Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Το καλό κατευόδιο

Η ώρα ήταν περασμένες 11 το πρωί. Εκείνη καθόταν σε ένα τραπεζάκι ενός μικρού συνοικιακού καφέ. Μπροστά της ανοιγμένη διάπλατα μια εφημερίδα στις μικρές αγγελίες. Κάποιες που της είχαν τραβήξει την προσοχή ήταν κυκλωμένες με τον κόκκινο μαρκαδόρο που τώρα έπαιζε αμήχανα στα δάχτυλά της ενώ συνέχιζε το ψάξιμο. Συχνά πυκνά σταματούσε την ανάγνωση και καλούσε τα τηλέφωνα που έγραφαν οι αγγελίες, μιλούσε με τους υπεύθυνους, έπαιρνε πληροφορίες για την φύση της δουλειάς, έκλεινε ραντεβού για συνεντεύξεις, και συνέχιζε να ψάχνει. Κάπου κάπου, έριχνε μια ματιά από την μεγάλη τζαμαρία έξω στον δρόμο πίνοντας λίγο από τον καφέ που είχε μπροστά της η τραβώντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της πριν χαθεί πάλι στα φύλλα της εφημερίδας .
Μία από αυτές τής τράβηξε την προσοχή.
“Ζητείτε κοπέλα για δουλειά γραφείου, μισθός ικανοποιητικός κτλ”
Πήρε το κινητό της και κάλεσε το νούμερο. Της απάντησε ένας μάλλον μεγάλος σε ηλικία άντρας και αφού συζήτησαν για λίγο, ο συνομιλητής της, της είπε, ότι έχει τα προσόντα που ζητά και να πάει να πιάσει δουλειά την επομένη το πρωί, αλλά δεν της είπε τίποτε για την φύση της δουλειάς. Τίποτε απολύτως. Εκείνη δεν πήρε στα σοβαρά την άμεση και δια τηλεφώνου πρόσληψή της και την επόμενη μέρα άρχισε να τρέχει σε συνεντεύξεις. “ Θα σας ειδοποιήσουμε “, ήταν η στερεότυπη απάντηση που άκουγε που δεν τις άφηνε ελπίδες για κάτι περισσότερο.
Τέλος ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στις σημειώσεις της είδε και την αγγελία που την είχαν προσλάβει δια τηλεφώνου και δεν την είχε πάρει σοβαρά
Λες, σκέφτηκε, και τράβηξε για την διεύθυνση που είχε σημειώσει. Μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά σε ένα κατάστημα με μια μπλε επιγραφή η οποία έγραφε με μεγάλα λευκά γράμματα.
“ΓΡΑΦΕΊΟ ΤΕΛΕΤΏΝ ΤΟ ΚΑΛΌ ΚΑΤΕΥΌΔΙΟ”
Πλησίασε και κοίταξε την βιτρίνα. Δεξιά και αριστερά δεμένες στο πλάι δυο μοβ βαριές κουρτίνες. Δεξιά και αριστερά στην βιτρίνα υπήρχαν δυο μανουάλια απ' όπου ξεκινούσε ένα λευκό τούλι με δεμένες πάνω του μαύρες κορδέλες. Το διάκοσμο συμπληρωνόταν από ένα φέρετρο που βρισκόταν στο κέντρο ανάμεσα στα δυο μανουάλια, και πίσω από το τούλι, όπου επάνω του υπήρχε ένα γυάλινο βάζο με πλαστικά λουλούδια ανάλογου ύφους..
-Ο Χριστός και η Παναγία, μονολόγησε και έφυγε από εκεί κάνοντας το σταυρό της και φτύνοντας στον κόρφο της.
Οι υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας κύλισαν ανάμεσα σε ψάξιμο τηλέφωνα και συνεντεύξεις χωρίς ελπίδα.
Τέλος απελπίστηκε. Κάθισε και σκέφτηκε. Η δουλειά της ήταν απαραίτητη, ο μισθός ήταν καλός το ωράριο την βόλευε, τι κι αν ήταν “το καλό κατευόδιο”. Κάθε δουλειά έχει και τα στραβά της, μην τα θέλουμε και όλα δικά μας.
Την επόμενη μέρα με την εφημερίδα στο χέρι πέρασε την πόρτα της εισόδου,. Το αφεντικό της ένας καλός άνθρωπος γύρω στα 60, ευγενικός γλυκομίλητος πάντα έτοιμος να την βοηθήσει σε κάθε πρόβλημα που αντιμετώπιζε με την δουλειά. Οι μέρες περνούσαν, εκείνη τις περισσότερες ώρες καθόταν μόνη στο γραφείο που ήταν απέναντι από την τζαμαρία και μπορούσε να βλέπει έξω. Έβλεπε τον κόσμο να μπαινοβγαίνει στα γειτονικά μαγαζιά και πραγματικά ζήλευε την πωλήτρια του καταστήματος ρούχων, λίγο πιο πέρα που κάθε τόσο κάποιος έμπαινε ψώνιζε η έβλεπε ρούχα και πολλές φορές έπιανε κουβέντα μαζί της, αστειευόταν, γελούσαν, η την σερβιτόρα της καφετέριας που την έβλεπε να κάθετε, όταν δεν είχε δουλειά, να μιλά και να γελά με τους θαμώνες.
Εκείνη, αν δεν είχε την κλασική για τέτοια καταστήματα πελατεία, ήταν μόνη και βουβή. Μέσα στις ατελείωτες ώρες μοναξιάς, άρχισε να ζωγραφίζει με ένα μολύβι πάνω στα χαρτιά, που πάντα είχε στο συρτάρι της, σκηνές από ότι συνέβαινε έξω από το τζάμι της περίεργης βιτρίνας.
Ένα πρωινό όπως όλα τα άλλα, εκείνη καθόταν στο γραφείο της και σκιτσάριζε. Ήταν τόσο απορροφημένη με την ζωγραφιά της που δεν κατάλαβε κάποιον που μπήκε μέσα στο μαγαζί.
-Καλημέρα
Εκείνη πετάχτηκε τρομαγμένη. Μπροστά της στεκόταν ένας καλοντυμένος άντρας, ψηλός όχι πολύ μεγάλος σε ηλικία με ελαφριά γκριζαρισμένα μαλλιά.
-Καλημέρα, εε συγνώμη, δεν σας κατάλαβα. Καθίστε. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω??
-Ξέρετε πρόκειται για έναν θάνατο που πρέπει να γίνει μια σωστή κηδεία ανάλογης αξίας με την απώλεια.
-Ναι καταλαβαίνω, απάντησε εκείνη. Ήταν φυσιολογικός θάνατος??
-Όχι. Δολοφονία ήταν, και ξέρετε εγώ είμαι ο δολοφόνος, γι αυτό θέλω να έχει μια σωστή κηδεία αντάξια του.
Εκείνη γούρλωσε τα μάτια
-Εσείς είστε ο......είπε φανερά τρομαγμένη
-Μην τρομάζετε, δεν κινδυνεύεται της είπε εκείνος. Ο φόνος που έκανα δεν τιμωρείται από κανένα νόμο και δεν διώκεται από καμιά αστυνομία.
-Δηλαδή
-Σκότωσα ένα όνειρο, ένα σπουδαίο όνειρο. Το πιο ωραίο μου όνειρο. Αυτό σκότωσα
-Και πώς το σκοτώσατε δηλαδή
-Το φονικό εργαλείο ήταν η απόφαση και η εφαρμογή της η πράξη
-Κατάλαβα, και αφού όπως λέτε ήταν ένα σπουδαίο όνειρο τότε γιατί να το σκοτώσετε??
- Γιατί πολλές φορές τα όνειρα για να γίνουν πραγματικότητα χρειάζονται τις κατάλληλες συνθήκες
-Δηλαδή??
-Να πολλές φορές για να γίνει πραγματικότητα χρειάζεται ένας ακόμα άνθρωπος με το ίδιο όνειρο με εσένα και βέβαια να δεχθεί να του χαρίσεις το όνειρό σου και αυτός το δικό του για να γίνουν και των δυο τα όνειρα πραγματικότητα.
-Και γιατί δεν ψάχνετε για τον δεύτερο αυτό άνθρωπο??
-Λες δεν έψαξα??
-Και??
-Απέτυχα. Δεν τον βρήκα
-Και γιατί δεν συνεχίζετε?? Γιατί να σκοτώσετε το όνειρο??
-Γιατί κουράστηκα. Και γιατί πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Πρέπει να ζούμε στην πραγματικότητα. Πρέπει να την αποδεχόμαστε, όσο άσχημη και αν είναι σε κάποια σημεία της, και να τραβάμε τον δρόμο μας αφήνοντας πίσω μας πράγματα που μας βαραίνουν. Να εξοικονομούμε ενέργεια για άλλα πιο βατά πιο πραγματοποιήσιμα όνειρα.
-Και αν ο άνθρωπος που ψάχνετε βρεθεί μπροστά σας και σας ζητήσει να πραγματοποιήσει το όνειρό σας και θελήσει να σας χαρίσει το δικό του??
-Δεν έχω να δώσω η να πάρω τίποτε.
-Σκοτώσατε δηλαδή και το όνειρο ενός άλλου ανθρώπου.
-Και είστε σίγουρη ότι υπάρχει αυτός ο άνθρωπος??
-Σίγουρα υπάρχει κάπου. Γιατί δεν ανασταίνεται το όνειρό σας?? Γιατί δεν συνεχίζετε το ψάξιμο??
-Σας είπα. Γιατί κουράστηκα. Δεν μπορώ να σπαταλώ άλλο ενέργεια για κάτι απραγματοποίητο.
Και γιατί αν αναγκαστώ να το σκοτώσω και πάλι τότε αυτό το γεγονός θα είναι ακόμα πιο επώδυνο, πιο θλιβερό, από τον πρώτο θάνατο. Σκεφτείτε τον εαυτό σας.
-Δηλαδή??
-Εσάς δεν σας έχουν σκοτώσει ποτέ?? Δεν έχετε αναγκαστεί να σκοτώσετε ποτέ?? Πέστε μου. Δεν ήταν επώδυνο?? Θα θέλατε να επαναληφθεί ίδιο και απαράλλαχτο????
Εκείνη άλλαξε αμέσως κουβέντα.
-Ξέρετε, αφού είστε αποφασισμένος να θάψετε αυτό το όνειρο και εγώ δεν μπορώ να σας μεταπείσω κάντε το. Μόνο που εγώ δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το κάνετε μόνος σας.
-Ναι. Έχετε δίκαιο. Να με συγχωρείτε για την ενόχληση. Καλημέρα.
-Καλημέρα
Ο άγνωστος άνδρας σηκώθηκε και έφυγε. Εκείνη έμεινε και πάλι μόνη.
Μία φράση όμως του άγνωστου αυτού άνδρα έμεινε να της τρυπά το μυαλό
“Εσάς δεν σας έχουν σκοτώσει ποτέ?? Δεν έχετε αναγκαστεί να σκοτώσετε ποτέ?? Πέστε μου. Δεν ήταν επώδυνο?? Θα θέλατε να επαναληφθεί ίδιο και απαράλλαχτο??“
Την στιγμή εκείνη μικρές κρυστάλλινες σταγόνες άρχισαν να βρέχουν το χαρτί με το μισοτελειωμένο σκίτσο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο της.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Δεν έχω ύπνο.

Δεν έχω ύπνο. Παρ' ότι αύριο έχω να ξυπνήσω πρωί για διάφορα, δεν μπορώ να κοιμηθώ Μην με ρωτήσετε γιατί. Δεν έχω απάντηση.
Πήρα μια πάνινη χρωματιστή πολυθρόνα και βγήκα στο μπαλκόνι, συννεφιά έξω και κάνει κρύο. Εκτός από το φως της κολόνας, ελάχιστα φώτα υπάρχουν στα γύρω σπίτια. Πόσοι άραγε να είχαν την ίδια ιδέα την ίδια στιγμή?? Μάλλον κανένας. Ντίγκ! ο φούρνος μικροκυμάτων ζέστανε το νερό. Ξαναμπαίνω μέσα, ίσα για να φτιάξω το τσάι μου να βάλω ένα CD και να συνδέσω τα ακουστικά. Βγαίνω έξω τραβώντας το καλώδιο των ακουστικών, κάθομαι αναπαυτικά στην πολυθρόνα, ανάβω ένα τσιγάρο, πατώ το κουμπί του τηλεκοντρόλ και το C.D, αρχίζει να γυρνά δαιμονισμένα μέσα στο CD player. Φορώ τα ακουστικά, να μην ενοχλούμε κι' όλας κλείνω τα μάτια και αρχίζω να ζωγραφίζω μια νύχτα όπως θα ήθελα να είναι.
Κάνει κρύο.
Δεν πειράζει. Ας κάνει........







Η ώρα πέρασε. Το πρώτο χασμουρητό σήμανε και το τέλος της "μπαλκονάδας"
'Ώρα για ύπνο.
Καλή εβδομάδα

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

Η τρελή του χωριού

Έτσι την έλεγαν. Η τρελή. Έμενε μόνη σε ένα καλύβι στην άκρη του χωριού, με ελάχιστα έπιπλα μέσα. Ένα παλιό μεταλλικό κρεβάτι σκεπασμένο με μια τριμμένη χρωματιστή κουβέρτα, μια καρέκλα, ένα τραπέζι, που πάνω του σε ένα γυάλινο ανθοδοχείο είχε ένα μαραμένο από καιρό κόκκινο τριαντάφυλλο, και ένα μισολιωμένο κερί που την φώτιζε τις νύχτες. Νέα κοπέλα ήταν, με μακριά μαύρα σπαστά μαλλιά και μεγάλα καστανά μάτια. Φορούσε συνέχεια ένα ανοιχτόχρωμο μακρύ φόρεμα και στα χέρια κρατούσε πάντα ένα κόκκινο ομπρελίνο.

Σπάνια την έβλεπαν να περπατά μέσα στο χωριό. Συνέχεια καθόταν δίπλα στην θάλασσα περιμένοντας τον αγαπημένο της να έρθει, όπως η ίδια έλεγε.

-Θα έρθει να με βρει θα με καλέσει πάλι κοντά του όταν έρθει η ώρα. Θα δείτε. Θα έρθει.

Έτσι πέρναγε ο καιρός, και εκείνη περίμενε το δικό του κάλεσμα, με την θάλασσα να της χαϊδεύει τις άκρες των ποδιών της. Κάποιες φορές έσκυβε κοντά στο νερό και ρωτούσε.

-Θα έρθει να με πάρει. Έτσι δεν είναι?? θα τον αφήσεις να έρθει?? Η απάντηση ερχόταν με τον ήχο του επόμενου κύματος.

-Κάνε υπομονή.

Ήταν εκεί εκείνη την χειμωνιάτικη νύχτα, καθόταν δίπλα στην θάλασσα κρατόντας το κόκκινο ομπρελινο, όταν έπεσε χορεύοντας η πρώτη λευκή νιφάδα, υπακούοντας στις προσταγές μιας αλλόκοτης μουσικής που μόνο εκείνη άκουγε και υπάκουε. Σε λίγο και άλλη και άλλη μέχρι που γύρω της χιλιάδες νιφάδες χόρευαν. Έπεφταν και χόρευαν.

Η μελωδία δυνάμωσε

-Την ακούς την μουσική?? Έρχεται. Χόρεψε μαζί μας, άκουγε φωνές απ' όλες τις κατευθύνσεις να την προσκαλούν να χορέψει και αυτή στον χορό των νιφάδων

Εκείνη σηκώθηκε όρθια.

-Έρχεται?? ρώτησε με ένα πλατύ χαμόγελο.

-Ναι έρχεται, Έλα μαζί μας στον χορό. Δεν ακούς την μουσική που παίζει??

-Την ακούω.

-Έλα λοιπόν χόρεψε μαζί μας.

Άπλωσε τα χέρια, άρχισε να στροβιλίζεται μαζί με τις νιφάδες ακολουθώντας τον ρυθμό της μουσικής, αυτές μαζεύτηκαν γύρω της και χόρευαν μαζί της.

-Χορεύεις τόσο όμορφα.

-Εκείνη σταμάτησε. Κοίταξε προς την μεριά που ακούστηκε η φωνή.

-Ήρθες, ξεφώνισε και το πρόσωπό της φωτίστηκε.

-Ήρθα, της απάντησε, και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

Άρχισαν να χορεύουν στον ρυθμό του τραγουδιού που αυτός τραγουδούσε μόνο για εκείνη, που μόνο εκείνη και οι νιφάδες άκουγαν, και άλλες χόρευαν μαζί τους και άλλες έπεφταν πάνω στα μαύρα ξέπλεκα μαλλιά σχηματίζοντας ένα ιδιότυπο νυφικό.

Εκείνη αφέθηκε στα δυνατά χέρια να την χορεύουν. Ένιωθε υπέροχα μέσα στην ζεστή αγκαλιά του αγαπημένου της. Ένιωθε να πετάει. Τώρα πια το ιδιότυπο ζευγάρι χόρευε πάνω στο νερό που σχημάτιζε κύκλους σε κάθε στροβιλισμό τους συμμετέχοντας και αυτό με τον τρόπο του στον χορό που είχε στηθεί. Οι νιφάδες μαζεύονταν γύρω τους, χόρευαν μαζί τους, και ανέβαιναν όλο ανέβαιναν ψηλά, πολύ ψηλά μέσα από τα σύννεφα, κι όταν έφτασαν ανάμεσα στα άστρα έμειναν να χορεύουν εκεί ασταμάτητα.

Το μόνο που έμεινε στην γη μάρτυρας των όσων αλλόκοτων είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα ήταν το κόκκινο ομπρελίνο της, να το χορεύει ο άνεμος πότε ψηλά και πότε χαμηλά πάνω στην άμμο.

Πέρασαν χρόνια. Μόνο κάποιες γριές γυναίκες έμειναν να την θυμούνται σε εκείνο τον τόπο. Λένε πώς η κόρη έγινε αερικό όπως και ο αγαπημένος της ήταν, και πως κάθε φορά που χιονίζει στην ακροθαλασσιά, μπορείς να τους δεις να χορεύουν μαζί με τις νιφάδες τον αλλόκοτο χορό τους


Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Πρός τις Γιορτές

Η ώρα είχε πάει πια μια την νύχτα. Εκείνος καθισμένος στον καναπέ δεν είχε ύπνο. Παρ' ότι ήταν κουρασμένος από την δουλειά της προηγούμενης μέρας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι σκέψεις που του τάραζαν το μυαλό δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι. Και όμως, εκείνο το μεσημέρι τίποτε δεν προδίκαζε αυτό που θα ακολουθούσε και τον τάραξε τόσο, όταν τελειώνοντας από την δουλειά του την είχε πάρει από την δική της και είχαν πάει σπίτι του.
Της είχε μαγειρέψει ένα από τα αγαπημένα της φαγητά, και μετά έμειναν να πίνουν ποτάκι, να ακούν μουσική και να κοιτούν από την τζαμαρία, την νύχτα σιγά σιγά να παίρνει την θέση της μέρας και την πόλη να ντύνεται την νυκτερινή φορεσιά της.
Ήταν εκείνη την στιγμή που γύρισε και του είπε τι σχεδίαζε για τις μέρες των γιορτών που πλησίαζαν, για την εκδρομή που ήθελε να πάνε, να περάσουν τις γιορτές, κάπου σε βουνό με χιόνι, μόνοι οι δυό τους. Όσο του περιέγραφε τον τρόπο που ήθελε να περάσουν τις γιορτές, και του έλεγε, όλο χαρά, τα πιθανά μέροι που θα μπορούσαν να πάνε, δεν πρόσεξε ότι αυτός είχε παγώσει.
Αυτό που αυτός ήξερε και αυτή όχι, ήταν ότι τις γιορτές θα δούλευε όλες τις μέρες, και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αλλά δεν είπε τίποτε. Δεν ήθελε να της χαλάσει την χαρά. Δεν ήθελε να δει πάλι την απογοήτευση στο πρόσωπό της, όπως όταν κάποιες προηγούμενες αργίες είχε γίνει.
Έπρεπε να βρεί λοιπόν μια λύση, κάτι που τον κρατούσε ξάγρυπνο.
Την επόμενη μέρα στην δουλειά, αυτές οι σκέψεις ακόμα τριγυρνούσαν μέσα στο μυαλό του, και τον έκαναν απρόσεκτο, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο, ασχολίαστο.
Όταν σχόλασε δεν πήγε αμέσως στο σπίτι του. Παρ' ότι το κρύο ήταν τσουχτερό εκείνος πήγε στο πάρκο. Άρχισε να περπατά στους λιθόστρωτους διαδρόμους ανάμεσα στα δένδρα και στά παρτέρια με τα λουλούδια. Σκεφτόταν, εκείνη τα λόγια της. Θυμήθηκε την προηγούμενη φορά, σε προηγούμενη αργία τι είχε γίνει όταν εκείνος πάλι δεν μπορούσε να φύγει. Εκείνη τότε είχε πάει την εκδρομή πού τόσο ήθελε, και όταν γύρισε του είχε πει, ότι την επόμενη φορά θα πάνε μαζί οπωσδήποτε. Τώρα πια θα ήταν η επόμενη φορά..... Σκεφτόταν διάφορα όταν ξαφνικά το μυαλό του σταμάτησε στα λόγια μιας προηγούμενης γνωριμίας πριν πολύ καιρό όταν εκείνη αρνήθηκε να είναι “μαζί του”. “Δεν έχεις χρόνο. Γιαυτό δεν μπορούμε να είμαστε μαζί” του είχε πει εκείνη τότε. Θυμήθηκε και εκείνο το δάκρυ, εκείνο το μοναδικό δάκρυ που τόσο τον έκαψε και ,ίσως και να τον έκαιγε ακόμα.
Μετά σκέφτηκε την κοπέλα με την οποία είχαν τώρα σχέση. Εκείνη ήταν “ελεύθερος” άνθρωπος. Της άρεσαν οι εκδρομές, να ταξιδεύει με κάθε ευκαιρία ακόμα και κάθε Σαββατοκύριακο αν ήταν δυνατό που ήταν για εκείνη, όχι όμως και για εκείνον. Δεν μπορούσε να την ακολουθήσει, εγκλωβισμένος με την δουλειά του που ούτε Σαββατοκύριακα είχε ολόκληρα ούτε αργίες, με αποτέλεσμα, τις περισσότερες φοράς που εκείνη του πρότεινε κάτι εκείνος να μην μπορεί, και τελικά εκείνη να πηγαίνει με άλλη παρέα φίλες και φίλους. Κατόπιν όταν του διηγούταν πόσο όμορφα πέρασε, τελείωνε πάντα με την ίδια κουβέντα. “Κρίμα που δεν ήρθες.”, μια κουβέντα που πέρναγε σαν μαχαιριά μέσα από την ψυχή του.
Για πόσο όμως θα συνεχιζόταν αυτό?? Όχι για πολύ σίγουρα. κάποια στιγμή θα τον βαριόταν και θα έφευγε. Δεν ήθελε να νιώσει το ίδιο αίσθημα που είχε νιώσει και εκείνη την προηγούμενη φορά.
Δυο λύσεις υπήρχαν. Είτε να κόψει το “σκοινί” που τον κρατούσε “δέσμιο” που τόσες φορές όμως ευγνωμονούσε που υπήρχε και δεν τον άφηνε να πέσει στο “κενό”, η να την αφήσει να φύγει, κάτι που εκείνος προέβλεπε, ότι ούτως η άλλος κάποια στιγμή θα γινόταν, αργά η γρήγορα, αν η κατάσταση έμενε ίδια.
-Συγνώμη. Μήπως έχετε μερικά ψιλά να πάρω κάτι να φάω??
Αυτή η κουβέντα τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Γύρισε και είδε τον μόνιμο πια κάτοικο του πάρκου να τον κοιτάζει.
-Μήπως έχετε τίποτε ψιλά?? Πεινάω ξέρετε. Να πάρω να φάω κάτι.
Εκείνος έψαξε βιαστικά την τσέπη του. Έδωσε στον άνθρωπο όσα ψιλά είχε πρόχειρα, και έμενε να τον κοιτάζει καθώς έφευγε. Και αν αυτός ο άνθρωπος έκοψε το δικό του σκοινί??
Αυτό ήταν ο πάτος του κενού?? Η μοναξιά, και οι βασικές ανάγκες να εξαρτώνται από την φιλευσπλαχνία των άλλων ανθρώπων?? ήταν η σκέψη που πέρασε από το μυαλό του και τον έκανε να τρομάξει μόνο και στήν ιδέα ότι υπήρχε η πιθανότητα αν έκοβε το “σκοινί”.........
Ξεκίνησε για το σπίτι του. Είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Όχι δεν μπορούσε να της ζητήσει να εγκλωβιστεί μαζί του. Ακόμα και αν εκείνη δεχόταν ήξερε ότι ήταν κάτι που θα την έκανε δυστυχισμένη και δεν το ήθελε αυτό. 'Ήξερε ότι ούτε αυτή ούτε αυτός θα το άντεχαν.
Να φύγει λοιπόν. Αυτή ήταν η λύση.
Την μοναξιά την ήξερε καλά, αλλά το άγνωστο του κενού τον τρόμαζε.
Όλες αυτές τις σκέψεις τις συμπύκνωσε σε ένα email όπου στο τέλος του της ζητούσε να φύγει από κοντά του. Ήταν ο καλύτερος τρόπος, να της το πει. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην καταρρεύσει αν της το έλεγε κατ' ιδίαν η έστω τηλεφωνικά.
“Αν κάποιος διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να κάνει τον άλλο ευτυχισμένο καλύτερα να φεύγει για να μην δυστυχήσουν στο τέλος και οι δυό.”, ήταν η τελευταία φράση που της έγραψε πριν της το στείλει.
Έφτιαξε μια κούπα καφέ και φορώντας το χοντρό πανωφόρι του βγήκε στο μπαλκόνι.
Το κινητό του άρχισε να καλεί με εκείνο το μελωδικό τραγούδι που εκείνη του είχε διαλέξει, μετά το σταθερό, και τέλος η ειδοποίηση ότι ένα sms είχε φτάσει στο κινητό του. Εκείνος δεν κουνήθηκε από την θέση του παρά μόνο όταν βράδιασε για τα καλά και το κρύο άρχισε να του περονιάζει τα κόκαλα.

Δεν μίλησαν ξανά. Ήταν πλέον ελεύθερη.


Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ


Εύχομαι σε όλους το 2009 να είναι η χρονιά που θα πραγματοποιήσει το όμορφο όνειρο που ακόμα δεν έχετε ονειρευτεί την ομορφιά του
ΧΡΌΝΙΑ ΠΟΛΛΆ, ΛΑΜΠΕΡΆ ΓΕΜΆΤΑ ΧΑΜΌΓΕΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΈΣ