Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Ζωγραφίζοντας τον έρωτα

Η μέρα ηλιόλουστη φωτεινή. Εκείνος με μια κούπα καφέ στο χέρι αγνάντευε την θέα του απέναντι πάρκου από το γεμάτο λουλούδια μπαλκόνι του δίπατου νεοκλασικού που έμενε. Κάτω στον φαρδύ πεζόδρομο η κίνηση αραιή, όπως κάθε Κυριακή πρωί. Γύρισε, μπήκε μέσα στο δωμάτιο που ήταν και το εργαστήριο του. Γύρω πίνακες τελειωμένοι με μορφές τοπία η φαινομενικά ασυνάρτητα χρώματα, αποτυπώσεις σκέψεων και συναισθημάτων, άλλοι στοιβαγμένα προσεκτικά στο πάτωμα και άλλοι κρεμασμένοι στους τοίχους. Σε μια γωνία του δωματίου το καβαλέτο κενό και η παλέτα με τα ξεραμένα χρώματα, δείγμα ότι είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί, πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στά διαφόρων ειδών πινέλα, κουτιά με χρώματα και άλλα σύνεργα.
Κάθισε σε μια καρέκλα ρουφώντας μια καφέ και μια καπνό τσιγάρου κοιτάζοντας πότε το άδειο καβαλέτο πότε την παλέτα με τα χρώματα.
Γύρισε το κεφάλι του προς το ταβάνι. Κοίταξε προσεκτικά το καλοδουλεμένο γύψινο διάκοσμο.
-Θεέ μου, ψιθύρισε, τι θα κάνω.
Το τηλέφωνο χτύπησε διακόπτοντας της σκέψεις του. Ήταν η διευθύντρια της γκαλερί που θα έκανε σε λίγο καιρό την έκθεση των έργων του.
-Πώς είσαι σήμερα?? τον ρώτησε
-Καλά, απάντησε εκείνος.
-Πιστεύω να ζωγραφίζεις γιατί χρειαζόμαστε νέους πίνακες για την έκθεση
-Δεν έχω έμπνευση.
-Τι εννοείς?? Μην μου πεις ότι τόσο καιρό δεν έχεις φτιάξει τίποτε??
-Σού το λέω δεν έχω έμπνευση.
Από την άλλη πλευρά της γραμμής η γυναικεία φωνή άρχισε να φωνάζει λόγια ακατάληπτα για αυτόν.
Έκλεισε το τηλέφωνο, πήρε τα κλειδιά του σπιτιού από την πόρτα, βγήκε στο δρόμο. Άρχισε να περπατά χωρίς να έχει κάποιον προορισμό. Μετά από ώρα περιπλάνησης στα στενά σοκάκια της παλιάς γειτονιάς έφτασε στην στάση του τραμ. Έψαξε τις τσέπες του, βρήκε ένα εισιτήριο το ακύρωσε, μπήκε μέσα κάθισε σε μια θέση. Το τραμ ξεκίνησε προς την παραλία σταματώντας σε κάθε στάση για να πάρει η να αφήσει επιβάτες. Εκείνος έμενε ακίνητος να κοιτάζει σαν υπνωτισμένος εικόνες να εναλλάσσονται έξω από το παράθυρο σαν σε κινηματογραφική ταινία.
Η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του οχήματος για την άφιξη στον τερματικό σταθμό, το τέλος της διαδρομής, έβαλε τέλος και σε αυτή την ιδιότυπη παράσταση.
Βρέθηκε να περπατά σαν χαμένος σε άγνωστους σε αυτόν δρόμους χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό, απλά ήθελε να ξεφύγει από όλα αυτά, τους πίνακες, το καβαλέτο τα χρώματα τις εκθέσεις, που τον είχαν κάνει διάσημο του είχαν δώσει χρήμα , αλλά τώρα τον έπνιγαν.
Στην άκρη μιας στροφής φάνηκε η θάλασσα, να ξεδιπλώνει το πιο όμορφο γαλάζιο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Έστριψε την γωνία και γρήγορα βρέθηκε καθισμένος σε μια πέτρα με ένα πλαστικό ποτήρι καφέ στο χέρι να κοιτάζει τα κύματα που έσκαγαν στήν αμμουδιά και τα πλοία που πηγαινοέρχονταν νωχελικά στο βάθος. Έμεινε εκεί μέχρι που ο ήλιος πήρε την δική του παλέτα και έβαψε την φύση με τα χρώματα της δύσης λίγο πριν βυθιστεί, στο απέραντο γαλάζιο και γίνει ένα με αυτό. Σηκώθηκε και γύρισε σπίτι του. Η διευθύντρια της γκαλερί και η γραμματέα της τον περίμεναν. Μπήκαν μέσα.
Εκείνος πήγε στήν κουζίνα χωρίς να μιλήσει καθόλου, έφτιαξε ένα καφέ για εκείνον. Γύρισε στο σαλόνι κρατόντας την κούπα και έμεινε όρθιος να κοιτάζει τις δυό γυναίκες
Η διευθύντρια μια μεσήλικη γυναίκα με μαύρα μαλλιά δεμένα κότσο, έβγαλε τα γυαλιά της και σε έντονο ύφος άρχισε να του λέει πόσο σημαντική ήταν αυτή η έκθεση για αυτόν την φήμη του την καριέρα του και πώς έπρεπε να ζωγραφίσει οπωσδήποτε μέχρι το τέλος του μήνα τα έργα που έπρεπε.
-Μόνο για εμένα είναι σημαντική η έκθεση της απάντησε σε ειρωνικό ύφος.
Εκείνη άρχισε πάλι να φωνάζει. Εκείνος όμως δεν την πρόσεχε. Είχε στραμμένο το βλέμμα του προς την νεαρή γραμματέα. Μια αδύνατη κοπέλα με ίσια κοντά καστανά μαλλιά και καστανά μάτια. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα που του επέτρεπε να διακρίνει το αγαλματένιο κορμί της.
-Δεν με ακούς που σού μιλάω, του φώναξε έξαλλη η διευθύντρια πιάνοντας τον από το μπράτσο.
-Όχι, της απάντησε εκείνος άγρια.
Εκείνη γύρισε να φύγει ακολουθούμενη από την γραμματέα της.
Εκείνος άπλωσε το χέρι έπιασε την νεαρή κοπέλα από το μπράτσο.
-Εσύ θέλω να μείνεις, είπε στήν κοπέλα.
-Μείνε. Ναι μείνε μήπως και του βάλεις μυαλό. Φώναξε η διευθύντρια έξαλλη. Θα τα πούμε αύριο, είπε και έκλεισε την πόρτα.
Εκείνος πήρε την κοπέλα και την ανέβασε στον πάνω όροφο πού ήταν το εργαστήριό του.
Εκείνη μόλις βρέθηκε σε εκείνον τον χώρο, άρχισε να περιεργάζεται τα σύνεργα ζωγραφικής να κοιτάζει τους πίνακες.
-Λοιπόν. Γιατί ζητήσατε να μείνω, τον ρώτησε.
Εκείνος την πλησίασε την έπιασε μαλακά από το μπράτσο, την κοίταξε ίσια στά καστανά της μάτια.
-Θέλω να γίνεις η μούσα μου, της είπε
Εκείνη δεν του μίλησε. Έμειναν μόνο για αρκετή ώρα να κοιτιούνται ίσα στά μάτια.
Εκείνος άπλωσε το χέρι και με αργές κινήσεις τράβηξε το φόρεμα από πάνω της. Εκείνο έπεσε στο πάτωμα αποκαλύπτοντας το λευκό κορμί της.
Η κοπέλα αμήχανα έκανε ένα απρόσεκτο βήμα προς τα πίσω, σκοντάφτοντας σε ένα τραπεζάκι όπου πάνω του υπήρχε ένα τενεκεδένιο κουτί με κόκκινη μπογιά που πέφτοντας κάτω το χρώμα που πετάχτηκε έβαψε το λευκό πόδι της.
Εκείνος έβγαλε τα ρούχα του βιαστικά και έμειναν γυμνοί να κοιτάζονται για λίγο.
-Δεν θέλω να ζωγραφίσω εσένα αλλά τα συναισθήματά σου της είπε εκείνος.
Η κοπέλα τον κοίταξε με απορία.
Εκείνος πήρε ένα κουτί με μπλέ μπογιά και το άδειασε πάνω στο σώμα της έκπληκτης κοπέλας. Μετά το κίτρινο, το κόκκινο το πράσινο μέχρι που όλο το σώμα της κοπέλας καλύφθηκε με χρώμα.
Πήρε ένα μεγάλο κομμάτι μουσαμά και το άπλωσε στο πάτωμα μπροστά της.
Μετά πλησίασε πάλι τα κουτιά με τα χρώματα. Άρχισε να ρίχνει χρώματα πάνω του καλύπτοντας και το δικό του κορμί.
Πλησίασε την κοπέλα, την τράβηξε πάνω στον απλωμένο μουσαμά.
Γρήγορα βρέθηκαν να κυλιούνται στο μουσαμά αφήνοντας πάνω του ιδρωμένο χρώμα από τα κορμιά τους.
Ο καιρός πέρασε, η έκθεση στήν γκαλερί με τίτλο “Ζωγραφίζοντας τον έρωτα” ήταν το εικαστικό γεγονός εκείνου του μήνα.
Εκείνος και εκείνη καθισμένοι σε ένα παγκάκι στο πάρκο διάβαζαν εγκωμιαστικά άρθρα στα εικαστικά των εφημερίδων για την επιστροφή του μεγάλου καλλιτέχνη, και βαθυστόχαστες αναλύσεις από σοφούς κριτικούς τέχνης για το έργο του.
Εκείνος κάποια στιγμή σταμάτησε να διαβάζει. Την κοίταξε, άπλωσε το χέρι χάιδεψε τα μαλλιά της, έσκυψε και φίλησε τον μικρό λεκέ από πράσινη μπογιά που χρωμάτιζε την μύτη της.
Είχε γίνει πια η μούσα του. Η έμπνευσή του για τα πάντα

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Ημέρα Μνήμης

Η καινούργια μέρα ξεκίνησε. Μια υπέροχη κυριακάτικη λιακάδα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Η ζέστη της έσπαγε την μονοτονία του κρύου των προηγουμένων ημερών. Εκείνος με την γεμάτη καφέ κούπα στο χέρι πλησίασε στο παράθυρο, και έμεινε πίνοντας τον με αργές μεγάλες ρουφηξιές, να κοιτάζει την ελάχιστη κίνηση του δρόμου. Αυτή η μέρα ήταν η μέρα που έπρεπε να κάνει κάτι πολύ σημαντικό για τον εαυτό του, κάτι σαν ιερή υποχρέωση. Κοίταξε το ρολόι του, είχε ακόμα αρκετή ώρα. Γύρισε την ματιά του πάλι στον δρόμο. Ένα ζευγαράκι που περνούσε από κάτω πιασμένο χέρι χέρι, του κίνησε το ενδιαφέρων και έμενε να το παρακολουθεί καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου.
-Η κοπέλα είχε ίδια μαλλιά με τα δικά της, ψιθύρισε στον εαυτό του, καθώς με τον νου ξεκίνησε ένα ταξίδι στο παρελθόν, τότε που σε εκείνο το πάρτι την είχε δει για πρώτη φορά.
Θυμάται πόσο μεγάλη εντύπωση του είχε κάνει αυτή η λυγερόκορμη κοπέλα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, το γλυκό χαμόγελο, το γάργαρο σαν νερό γέλιο, και τα μάτια της. Τα ωραιότερα μάτια που είχε δει ως τότε.
Της είχε ζητήσει να χορέψουν από την πρώτη στιγμή και εκείνη δέχθηκε. Το άγγιγμα του βελούδινου δέρματος της, του έφερε μια γλυκιά ανατριχίλα και μια θέρμη μέσα στην καρδιά που έμελλε να τον στοιχειώνει για πάντα. Την ερωτεύτηκε τόσο έντονα που δεν μπορούσε χωρίς αυτή στιγμή σχεδόν. Είχε ανάγκη να την ακούει να την βλέπει να την νιώθει κοντά του.
Έβγαιναν πολύ συχνά και εκείνος έκανε το κάθε τι για να τις δείξει τα αισθήματά του όμως εκείνη ενώ στην αρχή ήταν θετική στο τέλος του είπε ότι δεν μπορούν να είναι μαζί γιατί η καρδιά της ήταν δοσμένη άλλου.
Εκείνη η μέρα ήταν η χειρότερη της ζωής του. Ένοιωθε τα πάντα να γκρεμίζονται γύρω του, ότι αυτή με αυτά της τα λόγια του είχε στερήσει ακόμα και την ίδια την θέληση για ζωή.
Ακόμα θυμάται τα τελευταία λόγια που της είχε πει σε εκείνο το γαλάζιο τραπεζάκι εκείνου του μικρού παραλιακού καφενείου.
-Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.
Οι φίλοι του καταλαβαίνοντας τον πόνο του του συμπαραστέκονταν με όλη τους την ψυχή, όμως εκείνος δεν έλεγε να ξεχάσει.
Προσπάθησαν να του συστήσουν άλλες κοπέλες αλλά όλες οι προσπάθειες κατέληγαν σε αποτυχία.
Καμία δεν κατάφερε να τον κάνει να νιώσει την ίδια θέρμη όπως εκείνη.
Τα χρόνια περνούσαν. Εκείνος την παρακολουθούσε διακριτικά. Μάθαινε νέα της από κοινούς γνωστούς. Έμαθε για τον γάμο της για τα παιδιά που έκανε χαιρόταν με την ευτυχία της, την όποια ευτυχία και λειπόταν που δεν ήταν αυτός η αιτία γι αυτήν, αλλά, όπως ο ίδιος έλεγε, “Στόχος αυτού που αγαπά είναι να κάνει τον άλλο ευτυχισμένο, ακόμα και με την απουσία του. Και εκείνη είναι”.
Όποτε χρειαζόταν κάποια βοήθεια εκείνος το μάθαινε και όποτε μπορούσε την βοηθούσε χωρίς εκείνη να το μάθει ποτέ. Δεν ήθελε να φέρει καμία αναστάτωση στην ζωή της και σε καμία περίπτωση να την κάνει να νοιώσει άβολα, η να ταράξει με την παρουσία του την ευτυχία της.
Τα χρόνια περνούσαν, ο χρόνος άρχισε να αφήνει βαθιά τα σημάδια επάνω τους, τα πρόσωπα ρυτήδιασαν, τα μαλλιά άσπρισαν όμως δεν μπορούσε να πειράξει ότι είχε φυλαγμένο αυτός για εκείνη μέσα στην καρδιά και στο μυαλό του. Εκείνος έμενε να την περιμένει. Ποιος ξέρει σε τι είδους θαύμα ήλπιζε
Μέχρι πού έμαθε για εκείνο το φοβερό ατύχημα. Εκείνο που την έστειλε στο νοσοκομείο να παλεύει για την ζωή της. Μία προσπάθεια χωρίς ελπίδα που τελείωσε μετά από λίγες μέρες.
Όταν το έμαθε η καρδιά του πήγε να σπάσει. Ένοιωσε όπως και τότε, σε εκείνο το τραπεζάκι, όταν εκείνη του είχε πει εκείνα τα λόγια
Αμέσως θυμήθηκε τα δικά του τελευταία λόγια, την υπόσχεσή του.
Παρακολούθησε την κηδεία της από κάποια απόσταση ώστε να είναι αόρατος. Όταν όλα τελείωσαν πήγε και εκείνος και άφησε ένα και μοναδικό λουλούδι, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, με μια γαλάζια κορδέλα δεμένη φιόγκο γύρω από τον βλαστό του, όπως τότε που συναντιόνταν και εκείνος της ομολογούσε τον βαθύ έρωτά του, μαζί με ένα δάκρυ για την χαμένη αγάπη του.
Έτσι και σήμερα ήταν εκείνη η μέρα που έπρεπε να πάει. Να κρατήσει την υπόσχεσή του.
Βγήκε από το σπίτι του και τράβηξε κατά το νεκροταφείο. Περπάτησε το γνώριμο πια πλακόστρωτο δρομάκι με τα κυπαρίσσια και πλησίασε τον τάφο της.
Έμεινε μακριά, αθέατος από τον λίγο κόσμο που συγκεντρωμένος γύρω του παρακολουθούσε το τρισάγιο, και όταν όλα τελείωσαν και έμεινε μόνος σε εκείνο το μέρος τότε πλησίασε, άφησε το κόκκινο τριαντάφυλλο με την γαλάζια κορδέλα, πάνω στο λευκό μάρμαρο φίλησε τα δάχτυλά του και τα ακούμπησε μαλακά πάνω στην κρύα πέτρα, που όμως εκείνου του άφησε την ίδια αίσθηση που είχε το βελούδινο δέρμα της και τον έκανε να ανατριχιάσει, όπως τότε.
-Να κατάλαβες ποτέ πόσο πολύ σε αγάπησα?? ήταν τα μόνα λόγια που ψιθύρισε για όση ώρα έμεινε εκεί.
Περπατούσε σκυφτός αντίθετα τώρα τον πλακόστρωτο δρόμο με τα κυπαρίσσια προς την έξοδο, γυρίζοντας στο σπίτι του. Κοντοστάθηκε για λίγο κοιτάζοντας τον ουρανό πού τώρα σκέπαζαν μολυβί βαριά σύννεφα, γεμάτα βροχή.
-Δεν θα σε ξεχάσω πότε, είπε καθώς οι πρώτες σταγόνες έβρεχαν το πρόσωπό του. Κούμπωσε το πανωφόρι του και συνέχισε τον δρόμο του, με τα χρόνια να βαραίνουν τις πλάτες του όλο και περισσότερο.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Ένα ευχαριστώ

Με αυτήν την ανάρτηση απλά θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους περάσατε και μου ευχηθήκατε για την διπλή γιορτή που είχα στης 17/3, ονομαστική γιορτή και γενέθλια
Δυστυχώς μια κακή συγκυρία δεν μου επέτρεψε να κάνω μια γιορταστική ανάρτηση, αλλά για να πω και την αλήθεια μου, όλα αυτά που ακούω να συμβαίνουν γύρω μου, κρίση γαρ, καθώς και η δική μου ανησυχία, όταν ακούς φωτιά στο σπίτι του γείτονα περίμενέ την και στο δικό σου, ήταν αιτία να μην έχω το κέφι των προηγουμένων χρόνων για πάρτι γιορτές και τέτοια πράγματα.
Όσο για την συγκυρία, τα έργα που γίνονται για να περάσουν τις σωλήνες φυσικού αερίου ήταν αιτία να μείνω από τις 16/3 έως και σήμερα το πρωί χωρίς τηλέφωνο και internet γιατί κάαααααποιος εκσκαφέας έκοψε το καλώδιο και μας άφησε στα κρύα του λουτρού.
Τέλος πάντων αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα και μόνο, για να γίνω κακός.
Αυτά. Να και μερικά γλυκάκια να σας γλυκάνω και λυπάμαι που δεν είναι πραγματικά για να σας κεράσω κανονικά
Ευχαριστώ σας λοιπόν όλους για μια ακόμα φορά για τις ευχές σας που με κάθε τρόπο επικοινωνίας έφτασαν σε εμένα. Σας ευχαριστώ που με σκεφτήκατε
Σας στέλνω πολλά φιλιά σε όλους, και σας εύχομαι κάθε καλό για εσάς και τις οικογένειές σας



Και λίγο καλό κρασί απαραίτητο

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Διασταύρωση

Για να δείτε την εικόνα μεγάλη κάντε κλικ επάνω της

Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Ο Σαξοφωνίστας

Βγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο, ακολουθώντας τον πεζόδρομο που οδηγεί μέσα στο αλσάκι, και πλησιάζοντας τις καφετέριες το πρώτο πράγμα που συναντούσες ήταν η μουσική του. Προχωρώντας περισσότερο ο ήχος της μουσικής δυνάμωνε, χωρίς να γίνεται ενοχλητικός αλλά μάλλον ευχάριστος, μέχρι που στο τέλος τον έβλεπες.
Καθόταν πάντα σε ένα σημείο λίγο πριν τα πρώτα τραπεζάκια, παίζοντας στο σαξόφωνο του μελωδίες γνωστές, άγνωστες η κομμάτια που σκάρωνε μόνος του. Ήταν εκεί αρκετό καιρό, ποιος ξέρει από πότε, αλλά τι σημασία μπορούσε να έχει αυτό μπροστά στο γιατί, που μόνο αυτός ήξερε την απάντηση.
Δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία παρά τα κάτασπρα του γένια και μαλλιά.
Το πρόσωπο του χλωμό σημαδεμένο από τα χρόνια που πέρασαν και τις κακουχίες.
Τα ρούχα του παλιά πολύχρωμα, αλλά καθαρά. Στον κεφάλι, χειμώνα καλοκαίρι, φορούσε στραβά μια τραγιάσκα γκρι καρό, που θα έλεγες ότι την φορούσε ακόμα και στον ύπνο του. Ποτέ με κανέναν δεν είχε μιλήσει έτσι κανένας δεν ήξερε αν ήταν Έλληνας η ξένος, η ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί. Με το παλιό φθαρμένο σαξόφωνο κολλημένο στα χείλη του, αράδιαζε νότες στην ατμόσφαιρα με εκπληκτική τάξη.
Η μαεστρία στο παίξιμό του πρόδιδε κάποιον άγνωστο βιρτουόζο του είδους, που η τύχη δεν του χαμογέλασε όπως σε άλλους, και τον έκανε μουσικό του δρόμου.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να περάσει από εκεί και να μην ρίξει κάποιο νόμισμα στην θήκη του οργάνου που ήταν ανοιχτή μπροστά του γι αυτό τον σκοπό. Αυτός κάθε φορά πού κάποιο νόμισμα άγγιζε το κόκκινο βελούδο της, έκανε μια ελαφριά υπόκλιση ευχαριστώντας, χωρίς να σταματά να παίζει.
Από την ώρα που ήρθε και στάθηκε σε αυτό το σημείο, η ατμόσφαιρα άλλαξε.
Δεν άκουγες πια δυνατές φωνές και δυνατά γέλια όπως πριν. Όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, η όταν κάποια φορά έπαιζε κάποιο ρομαντικό κομμάτι δεν μιλούσαν καθόλου μόνο άκουγαν. Κάποιοι μάλιστα που το κομμάτι αυτό, που αυτός έπαιζε, ήταν συνδεδεμένο με κάποιο γεγονός της ζωής τους, τους έβλεπες να το σιγοτραγουδούν αφήνοντας τον νου τους να ταξιδέψει μαζί με τις νότες, και κάπου κάπου μπορεί και ένα δάκρυ να κυλούσε από τα μάτια τους.
Αυτός στημένος εκεί πότε καθιστός πάνω σε ένα ξύλινο κουτί και πότε ακουμπώντας απλός το πόδι πάνω του, έπαιρνε τις εικόνες που έβλεπε τις έκανε μουσική και τις έστελνε μέχρι τον ουρανό, κάνοντας τους αγγέλους πότε να χαίρονται να στήνουν χορούς, πότε να γελούν και πότε να μένουν ακίνητοι δακρυσμένοι από τις εικόνες που ζωγράφιζαν οι νότες του μέσα στο μυαλό όπως ακριβώς συμβαίνει και στους ανθρώπους.
Στο ερωτευμένο ζευγαράκι που περνούσε από μπροστά του έπαιζε ανάλογο κομμάτι κάνοντάς το να πιαστεί ακόμα πιο σφικτά, και κάποια φορά μάλιστα που εκείνος την έπιασε τρυφερά από την μέση και άρχισε να την χορεύει τότε έβαλε όλη του την τέχνη κάνοντας ακόμα και τους σερβιτόρους να σταματήσουν με τους δίσκους στα χέρια και να ακούν με το στόμα ανοιχτό.
Όταν το ροκ συγκρότημα πήγαινε εκεί πριν η μετά την πρόβα για τον καθιερωμένο καφέ, τους έκανε να κοντοστέκονται έκπληκτους, να κοιτιούνται μεταξύ τους, και να αναρωτιούνται πώς είναι δυνατό αυτό το κομμάτι να μπορεί να αποδοθεί τόσο καλά από σαξόφωνο.
Στις μαμάδες με τα παιδιά που περνούσαν από εκεί, έπαιζε κάποιο μουσικό θέμα από κάποια γνωστή και αγαπημένη παιδική σειρά κάνοντας τα μικρά να γουρλώσουν τα μάτια και να χαμογελάσουν πλατιά.
Όταν δε οι ψηλομύτες κυρίες περνούσαν από εκεί για να πάνε για το καθιερωμένο κυριακάτικο τσάι απαξιώνοντας τον με την συμπεριφορά τους, αυτός τις τιμωρούσε με την μουσική του, κάνοντας τους θαμώνες να ρίξουν σε αυτές ένα αναλόγου ύφους βλέμμα.
Όποτε κάποια πολύ όμορφη κοπέλα του άφηνε αυτό το κάτι λίγο στο βελούδο, αυτός με την μουσική του άρχιζε να υμνεί την ομορφιά της, κάνοντάς την να του χαμογελάσει, πολλές φορές αμήχανα, ευχαριστώντας τον για το κομπλιμέντο, και όλα αυτά με τόση τέχνη δουλεμένα που θαρρούσες ότι όλες αυτές οι διαφορετικές μελωδίες ήταν ένα μουσικό κομμάτι.
Έμενε εκεί ακόμα και την ώρα που τα μαγαζιά έκλειναν παίζοντας μουσική για τους σερβιτόρους που μάζευαν τις καρέκλες και τα μαξιλάρια κάνοντάς τους την δουλειά πιο ανάλαφρη, αφού οι νότες που παρήγαγε είχαν την μαγική ικανότητα να διώχνουν και την κούραση.
Κάποιες φορές πριν φύγουν όλοι μαζί για τα σπίτια τους, έστεκαν για λίγο και του χάριζαν ένα επιδοκιμαστικό χειροκρότημα. Τότε αυτός σταματούσε να παίζει, υποκλινόταν βαθιά έβαζε το σαξόφωνο στην θήκη του και χανόταν με αργά βήματα στο σκοτάδι, μακριά πέρα από τα χλομά φώτα του πάρκου.
Μια καλοκαιρινή νύχτα ποιος ξέρει γιατί, μέσα από μια σκοτεινή γωνιά ανάμεσα από τα ψιλά δένδρα ξεπήδησαν πάλι οι νότες του μεταφέροντας ένα παλιό νοσταλγικό σκοπό παιγμένο με τόση μαεστρία που θαρρείς ότι το σαξόφωνο έκλαιγε κάνοντας τους περιοίκους να μένουν στα μπαλκόνια τους και τούς λίγους περαστικούς να σταματούν να ακούσουν. Ήταν και η τελευταία φορά που ακούστηκε το σαξόφωνο του εκεί.
Την άλλη μέρα, και τις επόμενες που ακολούθησαν αυτός δεν φάνηκε. Κανένας δεν τον ξαναείδε η άκουσε κάτι για αυτόν.
Μόνο το κουτί έμενε να υπάρχει στο μέρος που αυτός έπαιζε χωρίς κανένας να το πειράζει λες και τον περίμεναν να ξαναγυρίσει σε αυτό το ίδιο μέρος, να ακουμπήσει πάλι σε εκείνο και να πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα με την μουσική του που έκανε ακόμα και αγγέλων καρδιές να σκιρτήσουν
Κάποιες φορές, όταν ο αέρας περνά μέσα από τις σχισμές του κουτιού κάποιες ξεχασμένες νότες πετάγονται από μέσα ανάκατες χωρίς ρυθμό και χάρη αφού δεν υπάρχει πια εκείνος να τις βάλει σε μια σειρά, και απλώνονται στον αέρα με ένα τρόπο που θαρρείς και τον ψάχνουν.