μαθημένος στην σκληρή δουλειά, την προσπάθεια να φτάσεις κάπου, κάτι που ο πατέρας του ήξερε πολύ καλά, ούτε βέβαια είχε αναμνήσεις από φτωχά νεανικά χρόνια. Ακολουθούσε βέβαια την πολιτική του πατέρα του, προσλαμβάνοντας όμως και διορίζοντας ακριβοπληρωμένους συμβούλους σε κάθε θέση να ασχολούνται αυτοί με τα διάφορα θέματα για να μην σκοτίζετε αυτός πολύ πολύ. Αυτοί πάλι βρήκαν την ευκαιρία και πολλές φορές τον συμβούλευαν να κάνει πράγματα πού ευνοούσαν τους εαυτούς τους και μόνο. Ο γιος κυβερνήτης ζούσε την ζωή του μέσα στο μεγαλόπρεπο παλάτι του και ούτε ήξερε που βρίσκετε το μικρό χωριό ούτε τον ενδιέφερε κάτι άλλο πέρα από την προσωπική του καλοπέραση. Γι' αυτόν τα πάντα ήταν χρήμα, αυτό που θα του εξασφάλιζε την πολυτελή, άνετη ζωή, που είχε μάθει και ζούσε.
Κάποτε ο άρχοντας της γειτονικής επαρχίας του πρότεινε να ενώσουν τις επαρχίες τους να έχει αυτός την εξουσία και στις δυο επαρχίες, και σαν αντάλλαγμα να του δώσει μερίδιο από τα κέρδη από τις πωλήσεις ρυζιού και μια μεγάλη ποσότητα χρυσού.
Ο άρχοντας σκέφτηκε, ότι τα ανταλλάγματα ήταν καλά και δέχθηκε.
Φεύγοντας αποχαιρέτησε με ένα γράμμα τους υπηκόους του, που δεν ξανάκουσαν τίποτε γι' αυτόν.
Οι κάτοικοι του χωριού ανησύχησαν μόλις άκουσαν το νέο. Οι δυο επαρχίες μια?? Και πώς θα ήταν ο νέος άρχοντας?? Θα κυβερνούσε όπως ο προηγούμενος?? Θα ήταν και με αυτόν όπως και πριν, ήσυχοι να δουλεύουν και να προκόβουν και οι ίδιοι και η επαρχία??
Τον πρώτο καιρό δεν έγινε καμιά αλλαγή στην ζωή τους. Το μόνο που άκουγαν ήταν ότι ο νέος τους άρχοντας άλλαξε κάποιους από τους συμβούλους βάζοντας ανθρώπους της προτίμησής του, κάτι όμως που δεν είχε επηρεάσει μέχρι τότε την ζωή τους.
Μία μέρα ο πλούσιος γαιοκτήμονας, που ήθελε τα χωράφια των κατοίκων του χωριού να τα κάνει δικά του, βρήκε την ευκαιρία πήγε στον νέο άρχοντα, και του πρότεινε να δώσει σε εκείνον τα χωράφια του χωριού καθώς και το χωριό για να καλλιεργήσει αυτός την γη υποσχόμενος να παράγει πολύ περισσότερο ρύζι, έτσι θα είχε περισσότερα κέρδη απ' ότι είχε μέχρι τώρα.
Ο νέος άρχοντας ήταν άπληστος και μόλις άκουσε περισσότερα κέρδη συμφώνησε αμέσως.
Την άλλη μέρα στην πλατεία του χωριού ένας αγγελιοφόρος κολλούσε την διαταγή του άρχοντα.
Οι κάτοικοι πανικοβλήθηκαν. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τα σπίτια τους και τα χωράφια τους δεν ήταν πλέον δικά τους. Τι θα έκαναν πώς θα ζούσαν?? Η διαταγή έγραφε ότι υπήρχαν δουλειές στη πόλη και αν ήθελαν να πάνε εκεί, αλλά εδώ ζούσαν, αυτοί και οι οικογένειές τους. Πώς μπορούσαν να αφήσουν τον τόπο τους. και τι είδους δουλειές θα έβρισκαν στην πόλη??
Έτρεξαν όλοι στον δήμαρχο. Να δουν τι θα κάνουν.
Ο δήμαρχος τους καθησύχασε. Πηγαίνετε στις δουλειές σας και στις οικογένειές σας, τους είπε. Θα πάω να δω τη γίνετε. Θα μιλήσω στον άρχοντα.
Όταν γύρισε είπε στους κατοίκους ότι ο μέγας συμβουλάτορας του άρχοντα, που μίλησε μαζί του, τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα γκρεμιστεί το χωριό, και οι κάτοικοι θα μπορούν να παραμείνουν στα σπίτια τους και να έχουν την γη τους αν καταφέρουν να βγάλουν περισσότερο ρύζι.
Αυτοί έκαναν ότι ήταν δυνατό, δουλεύοντας πάρα πολύ σκληρά.
Η παραγωγή αυξήθηκε. Όλοι πίστεψαν για μια στιγμή, ότι κατάφερναν να χορτάσουν την απληστία του άρχοντα, ότι το χωριό τους σώθηκε και θα μπορούσαν να μείνουν στον τόπο τους.
Ως που μια μέρα κλήθηκε στην πόλη από τον μέγα συμβουλάτορα του άρχοντα ο δήμαρχος του χωριού.
Όταν γύρισε αυτός από την πόλη πίσω στο χωριό, τους ανακοίνωσε ότι είχε διαταχθεί να εγκαταλείψει την επαρχεία, ότι δεν ήταν πια δήμαρχος και το χειρότερο ότι όλοι το συντομότερο έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους ώστε το χωριό να γίνει και αυτό χωράφια και ότι όλη η γη θα παραχωρούνταν στον πλούσιο γαιοκτήμονα, που στο μεταξύ είχε πάει πάλι στον άρχοντα, όπου είχε διαβάλλει τον δήμαρχο και τους κατοίκους του χωριού, ότι τον κλέβουν στους φόρους, και ότι αν του παραχωρούσε την γη εκείνη, θα παρήγαγε την τριπλή ποσότητα απ' ότι τώρα και ο άρχοντας θα κέρδιζε τα τριπλά.
Η νέα διαταγή έπεσε σαν κεραυνός. Οι κάτοικοι του χωριού κλείστηκαν στα σπίτια τους, έπρεπε να αποφασίσουν τι θα κάνουν.
Κανένας δεν κυκλοφορούσε εκείνη την νύχτα στους δρόμους του, που επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ήταν για αυτούς μια νύχτα θλίψης, για το χωριό τους που θα έχαναν, και νύχτα αποφάσεων για το τι θα έκαναν στο μέλλων. Ο ουρανός σαν να τους συμπονούσε σκεπάστηκε με μαύρα βαριά σύννεφα και άφησε μια ψιλή βροχούλα να πέφτει στο έδαφος, σαν δάκρυα.
Την άλλη μέρα κανένας γεωργός δεν πήγε στα χωράφια. Ούτε στα εργαστήρια κανένας τεχνίτης, ούτε κανένας άλλος στην δουλειά του. Όλοι μαζεύτηκαν στην πλατεία. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και ανακοίνωναν την απόφαση που είχε πάρει ο κάθε ένας. Άλλοι είχαν αποφασίσει να φύγουν από την επαρχεία για άλλα μακρινά μέρη, και άλλοι θα πήγαιναν στην πόλη. Σιγά σιγά μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και λίγες μέρες μετά μαζεύτηκαν πάλι, κουβαλώντας τώρα μπόγους και μπαούλα, στην πλατεία του χωριού.
Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο κρατώντας ένα κομμάτι χαρτί και με ένα μολύβι ζωγράφιζαν το ωραίο τους χωριό που σε λίγο δεν θα υπήρχε πια. Μια ζωγραφιά που ήθελαν να έχουν πάντα μαζί τους όπου και αν πάνε. Αντάλλαξαν ενθύμια ο ένας με τον άλλο. Κανένας δεν ήθελε να ξεχάσει και έκαναν ότι μπορούσαν γι' αυτό
Λίγο λίγο, ένας ένας έπαιρνε την οικογένειά του τα υπάρχοντά του και χανόταν στο βάθος του δρόμου, μέχρι που το χωριό ερήμωσε. Μόνος κάτοικος πια ο άνεμος που σφυρίζοντας γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι, χτυπώντας τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα, και κάποια αγρίμια που βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στα άδεια σπίτια, λίγο πριν αυτά ισοπεδωθούν.
Όμως οι κάτοικοι του μικρού χωριού πότε δεν το ξέχασαν, ούτε αυτό ούτε τους φίλους που έχασαν.
Κάποιες στιγμές, όταν από κάποια εικόνα η ήχο οι αναμνήσεις τους ξυπνούν, γυρίζουν προς τα εκεί που ήταν το αγαπημένο τους χωριό που χάθηκε, θύμα της ΑΡΡΩΣΤΗΜΈΝΗΣ ΑΠΛΗΣΤΊΑΣ κάποιον ανθρώπων (?) και θυμούνται, με ένα τραγούδι, τις ομορφιές του.
Οι κάτοικοι του χωριού αυτού δεν ήταν πλούσιοι, μα είχαν το σπίτι τους και ένα πιάτο φαγητό γι' αυτούς και για την οικογένειά τους.
Όπως σε όλα τα χωριά υπήρχαν οι γκρίνιες οι τσακωμοί αλλά ο καλός τους δήμαρχος πάντα έβαζε με δίκαιο τρόπο τα πράγματα στην θέση τους, και όλα κυλούσαν ομαλά στην μικρή αυτή κοινωνία.
Κοντά στο χωριό μας λοιπόν ήταν και η μεγάλη πόλη που εκεί ζούσε ο άρχοντας της περιοχής που ήταν ένας καλός κυβερνήτης καθώς επίσης και ένας πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας, που από πάντα κοιτούσε αχόρταγα το χωριό και τα χωράφια των κατοίκων του. Όμως ήξερε ότι ο άρχοντας δεν δεχόταν καμία συζήτηση. Καταγόταν και αυτός από οικογένεια χωρικών και συμπαθούσε τους κατοίκους του χωριού. Και έτσι ο πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας έμενε με την όρεξη.
Ο καιρός περνούσε. Οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν ευτυχισμένοι. Το έδαφος ήταν καλό βλέπεις και οι σοδειές εξαιρετικές.
Κάποτε ο άρχοντας γέρασε και πέθανε, και την διοίκηση της περιοχής ανέλαβε ο γιος του.
Αυτός μεγαλωμένος μέσα στα πλούτη, δεν ήταν μαθημένος στην σκληρή δουλειά, την προσπάθεια να φτάσεις κάπου, κάτι που ο πατέρας του ήξερε πολύ καλά, ούτε βέβαια είχε αναμνήσεις από φτωχά νεανικά χρόνια. Ακολουθούσε βέβαια την πολιτική του πατέρα του, προσλαμβάνοντας όμως και διορίζοντας ακριβοπληρωμένους συμβούλους σε κάθε θέση να ασχολούνται αυτοί με τα διάφορα θέματα για να μην σκοτίζετε αυτός πολύ πολύ. Αυτοί πάλι βρήκαν την ευκαιρία και πολλές φορές τον συμβούλευαν να κάνει πράγματα πού ευνοούσαν τους εαυτούς τους και μόνο. Ο γιος κυβερνήτης ζούσε την ζωή του μέσα στο μεγαλόπρεπο παλάτι του και ούτε ήξερε που βρίσκετε το μικρό χωριό ούτε τον ενδιέφερε κάτι άλλο πέρα από την προσωπική του καλοπέραση. Γι' αυτόν τα πάντα ήταν χρήμα, αυτό που θα του εξασφάλιζε την πολυτελή, άνετη ζωή, που είχε μάθει και ζούσε.
Κάποτε ο άρχοντας της γειτονικής επαρχίας του πρότεινε να ενώσουν τις επαρχίες τους να έχει αυτός την εξουσία και στις δυο επαρχίες, και σαν αντάλλαγμα να του δώσει μερίδιο από τα κέρδη από τις πωλήσεις ρυζιού και μια μεγάλη ποσότητα χρυσού.
Ο άρχοντας σκέφτηκε, ότι τα ανταλλάγματα ήταν καλά και δέχθηκε.
Φεύγοντας αποχαιρέτησε με ένα γράμμα τους υπηκόους του, που δεν ξανάκουσαν τίποτε γι' αυτόν.
Οι κάτοικοι του χωριού ανησύχησαν μόλις άκουσαν το νέο. Οι δυο επαρχίες μια?? Και πώς θα ήταν ο νέος άρχοντας?? Θα κυβερνούσε όπως ο προηγούμενος?? Θα ήταν και με αυτόν όπως και πριν, ήσυχοι να δουλεύουν και να προκόβουν και οι ίδιοι και η επαρχία??
Τον πρώτο καιρό δεν έγινε καμιά αλλαγή στην ζωή τους. Το μόνο που άκουγαν ήταν ότι ο νέος τους άρχοντας άλλαξε κάποιους από τους συμβούλους βάζοντας ανθρώπους της προτίμησής του, κάτι όμως που δεν είχε επηρεάσει μέχρι τότε την ζωή τους.
Μία μέρα ο πλούσιος γαιοκτήμονας, που ήθελε τα χωράφια των κατοίκων του χωριού να τα κάνει δικά του, βρήκε την ευκαιρία πήγε στον νέο άρχοντα, και του πρότεινε να δώσει σε εκείνον τα χωράφια του χωριού καθώς και το χωριό για να καλλιεργήσει αυτός την γη υποσχόμενος να παράγει πολύ περισσότερο ρύζι, έτσι θα είχε περισσότερα κέρδη απ' ότι είχε μέχρι τώρα.
Ο νέος άρχοντας ήταν άπληστος και μόλις άκουσε περισσότερα κέρδη συμφώνησε αμέσως.
Την άλλη μέρα στην πλατεία του χωριού ένας αγγελιοφόρος κολλούσε την διαταγή του άρχοντα.
Οι κάτοικοι πανικοβλήθηκαν. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τα σπίτια τους και τα χωράφια τους δεν ήταν πλέον δικά τους. Τι θα έκαναν πώς θα ζούσαν?? Η διαταγή έγραφε ότι υπήρχαν δουλειές στη πόλη και αν ήθελαν να πάνε εκεί, αλλά εδώ ζούσαν, αυτοί και οι οικογένειές τους. Πώς μπορούσαν να αφήσουν τον τόπο τους. και τι είδους δουλειές θα έβρισκαν στην πόλη??
Έτρεξαν όλοι στον δήμαρχο. Να δουν τι θα κάνουν.
Ο δήμαρχος τους καθησύχασε. Πηγαίνετε στις δουλειές σας και στις οικογένειές σας, τους είπε. Θα πάω να δω τη γίνετε. Θα μιλήσω στον άρχοντα.
Όταν γύρισε είπε στους κατοίκους ότι ο μέγας συμβουλάτορας του άρχοντα, που μίλησε μαζί του, τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα γκρεμιστεί το χωριό, και οι κάτοικοι θα μπορούν να παραμείνουν στα σπίτια τους και να έχουν την γη τους αν καταφέρουν να βγάλουν περισσότερο ρύζι.
Αυτοί έκαναν ότι ήταν δυνατό, δουλεύοντας πάρα πολύ σκληρά.
Η παραγωγή αυξήθηκε. Όλοι πίστεψαν για μια στιγμή, ότι κατάφερναν να χορτάσουν την απληστία του άρχοντα, ότι το χωριό τους σώθηκε και θα μπορούσαν να μείνουν στον τόπο τους.
Ως που μια μέρα κλήθηκε στην πόλη από τον μέγα συμβουλάτορα του άρχοντα ο δήμαρχος του χωριού.
Όταν γύρισε αυτός από την πόλη πίσω στο χωριό, τους ανακοίνωσε ότι είχε διαταχθεί να εγκαταλείψει την επαρχεία, ότι δεν ήταν πια δήμαρχος και το χειρότερο ότι όλοι το συντομότερο έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους ώστε το χωριό να γίνει και αυτό χωράφια και ότι όλη η γη θα παραχωρούνταν στον πλούσιο γαιοκτήμονα, που στο μεταξύ είχε πάει πάλι στον άρχοντα, όπου είχε διαβάλλει τον δήμαρχο και τους κατοίκους του χωριού, ότι τον κλέβουν στους φόρους, και ότι αν του παραχωρούσε την γη εκείνη, θα παρήγαγε την τριπλή ποσότητα απ' ότι τώρα και ο άρχοντας θα κέρδιζε τα τριπλά.
Η νέα διαταγή έπεσε σαν κεραυνός. Οι κάτοικοι του χωριού κλείστηκαν στα σπίτια τους, έπρεπε να αποφασίσουν τι θα κάνουν.
Κανένας δεν κυκλοφορούσε εκείνη την νύχτα στους δρόμους του, που επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ήταν για αυτούς μια νύχτα θλίψης, για το χωριό τους που θα έχαναν, και νύχτα αποφάσεων για το τι θα έκαναν στο μέλλων. Ο ουρανός σαν να τους συμπονούσε σκεπάστηκε με μαύρα βαριά σύννεφα και άφησε μια ψιλή βροχούλα να πέφτει στο έδαφος, σαν δάκρυα.
Την άλλη μέρα κανένας γεωργός δεν πήγε στα χωράφια. Ούτε στα εργαστήρια κανένας τεχνίτης, ούτε κανένας άλλος στην δουλειά του. Όλοι μαζεύτηκαν στην πλατεία. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και ανακοίνωναν την απόφαση που είχε πάρει ο κάθε ένας. Άλλοι είχαν αποφασίσει να φύγουν από την επαρχεία για άλλα μακρινά μέρη, και άλλοι θα πήγαιναν στην πόλη. Σιγά σιγά μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και λίγες μέρες μετά μαζεύτηκαν πάλι, κουβαλώντας τώρα μπόγους και μπαούλα, στην πλατεία του χωριού.
Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο κρατώντας ένα κομμάτι χαρτί και με ένα μολύβι ζωγράφιζαν το ωραίο τους χωριό που σε λίγο δεν θα υπήρχε πια. Μια ζωγραφιά που ήθελαν να έχουν πάντα μαζί τους όπου και αν πάνε. Αντάλλαξαν ενθύμια ο ένας με τον άλλο. Κανένας δεν ήθελε να ξεχάσει και έκαναν ότι μπορούσαν γι' αυτό
Λίγο λίγο, ένας ένας έπαιρνε την οικογένειά του τα υπάρχοντά του και χανόταν στο βάθος του δρόμου, μέχρι που το χωριό ερήμωσε. Μόνος κάτοικος πια ο άνεμος που σφυρίζοντας γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι, χτυπώντας τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα, και κάποια αγρίμια που βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στα άδεια σπίτια, λίγο πριν αυτά ισοπεδωθούν.
Όμως οι κάτοικοι του μικρού χωριού πότε δεν το ξέχασαν, ούτε αυτό ούτε τους φίλους που έχασαν.
Κάποιες στιγμές, όταν από κάποια εικόνα η ήχο οι αναμνήσεις τους ξυπνούν, γυρίζουν προς τα εκεί που ήταν το αγαπημένο τους χωριό που χάθηκε, θύμα της ΑΡΡΩΣΤΗΜΈΝΗΣ ΑΠΛΗΣΤΊΑΣ κάποιον ανθρώπων (?) και θυμούνται, με ένα τραγούδι, τις ομορφιές του.
Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009
Αναμνήσεις με θέα
Ήταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. Εκείνος ετοίμασε τον καφέ του και με την κούπα στο χέρι κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος βασίλευε γεμίζοντας την φύση αποχρώσεις του κόκκινου.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι τυλιγμένος στο χοντρό μπουφάν , χώθηκε στά μαξιλάρια της μεγάλης ξύλινης κούνιας και κοίταξε την θέα της πόλης που απλωνόταν μπροστά του, βαμμένη στά χρώματα της δύσης.
Ρούφηξε μια γουλιά καφέ, και γέμισε τα πνευμόνια του καπνό τσιγάρου.
Ο καπνός του τσιγάρου που έκαιγε δίπλα του, καθώς συναντούσε τον καπνό που άδειαζε από μέσα του σχημάτιζε σχήματα που έμοιαζαν φιγούρες χρωματισμένες από τα χρώματα της δύσης που ανακαλούσαν αναμνήσεις παλιές, βαθιά θαμμένες στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Κοίταξε προς την πόλη που απλωνόταν μπροστά του. Κάπου εκεί. Ναι κάπου μέσα σε αυτή την πόλη πρέπει να ζει. Εκεί, κάπου εκεί πρέπει να είναι ο δρόμος, ο σταθμός του μετρό που άρχισαν όλα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό που πήγαινε στην δουλειά του.
Εκεί την είδε, όχι ιδιαιτέρα ψηλή, καστανή με μακριά σπαστά μαλλιά, και μεγάλα λαμπερά μάτια, τυλιγμένη σε ένα χοντρό πανωφόρι να την προστατεύει από το κρύο. Την κοιτούσε σαν χαμένος, και όταν την είδε να τον πλησιάζει ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του.
-Συγνώμη, μήπως ξέρετε πώς θα πάω.....είμαι καινούργια στην περιοχή και δεν την ξέρω καλά.
Εκείνος λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, και με κόπο κρατήθηκε όρθιος. Της έδωσε τις πληροφορίες που ζητούσε και δεν άργησαν να πιάσουν την κουβέντα, έμαθε ότι μετακόμισε πρόσφατα στήν περιοχή, ότι κάθε πρωί θα παίρνει το μετρό από αυτό τον σταθμό την ίδια ώρα..
Έφτασε στην δουλειά του χαζογελώντας, κάτι που οι συνάδελφοί του δεν άφησαν ασχολίαστο. Αυτός όμως ήξερε, και οι συνάδελφοί του μάλλον κατάλαβαν.
Την άλλη μέρα, όπως και τις επόμενες, την συνηθισμένη ώρα, συναντιόνταν στην αποβάθρα του σταθμού, Εκείνος πάντα την πλησίαζε την καλημέριζε και άρχιζαν να μιλούν να χαζογελούν μέχρι που εκείνη κατέβαινε στον σταθμό που έπρεπε και αυτός συνέχιζε μέχρι την δουλειά του. Η παρουσία της ήταν γι' αυτόν κάτι σαν γλυκό ναρκωτικό που του ήταν απαραίτητο κάθε μέρα για να συνεχίσει να ζει. Κάποιες φορές μάλιστα κατέβαινε στον ίδιο σταθμό με εκείνη μόνο και μόνο για να μείνει λίγο ακόμα μαζί της,χωρίς να νοιάζεται αν θα αργήσει στήν δική του δουλειά. Της είχε ζητήσει αρκετές φορές να βγουν αλλά εκείνη είχε αποφύγει να δεχθεί αλλά δεν του είχε αρνηθεί κιόλας, της είχε δώσει το τηλέφωνό του. Εκείνη το είχε πάρει αποφεύγοντας έντεχνα να του δώσει το δικό της.
Δεν πειράζει, σκεφτόταν, αφού δεν με αποφεύγει κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα δεχθεί να βγούμε.
Ένα Σάββατο βράδυ που βγήκε για ένα ποτό σε ένα μπαράκι κοντά στο σπίτι του την είδε στο μπαρ
να κάθετε μόνη σε ένα σκαμπό με ένα ποτήρι θολό νερό στο χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του γι' αυτή την ανέλπιστη συνάντηση, πήγε και κάθισε δίπλα της. Μιλούσαν για πολύ ώρα. Όταν εκείνη σηκώθηκε να φύγει, εκείνος την ακολούθησε, όταν βγήκαν έξω εκείνος την πήρε στήν αγκαλιά του. Ήθελε απεγνωσμένα να νιώσει την ζεστασιά της ανάσας της, την αίσθηση της την γεύση της, την θέρμη του κορμιού της. Ακούμπησε τα χείλια του στά δικά της. Την πήρε από το χέρι και την πήγε σπίτι του. Ήθελε τόσο πολύ να την κάνει δική του, κατά δική του, όχι μόνο για μια νύχτα, αλλά ήθελε να μείνει κοντά του να του προσφέρει με την παρουσία της αυτή την γλυκιά αίσθηση που ένοιωθε κάθε φορά που την έβλεπε, και ήθελε τόσο πολύ να της χαρίζει κάθε μέρα ένα καλό λόγο για να είναι χαρούμενη, να χαμογελά. Ναι ήταν πανέμορφη όταν χαμογελούσε.
Η επόμενη μέρα ανέτειλε, οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν την κρεβατοκάμαρά του. Άνοιξε τα μάτια του τεντώθηκε, γύρισε να την δει, όμως η θέση δίπλα του ήταν άδεια. Είχε φύγει. Τίποτε δικό της δεν ήταν εκεί εκτός, ίσως από το λεπτό άρωμά της, που του γέμιζε τα ρουθούνια. Τι έγινε?? Γιατί έφυγε?? Αυτό το ερώτημα τον βασάνιζε για όλη την υπόλοιπη μέρα
Την επόμενη μέρα ήταν στην ώρα του στον σταθμό του μετρό. Ήθελε να την δει να την ρωτήσει να της εξηγήσει, να την αγκαλιάσει ξανά. Η ώρα περνούσε, αυτή όμως δεν εμφανιζόταν. Την περίμενε πάνω από μια ώρα, αυτή όμως δεν εμφανίστηκε, ούτε την επόμενη ούτε την μεθεπόμενη μέρα. Εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί και είχε αναστατώσει την ήσυχη μέχρι τότε, ζωή του. Ο καιρός περνούσε, η ανάμνησή της άρχισε να ξεθωριάζει μέχρι που σχεδόν είχε χαθεί, η ζωή του γύρισε στους κανονικού της ρυθμούς.
Μία μέρα, αρκετό καιρό από τότε, περπατούσε σε μια περιοχή κοντά στο σπίτι του, απ' όπου περνούσε σπάνια. Μια λεπτή κοριτσίστικη φωνούλα τον έκανε να γυρίσει να κοιτάξει σε ένα μπαλκόνι της πολυκατοικίας που υψωνόταν δίπλα στον δρόμο
-Μαμά θέλω κι άλλο, μπισκοτάκι, ξαν΄ ακούστηκε η φωνούλα.
Και τότε την είδε. Βγήκε βιαστική με ένα μπισκότο στο χέρι το έδωσε στο κοριτσάκι το φίλησε στά μαλλιά και ξαναμπήκε βιαστική μέσα στο διαμέρισμα.
Έμεινε να κοιτά σαν χαζός προς το μπαλκόνι μια το κοριτσάκι που βουτούσε το μπισκότο στο περιεχόμενο της κούπας και μια την ανοιχτή μπαλκονόπορτα απ' που είχε βγει εκείνη. Μα γιατί δεν του είχε πει ποτέ τίποτε?? Γιατί?? Αν το ήξερε.
Το κοριτσάκι τον είδε, σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε κουνώντας το γρήγορα δεξιά και αριστερά. Εκείνος έκανε το ίδιο. Γύρισε πάλι μπροστά και άρχισε να περπατά, γρήγορα απομακρύνθηκε από εκεί.
Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα τον πλημμύρισε, κάτι μεταξύ ντροπής και απογοήτευσης.
Δεν ξαναπέρασε ποτέ από εκεί, δεν την ξαναείδε ποτέ.
Χωμένος μέσα στά μαξιλάρια της κούνιας στο μπαλκόνι του, τράβηξε μια ακόμα γουλιά από τον καφέ του, πλημμυρισμένος από το ίδιο απροσδιόριστο συναίσθημα. Το κρύο δυνάμωσε, σηκώθηκε με την κούπα στο χέρι, προχώρησε προς την πόρτα, λίγο πριν χαθεί μέσα στο διαμέρισμά του, έριξε μια τελευταία ματιά στήν, γεμάτη φώτα πια πόλη.
Να είσαι ευτυχισμένη, ψιθύρισε.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι τυλιγμένος στο χοντρό μπουφάν , χώθηκε στά μαξιλάρια της μεγάλης ξύλινης κούνιας και κοίταξε την θέα της πόλης που απλωνόταν μπροστά του, βαμμένη στά χρώματα της δύσης.
Ρούφηξε μια γουλιά καφέ, και γέμισε τα πνευμόνια του καπνό τσιγάρου.
Ο καπνός του τσιγάρου που έκαιγε δίπλα του, καθώς συναντούσε τον καπνό που άδειαζε από μέσα του σχημάτιζε σχήματα που έμοιαζαν φιγούρες χρωματισμένες από τα χρώματα της δύσης που ανακαλούσαν αναμνήσεις παλιές, βαθιά θαμμένες στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Κοίταξε προς την πόλη που απλωνόταν μπροστά του. Κάπου εκεί. Ναι κάπου μέσα σε αυτή την πόλη πρέπει να ζει. Εκεί, κάπου εκεί πρέπει να είναι ο δρόμος, ο σταθμός του μετρό που άρχισαν όλα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό που πήγαινε στην δουλειά του.
Εκεί την είδε, όχι ιδιαιτέρα ψηλή, καστανή με μακριά σπαστά μαλλιά, και μεγάλα λαμπερά μάτια, τυλιγμένη σε ένα χοντρό πανωφόρι να την προστατεύει από το κρύο. Την κοιτούσε σαν χαμένος, και όταν την είδε να τον πλησιάζει ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του.
-Συγνώμη, μήπως ξέρετε πώς θα πάω.....είμαι καινούργια στην περιοχή και δεν την ξέρω καλά.
Εκείνος λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, και με κόπο κρατήθηκε όρθιος. Της έδωσε τις πληροφορίες που ζητούσε και δεν άργησαν να πιάσουν την κουβέντα, έμαθε ότι μετακόμισε πρόσφατα στήν περιοχή, ότι κάθε πρωί θα παίρνει το μετρό από αυτό τον σταθμό την ίδια ώρα..
Έφτασε στην δουλειά του χαζογελώντας, κάτι που οι συνάδελφοί του δεν άφησαν ασχολίαστο. Αυτός όμως ήξερε, και οι συνάδελφοί του μάλλον κατάλαβαν.
Την άλλη μέρα, όπως και τις επόμενες, την συνηθισμένη ώρα, συναντιόνταν στην αποβάθρα του σταθμού, Εκείνος πάντα την πλησίαζε την καλημέριζε και άρχιζαν να μιλούν να χαζογελούν μέχρι που εκείνη κατέβαινε στον σταθμό που έπρεπε και αυτός συνέχιζε μέχρι την δουλειά του. Η παρουσία της ήταν γι' αυτόν κάτι σαν γλυκό ναρκωτικό που του ήταν απαραίτητο κάθε μέρα για να συνεχίσει να ζει. Κάποιες φορές μάλιστα κατέβαινε στον ίδιο σταθμό με εκείνη μόνο και μόνο για να μείνει λίγο ακόμα μαζί της,χωρίς να νοιάζεται αν θα αργήσει στήν δική του δουλειά. Της είχε ζητήσει αρκετές φορές να βγουν αλλά εκείνη είχε αποφύγει να δεχθεί αλλά δεν του είχε αρνηθεί κιόλας, της είχε δώσει το τηλέφωνό του. Εκείνη το είχε πάρει αποφεύγοντας έντεχνα να του δώσει το δικό της.
Δεν πειράζει, σκεφτόταν, αφού δεν με αποφεύγει κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα δεχθεί να βγούμε.
Ένα Σάββατο βράδυ που βγήκε για ένα ποτό σε ένα μπαράκι κοντά στο σπίτι του την είδε στο μπαρ
να κάθετε μόνη σε ένα σκαμπό με ένα ποτήρι θολό νερό στο χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του γι' αυτή την ανέλπιστη συνάντηση, πήγε και κάθισε δίπλα της. Μιλούσαν για πολύ ώρα. Όταν εκείνη σηκώθηκε να φύγει, εκείνος την ακολούθησε, όταν βγήκαν έξω εκείνος την πήρε στήν αγκαλιά του. Ήθελε απεγνωσμένα να νιώσει την ζεστασιά της ανάσας της, την αίσθηση της την γεύση της, την θέρμη του κορμιού της. Ακούμπησε τα χείλια του στά δικά της. Την πήρε από το χέρι και την πήγε σπίτι του. Ήθελε τόσο πολύ να την κάνει δική του, κατά δική του, όχι μόνο για μια νύχτα, αλλά ήθελε να μείνει κοντά του να του προσφέρει με την παρουσία της αυτή την γλυκιά αίσθηση που ένοιωθε κάθε φορά που την έβλεπε, και ήθελε τόσο πολύ να της χαρίζει κάθε μέρα ένα καλό λόγο για να είναι χαρούμενη, να χαμογελά. Ναι ήταν πανέμορφη όταν χαμογελούσε.
Η επόμενη μέρα ανέτειλε, οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν την κρεβατοκάμαρά του. Άνοιξε τα μάτια του τεντώθηκε, γύρισε να την δει, όμως η θέση δίπλα του ήταν άδεια. Είχε φύγει. Τίποτε δικό της δεν ήταν εκεί εκτός, ίσως από το λεπτό άρωμά της, που του γέμιζε τα ρουθούνια. Τι έγινε?? Γιατί έφυγε?? Αυτό το ερώτημα τον βασάνιζε για όλη την υπόλοιπη μέρα
Την επόμενη μέρα ήταν στην ώρα του στον σταθμό του μετρό. Ήθελε να την δει να την ρωτήσει να της εξηγήσει, να την αγκαλιάσει ξανά. Η ώρα περνούσε, αυτή όμως δεν εμφανιζόταν. Την περίμενε πάνω από μια ώρα, αυτή όμως δεν εμφανίστηκε, ούτε την επόμενη ούτε την μεθεπόμενη μέρα. Εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί και είχε αναστατώσει την ήσυχη μέχρι τότε, ζωή του. Ο καιρός περνούσε, η ανάμνησή της άρχισε να ξεθωριάζει μέχρι που σχεδόν είχε χαθεί, η ζωή του γύρισε στους κανονικού της ρυθμούς.
Μία μέρα, αρκετό καιρό από τότε, περπατούσε σε μια περιοχή κοντά στο σπίτι του, απ' όπου περνούσε σπάνια. Μια λεπτή κοριτσίστικη φωνούλα τον έκανε να γυρίσει να κοιτάξει σε ένα μπαλκόνι της πολυκατοικίας που υψωνόταν δίπλα στον δρόμο
-Μαμά θέλω κι άλλο, μπισκοτάκι, ξαν΄ ακούστηκε η φωνούλα.
Και τότε την είδε. Βγήκε βιαστική με ένα μπισκότο στο χέρι το έδωσε στο κοριτσάκι το φίλησε στά μαλλιά και ξαναμπήκε βιαστική μέσα στο διαμέρισμα.
Έμεινε να κοιτά σαν χαζός προς το μπαλκόνι μια το κοριτσάκι που βουτούσε το μπισκότο στο περιεχόμενο της κούπας και μια την ανοιχτή μπαλκονόπορτα απ' που είχε βγει εκείνη. Μα γιατί δεν του είχε πει ποτέ τίποτε?? Γιατί?? Αν το ήξερε.
Το κοριτσάκι τον είδε, σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε κουνώντας το γρήγορα δεξιά και αριστερά. Εκείνος έκανε το ίδιο. Γύρισε πάλι μπροστά και άρχισε να περπατά, γρήγορα απομακρύνθηκε από εκεί.
Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα τον πλημμύρισε, κάτι μεταξύ ντροπής και απογοήτευσης.
Δεν ξαναπέρασε ποτέ από εκεί, δεν την ξαναείδε ποτέ.
Χωμένος μέσα στά μαξιλάρια της κούνιας στο μπαλκόνι του, τράβηξε μια ακόμα γουλιά από τον καφέ του, πλημμυρισμένος από το ίδιο απροσδιόριστο συναίσθημα. Το κρύο δυνάμωσε, σηκώθηκε με την κούπα στο χέρι, προχώρησε προς την πόρτα, λίγο πριν χαθεί μέσα στο διαμέρισμά του, έριξε μια τελευταία ματιά στήν, γεμάτη φώτα πια πόλη.
Να είσαι ευτυχισμένη, ψιθύρισε.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)