Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Σελίδα 123

Μετά από τις δύο απανωτές προσκλήσεις από την Meniek και την Genna, δεν μπορώ να αρνηθώ να παίξω σε αυτό το blogοπαίχνιδο, αφού είμαι κυκλωμένος και δεν μπορώ να ξεφύγω. (αστειάκι)
Το βιβλίο πού διαβάζω αυτόν τον καιρό είναι μακριά και αφού η βιβλιοθήκη είναι δίπλα μου αποφασίζω να πάρω ένα από εκεί ποιό όμως. Το αφήνω στην τύχη.
Φωνάζω την ανιψιά μου και της ζητώ να πει έναν αριθμό, όχι πολύ μεγάλο.
Μου λέει "14"
Μετράω τα βιβλία μου την βιβλιοθήκη και το 14 ο βιβλίο είναι ένα πού είχα διαβάσει πολύ παλιά και τώρα τρώει σκόνη στο ράφι.
Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΆ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΈΑ ο τίτλος.
Το ανοίγω στην σελίδα 123 και βρίσκω το σημείο απ' όπου πρέπει να αρχίσω σύμφωνα με τον "κανονισμό"
Ν' αφήνεις την Ρώμη τον Απρίλη είναι σαν να πεθαίνεις.
Ο Ζαν-Πόλ, ο Φράνκο και η Λάουρα έχουν γίνει μικρές κουκκίδες. Εγώ γέρνω στό παράθυρο και φωνάζω σαν το κορίτσι απο το Ορβιέτο :" Δεν πάω πουθενάαααα!" Μα τό τρένο είναι πιά μακριά κι ο θόρυβος πού κάνουν οι ρόδες του παίρνουν την φωνή μου και θαρρείς την τσαλαπατάνε σε κάθε στροφή τους.
Ποιός είπε πώς "καλύτερα να κλαίς στην ρολς ρόις, παρά στό μετρό"? Η μαρί-Σαντάλ, η μαντάμ Σουσού του Παρισιού. Ψέματα είναι. Καλήτερα να κλαίς στην τρίτη θέση στό τρένο, ανάμεσα στους στρατιώτες, παρά στό βαγκόν-λι ολομόναχη, ξαπλωμένη σε μιά μαλακιά κουκέτα.
Οι στρατιώτες φωνάζουν, γελούνε, πίνουν κιάντι από μπουκάλες ντυμένες με ψάθα. Επιμένουν να πιω και εγώ.
Ρωτάνε αν αποχωρίστικα τόν αρραβωνιαστικό μου. Απαντάνε οι ίδιοι. Κάνει καλό ο λόγος αποχωρισμός. Κι αν ακόμα μ' αφήσει για πάντα, να μήν στεναχωριέμαι. Θα βρω καλύτερον.
Του ενός η αδερφή, που την άφησε ο αρραβωνιαστικός της ο τσαγκάρης, κι αυτή έσκασε στό κλάμα κι αδυνάτησε πέντε κιλά, βρήκε μετά ένα συμβολαιογράφο και ζεί ζωή χαρισάμενη.
Ως και ηλεκτρική σκούπα της αγόρασε, και την πήρε με τό φουστάνι που φορούσε.
Τί καλά που κάθομαι ανάμεσα στούς στρατιώτες πού φλυαρούν.................
Αυτή είναι η συμετοχή μου σε αυτό το παιχνίδι.
Καλή Κυριακή

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Where the wild roses grow

Ο ήλιος χαμήλωνε και κοκκίνιζε, ο ουρανός γέμιζε με αποχρώσεις του κόκκινου σε όλη του την έκταση.
Το φως λιγόστευε, και το δάσος άρχισε να σκοτεινιάζει.
Κοντά στο μικρό ποτάμι που διέσχιζε το έδαφος στις παρυφές του δάσους υπήρχε ένα πλατύ ξέφωτο που δέσποζε ένας μεγάλος πλάτανος.
Το ξέφωτο ήταν γεμάτο αγριοτριανταφιλλιές που του έδιναν ένα έντονο κόκκινο χρώμα και το γέμιζαν με υπέροχες μυρωδιές.
Εκείνη στεκόταν καθισμένη οκλαδών στή όχθη του μικρού ποταμού, τόσο κοντά που οι άκρες των ποδιών της σχεδόν άγγιζαν το νερό που έτρεχε.
Το αριστερό της χέρι ήταν κάθετα με το σώμα της, κρατούσε τον αγκώνα του δεξιού της χεριού, και με την δεξιά της παλάμη στήριζε το γερμένο, προς αυτή, κεφάλι της.
Φορούσε ένα φανελένιο ολόσωμο φόρεμα με τιραντάκια στο πάνω μέρος που άφηναν λίγο να φανεί η κάτασπρη κακάθαρη ίσια πλάτη της και το υπέροχο μπούστο της, ενώ από κάτω αποκαλύπτονταν δύο καλλίγραμμα πόδια που κάθε γυναίκα θα τα ζήλευε, τα μακριά της μαύρα μαλλιά έπεφταν στους ώμους της και στο πρόσωπο της.
Το φόρεμα ήταν λευκό, διακοσμημένο με πολύχρωμα μικρά μπουκετάκια σπαρμένα σε όλη την επιφάνεια του, η μυρωδιά της, μυρωδιά άγριου τριαντάφυλλου.
Καθόταν εκεί ώρα πολύ χωρίς να κινηθεί καθόλου, Ο ήλιος που έδυε συνέχιζε να διακοσμεί την πλάση με τα κόκκινα ροζ και πορφυρά χρώματα, βάφοντας και αυτή με ένα απαλό θεϊκό ροζ δημιουργώντας μια μοναδική εικόνα που κάθε ζωγράφος θα τη ζήλευε.......
Ο ήλιος που έδυε φώτιζε με τα χρώματα του ολόγυρα, το λευκό κτίριο του νοσοκομείου είχε πάρει ένα πορφυρό χρώμα.
Το νοσοκομειακό αυτοκίνητο μπήκε με ταχύτητα μέσα στον περίβολο και σταμάτησε μπροστά στήν πόρτα των επιγόντων, οι νοσοκόμοι κατέβηκαν βιαστικά από το αυτοκίνητο, άνοιξαν τις πίσω πόρτες, τράβηξαν με δύναμη το φορείο, που πάνω του βρισκόταν μια κοπέλα.
Φορούσε ένα λευκό φανελένιο φόρεμα με τιραντάκια,διακοσμημένο με μικρά πολύχρωμα μπουκετάκια, που άφηνε να διαγραφεί το καλλίγραμμο μπούστο της, μακρύ μέχρι λίγο πιο πάνω από το γόνατο, αφήνε να φανούν τα υπέροχα πόδια της, που κάθε γυναίκα θα ζήλευε, τα πυκνά μαύρα μαλλιά ανακατεμένα πάνω στο λευκό σεντόνι, μαξιλάρι στο κεφάλι της.
Μέσα από την διάφανη μάσκα οξυγόνου, φαίνονταν τα κατακόκκινα χείλια της και το μισόκλειστο στόμα της άφηνε να φανούν τα κατάλευκα δόντια της, η μυρωδιά της μυρωδιά από άγριο τριαντάφυλλο.
Το ένα της χέρι ήταν απλωμένο ενώ το άλλο ήταν σφιγμένο γροθιά κρατώντας κάτι καλά φυλαγμένο.
Βγήκαν, άλλοι δυό νοσοκόμοι να βοηθήσουν, έπιασαν τό φορείο όλοι μαζί και κατευθύνθηκαν βιαστικά προς την πόρτα, εκείνη την στιγμή το χέρι της κοπέλας , που μέχρι τότε ήταν σφιγμένο σαν γροθιά άνοιξε και ένα χαρτί έπεσε κάτω, οι τέσσερις άντρες με το φορείο έσπρωξαν βιαστικά την πόρτα πέρασαν τον διάδρομο και μπήκαν σε μια αίθουσα, μετέφεραν την κοπέλα από το φορείο του ασθενοφόρου σε ένα κρεβάτι.
Γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό έπεσαν επάνω της εξετάζοντας την, κάθε τόσο ζητούσαν εργαλεία, φάρμακα, και ότι άλλο χρειάζονταν, οι νοσοκόμες έτρεχαν βιαστικά να τα φέρουν...........
Ο ήλιος χαμήλωσε και άλλο, εκείνη εκεί, ακίνητη. Τα χρώματα ζωήρεψαν, ομίχλη άρχισε σιγά σιγά να σκεπάζει τα πάντα σαν ένα λευκό αραχνοΰφαντο τούλι.
Εκείνη με αργές κινήσεις σηκώθηκε όρθια, με αργά πουπουλένια βήματα κατευθύνθηκε προς τα εκεί που ήταν τα αγριοτριαντάφυλλα αυτά μόλις την είδαν να πλησιάζει μάζεψαν τα αγκάθια τους και χαμήλωσαν υποκληνόμενα στήν θεϊκή ομορφιά της, εκείνη περνούσε μέ αργά βήματα ανάμεσα τους με τα χέρια απλωμένα αγγίζοντας τα τρυφερά, χαρίζοντας τους το χάδι της και κείνα ευχαριστώντας την, της χάριζαν λίγη από την μυρωδιά τους........
Ο ήλιος χαμήλωσε και άλλο, ζωηρεύοντας τά χρώματα που έβαφε την φύση και το λευκό κτίριο του νοσοκομείου, που μέσα του οι γιατροί και οι νοσοκόμες
προσπαθούσαν να σώσουν την κοπέλα με το λευκό φόρεμα, από τον θάνατο που σαν παράφρον εραστής προσπαθούσε να την κάνει δική του.
Η φωνή ενός γιατρού ακούστηκε, “ Στο χειρουργείο γρήγορα, δεν έχουμε χρόνο".
Ετοιμάστηκαν όλοι και μπήκαν στο χειρουργείο για μια αμφίρροπη μάχη, με το μοιραίο που φαινόταν αναπόφευκτο........
Ο ήλιος χαμήλωσε ακόμα περισσότερο, άρχισε να χάνετε πίσω από τά βουνά που φαίνονταν στον ορίζοντα, τα χρώματα ζωήρεψαν το φώς λιγόστεψε.
Εκείνη τρυγίριζε ακόμα ανάμεσα στά αγριοτριαντάφυλλα με τα χέρια απλωμένα, χαιδέυοντάς τα, η ομίχλη πύκνωνε, γινόταν σαν μια διάφανη κουρτίνα, αραιή στον κήπο με τα τριαντάφυλλα και πυκνότερη εκεί που άρχιζαν τα δένδρα να πυκνώνουν.
Εκείνη άλλαξε κατεύθυνση, περπατούσε τώρα με αργά σταθερά, σχεδών χορευτικά, μπαμπακένια βήματα, με τα χέρια ακόμα απλωμένα, μοιράζοντας χάδια στά τριαντάφυλλα, προς την πλευρά που τα δένδρα πύκνωναν και η ομίχλη γινόταν πυκνότερη και φάνταζε σαν μια λευκοκοκκινη αυλαία, χρωματισμένη και αυτή από τα χρώματα πού ό ήλιος έβαφε την φύση καθώς εδυε, που χώριζε τον κόσμο των ηθοποιών από αυτόν των θεατών.
Αυτή συνέχισε να προχωρά με τα χέρια ανοιχτά ανάμεσα στά δένδρα που όλο πύκνωναν.
Άφησε την ομίχλη να την τυλίξει σαν ένας λευκός μανδύας μέχρι που η μορφή της έγινε όλο και ποιό δυσδιάκριτη όσπου χάθηκε μέσα στο δάσος και την ομίχλη που όλο και πύκνωνε.........
Ο ήλιος χαμήλωσε και άλλο, άρχισε να χάνεται πίσω από τα βουνά που φαίνονταν στον ορίζοντα, στο νοσοκομείο, άναψαν τα φώτα, μέσα στο χειρουργείο η μάχη συνεχιζόταν, μέχρι που κάποια στιγμή η πράσινη γραμμή στήν οθόνη έγινε ευθεία και ο ήχος συνεχείς και ίδιος.
Έγιναν μερικές ακόμα προσπάθειες να την επαναφέρουν αλλά μάταια.
Οι δύο γιατροί βγήκαν από το χειρουργείο έβγαλαν τα γάντια τις μάσκες και τα καλήματα κεφαλής, πήγαν στον αυτόματο πωλητή πήραν από έναν ζεστό καφέ και μπήκαν μέσα σε ένα γραφείο.
Ο μεγαλύτερος κάθισε στήν καρέκλα του γραφείου και ο άλλος, ο νεότερος κάθισε απέναντή του, τράβηξε μια γουλιά από τον καφέ του άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Είχε πια νυχτώσει για τα καλά, και είχε αρχίσει ένα ψιλοβρόχι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, γύρισε προς τον νεότερο συνάδελφο του τον κοίταξε.
-Δεν ήθελε να ζήσει. Δεν είχε ζωή μέσα της, είχε πεθάνει θαρρείς πολύ πριν την φέρουν εδώ.
-Έλα μην στεναχωριέσαι, ούτος η άλλος το σκορ είναι 5-1, μια χαρά, εγώ είμαι ευχαριστημένος.
-Εγώ θα ήμουν αν ήταν 6-0, αλλά μην κάθεσε άλλο, άντε πήγαινε σπίτι σου, άντε
-Εσύ δεν θα φύγεις???
-Θα μείνω λίγο να ηρεμήσω και θα φύγω και εγώ.
Πήγε ντύθηκε και άρχισε να περπατά προς την πόρτα των επιγόντων, βγήκε έξω, ασυναίσθητα κοίταξε κάτω, είδε ένα χαρτάκι, το πήρε και άρχισε να διαβάζει αυτό που ήταν γραμμένο.
“ Αγάπη μου.
Σε αποκαλώ έτσι γιατί αυτό πραγματικά ήσουν, είσαι, για εμένα.
Στο είχα πει, δεν ήσουν απλά ένας έρωτας, ήσουν τα πάντα, η ζωή μου η ίδια.
Τό ήξερες ότι αν έφευγες θα πέθαινα, το ήξερες.
Εφυγες όμως παίρνοντας μαζί σου το πιο πολύτιμο δώρο που έκανε ο θεός σε εμένα.
Την ζωή.
Έφυγες και ας ήξερες.
Έφυγες......Πεθαίνω....”
Όση ώρα διάβαζε, μια μυρωδιά του ερχόταν, πλησίασε τό χαρτί στό πρόσοπό του, μύριζε, άγριο τριαντάφυλλο, κοίταξε προς την πόρτα, γύρισε και ξαναμπήκε μέσα, περπάτησε μέσα σε μακριούς διαδρόμους και βρήκε την νεκρή κοπέλα με το λευκό φόρεμα, ο χώρος είχε μυρωδιά άγριου τριανταφυλλου, πλησίασε το άψυχο κορμί της κοπέλας, έβαλε το χαρτί μέσα στήν παλάμη και γύρισε τα δάκτυλα από πάνω της.
-Το μυστικό σου, έχασες το μυστικό σου, ψιθύρισε.
Γύρισε και έφυγε, βγήκε βιαστικά από την πόρτα μπήκε στο αυτοκίνητο του και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του.
-Τελικά πραγματικά δεν είχε ζωή μέσα της, όχι δεν είχε, ψιθύρισε οδηγώντας.









Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Η σοκολάτα

Γύρισε από την δουλειά του πτώμα στήν κούραση, μπήκε στο σπίτι έβγαλε το μπουφάν του και κάθισε στον καναπέ, άναψε ένα τσιγάρο και άνοιξε το ραδιόφωνο.
Έπαιζε ερωτιάρικα τραγούδια και ο εκφωνητής έκανε συνέχεια αφιερώσεις για την ημέρα των ερωτευμένων 14/2 γαρ.
-Δεν μας παρατάτε μεσημεριάτικα, μονολόγησε και το ξαναέκλεισε, μωρέ όρεξη που την έχουν.
Έβαλε ένα CD και άραξε να καπνίσει το τσιγάρο του με την μουσική που αυτός είχε διαλέξει.
-Ας τσιμπήσουμε κάτι ψιθύρισε και πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε τό φαγητό που είχε μαγειρέψει από την προηγούμενη και το έβαλε στον φούρνο μικροκυμμάτων, καθώς έκλεινε την πόρτα του ψυγείου από ένα ντουλαπάκι ακούστηκε ένας ελαφρύς θόρυβος.
Απόρησε, δεν θυμόταν να είχε βάλει κάτι εκεί, ξαν'άνοιξε το ψυγείο και άνοιξε το ντουλαπάκι, από μέσα του έβγαλε μια μεγάλη σοκολάτα με κόκκινο άσπρο περιτύλιγμα γεμάτο καρδούλες. Χαμογέλασε, Η σοκολάτα, αυτή που είχε πάρει δώρο για την ημέρα των ερωτευμένων στην κοπέλα που τα είχε μέχρι πέρυσι τέτοιο καιρό ξεχασμένη μέσα στό νουλαπάκι του ψυγείου.
Κράτησε την σοκολάτα μέ τα δυό χέρια από τίς άκρες.
-Η σοκολάτα της, ψιθύρισε.
Θυμίθηκε εκείνη την μέρα.
Γύριζε από την δουλειά του, σκεφτόταν τη να πάρει στήν καλή του, για αυτή την μέρα. Πριν πάει σπίτι πέρασε από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς να πάρει τσιγάρα, είδε τις σοκολάτες μέσα στό ψυγείο του μαγαζιού.
-Θα της πάρω μια, σκέφτικε, μιάς και ήξερε πόσο της άρεσαν, θα της πάρω και μερικά τριαντάφυλλα και μετά.....
Έκανε σχέδια γι'αυτή την μέρα, προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι πολύ καλό, να περάσουν όμορφα αυτός και αυτή.
Γύρισε σπίτι του, έκανε ένα μπάνιο έφαγε και ξάπλωσε για λίγο, η ώρα πέρασε.
Κοίταξε το ρολόι του, η ώρα πλησίαζε 5 το απόγευμα.
Την πήρε τηλέφωνο, της είπε να βγουν.
-Αχ είμαι κουρασμένη, είχα πολύ δουλειά στο γραφείο, του απάντησε.
-Καλά, δεν πειράζει, θα τα πούμε μια άλλη φορά.
-Ναι αλλά ξέρεις, βλέπω ότι δεν ταιριάζουμε και καλύτερα να σταματήσουμε εδώ.
-Γιατί το λες αυτό????
Άρχισε να του αριθμεί τα πράγματα που δεν της άρεσαν σε αυτόν, και κυρίος επικεντρώθηκε σε πράγματα υλικά, θέματα περιτυλίγματος, και βέβαια δεν παρέληψε να δώσει και δυό δυνατά χαστούκια στο παιδί που αυτός έκρυβε μέσα του.
Αυτός την άκουγε ήρεμος.
Μόλις αυτή του είπε αυτά που είχε να του πει, αυτός άρχισε να της μιλάει.
-Κατ' αρχή σε άκουσα που είπες πολλές φορές “όλες οι γυναίκες”, μπορώ να μάθω πότε σε διόρισαν εκπρόσωπο τους όλες οι γυναίκες????
Αυτή μάσησε τα λόγια της “Ε ναι και τέλος πάντων”
-Η συμπεριφορά σου, προς εμένα, αγαπητή μου είχε περάσει προ πολλού τα όρια τής απρέπειας και μπορούσε να χαρακτηριστεί, άνετα αγενέστατη, γιατί όταν κάποιος σου λέει καλημέρα, με όποιων τρόπο, ηλεκτρονικό η φυσικό, εσύ μάλλον πρέπει να του απαντήσεις και όχι να τον αγνοείς, παρ όλα αυτά, εγώ σε δικαιολογούσα σκεφτόμενος το σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα που σου προέκειψε.
Τέλος πάντων, να ξέρεις ότι, αν ήξερα από την αρχή ότι αυτά θα έβλεπες σε εμένα δεν θα είχα επιδιώξει ποτέ αυτή την σχέση. Θα την απέρριπτα αμέσως ακόμα και σαν αμυδρή πιθανότητα. Ευτυχώς που μου έδειξες τώρα ποιά είσαι, της είπε πριν κλείσει το τηλέφωνο.
Έψαξε να δει πως ένιωθε, μάλλον ανακούφιση, που τελείωσε μια εκκρεμότητα
Λίγο μετά, θυμάται, είχε πάρει τηλέφωνο την φίλη του την Άννα.
-Σοβαρά, του είχε πεί εκείνη, και στο έλεγα καιρό τώρα, ρίχτης πέντε φάσκελα, καλά την είχα καταλάβει......... τί σου είπε?????? Αυτά είναι μαλακίες, ρε δεν ευχαριστείς τον θεό που σε γλίτωσε απ' αυτή.
Κάθησε και σκέφτικε αρκετά εκείνη την μέρα, σκέφτικε τό παρελθών, σκέφτικε πολύ και πολλά, πήρε τις αποφάσεις του.
Μετά λίγες εβδομάδες του είπε ένα φιλικό του ζευγάρι για μια κοπέλα που ήθελαν να του γνωρίσουν.
Αρνήθηκε, “δεν θέλω πια” τους είχε πει, “δεν με απασχολεί το ζήτημα, και όχι δεν θα αλλάξω γνώμη, δεν με ενδιαφερεί πιά, δεν με απασχολεί.”
Η αναδρομή του στο παρελθόν πήρε τέλος.
Στεκόταν ακόμα μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο κρατώντας την σοκολάτα, χαμογέλασε, την γύρισε από την άλλη όψη και είδε την ημερομηνία, είχε λήξει.
-Τα ληγμένα πράγματα πρέπει να πετιούνται, ψιθύρισε, και πέταξε την σοκολάτα στά σκουπίδια.
Πήγε και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ.
Γύρισε στο παιδί που πάντα κουβαλούσε μές στήν ψυχή του. Αυτό το παιδί που τον έκανε να λυπάται, να αγαπάει, να χαίρεται, να ενδιαφέρεται, να έχει αισθήματα, αυτό το τόσο όμορφο κομμάτι του εαυτού του.
-Λοιπόν, δεν θά μείνουμε μέσα απόψε, θα πάμε σινεμά
-ΑΑΑΑΑΑΑΑ Ναιαιαιαιαιαι
-Και θα δούμε το καινούργιο Asterix
-Ναιαιαιαιαιαιαιαιαιαι
-Και μετά στο γνωστό εστιατόριο να φάμε βιενέζικο σνίτσελ με μανιτάρια, και μετά γλυκό.
-Ωραιααααααααααααααα
-Φύγαμεεεεεεεεεεε.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Όνειρα

Η αγαπητή blogοφίλη roadartist με κάλεσε σε αυτό το παιχνίδι

Θα συμμετέχω με τον δικό μου ξεχωριστό τρόπο

Με τραγούδια, η επιλογή των οποίων δεν έγινε τυχαία και η σειρά τους πάλι δεν είναι τυχαία.

Αρχίζουμε, ακούστε.


















Αυτά!!!!!!!!!! Να είστε όλοι καλά

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Κυριακάτικο πρωινό

Ξημέρωσε, η νέα μέρα άρχισε να μετρά τις ώρες της.
Άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι.
Μία ηλιόλουστη Κυριακή προμηνυόταν.
Σηκώθηκε βαριεστημένα και πήγε στο μπάνιο, βγήκε, ντύθηκε, άναψε ένα τσιγάρο, πήρε το κινητό του και το κοίταξε.
Τίποτε. Έγραψε ένα μήνυμα, το έστειλε.
Πήγε στήν κουζίνα και πήρε από το ντουλάπι τον καφέ και την ζάχαρη, κοίταξε έξω, χμμμ γιατί όχι, σκέφτικε.
Πήρε τα πράγματα του, ένα μπουφάν, το walkman του, δυό κασέτες. Στάθηκε μπροστά στήν βιβλιοθήκη του. Αυτό, είπε και τράβηξε ένα βιβλίο από το ράφι. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και βγήκε έξω.
-Υπέροχη λιακάδα, είπε στον εαυτό του καθώς περπατούσε προς την στάση του λεωφορείου.
Μετά από μια σύντομη διαδρομή βρέθηκε στο Θησείο.
Περπάτησε την Δ. Αεροπαγήτου μέχρι το καφέ που συνήθιζε να πηγαίνει.
Διάλεξε ένα ήσυχο τραπεζάκι, μακριά από τον δρόμο.
Ερχόταν πολύ συχνά τα Κυριακάτικα πρωινά σε αυτό το συγκεκριμένο καφέ μέχρι που οι σερβιτόροι που εργάζονταν σε αυτό τον είχαν μάθει
Παρήγγειλε καφέ και κερασόπιτα.
Ήταν πολύ ήσυχα, ελάχιστος κόσμος περπατούσε στον δρόμο και τα περισσότερα τραπεζάκια ήταν άδεια.
Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του και άνοιξε το βιβλίο του.
Άρχισε να ταξιδεύει σε άλλους κόσμους, εκεί που τον οδηγούσαν οι μελωδίες και τα κείμενα.
Ένα σκούντημα τον επανέφερε στήν πραγματικότητα.
Μια κοπέλα τραβώντας μια βαλίτσα τρόλει πέρασε δίπλα του και σταμάτησε δυό τραπέζια πιο πέρα.
Στήριξε όρθια την βαλίτσα δίπλα στήν καρέκλα, ξεκούμπωσε τα κουμπιά από το πανωφόρι της. Κάθησε στήν καρέκλα απέναντί του
Αυτός γύρισε στο βιβλίο του και θέλησε να ξαν' αρχίσει το ταξίδι του, που είχε διακοπεί απρόσμενα, αλλά δεν μπορούσε.
Γύρισε και άρχισε να την κοιτάζει.
Τα μαλλιά της ήταν μακριά μέχρι τους ώμους, μπροστά κομμένα κυκλικά, υπέροχα καστανοκόκκινα, οι μακριές της βλεφαρίδες κορνίζες σε δυό αστραφτερά πανέμορφα πράσινα μάτια.
Τα κόκκινα χείλια της καλοσχηματισμένα τέλεια, ενώ το σύνολο συμπλήρωναν τα ροδαλά της μάγουλα και το λευκό καθαρό της δέρμα.
Ο Σερβιτόρος πλησίασε και την καλημέρισε, εκείνη του χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα κάτασπρα καλοφτιαγμένα δόντια της.
Άφησε κατά μέρος το βιβλίο του και βάλθηκε να την κοιτάζει.
Φορούσε ένα κόκκινο μάλλινο παλτό, μακρύ μέχρι την μέση της γάμπας, από μέσα ένα μαύρο πουλόβερ και μια φούστα λίγο πάνω από το γόνατο που άφηνε να φανούν τα καλλίγραμμα πόδια της, καλυμμένα από ένα σκούρο μπλέ καλσόν.
Έμεινε να τη κοιτάζει σαν μαγεμένος.
-Τη κρίμα να μην ζουν οι μεγάλοι ζωγράφοι της αναγέννησης να την δουν, σκέφτικε.
Τα μάτια της περιπλανήθηκαν τριγύρο, οι ματιές τους συναντήθηκαν, έμειναν για λίγο να κοιτάζονται, ίσα στά μάτια.
Γύρισε στο βιβλίο του, αλλά δεν έβλεπε γράμματα, εκείνη έβλεπε.
Σήκωσε το κεφάλι του και της έριξε μια κλεφτή ματιά.
Εκείνη είχε βγάλει ένα περιοδικό, με το ένα χέρι το ξεφύλλιζε ενώ με το άλλο
κρατούσε την κούπα του καφέ.
Ένας μελαμψός μετανάστης κρατώντας ένα καλάθι με τριαντάφυλλα περπατούσε ανάμεσα στά τραπεζάκια, του έκανε νόημα και αγόρασε το πιο όμορφο απ' όλα, σκεφτόταν τρόπους να την πλησιάσει, να τις το δώσει, να ακούσει την φωνή της, να νιώσει την ζεστασιά της.
Σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο για μια ακόμα φορά, δεν κοίταξε όμως αυτή, είδε ένα άλλο τραπεζάκι άδειο, εικόνες του παρελθόντος του, άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό του.
Εκείνη η ξανθιά με τα σγουρά μακριά μαλλιά. Ναι σε εκείνο το τραπεζάκι κάθονταν δίπλα δίπλα. Πόσο όμορφα περνούσαν. Μιλούσαν, μιλούσαν για τα πάντα. Γελούσαν
-Μα μπορεί δυό άνθρωποι να είναι τόσο ίδιοι??? του είχε πεί.
-Ήταν το κάρμα που μας έφερε κοντά. Έφυγαν χέρι χέρι, Ηπιε τό γλυκό ποτό του έρωτα που του προσέφερε μονορούφι και δεν άφησε ούτε σταγόνα.
Τελικά αυτό το ποτήρι απόδειχθηκε δηλητήριο.
Πόνεσε, αλλά ξανασηκώθηκε όρθιος, έγινε καλά(?).
Γύρισε σε άλλο τραπεζάκι, λίγο πιο πέρα, άλλες εικόνες του γέμισαν τον νου, ίδιες και απαράλλακτες με τήν προηγούμενες.
Μια πικρή γεύση άρχισε να του πλημμυρίζει το στόμα, έπιασε το κουτάλι και έφαγε ένα τελευταίο κομμάτι πίτα, αλλά η γεύση δεν έφυγε, δυνάμωνε.
Έπιασε στο χέρι το κινητό του, άδειο.
Γύρισε πάλι να δει εκείνη.
Το τραπεζάκι ήταν άδειο, τα πράγματά της όμως ήταν εκεί, γύρισε και την έψαξε με το βλέμμα, την είδε να χάνετε στο βάθος του καταστήματος.
Βιαστικά μάζεψε τα πράγματά του, φώναξε τον σερβιτόρο, πλήρωσε τον λογαριασμό του, ζήτησε και πλήρωσε και τον δικό της.
Έφυγε, αλλά πριν, πέρασε από το τραπεζάκι που καθόταν, της άφησε στο πιατάκι της κούπας το τριαντάφυλλο.
Περπατούσε στο πλακόστρωτο. Κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά στο κινητό του, εξακολουθούσε να είναι άδειο. Μπήκε στό μενού του κινητού και επέλεξε από τον κατάλογο ένα όνομα. Πάτησε delete. Έβαλε το κινητό στήν τσέπη του και τάχυνε το βήμα του.
Έφτασε στο σταθμό, μπήκε στο τρένο και έφυγε.
Στην άδεια σιωπηλή αποβάθρα η κοπέλα με το κόκκινο πανοφόρι τραβόντας την βαλίτσα τρόλει με αργά βήματα κατευθύνετε προς τις καρέκλες, κάθετε σε μία από αυτές. Κρατά στο χέρι της το τριαντάφυλλο, και περιμένει το δικό της τρένο.





Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008

Τα παιχνίδια μου

Η αγαπητή φίλη blogger Αγριοκερασοζουζούνα με κάλεσε σε ένα blogοπαίχνιδο,να δείξουμε τα παιχνίδια μας.

Να λοιπών τα δικά μου, ίσως λίγο περίεργα βέβαια, αλλά πάντα σε πρώτη ζήτηση γιατί εγώ εξακολουθώ να παίζω η "παιζω". Όπως το δεί κανείς.

Πρώτα τα αεροπλανάκια μου, 2 από τα πολλά που έχω σας παρουσιάζω εδώ, τα οποία πλέων έχουν άλλα καθήκοντα.



Το τηλεσκόπιό μου, περισσότερο ένα μέσο για ταξίδια, στον νυκτερινό ουρανό

Μετά το τρενάκι μου, που είναι διαφορετικό από τα άλλα γιατί είναι στον Η/Υ όπως θα δείτε και στήν 2η φωτογραφίες μπορείς να μπείς μέσα και να το οδηγήσεις εσύ.

ΓΙΟΥΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ΤΟΥ ΤΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ ΤΣΑΦ ΤΣΟΥΦ...

Και τέλος,


Ο σταθμός ασυρμάτου μου, και η κεραία του καθ' ότι τυνχάνω και ραδιοερασιτέχνης.Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι εγώ πάντως εξακολουθώ να έχω παιχνίδια και να παίζω και όσοι με παρεξηγήσουν στά παλαιότερα των υποδημάτων μου!!!!!!!!

Καλό Σ/Κ και φιλιά σε όλους.