Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Πολυτεχνείο

Η μαύρη μερσεντές ανέβαινε την λεωφόρο Συγγρού με ταχύτητα κατευθυνόμενη στο κέντρο. Μέσα ένας κουστουμαρισμένος κύριος οδηγούσε και συνχρόνος από το κινητό του κανόνιζε όσες εκκρεμότητες είχαν μείνει από την δουλειά του.
-Και τι με νοιάζει εμένα αν αυτή έμεινε έγκυος?? Εγώ θα πληρώσω την εγκυμοσύνη της??
-.......
-Τι θα πει τι να κάνεις?? Τους έχω γραμμένους τους νόμους, να την μεταθέσεις στο υποκατάστημά μας στην Παιανία.
-......
-Αυτό θέλω και εγώ, να εξαναγκαστεί σε παραίτηση, να γλυτώσουμε και την αποζημίωση.
-......
-Α και που 'σε, δες αν υπάρχουν άτομα να συμπληρώνουν τριετία. Να τους απολύσεις, και να προσλάβεις νέους. Να μην ανέβει το κόστος της μισθοδοσίας. Κατάλαβες??
-......
-Ο.Κ. Κλείνω τώρα γιατί φτάνω
-Είχε πλησιάσει αρκετά στήν οδό Πατησίων. Όλοι οι δρόμοι ήταν κλεισμένοι για την γιορτή.
Πλησίασε σε ένα μεγάλο πάρκινγκ όσο κοντύτερα στο πολυτεχνείο του ήταν επιτρεπτό, έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον παρκαδόρος, άφησε μέσα στο αυτοκίνητο το σακάκι και την γραβάτα, αγόρασε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από ένα ανθοπωλείο και τράβηξε για την πύλη.
Ο κόσμος όλο και πύκνωνε καθώς πλησίαζε στην πύλη του ιδρύματος, μουσική συνθήματα γέμιζαν τον αέρα καθώς πλησίαζε.
Κάποιοι που στέκονταν κοντά στά κάγκελα τον είδαν. Άνθρωποι απλοί, χωρίς φανταχτερά ρούχα χωρίς εντυπωσιακά αυτοκίνητα, και χωρίς γεμάτα πορτοφόλια.
-Κοίτα. Ο.......... Τον θυμάστε??? είπε ο ένας.
-Ναι βέβαια, είπαν οι άλλοι δυό. Θυμόμαστε ακόμα το ξύλο που φάγαμε για να τον γλυτώσουμε,όταν τον είχαν αρπάξει οι μπάτσοι και τον βάραγαν.
-Ναι, και κοίτα τον τώρα. Τα ξεπούλησε όλα για το χρήμα.
-Δεν είναι όλοι ιδεολόγοι αγωνιστές σαν και εσάς, είπε ο τρίτος της παρέας κοροϊδευτικά στους άλλους δυό.
Και οι τρείς κούνησαν το κεφάλι.
Τον έβλεπαν να πλησιάζει, ώσπου ο ένας της παρέας δεν άντεξε.
-Θα πάω να του μιλήσω, είπε στους άλλους δυό
-Ναι, και σιγά μην και καταδεχθεί να σου μιλήσει, απάντησαν οι άλλοι δυό.
Έφυγε από την παρέα και τον πλησίασε.
-Ρε.............. τι κάνεις???
Γύρισε και κοίταξε τον άσημο άνθρωπο με τα φτωχικά ρούχα που του μίλησε.
-Παρακαλώ??
-Τι κάνεις?? Καλά??
-Δεν θυμάμαι να σας γνωρίζω κύριε, αποκρίθηκε και έκανε να προχωρήσει. Ο άλλος τον έπιασε από το μπράτσο.
-Δεν με γνωρίζεις ρε κάθαρμα?? Κοίτα καλά. Δεν με γνωρίζεις?? Τόσο πολύ σε τύφλωσε το χρήμα ρε ξεπουλημένε?? Εγώ και ο ....... δεν σε γλιτώσαμε από τους μπάτσους που σε βαράγανε με τα γκλοπ το πρωινό της μέρας που μπήκε το τανκς μέσα?? Στην ΕΣΑ κατέληξα ρε, κουτσάθηκα από το ξύλο για εσένα ρε και εσύ δεν με γνωρίζεις?? Α, να χαθείς καθίκι, του είπε και, ο άνθρωπος με τα φτωχικά ρούχα, έφυγε.
Εκείνος τίναξε το πουκάμισό του με το χέρι και πλησίασε το "κεφάλι".
Άφησε το τριαντάφυλλο εκεί μαζί με τα άλλα τριαντάφυλλα την ίδια στιγμή πού μια τηλεοπτική κάμερα γύριζε προς το μέρος του και κάποια φλας άστραφταν.
Έφυγε, Πήγε περπατώντας μέχρι το πάρκινγκ που έχε αφήσει το αυτοκίνητό του.
Ζήτησε από τον παρκαδόρο να του το φέρει
Ο παρκαδόρος χάθηκε στον διάδρομο που οδηγούσε στα υπόγεια, και επέστρεψε οδηγώντας την μαύρη μερσεντές.
Από μια αδέξια όμως κίνηση ο καθρέφτης του αυτοκινήτου βρήκε στον τοίχο αφήνοντας μια γρατζουνιά πάνω του.
Εκείνος έγινε έξαλλος και φώναζε του παρκαδόρου, την ώρα που ο νεαρός του ζητούσε συγγνώμη και του έλεγε ότι ήταν διατεθειμένος να πληρώσει τον γρατζουνισμένο καθρέφτη.
-Τι?? να πληρώσεις την ζημιά?? Όλος σου ο μισθός δεν φτάνει ρε άχρηστο για να αγοράσεις ένα τέτοιο καθρέφτη, τι νομίζεις ότι είναι?? Κουλούρι??
-Ο προϊστάμενος του πάρκινγκ άκουσε την φασαρία και τώρα ζητούσε να μάθει τι συνέβαινε.
-Να τον απολύσεις τούτη την στιγμή, απαίτησε. Τι, σας φέρνουμε εδώ τα αυτοκίνητά μας, σας πληρώνουμε χρυσούς, για να μας τα γρατζουνάει το κάθε Αλβανάκι που έχετε μαζέψει εδώ μέσα?? Να τον απολύσεις τώρα.
Ο προϊστάμενος του πάρκινγκ, πήρε τα στοιχεία του, και του υποσχέθηκε ότι θα επικοινωνήσει το συντομότερο μαζί του την ώρα που κοιτούσε αγριεμένος τον κάτωχρο, και με σκυμμένο κεφάλι, υπάλληλο.
Πήρε το αυτοκίνητο και άρχισε να οδηγεί γρήγορα με κατεύθυνση την Βούλα.
Το κινητό του χτύπησε και πάλι.
-Ναι
-.......
-Α ωραία, βρες καμιά δεκαριά Αλβανούς, δως τους από ένα εικοσάρι την ημέρα, και πολλά τους είναι, και κάνε την δουλειά.
-.......
-Άλλο κάτι??? Ο.Κ, έλα γειά
Έκλεισε το τηλέφωνο και πάτησε και άλλο γκάζι να περάσει το φανάρι που είχε ανάψει κίτρινο Δεν πρόλαβε και πέρασε το φανάρι με κόκκινο ενώ ένα αυτοκίνητο που είχε ξεκινήσει από τον κάθετο δρόμο φρέναρε απότομα.
Αυτά είναι για τους πληβείους, μουρμούρισε καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου



Εξαιρετικά αφιερωμένο σε...... κάθε είδους ξεπουλημένο

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Πινελιές κόκκινου

Ήταν εκεί στην ώρα του. Ίσως και λίγο νωρίτερα. Τι σημασία έχει.

Θα την δεί. Αυτό ήταν το σημαντικό. Περίμενε, ακουμπησμένος στο μαντράκι στον σταθμό του μετρό. Δίπλα του ακριβώς ακουμπισμένα προσεκτικά μια μποτήλια κόκκινο κρασί δυο κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.

Η ώρα περνούσε, τα λεπτά του φαίνονταν αιώνες. Είχε αργήσει. Αγωνιούσε μήπως δεν έρθει.

Ο κόσμος που περνούσε δίπλα του κοίταζε αυτόν, την μποτήλια, τα ποτήρια που γυάλιζαν στο τεχνητό φώς της κολόνας, το τριαντάφυλλο, και όλοι, μάλλον, του εύχονταν ότι καλύτερο, κάποιες κοπέλες μάλιστα κοιτούσαν τόσο επίμονα που θα έλεγε κανείς ζήλευαν την τυχερή και ενδόμυχα θα ήθελαν να είναι στην θέση της.

Η ώρα περνούσε, δεν είχε φανεί ακόμα. Ανησυχούσε, κάθε τόσο κοίταζε στο ρολόι του τα λεπτά να κυλούν, και στό κινητό του την άδεια οθόνη με τα μπαράκια του σήματος να ανεβοκατεβαίνουν κοροιδευτικά θα έλεγες.

Έσπρωξε με το ένα χέρι το μαύρο σακκάκι, και με το άλλο έβγαλε τα τσιγάρα από το τσεπάκι του κόκκινου κοτλέ πουκαμίσου.

Με το αναμμένο τσιγάρο στο χέρι και τα πνευμόνια γεμάτα καπνό, κοίταξε την μποτύλια.

Θα της αρέσει άραγε αυτό που είχε σχεδιάσει?? Αυτός αυτή το κρασί μόνοι κάπου, όπου διαλέξουν, να ρουφήξουν την γλυκιά ζεστασιά του.

Που είναι όμως?? Γιατί αργεί??

Από το βάθος της σκάλας άρχισε να φαίνετε ένα ξανθό κεφάλι με ένα κόκκινο σκουφάκι φορεμένο.

Την είδε, άστραψε από χαρά. Ήρθε.

Εκείνη πάνω στην κυλιόμενη σκάλα κοίταζε γύρω. Πού είναι???

Τόν είδε. Τα καταγάλανα μάτια της άστραψαν, το λευκό της πρόσωπο φωτίστηκε με ένα αγγελικό φώς, τα κατακόκκινα χείλη της σχημάτισαν ένα πλατύ χαμόγελο. Τον πλησίασε.

-Συγγνώμη που άργησα

-Σημασία έχει ότι είσαι εδώ

-Να μωρέ ξέρεις........

-Μήν λες τίποτε, την έκοψε, δεν έχει σημασία τίποτε άλλο. Μόνο ότι ήρθες. Αυτό έχει σημασία. Αυτά γιά εσένα. Της έδωσε το τριαντάφυλλο και ένα φιλί στό μάγουλο, εκείνη το πήρε στά χέρια της κρατοντας το σαν κάτι πολύτιμο, δεν μπορούσε να κρύψει πια ότι πετούσε από χαρά.

-Πάμε?? της είπε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και ξεκίνησαν.

Περπατούσαν ανάμεσα στα νεοκλασικά, ήταν μόνο οι δυό τους που περπατούσαν σε αυτά τα πλακόστρωτα στενά δρομάκια τα φωτισμένα με λιγοστό φώς, αυτός έψαχνε το κατάλληλο μέρος, αυτό που θα ταίριαζε στην περίπτωση, συχνά σταματούσε την αναζήτηση και την κοιτούσε που περπατούσε δίπλα του.

Θεέ μου πόσο όμορφη. Θα έλεγε κανείς ότι το φώς που υπάρχει ολόγυρα προέρχεται από εκείνη, σκεφτόταν.

Εκείνη κοιτούσε το τριαντάφυλλο, χάιδευε με τα δάχτυλα της τα κατακκόκινα πέταλα, ρουφούσε αχόρταγα το άρωμα του, και κάθε λίγο κοίταζε αυτόν, που την κοιτούσε επίμονα σαν μαγεμένος. Του χάριζε χαμόγελα, και αμήχανα ναζιάρικα γελάκια.

Σε μια σκοτεινή γωνιά στην μέση μιας φαρδιάς πέτρινης σκάλας που οδηγούσε στην κορυφή του λόφου, ενας ηλικιωμένος καθισμένος σε ένα σκαμπό έπαιζε με ακορντεόν μια μελωδία.

Την σταμάτησε. Άφησε το μπουκάλι και τα ποτήρια στό πρώτο σκαλί στην ρίζα του μεγάλου δένδρου που υπήρχε εκεί. Την πλησίασε, πέρασε τα χέρια του από την μέση της, άρχισε να την χορεύει στον ρυθμό της μουσικής.

Εκείνη χαμογέλασε, τύλιξε τα χέρια της γύρω του και παραδόθηκε στίς προσταγές της κάθε νότας.

Στροβιλίζονταν στον ρυθμό της μελωδίας, πολύ ώρα, λίγη, τί σημασία έχει.

Οι λίγοι περαστικοί τους κοίταζαν εντυπωσιασμένοι από το θέαμα, αυτοί όμως δεν τους έβλεπαν. Αιχμαλωτισμένες οι ματιές, χαμένες του ενός στόν άλλο, ταξίδευαν στο πιο όμορφο ταξίδι.

Σταμάτησαν να χορεύουν, την πήρε απο το χέρι, την οδήγησε και την έβαλε να καθήσει στο πρώτο σκαλί κάτω από τα κλαριά το δένδρου που έκοβαν το φώς και τους έκρυβαν από τα αδιάκριτα μάτια.

Άνοιξε το μπουκάλι, γέμισε τα ποτήρια απο το κόκκινο σαν αίμα νέκταρ.

Της πρόσφερε το ένα ποτήρι, πήρε αυτός το άλλο. Τα ποτήρια άφησαν εκείνο τον λεπτό ήχο όταν αγγίχτηκαν. Ήπιαν λίγο, άφησαν τα ποτήρια στο σκαλί.

Κοίταξε γιά λίγο τα καταγάλανα μάτια της. Έσκυψε, άγγιξε με τα χείλη του τα κατακκόκινα δικά της χείλη.

Θαρρείς εκείνη την στιγμή άνοιξε ένα φράγμα, κύματα αγάπης ξεχύθηκαν τυλίγοντας και τους δυό, κάνοντάς τους να λάμπουν καθώς χάνονταν ο ένας στήν αγκαλιά του άλλου.

Το φώς της μέρας διέλυσε το σκοτάδι, όλο και περισσότεροι άνθρωποι περνούσαν από αυτή την σκάλα πηγαίνοντας στις δουλειές τους βιαστικά.

Κάποιοι όμως κοντοστέκονταν. Τούς έκανε εντύπωση που έβλεπαν το δένδρο ανθισμένο τέτοια εποχή, γεμάτο κατακκόκινα μικρά λουλούδια, και την μποτήλια με τα δυό μισογεμάτα, με κόκκινο κρασί, ποτήρια στην ρίζα του.

-Βρέ μυστήρια πράγματα, μουρμούρησε κάποιος περαστικός.



Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Sebastian

Προχωρούσε στον δρόμο τυλιγμένος στο ζεστό πανωφόρι του πολύ πρωί, είχε μόλις χαράξει, και το πρώτο φως της μέρας πάλευε με την βαριά συννεφιά να φτάσει στην γη Ο καιρός κρύος, η πρωινή πάχνη έκανε τα πάντα να μοιάζουν σαν τυλιγμένα σε ένα ψιλό λευκό τούλι. Ψιλόβρεχε, τόσο που ίσα ίσα που το καταλάβαινες, περισσότερο από τους κύκλους που σχημάτιζαν οι σταγόνες όταν συναντούσαν τον βρεγμένο δρόμο.
Προχωρούσε στον έρημο δρόμο βιαστικά να φτάσει ( που?)
-Σεμπάστιαν, η φωνή έσχισε την ησυχία
Κοντοστάθηκε, γύρισε το κεφάλι να δει την γυναίκα που τον φώναζε
-Σεμπάστιαν, ξαναείπε εκείνη
Αυτός, σήκωσε τούς γιακάδες του πανωφοριού, και άρχισε να περπατά γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα πολλές φορές γλιστρώντας στην βρεγμένη άσφαλτο.
Η φωνή ξανακούστηκε απόμακρη πια λες και έβγαινε από τα βάθη της γης
-Σεμπάστιαν
Άρχισε να τρέχει, να τρέχει όσο ποιο γρήγορα μπορούσε, και ας μην ήταν αυτό το όνομά του.
Έτρεχε λες και τον κυνηγούσαν, κάποιος ή κάτι.
Έτρεχε μέχρι που οι δυνάμεις του άρχισαν λίγο λίγο να τον εγκαταλείπουν, λαχανιασμένος πήγε και ακούμπησε σε έναν από τους φανοστάτες ,που ακόμη αναμμένος, συμπλήρωνε με το δικό του το λιγοστό ακόμα φως της μέρας.
Κοίταξε πίσω, να δει Ο δρόμος έρημος, η φωνή δεν ακουγόταν πια
Έριξε μια ματιά απέναντι, το καφενεδάκι της γωνίας είχε μόλις ανοίξει. Μπήκε μέσα, παράγγειλε καφέ. Ο νους του γύρισε πάλι σε εκείνη την γυναικεία φιγούρα που ντυμένη μόνο με ένα λευκό φόρεμα τον είχε φωνάξει με αυτό το όνομα. Κάτι του θύμιζε, κάπου την είχε ξαναδεί. Προσπαθούσε όσο έπινε τον καφέ να θυμηθεί. Το ραδιόφωνο που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σιωπηλό άρχισε να παίζει ένα τραγούδι σε αργό ρυθμό. Samebody call me Sebastian.
Σύμπτωση?? Γύρισε έριξε μια ματιά στο ραδιόφωνο, τράβηξε μια τελευταία γουλιά από τον καφέ και σηκώθηκε να φύγει.
Βγαίνοντας από το καφέ έριξε μια ματιά στο φανοστάτη, αυτόν τον παλιό πράσινο φανοστάτη που το πάνω μέρος του έγερνε θαρρείς από το βάρος του χρόνου, και τότε θυμήθηκε, την κοπέλα με το λευκό φόρεμα γονατιστή μπροστά στον φανοστάτη να φωνάζει αυτό το όνομα και να ξεσπά σε κλάματα ένα ίδιο, πρωινό σαν και αυτό
Καθώς κούμπωνε το μπουφάν του τη είδε να έρχεται από την άκρη του δρόμου, τον πλησίασε του άπλωσε το λευκό της χέρι και είπε χαμηλόφωνα πάλι το ίδιο όνομα
-Sebastian
Εκείνος την κοίταξε, ήταν βρεγμένη ως το κόκκαλο, έτρεμε από το κρύο, κοίταξε το χέρι της που έμενε μετέωρο, απλωμένο προς το μέρος του, και τέλος την κοίταξε στα μάτια. Τότε ήταν που πήρε την απόφαση. Από εκείνη την στιγμή έτσι θα τον έλεγαν.
Έπιασε το απλωμένο χέρι την τράβηξε κοντά του κάτω από την προστασία του χοντρού πανωφοριού του και άρχισαν να περπατούν μαζί χέρι χέρι μέχρι που χάθηκαν στο βάθος του ορίζοντα