Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Στήλη καπνού

Η μέρα ξεκίνησε όπως όλες, μετά από κάποιες εξωτερικές δουλειές, λογαριασμοί κτλ, κάθισα στον καναπέ μου να απολαύσω ένα καφεδάκι πριν φύγω για δουλειά. Η τηλεόραση απέναντι μου έπαιζε κάτι χωρίς να μου τραβά την προσοχή, εγώ σκεφτόμουν τι θα έχω να κάνω στην δουλειά καθώς και άλλα που με απασχολούν αυτόν τον καιρό μικρά και μεγάλα.
Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα πλησίαζε 13:10, όταν ο βαρύς θόρυβος ενός ελικοπτέρου διέκοψε τις σκέψεις μου.
-Για να πετά τόσο χαμηλά κάτι άσχημο συμβαίνει, σκέφτηκα
Βγήκα στο μπαλκόνι, μια στήλη καπνού φαινόταν να ανεβαίνει στον ουρανό από την πλευρά του Υμηττού, και μια μυρωδιά καμένου, θανάτου γρήγορου για τα δένδρα και αργού για τους ανθρώπους, εξαπλωνόταν στην ατμόσφαιρα.
-Όχι πάλι, όχι πάλι, μου έφυγε μια φωνή.
Ο γείτονας είχε βγει και αυτός στο μπαλκόνι του, κοιτούσε τον καπνό, που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει τον ουρανό. Γύρισε και με κοίταξε.
-Και ακόμα είναι Ιούνιος του είπα.
-Τι καίνε πάλι? τι έμεινε πια? με ρώτησε
-Όπου και να καίνε.... Πάει το λίγο που έμεινε...πάει και αυτό.
-Άστα. Οι πυροσβέστες πάνε μπροστά και οι εργολάβοι από πίσω, μου είπε.
Μπήκε μέσα, έμεινα να κοιτώ και να σκέφτομαι Ένα αεροπλάνο πέρασε από πάνω με τον χαρακτηριστικό θόρυβο.
'Ένα ακόμα κομμάτι δάσους στάχτη, λιγότερα δένδρα λιγότερες ανάσες για όλους μας, λιγότερη ομορφιά να βλέπουμε.
Μέρη που πήγαινα μικρός με τους γονείς μου βόλτα, έφηβος με τους τότε πρώτους και αλλοτινούς έρωτες. Με φίλους και γνωστούς, κούλουμα, πέταγμα αετού, στα ξέφωτα, βόλτες, μέχρι και πέρυσι πού κάηκε το κοντινό στο σπίτι μου δάσος, μέσα στα δένδρα, ανοιξιάτικα, καλοκαιρινά πρωινά, μεσημέρια, απογεύματα, μόνος παρέα με ένα βιβλίο και ένα καφέ καθισμένος στα ξύλινα τραπεζάκια που υπήρχαν, η με φίλους καφέ και τάβλι η σκάκι, κάτω από τα δένδρα, να περνούν ευχάριστα ώρες, να γεμίζουμε, εικόνες και μυρωδιές φύσης, κι η πόλη με τα προβλήματα της να μοιάζει τόσο μακριά.
Και τώρα??? όλα γυμνά, με λίγα καμένα δένδρα να θυμίζουν τι υπήρχε εκεί. Πως καταστράφηκε?? Θύμα της ανθρώπινης αμέλειας η απληστίας?? Τι σημασία έχει τώρα πια?? το αποτέλεσμα είναι ένα και δεν αλλάζει.
Και μαζί με αυτό, το δάσος ένοιωσα να καίγονται και αναμνήσεις, ίχνη του νου που είχα αφήσει εκεί
Το δάκρυ που είχα αφήσει μικρό παιδί, για το καπελάκι που είχα προσωρινά ευτυχώς χάσει, το χαμόγελο που το ξαναβρήκα, βόλτες με αγάπες περασμένες, χέρι χέρι ανάμεσα στα δένδρα, λόγια που έπαψαν να ακούγονται αλλά έμειναν να τραγουδιούνται στα φυλλώματα των δένδρων, στιγμές χαράς, λύπης, χαλάρωσης, περισυλλογής, ίχνη δικά μου που κάθε φορά που περπατούσα εκεί ασυναίσθητα αναζητούσα, έβρισκα καλά φυλαγμένα, με έκαναν να θυμάμαι να χαμογελώ. Ανοίγα το παράθυρο του αυτοκινήτου, όποτε περνούσα από εκεί για να αφήσω να μπουν μυρωδιές που τόσο μας έχουν λείψει, εικόνες που σε κάθε ευκαιρία αναζητούμε.
Τώρα απλά περνώ, δεν χαμογελώ πια, δεν ανοίγω το παράθυρο, ένα σφίξιμο στην ψυχή με κάνει απλά να πατώ περισσότερο γκάζι, για να φύγω γρήγορα να μην βλέπω. Το δάσος εκείνο κάηκε, και μαζί του και ο εαυτός που του είχα αφήσει παρακαταθήκη.
Και τώρα, να πάλι καπνός, ένα ακόμα κομμάτι δάσους μετατρέπεται σε στάχτη, και μαζί του όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτό, όμορφα ίχνη ανθρώπων, που έχουν αφεθεί η θα αφήνονταν στο μέλλον, στάχτη και αυτά................. Και μόλις φύγουν οι πυροσβεστικές, θα έρθουν οι μπετονιέρες............... Για ένα καλύτερο αύριο (?) ............για κάποιους.......... Και ναι, θα κατηγορήσω το κράτος, όλους εμάς, που δεν προσέξαμε, δεν φροντίσαμε, έχουμε συμμετοχή όλοι, ο κάθε ένας με τον τρόπο του.
Πήρα το αυτοκίνητο, πρέπει να πάω στην δουλειά, καπνοί και εικόνες καταστροφής ανοίγονται μπροστά μου μαζί με τον δρόμο. Πατώ γκάζι, τρέχω, να ξεφύγω..........................
Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλό μου.................................Έχει πολύ καπνό.........






Αφιερωμένο, στα καμένα δένδρα, στην ομορφιά που δεν θα ξαναδούμε, σε εμάς που κάθε φορά υπογράφουμε την θανατική μας καταδίκη, θυσία στον βωμό του θεού κέρδους

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

Η Λιμνούλα

Στο κέντρο του δάσους, στο ξέφωτο, βρισκόταν η μικρή ήρεμη λιμνούλα, τριγυρισμένη από ψηλά δένδρα, που προστάτευαν την ομορφιά της από τον άγριο καιρό, και χρωμάτιζαν με το πράσινο τών φύλλων τους το ήρεμο καθαρό νερό. Γύρω στις όχθες της φύτρωναν πολύχρωμα λουλούδια που έκαναν το τοπία ειδιλιακό, με τόσα χρώματα και αρώματα. Πάνω στην επιφάνεια του νερού φύτρωναν νούφαρα, που συνέβαλαν με την σειρά τους στην ομορφιά του τοπίου.

Ήταν φορές που ένα πέταλο από λουλούδι ή ένα φύλλο από τα δένδρα χάρισμα μοναδικό έπεφτε μαλακά στην επιφάνεια του νερού, κάνοντας το να σχηματίζει κύκλους, πού ολοένα μεγάλωναν, γεμίζοντας την επιφάνεια της λιμνούλας.

Τότε ήταν η ευκαιρία για τις μικρές ακτίδες φωτός να παίξουν, ξεχίνονταν ανάμεσα από τα πυκνά φυλώματα των δένδρων βουτούσαν στό νερό, έπαιζαν με τους ταξιδευτές κύκλους διακοσμόντας την επιφάνεια του με λαμπερά σχήματα.

Εκείνη προχωρόντας με αργά βήματα έφτασε στήν όχθη της λιμνούλας.

Ήταν όμορφη, σαν άγγελος. Οι ακτίνες την είδαν, την περυκύκλωσαν και έκαναν να λάμψει η ομορφιά της.

Γύρισε το βλέμμα της και κοίταξε γύρω, την ομορφιά του τοπίου, ρούφιξε με βαθιές ανάσες τον γεμάτο αρώματα αέρα, άπλωσε τα χέρια δεξιά και αριστερά και χαμογελόντας πλατιά έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της.

Μαζί της χαμογέλασαν τα δένδρα τα λουλούδια, η λίμνη. Οι ακτίνες δυνάμωσαν το φώς τους κάνοντας την να λάμπει ακόμα περισσότερο. Έσκυψε και βούτηξε μαλακά το χέρι της στό δροσερό κρυστάλλινο νερό,κάνοντας την λίμνη να ανατριχιάσει, ταράζοντας όμορφα το ήρεμο μέχρι τότε νερό της.

Εκανε δυό βήματα πίσω, έπιασε στό λευκό της χέρι μιά μικρή πέτρα από την όχθη, και την πέταξε μέσα στό νερό.

Η πέτρα χτύπισε στήν επιφάνεια του νερού, σχημάτησε κύκλους, πού σιγά σιγά γέμισαν την επιφάνεια της λίμνης.

-Με πόνεσες είπε η λίμνη στην κοπέλα, εκείνη όμως πήρε μιά άλλη πέτρα από την όχθη και πέταξε και αυτή πιο δυνατά μέσα στό νερό, και μετά άλλη και άλλη και άλλη όλο και πιό δυνατά

Η επιφάνεια της λίμνης γέμισε κύκλους που καθώς ταξίδευαν με ορμή έκαναν τα νούφαρα να χορεύουν στον ρυθμό την κυματισμών που γίνονταν όλο και πιό μεγάλοι όλο και πιο συχνοί, όλο και πιο άγριοι. Οι ακτίνες τρόμαξαν, έφυγαν από κοντά της, κρύφτηκαν ανάμεσα στά φυλλώματα των δένδρων, η ομορφιά της έχασε την λάμψη της, σκοτίνιασε.

-Σταμάτα, με πονάς, σταμάτα. Σε παρακαλώ σταμάτα, σε παρακαλώ, με πονάς.

Εκείνη σταμάτησε, κοίταξε την λίμνη, τους κύκλους που σιγά σιγά έσβηναν, το νερό που ηρεμούσε και πάλι.

-Σε ευχαριστώ, της είπε η λίμνη, χαμογελόντας. Θέλησε να της χαρίσει ένα νούφαρο, διάλεξε το πιό όμορφο και άρχισε να το ταξιδεύει προσεκτικά στήν επίφάνεια του νερού πρός εκείνη.

Εκείνη έσκυψε πήρε μιά ακόμα πέτρα από κάτω την πέταξε με δύναμη. Η πέτρα έπεσε μέ ορμή πάνω στό νούφαρο που η λίμνη ήθελε να της χαρίσει, διαλυοντάς το, έσκυψε πήρε και άλλες πέτρες, άρχισε να τις πετά πρός το μέρος της λίμνης που ήταν τα νούφαρα, αυτά χτυπημένα, από τις πέτρες διαλύονταν γεμίζοντας την επιφάνεια του νερού με τα κομμάτια τους, θλιβερά απομεινάρια της αλλοτινής ομορφιάς τους, βυθίζονταν στό ταραγμένο νερό.

-Με πονάς, με πονάς πολύ σταμάτα, καταστρέφεις τα νουφάρά μου, Με πονάς, ΜΕ ΠΟΝΑΣ.

Τότε από τόν βυθό της λίμνης άρχισαν να ξεκολλούν πέτρες, πού έβγαιναν από το νερό με δύναμη σημαδεύοντας την κοπέλα, άλλες πέρασαν δίπλα της με ορμή σφυρίζοντας, άλλες την χτύπησαν, άλλες έσκασαν μπροστά της, εκείνη τρομαγμένη άρχισε να τρέχει μακριά από την λίμνη.

-Φύγεεεεεεεεεεεεεεε της φώναζε η λίμνη, συνεχίζοντας να της πετά πέτρες

-Είσαι κακιά, είσαι κακιά, είσαι κακιααααααααααααααααα, φώναξε η κοπέλα στην λίμνη καθώς απομακρυνόταν τρέχοντας τρομαγμένη.

Πέρασε καιρός από τότε, τα πάντα απέκτησαν την αλλοτινή τους γαλήνη, ομορφιά, ευτυχία. Η λίμνη απολάμβανε τα δώρα την φίλων της των δένδρων και των λουλουδιών πράσινα φύλλα και πολύχρωμα πέταλα που της χάριζαν με καλοσύνη, έπαιζε με τίς ακτίνες φωτός που ξεχύνονταν μέσα από τα φυλλώματα και βουτούσαν στα κρυστάλλινα νερά της, δημιουργώντας σχήματα από φώς, καινούργια νούφαρα διακόσμησαν την επιφάνεια του νερού, χαρίζοντας της περισσή ομορφιά

Μιά μέρα η λίμνη είδε μια κοπέλα να πλησιάζει στην όχθη της. Περπατούσε με αργά βήματα, κρατούσε στα χέρια της ένα πανέμορφο κόκκινο τριαντάφυλλο.

Οι ακτίνες βγήκαν τρομαγμένες από το νερό, κρύφτηκαν στα φυλλώματα την δένδρων, μια πέτρα σηκώθηκε από τον βυθό και έμεινε να αιωρείτε λίγο πρίν την επιφάνεια.

-Δεν θα αφήσω κανένα να με ξαναπονέσει, κανένα να καταστρέψει τα νούφαρά μου, κανένα.

Η κοπέλα πλησίασε την όχθη της λίμνης, έσκυψε και άγγιξε τήν επιφάνεια του νερού χαρίζοντάς της ένα χάδι. Η λίμνη ανατρίχιασε, το χάδι αυτό δεν ήταν ίδιο, ένιωσε την διαφορετικότητά του, άφησε την πέτρα να ξαναπέσει στό βυθό της.

Άφησε στήν όχθη το τριαντάφυλλο, έβγαλε το φόρεμά της, το άφησε να πέσει δίπλα της, βούτηξε στο δροσερό νερό. Άρχισε να κολυμπά, να παίζει με το νερό. Η λίμνη της χαμογέλασε, την αγκάλιασε με τα νερό της, χαρίζοντάς της την δροσιά του.

Κολύμπισε πρός την πλευρά που βρίσκονταν τα νούφαρα, σταμάτησε κοντά τους.

-Τί όμορφα!!! Απλωσε το χέρι της και τα χάιδεψε, εκείνα τέντωσαν τα πέταλά τους ομορφαίνοντας ακόμα περισσότερο.

Οι ακτίδες αλληλοκοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν με νόημα, βούτηξαν και αυτές στο νερό, άρχισαν να παίζουν μαζί με την κοπέλα πότε κάνοντας σχήματα απο φώς μέσα στο νερό, πότε φωτίζονας την ίδια, λάμποντας την ομορφιά της.

Βγήκε από το νερό, πήρε με το ένα χέρι το φόρεμά της και με το άλλο πήρε το τριαντάφυλλο, το άφησε στήν επιφάνεια του νερού χάρισμα στήν λίμνη, και εκείνη της χάρισε το πιο όμορφο νούφαρό της και το φώς μιάς ακτίνας, να φωτίζει την ομορφιά της, μετατρέποντάς την σε άγγελο.



Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Τηλεσκοπικές σκόρπιες σκέψεις

Ξεκόλλησε το μάτι από τον προσοφθάλμιο του τηλεσκοπίου, κάθισε στην σπαστή πολυθρόνα. Γύρω του άλλες παρέες έβλεπαν με τα τηλεσκόπιά τους τα θαύματα του ουρανού. Έριξε μια πεταχτή ματιά στους αστρικούς χάρτες που ήταν απλωμένοι μπροστά του. Πόσο μικρό έδειχναν τον κόσμο. Άναψε ένα τσιγάρο, γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό.
Μια ασυννέφιαστη καθαρή νύχτα ήταν αυτή, ιδανική για παρατηρήσεις την θαυμάτων του ουρανού, που βρίσκονται εκεί πάνω και περιμένουν από εμάς να τα ανακαλύψουμε.
Κάρφωσε το βλέμμα του εκεί πάνω.

Το Σύμπαν

Ότι φαίνεται εκεί πάνω, στον ουρανό, τα αστέρια, οι πλανήτες, ότι βλέπουμε, ότι νομίζουμε ότι είναι όλος ο κόσμος, δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένας γαλαξίας. Ο δικός μας γαλαξίας, τίποτε περισσότερο παρά ένα μικρό κομματάκι στο τεράστιο παζλ που λέγετε σύμπαν.
Τίποτε περισσότερο παρά ένα σύνολο ουρανίων σωμάτων που περιστρέφονται γύρω από ένα κέντρο, αιωρούμενα στο απόλυτο κενό, κάτω από τις προσταγές γνωστών και άγνωστων φυσικών νόμων.
Αυτός όπως και εκατομμύρια άλλων γαλαξιών μαζί με το κενό που τους περιβάλλει απαρτίζουν το σύμπαν. Έναν χώρο απροσδιόριστου μεγέθους και σχήματος, όπου συνυπάρχει το υπαρκτό και το ανύπαρκτο, το κάτι με το τίποτε, το φως με το σκοτάδι, που εναλλάσσονται σε ένα συνεχή αιώνιο χορό, μεταξύ ζωής και θανάτου, δημιουργίας και καταστροφής.
Ερωτήματα. Τι είναι τελικά το σύμπαν?? Γιατί δημιουργήθηκε?? Έχει λόγο ύπαρξης?? Έχει τέλος?? Μέσα και έξω?? Ερωτήματα που δημιουργούνται σε έναν παρατηρητή του ουρανού. Μπορεί να μην απαντηθούν ποτέ, αυτά τα ερωτήματα, γιατί τελικά το σύμπαν αυτός ο χώρος που μας περιβάλλει να είναι ένα απειροελάχιστο μικρό κομμάτι σε έναν άλλο τεράστιο κόσμο, τίποτε περισσότερο ίσως, από μια δροσοσταλίδα στα πέταλα ενός λουλουδιού σε έναν κήπο, μέρος ενός άλλου κόσμου.

Η Ζωή

Η ζωή, ότι υπάρχει και βλέπουμε γύρω μας, δημιούργημα συμπτώσεων και συγκυριών, γεγονότων που συνέβησαν την σωστή στιγμή στον σωστό τόπο και με τον σωστό τρόπο με υλικά που υπάρχουν παντού, που από αυτά δημιουργήθηκαν τα πάντα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο που υπάρχουν παντού γύρω μας τόσο στον δικό μας όσο και σε άλλους κοντινούς η μακρινούς κόσμους.
Θα υπήρχε άραγε ζωή στην γη?? και με πια μορφή αν η χημική σύσταση της ατμόσφαιρας ήταν διαφορετική?? Αν ο πλανήτης μας ήταν σε διαφορετική απόσταση, θέση από τον ήλιο?? Αν, αν ,αν?? Θα υπήρχε γαλήνη, ζωή, η και αυτός ο κόσμος θα ήταν ένας από τους φοβερούς γειτονικούς με εμάς κόσμους, γεμάτος τρομερά γεγονότα που προκαλούν δέος??
Πώς θα ήταν άραγε η ζωή στην γη αν δεν είχε γίνει αυτή η τρομερή ηφαιστειακή έκρηξη πριν 600.000.000 χρόνια που κατέστρεψε τα πάντα, αφήνοντας χώρο για την δημιουργία κάτι εντελώς νέου?? Αν εκείνος ο αστεροειδής που ήταν η αιτία της εξαφάνισης των δεινοσαύρων δεν είχε πέσει στην γη, τι θα υπήρχε τώρα εδώ???
Και όλα αυτά συνέβησαν μόνο εδώ???
Δεν είναι εγωιστικό να λέμε ότι σε ένα σύμπαν τόσο τεράστιο με εκατομμύρια γαλαξίες και δισεκατομμύρια ήλιους και πλανήτες μόνο εδώ είχαμε τις ιδανικές συνθήκες και τις απαραίτητες συγκυρίες, και μόνο εδώ υπάρχει ζωή???

Ο Άνθρωπος

Δημιούργημα και αυτός συμπτώσεων και συγκυριών είναι το μόνο πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο προικισμένο με το υπέρτατο αγαθό, την νοημοσύνη, το μόνο ον απελευθερωμένο από νόμους κανόνες, ένστικτα, γεμάτο από όνειρα επιδιώξεις, ΘΈΛΩ. Η δημιουργία του ανθρώπου έκανε το σύμπαν τέλειο, αφού δημιουργήθηκε μαζί με αυτόν η ελευθερία, που μέχρι τότε δεν υπήρχε, κάτι που τον κάνει σπουδαίο παρά την ασημαντότητα του μεγέθους του
Κανένας νόμος δεν ορίζει την συμπεριφορά του, τίποτε δεν μπορεί να βάλει φραγμό στην σκέψη του, κανένας δεν μπορεί να ορίσει τίποτε ακόμα και το πιο απλό γι' αυτόν. Ποιο πόδι θα ξεκινήσει πρώτο να περπατάει, πιο χέρι θα κινηθεί, σε πια κατεύθυνση θα πάει, αν θα τρέξει, όλα τα ορίζει ο ίδιος, από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα, που ορίζουν την ζωή του, δημιουργημένος και αυτός από τα ίδια υλικά που δημιούργησαν το σύμπαν, έχει και αυτός μέσα του το ίδιο κενό, το απόλυτο κενό, το νιώθει με διάφορους τρόπους, αισθάνεται την ύπαρξή του.
Αυτό το κενό, ο κάθε άνθρωπος προσπαθεί να το γεμίσει με ότι, ο κάθε ένας νομίζει κατάλληλο, χρήμα, δόξα, αγάπη. Μόνο όμως ένα είναι το σωστό, με την λάθος επιλογή το κενό αντιδρώντας σαν το πιθάρι των Δαναΐδων αδειάζει και αναδημιουργίται κάνοντας την προσπάθεια μάταιη.

Το φως

Αυτό το “κάτι” που ξεχωρίζει την μέρα από την νύχτα, το αντίθετο του σκότους, του κάθε σκότους, αυτό το “κάτι” που δημιουργείτε από το δικό μας αστέρι. Μας κάνει να βλέπουμε, να ζούμε, να χαιρόμαστε, Αυτό δημιουργεί τα χρώματα την ομορφιά, την ζέστη στο σώμα και στις ψυχές των ανθρώπων, της πλάσης όλης.
Αυτό το φως δημιουργείτε από όλα τα αστέρια, και φτάνει εδώ στην γη, από παντού, δημιουργώντας αυτό το μοναδικό θέαμα που απολαμβάνουμε κάθε καθαρή νύχτα με όλα αυτά τα χιλιάδες αστέρια στον ουρανό, το φως που πολλές φορές εξαπατά δείχνοντάς μας κάτι που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, αλλά μας δείχνει την εικόνα του ΣΑΝ να υπάρχει ακόμα.
Το φως, ένας φορέας πληροφοριών για άλλους κόσμους, που εκπέμπετε σαν φιλμ μεταφέροντας τα γεγονότα, την ιστορία άλλων μακρινών κόσμων.
Το φως που έρχεται στην γη μας, παίρνει τις πληροφορίες, την ιστορία του κόσμου μας και αντανακλάται, φεύγει ξανά ταξιδεύει στο απόλυτο κενό μεταφέροντας μέσα του την ιστορία μας, μέχρι κάποιος σε ένα μακρινό πλανήτη, ενός μακρινού γαλαξία να βρει την άκρη του “νήματος” να αρχίσει να το “ξετυλίγει” και να βλέπει έργα και ημέρες ανθρώπων, πράξεις, συμπεριφορές, κινήσεις, δράσεις, εσένα, εμένα, όλους.
Ας προσπαθούμε λοιπόν αυτό που θα δει για εμάς αυτός ο κάποιος άγνωστος, του κάπου κάποτε, αυτή την ιστορία ζωής να τη έχει σαν παράδειγμα προς μίμηση και όχι σαν παράδειγμα προς αποφυγή

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Καληνύχτα

Ξύπνησε από έναν θόρυβο, κοίταξε το ρολόι του 00:30. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά τίποτε, στριφογύριζε στα σεντόνια, αλλά μάταια.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στην κουζίνα, έβαλε στον φούρνο μικροκυμάτων νερό να ζεστάνει. Ένα τσάι ήταν αυτό που ήθελε για την ώρα. Πήγε στο σαλόνι, άνοιξε τον Η/Υ, φόρτωσε την επεξεργασία κειμένου κοίταξε το κείμενο που έγραφε νωρίτερα. Άρχισε να πληκτρολογεί.
Χτυπούσε τα πλήκτρα όλο και πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Ο ήχος από τα πλήκτρα απλωνόταν στο διαμέρισμά του, ήταν το μόνο που έσπαγε την σιωπή της νύχτας. Πήρε την κούπα με το τσάι σηκώθηκε από την καρέκλα, βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν μια έναστρη ζεστή, καλοκαιρινή νύχτα, άναψε ένα τσιγάρο, ακούμπησε στα κάγκελα, κοιτούσε τα αστέρια, χαμένος στις σκέψεις του.
Μπήκε μέσα στο διαμέρισμα ντύθηκε, βγήκε στον δρόμο. Περπατούσε μέσα στο πάρκο, κοιτούσε τις κολόνες φωτισμού τοποθετημένες στις άκρες του πάρκου δεξιά και αριστερά λες και όριζαν τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.
Το μπαράκι στον τέλος του πάρκου ήταν ακόμα ανοιχτό, δυο ζευγαράκια κάθονταν στα τραπεζάκια που ήταν έξω. Έσπρωξε την πόρτα, μπήκε μέσα, πίσω από τον πάγκο ή μπαργούμαν, η Ελεάννα, σκούπιζε με μια λευκή πετσέτα τα φρεσκοπλυμένα ποτήρια, και τα τοποθετούσε προσεκτικά σε ένα δίσκο.
Η Ελεάννα, δεν ήταν η εντυπωσιακή κοπέλα που θα γύριζε κανείς να την κοιτάξει στον δρόμο. Ήταν μια σχετικά ψιλή, παχουλούλα κοπέλα, με κοντά καστανά μαλλιά, μεγάλα καστανά παιχνιδιάρικα μάτια, "γαλλική" μυτούλα, και καλοσχηματισμένα κόκκινα χείλη. Είχε ένα πολύ γλυκό προσωπάκι. Κάθε φορά που χαμογελούσε δυο μικρά λακκάκια σχηματίζονταν στα μάγουλά της πράγμα που την έκανε ακόμα πιο γλυκιά.
Βαφόταν πολύ σπάνια, δεν χρειαζόταν άλλωστε τα σκευάσματα του εμπορίου για να γίνει όμορφη, ήταν από φυσικού της.
Είχε μετακομίσει τότε κάπου εκεί κοντά και την έβλεπε αρκετά συχνά, στην στάση του λεωφορείου, στα ψώνια, Συχνά αντάλλασσαν στα πεταχτά κάποιες κουβέντες, όταν συναντιόνταν
Ένα βράδυ, την είχε βρει τυχαία στον δρόμο την ώρα που πήγαινε σπίτι της. Την είχε πάει σχεδόν με το ζόρι για μια μπύρα, σε ένα κοντινό μπαράκι. Έμειναν τελικά αρκετή ώρα. Μιλούσαν, γελούσαν, είχαν περάσει όμορφα εκείνη την φορά. Αντάλλαξαν τηλέφωνα, και συμφώνησαν να ξαναβρεθούν.
Εκείνη την δεύτερη φορά ήταν που της είχε μιλήσει......... Εκείνη τον είχε κοιτάξει χαμογελώντας με τα μεγάλα καστανά της μάτια.
-Μα δεν βλέπεις πόσο διαφορετικοί είμαστε?? του είχε πει, δεν βλέπεις ότι δεν ταιριάζουμε?? Δεν θα μπορέσει να γίνει κάτι καλό μεταξύ μας καλύτερα όχι, ας μείνουμε έτσι όπως είμαστε. Όταν έφυγαν, την είχε πάει μέχρι το σπίτι της. Λίγο πριν χωρίσουν την είχε πάρει αγκαλιά, είχε πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της για να αφήσει ένα φιλί στα κόκκινα χείλη της. Βλέποντας την άρνηση να σχηματίζετε στο πρόσωπό της, της άφησε το φιλί στο μάγουλο. Ήταν η τελευταία φορά που είχε βγει μαζί της, και από τότε είχαν περάσει δυο χρόνια. Στο διάστημα αυτό, της είχε προτείνει αρκετές φορές να βγουν, αλλά αυτή πάντα έβρισκε μια δικαιολογία να του αρνηθεί.
Πριν μια εβδομάδα είχε πιάσει δουλειά σε αυτό το μπαράκι κοντά στο σπίτι του, και αρκετά συχνά πήγαινε εκεί, δήθεν, για ένα ποτό.
Προχώρησε προς τον πάγκο, κάθισε σε ένα σκαμπό.
-Καλός τον, τι να σου φέρω???
-Μια βότκα πορτοκάλι, της είπε χαμογελώντας
Εκείνη πήρε ένα ποτήρι, ετοίμασε το ποτό, το άφησε μπροστά του.
-Σε μισή ωρίτσα θα κλείσω Ο.Κ.
Κοίταξε γύρω του, ήταν μόνος μαζί της. Γύρισε και την κοιτούσε, αυτή πήγε πάλι και συνέχισε την δουλειά που είχε αρχίσει.
Το αδύναμο λευκό φως που έπεφτε στο πρόσωπό της την έκανε να λάμπει, λες και από την δική της λάμψη φωτιζόταν ο χώρος.
Γύρισε και τον κοίταξε, του χαμογέλασε και γύρισε πάλι σε αυτό που έκανε. Αυτός σηκώθηκε από το σκαμπό και πήγε κοντά της.
-Θα πάω για τσιγάρα θέλεις να σου πάρω??
-Ναι πάρε μου, του είπε και του έδωσε χρήματα.
Αυτός πήγε στο περίπτερο που διανυκτέρευε εκεί κοντά, γυρίζοντας πάλι πίσω, έκανε μια μικρή παράκαμψη, πήγε σε ένα σημείο του πάρκου που είχε τριανταφυλλιές έκοψε ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο και το πήρε μαζί του.
Γύρισε πίσω στο μπαρ της έδωσε τα τσιγάρα, κράτησε το τριαντάφυλλο, θέλοντας να βρει ένα πιο κατάλληλο χρόνο να της το δώσει.
-Σε ευχαριστώ αλλά τώρα πρέπει να φύγεις. Πρέπει να κλείσω.
-Χμμ, θα σε πείραζε να μείνω να σε βοηθήσω να μαζέψεις??
Εκείνη χαμογέλασε.
-Καλά αφού θέλεις.
Εκείνη έσβησε τα πολλά φώτα, αφήνοντας μόνο όσα ήταν απαραίτητα για να βλέπουν, εκείνος μάζευε τα πράγματα από τα τραπέζια, κεράκια, τασάκια, βαζάκια με αποξηραμένα λουλούδια, της τα πήγαινε, ενώ εκείνη τα τακτοποιούσε στην θέση τους.
Μάζεψαν τις σπαστές πολυθρόνες απ' έξω σήκωσαν τις καρέκλες από μέσα. Εκείνη έκανε ένα γρήγορο σκούπισμα σφουγγάρισμα, ενώ εκείνος της άδειαζε τον κουβά από το βρόμικο νερό και της τον γέμιζε με καθαρό.
Όταν τελείωσαν, μάζεψαν τα πράγματά τους, εκείνος βγήκε έξω και την περίμενε. Εκείνη έκλεισε όλα τα φώτα κλείδωσε την πόρτα.
-Σε ευχαριστώ πολύ, καληνύχτα, του είπε
-Μισό λεπτό, έχω κάτι ακόμα για εσένα.
Έβγαλε και της έδωσε το τριαντάφυλλο, εκείνη το πήρε, χαμογελώντας πλατιά.
-Σε ευχαριστώ πολύ, είναι πολύ όμορφο. Και τι ωραία που μυρίζει είπε φέρνοντάς το κοντά στην μύτη της.
-Και πάλι σε ευχαριστώ. Καληνύχτα, πρέπει να πηγαίνω.
Έκανε να φύγει, εκείνος όμως, χωρίς να πει τίποτε άπλωσε τα χέρια του και την τύλιξε σε μια σφιχτή ζεστή αγκαλιά, με το ένα χέρι την κρατούσε από την μέση και με το άλλο της χάιδευε τα μαλλιά.
Έμειναν έτσι μερικά λεπτά
-Πρέπει να φύγω, είπε εκείνη, εκείνος δεν μίλησε μόνο την κρατούσε.
-Πρέπει να φύγω, είπε πάλι εκείνη. Εκείνος, την έπιασε από τα μπράτσα, δοκίμασε να αφήσει ένα φιλί πάνω στα χείλη της, αλλά εκείνη γύρισε το κεφάλι της.
Άφησε το φιλί στο μάγουλό της και έμεινε εκεί να την κρατά και να την κοιτά ίσα στα μάτια
-Πρέπει να φύγω, είπε ξανά εκείνη
-Θεέ μου τι όμορφη που είσαι, της απάντησε αυτός, κρατώντας την πάντα μαλακά από τα μπράτσα.
-Πρέπει να φύγω.
Άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνετε κάνοντας βήματα προς τα πίσω, τα χέρια της γλιστρούσαν μέσα στα δικά του, και όταν αγγίχτηκαν τα δάχτυλά τους αυτός έσφιξε μαλακά τα χέρια της κάνοντάς την να σταματήσει.
-Είσαι τόσο όμορφη, είπε εκείνος καθώς κρατούσε τα δάχτυλα των χεριών της. Έμειναν να κοιτιόνται ίσα στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα, εκείνη τράβηξε τα χέρια της, απομακρύνθηκε κάνοντας μερικά ακόμα βήματα προς τα πίσω.
-Καληνύχτα.
-Καληνύχτα ομορφιά, απάντησε εκείνος.
Εκείνη γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται, να χάνετε σιγά σιγά στο βάθος του δρόμου, εκείνος έφερε τα δάχτυλά του στο στόμα, άφησε ένα φιλί πάνω τους και το φύσηξε προς τα εκείνη.
-Καληνύχτα ομορφιά, να προσέχεις, ψιθύρισε καθώς εκείνη χανόταν στην γωνία του δρόμου. Γύρισε και έφυγε, μπήκε πάλι στο πάρκο και ακολούθησε τον δρόμο που του όριζαν οι στύλοι με τα φώτα, τον δρόμο για τον δικό του κόσμο.
Η μυρωδιά από ένα νυχτολούλουδο τον έκανε να σταματήσει, γύρισε το κεφάλι προς το μέρος που ερχόταν η μυρωδιά. Πήγε και κάθισε σε ένα παγκάκι, κοίταξε τον ουρανό, τον γεμάτο αστέρια ουρανό, και το φεγγάρι, που σαν λεπτή φέτα καρπουζιού συμπλήρωνε και αυτό την ομορφιά, της νύχτας. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

-Καληνύχτα ομορφιά, όπου και αν πας Καληνύχτα............