Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Χρυσομαλλούσα της πόλης

Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ περπατούσε στο κέντρο της πόλης, τυλιγμένος στο ζεστό πανωφόρι του, πλησίαζε προς τον σταθμό του μετρό του κέντρου. Φυσούσε ένας δυνατός παγωμένος αέρας που έφερνε σταγόνες βροχής. Περπατούσε γρήγορα, βιαζόταν να φτάσει σπίτι του και να αφεθεί στην γλυκιά θαλπωρή του. Ξαφνικά σαν να άκουσε μια σιγανή φωνή πίσω του να του ζητά συγγνώμη. Σταμάτησε το γρήγορο βήμα του, γύρισε να δει ποιος είναι. Μπροστά του τώρα, στεκόταν μια μικρόσωμη, αδύνατη, αδύναμη κοπέλα που έλεγες ότι με το παραμικρό τράνταγμα θα έσπαγε σε κομμάτια. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της, λες και ήταν από χρυσάφι φτιαγμένα και τα καθαρά γυαλιστερά της μάτια τα είχε καρφωμένα επάνω του. Φορούσε ένα παλιό ξεφτισμένο τζιν παντελόνι που σε κάποιες μεριές άφηνε να φανούν τα λεπτά κοκαλιάρικα πόδια της, τα παπούτσια της παλιά και αυτά κάποιας φτηνής μάρκας, σκισμένα αθλητικά. Προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την κακοκαιρία , τυλιγμένη σε ένα παλιό ξεφτισμένο στρατιωτικό μπουφάν, που μπορεί και να το είχε βρει πεταμένο σε κάποιον κάδο απορριμμάτων.

-Συγγνώμη, του είπε με την λεπτή τρεμάμενη φωνή της, μήπως έχετε λίγα ψιλά??? Αυτός την κοίταξε ερευνητικά για μία ακόμα φορά, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, η κοπέλα έστεκε εκεί τρέμοντας σε κάθε ριπή του ανέμου ανήμπορη να αντιδράσει, με το κεφάλι τώρα κατεβασμένο και τα μάτια καρφωμένα στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο.

-Πότε έφαγες τελευταία φορά σαν άνθρωπος??? την ρώτησε χωρίς να πάρει καμιά απάντηση, αυτή έστεκε εκεί αμίλητη, τρέμοντας από το κρύο.

Την έπιασε μαλακά από την παλάμη και την οδήγησε σε ένα εστιατόριο που εκείνη την ώρα ήταν ανοικτό, την έβαλε να καθίσει σε ένα τραπεζάκι και πήγε να παραγγείλει. Σε λίγο μπροστά της ήταν μια ζεστή σούπα, και ένα μεγάλο ποτήρι χυμός, εκείνη χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να τρώει λαίμαργα, τέλος με ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί σκούπισε το πιάτο της θέλοντας να γευτεί και την τελευταία σταγόνα σούπας, μετά ήπιε τον χυμό σχεδόν μονορούφι περιμένοντας με τα χείλια κολλημένα στο ποτήρι, να στραγγίσει καλά για να μην χάσει ούτε ρανίδα από το πολύτιμο υγρό.

Είχε σταματήσει πια να τρέμει και είχε ξαναπάρει το χρώμα που έχει κάθε ζωντανός άνθρωπος. Της παράγγειλε κάτι ακόμα σε πακέτο πλήρωσε και σηκώθηκαν να φύγουν. Με ένα μικρό κομμάτι σελοτέιπ κόλλησε πάνω στο πακέτο με τα φαγητά ένα δεκάευρο, και της έδωσε την σακούλα, προχώρησαν προς της έξοδο, Βγήκαν έξω, εκείνος σήκωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά.

-Βρες τον δρόμο σου, μην χαθείς, μπορείς να τον βρεις Απλά προσπάθησε. Βρες τον, εκείνη τέντωσε τα πόδια στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, και εξαφανίστηκε στο βάθος τού δρόμου χωρίς να πει κουβέντα.

Εκείνος στάθηκε εκεί να την κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν, η φιγούρα της όλο μίκραινε, χανόταν από τα μάτια του καθώς την τύλιγε το πέπλο της νύχτας, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο μουντό, όλο και πιο μαύρο.

Όταν πλέων χάθηκε πια από τα μάτια του γύρισε και συνέχισε τον δρόμο του, κατέβηκε την σκάλα του μετρό βρέθηκε στην αποβάθρα,κάθισε σε ένα κάθισμα περιμένοντας το τρένο, που θα τον μετέφερε ξανά στον κόσμο του. Το μυαλό του γύρισε ξανά σε αυτήν την άγνωστη χρυσομαλλούσα, έφερε στο νου του τα μάτια της που κοιτούσαν κάτι μακρινό απροσδιόριστο παγιδευμένα λες σε κάποια σχισμή της ζωής. Ποιος ξέρει, ποιο χέρι, ποιας κακιάς μοίρας, την είχε αρπάξει και την είχε κρεμάσει σε αυτό το σκουριασμένο καρφί αυτού του ξεφτισμένου τοίχου, παιχνίδι του άγριου ανέμου, κάτι σαν αχυρένια κούκλα, να στριφογυρίζει έρμαιο των ορέξεών του πότε πάνω πότε κάτω, να μπερδεύετε όλο και περισσότερο, και ποιος ξέρει αν κάποτε θα βρεθεί ένα άλλο χέρι να εμπιστευθεί να την ξεμπλέξει, να την απαλλάξει από το βασανιστήριό της, να την τυλίξει με το αραχνοΰφαντο μυρωμένο πέπλο της ώρας να την σηκώσει ψηλά, στην αγκαλιά του Ζέφυρου, και αυτός να την ταξιδέψει απαλά πάνω από χιονοσκέπαστες κορυφές, και πυκνά μεγάλα δάση, να την φέρει στην Ιθάκη της, που τώρα τα κάλλη της αναπολεί και κλαίγοντας ιστορεί στον εαυτό της καθώς ο άγριος άνεμος την που την χτυπά αλύπητα την μπλέκει όλο και περισσότερο στο καρφί που είναι κρεμασμένη, και την ματιά της παγιδευμένη σε αυτή την μια σχισμή της ζωής

Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Μαγειρεύοντας 3

Μετά από την blogoσυνάντηση, εγώ πείνασα.
Εσείς???
Επειδή είμαι σίγουρος για την απάντηση, ας φάμε....

Θα χρειαστούμε


1 μικρό χοιρινό καρέ (για να βγουν 2 μπριζόλες)
1 χωριάτικο λουκάνικο
1 σελινόριζα
300 ml κρεμα γάλακτος
1 πατάτα
3-4 κάστανα
1 σκελίδα σκόρδο
25 γρ. βούτυρο
ελαιόλαδο
αλάτι
πιπέρι


Πως γίνετε

Ζεσταίνουμε το ελαιόλαδο σε ένα τηγάνι, παίρνουμε το καρέ χοιρινού, το καθαρίζουμε, του ανοίγουμε μια τρύπα στη μέση του ψαχνού του με ένα μαχαίρι και περνάμε το λουκάνικο μέσα σε αυτή. Ό,τι περισσεύει από το λουκάνικο, το κόβουμε και το παντρεμένο χοιρινό-λουκάνικο το ρίχνουμε στο τηγάνι να ψηθεί,. Προσθέτουμε και τα κάστανα (τα οποία έχουμε ψήσει νωρίτερα) και τα αφήνουμε όλα μαζί σε μέτρια φωτιά, να ψηθούν. Το κρέας που βγάλαμε από το καρέ, καθώς και το περισσευούμενο λουκάνικο μπορούμε να τα κόψουμε κομμάτια και να τα κάνουμε μία ωραία τηγανιά με ψητά κάστανα (ίδια γεύση άλλη εμφάνιση).
Συνεχίζουμε με τον πουρέ... Καθαρίζουμε τη σελινόριζα από τις φλούδες της και την κόβουμε σε μικρά καρέ, τα οποία τα ρίχνουμε σε ένα καθαρό τηγάνι, προσθέτουμε τη κρέμα γάλακτος, την ψημένη στο φούρνο πατάτα, κομμένη επίσης, σε μικρά καρέ και τέλος, ολόκληρο το σκόρδο. Τα αφήνουμε όλα μαζί, να βράσουν για 15 λεπτά, μέχρι να γίνουν πατάτα και σελινόριζα ένα. Μετά με ένα πιρούνι κάνουμε νιανιά όλα τα υλικά και ο πουρές είναι σχεδόν, έτοιμος. Αφού τον αποσύρουμε από τη φωτιά ρίχνουμε μια κουτ. σούπας βούτυρο, αλάτι, πιπέρι και ανακατεύουμε πολύ καλά.
Σερβίρουμε τις μπριζόλες με τα κάστανα και μια γενναία κουταλιά πουρέ

Καλή μας (ΣΛΟΥΡΠ) όρεξη

BLOGοσυνάντηση 16/03/08

Εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό ξύπνησα με αρκετή δυσκολία.

Γενικά όταν είμαι ρεπό η άδεια για να ξυπνήσω χρειάζομαι 21 κανονιοβολισμούς, αλλά εκείνη την Κυριακή χρειάστηκα 42, επειδή λόγο του πάρτι των γενεθλίων μου-γιορτής μου, είχα αργήσει πολύ να κοιμηθώ.

Όταν συνειδητοποίησα τι ώρα ήταν βούτηξα ρόν εαυτό μου από τον σβέρκο " σήκω μουλάρι", και ετοιμάστηκα να πάω και εγώ στην συνάντηση.

Έστειλα και το σχετικό sms να δω μέχρι τι ώρα θα μείνουν, να σιγουρευτώ ότι θα βρω κάποιον και κατά τις 12:30, νωρίς νωρίς, βρέθηκα στο Θησείο, απ' έξω από το καφέ που θα καθόμαστε.

Έκανα μια κλήση στην διοργανώτρια αρχή (βλ ζουζούνα), πού είστε καλέέέέέ, και μετά τις σχετικές οδηγίες βρέθηκα στο πατάρι του Chocolat.

Περίμενα να βρω μια παρέα απλά να συζητάει, αλλά κατάλαβα λάθος.

Σε ένα μεγάλο τραπέζι, διάφορα άτομα να πηγαίνουν και να έρχονται, τα γέλια να δίνουν και να παίρνουν, πηγαδάκια να σχηματίζονται από κάποιους, να έρχονται και άλλοι να μεγαλώνουν, μετά να διαλύονται, να φτιάχνονται άλλα, γέλια από παντού να ξεπηδούν σαν γάργαρα νερά, ένα τραπέζι πού το κέφι και η χαρά ξεχείλιζε.

Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα με ένα μπλοκ στο χέρι μια σελίδα αυτοκόλλητα με το avatar μου, και ένα στυλό, που δεν έγραφε, κινέζικος γαρ, και την Ζουζούνα να με συστήνει στον κόσμο.

Το τι γινόταν ήταν πέρα πάσης φαντασίας.

Άλλοι έρχονταν, μου άφηναν μπλοκ, έγραφαν στο δικό μου, γέλια χαρές πειράγματα, άνθρωποι που δεν τους ήξερα, και δεν με γνώριζαν ασφαλώς, έως τότε να είναι μαζί μου, και εγώ μαζί τους μια παρέα, και να περνάμε όλοι θαυμάσια.

Όλο αυτό πού έγινε εκείνο το πρωινό δεν περιγράφετε με λόγια, μόνο κάποιος που ήταν εκεί μπορεί να καταλάβει.

Ένα Κυριακάτικο πρωινό από εκείνα που μένουν να θυμάται κανείς.

Τελειώνοντας να πω ότι χάρηκα που σας γνώρισα, ΌΛΟΥΣ, και σας ευχαριστώ για το θαυμάσιο πρωινό, που θα έχω να θυμάμαι.

Ιδιαίτερα να ευχαριστήσω την Αγριοκερασοζουζούνα, κατά κόσμον Βάσω για την πρόσκληση

Να είσαι όλοι καλά, χαρούμενοι, γελαστοί και κεφάτοι, όπως εκείνη την μέρα.

Περιμένω να μάθω για την επόμενη συνάντησή μας.

Να είστε όλοι καλά

Το ξυπνητίρι μου, για να ξέρετε....

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Κάποιοι ΜΕΓΆΛΟΙ απ' τους ΜΕΓΆΛΟΥΣ

Στις 3 Μαρτίου χάσαμε έναν μεγάλο της όπερας στα 86 χρόνια του
G di Stefano.
Έναν μεγάλο του belcanto, παρτενέρ της Μαρίας Κάλλας σε ιστορικές παραστάσεις, και μνημειώδεις ηχογραφήσεις
Με την ευκαιρία αυτή, ας θυμηθούμε μαζί κάποιους από τους τενόρους που με το πέρασμά τους έκαναν τoν κόσμο της όπερας ομορφότερο.






G. di STEFANO





B Gigli





J. Bjorling






E. Caruso





J Mc Cormack







M del Monaco



Αν οι άγγελοι τραγουδούν, θα πρέπει να τραγουδούν έτσι, σαν αυτούς

Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

17/03. Έγινα 41 χρονών

Ναι, ναι και ... ναι
17/03, η μέρα της ονομαστικής μου εορτής, και των γενεθλίων μου. Δυο σε ένα, ένα πράμα.
Από σήμερα θα λέω 41 χρονών πιά. Αλλά ο λύκος κι αν εγέρασε.......χιχιχιχιχιχιχιχιχιχι.....
Έχω και τούρτα Να την








Είχα και κεράκια, μου τραγούδησαν το "Να ζήσεις Αλέξη και χρόνια πολλά......κτλ" κάποιοι καλοί φίλοι που είχα καλεσμένους ,αφού το πάρτι μου έγινε Σάββατο βράδυ, και κράτησε μέχρι τις τέσσερις το πρωί.

Τώρα η σειρά σας να μου ευχηθείτε και εσείς καλοί μου φίλοι και να κεραστείτε από την τούρτα μου

Να σας ζήσω να με χαίρεστε

ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ ΠΟΛΛΑ



Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Απόκριες

Ήταν ακόμα Ιανουάριος όταν η τρελοπαρέα των τεσσάρων επισκέφθικαν τον φίλο τους που έμενε στήν Πάτρα.
Οι προετοιμασίες για τό επερχόμενο καρναβάλι είχαν αρχίσει και ο φίλος τους τους πρότεινε να συμμετάσχουν στό πλήρωμα που είχε και ο ίδιος δηλώσει συμμετοχή.
-Ψάχνουμε τρελούς, τους είχε πει, είσαστε????
Τους εξήγησε τι ακριβός θα έκαναν και τι θα χρειάζονταν για να συμμετέχουν.
-Είσαστε σίγουροι μωρέ ότι ψάχνετε τόσο τρελούς???
-Ναι.
-Τότε μέσα και καλά να πάθετε, του απάντησαν.
Ο φίλος τους από την Πάτρα, κανόνισε όλες τις λεπτομέρειες και ο καιρός έφτασε.
Τό κινητό του Πατρινού φίλου τους έλαβε το sms που καθόριζε την ημερομηνία και την ώρα άφιξης.
-Ερχόμαστε την Πέμπτη, 12 η ώρα θα είμαστε εκεί, έχετε χρόνο να κρυφτείτε!!!!!!!!!
Την Πέμπτη το πρωί η παρέα των τεσσάρων πήρε το τρένο για Πάτρα.
Το ταξίδι ήταν ήσυχο ώσπου οι τέσσερις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Δεν βάζουμε τις στολές από τώρα να κάνουμε και λίγη πλάκα
-Ναι μέσα.
Ένας ένας, πήγαιναν στήν τουαλέτα του τρένου και φορούσαν την στολή που είχαν μαζί τους.
Σε λίγη ώρα στις θέσεις καθόταν τέσσερις κούνελοι.
Τέσσερις king size κούνελοι με γκρί πλάτη λευκή κοιλιά και αυτιά που εξείχαν πάνω από την πλάτη της θέσης.
Πνιχτά γέλια ακούγονταν από τους επιβάτες των γύρω καθισμάτων και σύντομα άρχισε το πέρα δώθε των υπόλοιπων επιβατών να δουν το “φαινόμενο”.
Κάποια παιδάκια άπλωναν το χέρι δείχνοντας προς αυτούς, “κοίτα μαμά κουνελάκια”,
Ενα παιδάκι έμεινε ακίνητο να κοιτά από πολύ κοντά την κουνελοπαρέα, ακουμπώντας τα χέρια του στό μπράτσο της θέσης του ενός
Οι τέσσερις “κούνελοι” γύρισαν και το κοίταξαν.
-EEEEEEE, what's up doc????? ρώτησε το παιδάκι ένας από αυτούς.
Ο μικρός γούρλωσε τα μάτια και το έβαλε στά πόδια.
Ο “κούνελος” που ρώτησε γύρισε στους άλλους τρείς.
-Κλασικό δείγμα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, σχολίασε με σπουδή.
-Που βαδίζομαι κύριοι??? είπε κλείνοντας τό σχόλιό του
Οι άλλοι συμφώνησαν.
Το ταξίδι συνεχίστηκε μέσα σε, όχι πάντα, πνιχτά γέλια, και σχόλια από τους “κούνελους” γεμάτα σοφία.
Τό τρένο έφτασε στήν Πάτρα στήν ώρα του, περίπου. Ο φίλος τους, που και θα τους φιλοξενούσε, τους περίμενε στήν αποβάθρα.
-Θεός φυλάξει, μη χειρότερα!!!!!! Έτσι ταξιδέψατε?????
-Ναι γιατί πειράξαμε κανέναν????
-Τι να πω. Καλός ήρθατε, άντε πάμε.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν γιά τό σπίτι, στόν δρόμο του ζήτησαν να σταματήσουν στη Alfa bank να πάρουν λεφτά.
Μπήκαν στήν τράπεζα, μπήκαν στήν ουρά και περίμεναν.
Ηρθε η σειρά τους, ένας ένας πήγαιναν στο ταμείο πού άδειαζε και ζητούσαν να πάρουν χρήματα από τους λογαριασμούς τους, οι υπάλληλοι έσπευδαν να τους εξυπηρετήσουν συγκρατώντας τα γέλια τους.
Ο ένας κούνελος γύρισε προς τους άλλους.
-Μα γιατί γελάνε??
-Που ξέρω μπορεί να φταίει το νερό αποκρίθηκε ο πρώτος “κούνελος”
-Μπορεί να φταίει ο αέρας, είπε ο δεύτερος
-Μπορεί κάτι να έφαγαν, είπε και ο τελευταίος, ενώ οι προσπάθειες των υπαλλήλων να κρατηθούν γίνονταν όλο και πιο δύσκολες.
Τέλος ένας από τους “κούνελους” φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά με υαλοκαθαριστήρες, και ρώτησε την υπάλληλο που εκείνη την ώρα τον εξυπηρετούσε.
-Μα γιατί γελάτε???
Εκείνη μόλις είδε τον “κούνελο” με τα εν λόγο γυαλιά ξέσπασε σε γέλια.
Ο “κούνελος” πήρε το βιβλιάριο και τα χρήματα από τον γκισέ και απευθηνόμενος προς τους άλλους είπε:
-Εμένα δεν μου το βγάζετε από το μυαλό, κάτι έχει το νερό!!!!! άντε πάμε.
Βγήκαν έξω και μπήκαν στο αυτοκίνητο τού φίλου τους και πήγαν στο σπίτι.
Η σύζυγος του τους περίμενε στήν πόρτα. Καλός τους, καλός ήρθατε, μπήκαν μέσα, τους έδειξε το δωμάτιο που θα έμεναν.
Τέσσερα σπαστά κρεβάτια και μια πλαστική ντουλάπα υπήρχαν μέσα σε αυτό.
Εκείνη την μέρα δεν έκαναν τίποτε ιδιαίτερο, μια βόλτα στήν πόλη, φαγητό έξω σε μία όμορφη ταβερνούλα και μετά σπίτι.
Τα παιδιά που τους φιλοξενούσαν έπρεπε να ξυπνήσουν πρωί γιατί δούλευαν, έτσι έπεσαν όλοι νωρίς για ύπνο, πρίν όμως, ζήτησαν να τους επιτρέψει τό ζευγάρι να μαγειρέψουν αυτοί για το μεσημέρι
-Άντε καλά, να δούμε και τι ψάρια πιάνετε στήν κουζίνα ήταν η απάντηση.
Την άλλη μέρα οι τέσσερις φίλοι, αφού έφαγαν πρωινό, πήγαν super market, και γύρισαν να ετοιμάσουν το μεσημεριανό.
Όταν γύρισε τό ζευγάρι από την δουλειά, ετοιμάστηκαν, και κάθισαν στο τραπέζι, να φάνε.
-Καλέ είναι τέλειο, που μάθατε να μαγειρεύετε τόσο καλά, αναφώνισε ή σύζυγος μετά τις πρώτες μπουκιές.
-Τι βάλατε μέσα???? Θέλω την συνταγή.
Οι τέσσερις φίλοι αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα.
-Ε??
-Πως??
-Γκούχ Γκούχ, ποιός ήρθε???
-Συνταγή!!! εχμ, αχμ γκούχ.
Εκείνη τους κοίταξε απορριμένη.
-Ναι καλέ, την συνταγή.
-Να σου πούμε, πήραμε το κρέας το βάλαμε στήν κατσαρόλα, βάλαμε και νερό, ρίξαμε λίγο από αυτό που είχες στο κόκκινο τάπερ στά πάνω ντουλάπια, λίγο από το κίτρινο, λίγο από το μπλέ, τρεία κλαράκια από αυτά που έχεις στήν δεξιά πλευρά, δύο από αυτά στήν αριστερή, και δυό κύβους knorr, αν και εγώ επέμενα ότι αυτά ήταν τα ζάρια του ταβλιού, το αφήσαμε να βράσει του ρίξαμε λάδι, ηλιέλαιο, σογέλαιο, καλαμποκέλαιο, και ένα σκόρδο ακαθάριστο, και βγήκε αυτό που τρώς, χαιρόμαστε που σου άρεσει.
Εκείνη είχε γίνει κατασπρή, τους κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό ενώ εκείνος είχε ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια.
-Μην της λέτε τέτοια βρέ παιδιά, τα πιστεύει.
-Άντε καλά, θα σου δώσουμε την συνταγή.
Εκείνη ξαναβρήκε τό χρώμα της και συνέχισε να τρώει, με μια καχυποψία όμως ως προς το περιεχόμενο του πιάτου της.
Από εκείνο το βράδυ άρχισε το γλέντι, πήγαιναν σε πάρτι, πέντε “κούνελοι”, και μια “κουνελίτσα”, διασκέδαζαν χόρευαν γελούσαν μοίραζαν πειράγματα και δέχονταν από άλλους, ένα κλίμα χαράς χορού και ξεγνοιασιάς, γεμάτο χαρτοπόλεμο σερπαντίνες και χρώματα.
Στην μεγάλη παρέλαση, η παρέα των κούνελων έδωσε ρέστα.
Χόρευαν, τραγουδούσαν, πήγαιναν στον κόσμο που παρακολουθούσε, μοίραζαν καρότα, που είχαν πάρει μαζί τους, έβγαζαν φωτογραφίες με παιδάκια, και όταν έπεσαν σε ένα συνεργείο της τηλεόρασης που μετέδιδε την παρέλαση άρχισαν να χορεύουν γύρω από την σαστισμένη παρουσιάστρια, ώσπου στο τέλος την τράβηξαν για λίγο να χορέψει και αυτή μαζί τους.
Όταν την άφησαν η κακομοίρα προσπαθούσε να φτιαχεί στα γρήγορα, για να βγει και πάλι στον αέρα κρατώντας στο χέρι μαζί με το μικρόφωνο και ένα καρότο πού της είχε δώσει ένας από την κουνελοπαρέα.
Όταν πλέων τελείωσε η παρέλαση, πήγαν να τσιμπήσουν κάτι.
Από τό τραπέζι που κάθονταν ακούγονταν δυνατά γέλια.
Η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τις σκανταλιές των προηγουμένων ημερών.
-Καλά είδες την μούρη του όταν του έδωσες το καρότο... ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!
-Καλά η άλλη που πήγε να μας βγάλει φωτογραφία, και βγάλαμε τα καρότα, και έβαλες τα γνωστά γυαλιά???? ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
-Την κακομοίρα παραλίγο να της πέσει η μηχανή από τα χέρια..ΧΑΧΑΧΑΧΑ!!
-Αμ το μωρό, που μας το έδωσε για το να βγάλει φωτογραφία μαζί μας, πάλι καλά που θυμίθηκες να τις το δώσεις πίσω!!
-Γιατί η άλλη που........ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
-Και εκείνο το ζευγαράκι.....που του έδωσες το καρότο...ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
Και ήρθε η τελευταία βραδιά, ο καρνάβαλος είχε αρχίσει να παραδίδετε στις φλόγες, σημάδι του τέλους του καρναβαλιού, ενώ συνχρόνος πολύχρωμα πυροτεχνήματα χρωμάτιζαν τον σκότεινο ουρανό.
Τότε ένας από τους “κούνελους” πήγε πιο πέρα, έβαλε τα χέρια του πίσω κατέβασε το κεφάλι και έμεινε ακίνητος. Γύρισε και κοίταξε προς την σκοτεινή θάλασσα που συχνά πυκνά χρωματιζόταν από το καθρεύτισμα των βεγγαλικών.
Οι άλλοι της παρέας τον έψαξαν δεξιά αριστερά μέ τά μάτια, και τόν είδαν λίγο παράμερα να κοιτά την θάλασσα, τον πλησίασαν
-Έλα ρε τι έπαθες και μελαγχόλησες???
-Ε να, σκέφτικα πως από αύριο δεν θα μπορούμε να είμαστε πια “κούνελοι”, αλλά θα πρέπει να ξαναγίνουμε “άνθρωποι”.
Κοίταξαν και οι έξη προς την σκοτεινή θάλασσα.
-Καλά όλα αυτά είπε η “κουνελίτσα”, ας απολαύσουμε όμως τώρα όσο μπορούμε τις τελευταίες μας κουνελοώρες.
Το κέφι ξαναγύρισε, και η κουνελοπαρέα χάθηκε μέσα στα χρώματα και τα φώτα της γιορτής τραγουδώντας, γελώντας και χορεύοντας

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Εκείνος ο μικρούλης

Κατάκοπος μπήκε στο γραφείο του, κρέμασε την λευκή ποδιά στην κρεμάστρα, και κάθισε στην δερμάτινη καρέκλα.
Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε έξω από το παράθυρο τα φώτα της πόλης, που εκτείνονταν ως πέρα μακριά στο βάθος του ορίζοντα.
Ήταν ώρα να φύγει και αυτός. Δεν είχε πια τίποτε να κάνει, σκεφτόταν την επόμενη μέρα που θα ήταν και αυτή δύσκολη σαν την σημερινή που τελείωσε.
Το κινητό του τηλέφωνο χτύπησε, σκορπίζοντας στον χώρο ένα τραγούδι.
-Παρακαλώ???
Ήταν η σύζυγός του που τον ρωτούσε αν θα μπορούσε να πάρει τα παιδιά από το αποκριάτικο πάρτι που είχαν πάει.
-Εντάξει, κανένα πρόβλημα, θα τα φέρω εγώ, της αποκρίθηκε
Σηκώθηκε, πήρε από την κρεμάστρα το σακάκι του, και άρχισε την συνηθισμένη βόλτα στους θαλάμους τής ογκολογικής πτέρυγας του παιδιατρικού νοσοκομείου, όπου ήταν γιατρός, για να δει αν είναι όλα εντάξει.
Περπατούσε στους διαδρόμους, χαιρετούσε το προσωπικό της βραδινής βάρδιας και πήγαινε σε έναν έναν τους σκοτεινούς πια θαλάμους.
Τα παιδιά ταξίδευαν στα πουπουλένια όνειρα τους, ενώ σε ορισμένα κάποιοι γονείς που έμειναν μαζί τους για το βράδυ είχαν βολευτεί και λαγοκοιμούνταν σε κάποιες καρέκλες.
Περπατούσε προς τον τελευταίο θάλαμο, ένιωθε όμως να τον ακολουθούν από ώρα, δεν άκουγε άλλα καταλάβαινε τα βαμβακένια βήματα ενός παιδιού πίσω του.
Άνοιξε την πόρτα του θαλάμου, κοίταξε μέσα. Όλα εντάξει.
Γύρισε να φύγει και τότε είδε έναν από τους μικρούς του ασθενείς να στέκει ένα μέτρο πίσω του και να τον κοιτάζει.
Ήταν ένα μικρό αγόρι τριών χρονών το πολύ, φορούσε μια άσπρη φορμίτσα με μπλε παπάκια, ξυπόλυτο, καθόταν εκεί και τον κοίταζε ίσια στα μάτια.
Ήταν από αυτά, που δεν τα επισκεπτόταν πότε κανένας.
Η οικογένεια που είχε ενδιαφερθεί να το υιοθετήσει, μόλις διαπίστωσε την σοβαρότητα του προβλήματος υγείας το επέστρεψε, θαρρείς και ήταν κάποιο ελαττωματικό εμπόρευμα που το επιστρέφεις σε ένα κατάστημα ζητώντας να στο αντικαταστήσουν.
Ένα από εκείνα τα παιδιά που είχαν για μπαμπάδες τους γιατρούς και τους νοσηλευτές και για μαμάδες τις γιατρούς και τις νοσοκόμες, που έπαιρνε φιλάκι για καληνύχτα από την προϊσταμένη της βραδινής βάρδιας, που όταν από τα γύρω κρεβάτια, ακούγονταν γέλια και φωνές χαράς, αυτό καθισμένο στο κρεβάτι του, βυθιζόταν στον κόσμο του και τον ζωγράφιζε, σε ένα μπλοκ ιχνογραφίας δώρο κάποιας νοσοκόμας.
Σπιτάκια, δενδράκια, ανθρωπάκια, ζωγράφιζε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα, χαμόγελα, χαρά. Ένα παιδί που ρουφούσε σαν σφουγγάρι και την τελευταία σταγόνα αγάπης που τους πρόσφεραν, και απαντούσε με ένα χαμόγελο, από εκείνα που ζεσταίνουν καρδιές και ξυπνούν αισθήματα.
Έμειναν εκεί να κοιτάζονται, ίσα στα μάτια ο γιατρός και το παιδί για μερικά δευτερόλεπτα.
Αυτός προχώρησε προς το μέρος του, το σήκωσε στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς τον θάλαμο που ήταν το κρεβάτι του, το ακούμπησε μαλακά σε αυτό, το σκέπασε με την κουβερτούλα του, το φίλησε στο μάγουλο.
-Κοιμίσου τώρα, καληνύχτα μικρούλι.
Ο μικρός γύρισε και τον κοίταξε.
-Τώρα που θα πάτε έξω, πείτε στους ανθρώπους ότι είμαι εδώ, του είπε.
Εκείνος κοίταξε το μικρό αγόρι γεμάτος έκπληξη.
-Θα τους το πω, αποκρίθηκε, δίνοντάς του συγχρόνως ένα χάδι στο μικρό του κεφαλάκι, το φίλησε άλλη μια φορά στο μάγουλο, το καληνύχτισε και έφυγε.
Οδηγούσε το αυτοκίνητο του, προς το σπίτι που γινόταν το αποκριάτικο πάρτι να πάρει τα παιδιά του, όμως εκείνος ο μικρός και η επιθυμία του, δεν έφυγαν στιγμή από το μυαλό του.
Πέρασαν μερικές μέρες, ήρθε η Κυριακή.
Ο Γιατρός μαζί με την οικογένειά του, ετοιμάζονταν για την συνηθισμένη τους βόλτα στο πάρκο, όμως αυτός δέν τους πήγε εκεί, απ' ευθείας, πήγε πρώτα από το νοσοκομείο.
Άφησε στο πάρκινγκ το αυτοκίνητό με τη οικογένειά του, μπήκε μέσα στο κτίριο και πήγε στον θάλαμο του μικρού ασθενή του.
Τον σήκωσε όρθιο στο κρεβάτι, τον έντυσε με ρούχα πού είχε φέρει για αυτόν, τον πήρε αγκαλιά.
-Πάμε, ο κόσμος περιμένει να σε γνωρίσει, του είπε.
Το παιδί χαμογέλασε κουρνιασμένο στην αγκαλιά του γιατρού, καθώς εκείνος περπατούσε προς την πόρτα της εξόδου.