Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Η Κυρία με τό καροτσάκι Μέρος Α

Ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από τα βουνά αναγγέλλοντας την άφιξη της νέας μέρας.
Οι ζεστές του ακτίνες γέμισαν με φως την φύση, διαλύοντας και τα τελευταία ίχνη υγρασίας, απομεινάρια της νύχτας που πέρασε.
Το δωμάτιο που εκείνη κοιμόταν άρχισε να φωτίζετε.
Το ξυπνητήρι που ήταν πάνω στο κομοδίνο της άρχισε να χτυπά σκορπώντας μέσα στο δωμάτιο ένα ηλεκτρονικό κικιρίκου!!!!!!!!!
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Τεντώθηκε, χασμουρήθικε, έβαλε τα γυαλιά της, που από βραδύς είχε αφήσει στο κομοδίνο δίπλα στο ξυπνητήρι και κάθισε στο κρεβάτι της.
Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε, η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο.
-Καλημέρα, ξύπνησες? Θα σου ετοιμάσω πρωινό, κάνε γρήγορα, δεν κάνει να αργήσεις τέτοια μέρα.
-Εντάξει μαμά, ετοίμασε εσύ και έρχομαι.
Ήταν για αυτήν σημαντική μέρα.
Μετά από τα χρόνια σπουδών, μετά από αρκετό κόπο, κατάφερε να τελειώσει την σχολή της και σήμερα ήταν η ημέρα που θα έπαιρνε το πτυχίο της, από την σχολή νηπιαγωγών.
Ήταν αυτό που ήθελε να κάνει, αυτό που την συνάρπαζε.
Ήθελε όσο οτιδήποτε άλλο στον κόσμο να ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα.
Όταν βρισκόταν με παιδιά ήταν η καλύτερη της.
Πολλές φορές σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, είχε παρατήσει τις παρέες των μεγάλων και πήγαινε εκεί που είχαν μαζευτεί τα μκρά.
Έπαιζε μαζί τους, τους διάβαζε ιστορίες, γελούσαν, μιλούσαν, περνούσαν ωραία.
Άλλες φορές τα ίδια τα παιδιά την τραβούσαν με το έτσι θέλω στο δωμάτιο που μαζεύονταν.
Πολλές φορές την φώναζαν, όσοι την ήξεραν, να τους φυλάξει τα παιδιά όταν ήθελαν να πάνε κάπου, και αυτή πια πετούσε την σκούφια της από την χαρά της.
Λεφτά δεν είχε πάρει από κανέναν δεν τα ήθελε, “Εγώ εδώ έρχομαι να παίξω” τους έλεγε και έφευγε αφήνοντας τους ανθρώπους με ανοιχτό το στόμα.
“Μα τι τους κάνεις και κάθονται ήσυχα”, την ρωτούσαν όλοι, για να πάρουν την απάντηση “απλά τα αγαπώ”.
Τράβηξε από την καρέκλα το παντελόνι της, το φόρεσε με τις ακροβατικές κινήσεις που τόσα χρόνια πια τις είχε μάθει και τις ήταν οικίες, φόρεσε μία μπλούζα, τράβηξε το καρότσι που ήταν αφημένο δίπλα στο κρεβάτι της και σύρθηκε πάνω του.
Σπρώχνοντας τις ρόδες κατευθύνθηκε στην τουαλέτα και μετά στην κουζίνα.
Σταμάτησε μπροστά στο τραπέζι.
Η μητέρα της, της έφερε το πρωινό της, την χάιδεψε στο κεφάλι της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έκατσε απέναντί της να της κάνει παρέα.
-Έλα τελείωνε, της είπε, πρέπει να φύγουμε για την σχολή, όπου να' ναι θα έρθει ο πατέρας σου με το αυτοκίνητο.
Τελείωσε με το πρωινό και πήγε στο δωμάτιο της να βάλει τα ανάλογα με την περίσταση ρούχα.
Τελείωσε με το ντύσιμο, την ώρα που το αυτοκίνητο του πατέρα της σταματούσε απ' έξω.
Μπήκαν μέσα όλοι και ξεκίνησαν διασχίζοντας την πόλη μέχρι εκεί που ήταν ή σχολή της.
Μετά από λίγη ώρα έφτασαν, άφησαν το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και πέρασαν την είσοδο του κτιρίου, αυτή καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι με την μητέρα της να το σπρώχνει και τον πατέρα της να περπατά δίπλα τους.
-Να από εκεί, τους είπε δείχνοντας τους τον διάδρομο που οδηγούσε στην αίθουσα τελετών, όπου και θα γινόταν η απονομή των πτυχίων στους απόφοιτους της περιόδου.
Μπήκαν μέσα σε μια αίθουσα όπου ήταν μαζεμένοι οι απόφοιτοι που θα έπαιρναν πτυχίο μαζί της, άλλοι μαζί με τους γονείς τους, και άλλοι μόνοι τους.
Εκείνη ανακατεύτηκε με τους συμφοιτητές της ανταλλάσσοντας γέλια και πειράγματα, ενώ οι γονείς της άρχισαν να μιλάνε με άλλους γονείς.
Άνθρωποι είχαν έρθει από κάθε γωνιά της Ελλάδος για να δουν τα παιδιά τους στη απονομή και να τα βοηθήσουν στο μάζεμα των πραγμάτων που προϋπέθετε η επιστροφή τους στα μέρη απ' όπου κατάγονταν.
Την καθορισμένη ώρα η τελετή άρχισε, ο πρόεδρος της σχολής έδωσε σε αυτήν να διαβάσει τον όρκο, αφού είχε τον υψηλότερο βαθμό απ' όσους ορκίζονταν εκείνη την μέρα.
Η μητέρα της δάκρυσε από χαρά ενώ ο πατέρας της την φωτογράφιζε σε όλη την διάρκεια της τελετής απονομής καμαρώνοντας για την κορούλα του τόσο πια που παραλίγο κάποια στιγμή να πέσει ανάσκελα απ' το πολύ καμάρι.
Η τελετή τελείωσε και ήρθε η ώρα των αποχαιρετισμών.
Τους χαιρέτησε όλους και ιδιαίτερα κάποιους από τους φίλους, της που κατάγονταν από μακριά και μπορεί να μην τους ξαναέβλεπε πότε.
Αγκαλιές φιλιά και δάκρυα σε μια ιδιαίτερα ζεστή ατμόσφαιρα.
Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να φεύγει, οι γονείς της πήγαν να την πάρουν.
Ο καλός της φίλος ο Δημήτρης μαζί με την κοπέλα του την Χρυσούλα την πλησίασαν.
-Κάνουμε ένα πάρτι αποχαιρετισμού, της είπαν, στο σπίτι της Χρυσούλας, να είσαι εκεί στις 21.00.
-Μα...., έκανε να αρθρώσει μια λέξη, αλλά οι φίλοι της την έκοψαν.
-Δεν ακούμε κουβέντα θα έρθεις, της είπαν.
-Καλά θα δούμε, απάντησε αυτή καθώς έφευγαν.
Ήξερε ότι δεν μπορούσε να πάει, ο πατέρας της που θα μπορούσε να την πάει με το αυτοκίνητο θα ήταν ακόμα στην δουλειά του, και φοβόταν να πάει μόνη της.
Η ώρα πέρασε, η μέρα έφτανε στό τέλος της, εκείνη άνοιξε τον Η/Υ και μέσα από το msn άρχισε να μιλάει με τους ηλεκτρονικούς της φίλους, κάτι που έκανε χρόνια τώρα, συζητούσε με τους άλλους, άλλοτε γελώντας και άλλοτε προβληματισμένη με αυτά που της έγραφαν.
Κοίταξε το ρολόι πάνω στο κομοδίνο της 21:20
Τώρα οι άλλοι θα διασκεδάζουν στο σπίτι της Χρυσούλας, σκέφτηκε
Αναστέναξε βαριά και ξαναγύρισε στον Η/Υ που από μέσα του ξεπρόβαλαν άνθρωποι που ποτέ δεν είχε γνωρίσει, αλλά που τόσο καιρό, με κάποιους μάλιστα χρόνια, έκανε παρέα μιλώντας και γελώντας με αυτά που έλεγαν ο ένας στον άλλο.
Ο ήχος του κουδουνιού έσπασε την ησυχία του σπιτιού.
Η μητέρα της πήγε και άνοιξε.
Μπροστά στην πόρτα στεκόταν ό Δημήτρης και η Χρυσούλα μαζί με ένα φίλο τους.
-Καλησπέρα, είπαν, είναι μέσα η Ρένια????
-Ναι μέσα είναι, πηγαίνετε στο δωμάτιο της, Ρένια τα παιδιά σε θέλουν της φώναξε.
Τα παιδιά???? Μα δεν είναι στο πάρτι??? Τι κάνουν εδώ???? Τι να θέλουν????
Ο Δημήτρης μπήκε μέσα στο δωμάτιο, και την άρπαξε από το αυτί.
-Δε μου λες, δε σου είπα να έρθεις στο πάρτι, γιατί δεν ήρθες, μου λες??? της είπε ενώ συγχρόνως της τραβούσε το αυτί
-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ αου αααα αουαουαου τό αυτάκι μου αααααα!!!!!! μα αφού δεν είχα κάποιον να με φέρει, αου αου αου,
-Και καλά εμείς είμαστε βλάκες και δεν το στεφτήκαμε εσύ γιατί δεν μας είπες εεεεεεε????
-Μη καλέ πονάει αου ΑΟΥ ΑΑΑΑΑ , δεν ήθελα να σας βάλω σε κόπο, αααααααααααα
-Γι' αυτό θα στο ξεριζώσω το ρημάδι της, είπε ο Δημήτρης.
-Χρυσουουουουουλααααααααααα, φώναξε την κοπέλα του.
Βούτα την, ντύσ' την σοβάτης την βάφτην να φεύγουμε, έχουμε αφήσει τους άλλους και θα τα φάνε όλα.
Έμεινε στον δωμάτιο με την Χρυσούλα.
Μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα του δωματίου, Η Χρυσούλα έσπρωχνε το καροτσάκι με αυτήν έτοιμη.
-Βουαλά, έκανε η Χρυσούλα, Έτοιμες
-Θεέ μου τι όμορφη, έκανε ο Δημήτρης, Θεά, έκανε ο φίλος των παιδιών, που ήταν μαζί τους.
-Φεύγουμε, καληνύχτα έκανε στην μητέρα της Ρένιας
-Καληνύχτα παιδιά καλά να περάσετε.
Πολύ γρήγορα με το αυτοκίνητο του φίλου του Δημήτρη, του Γρηγόρη, διέσχισαν την πόλη και έφτασαν στο σπίτι της Χρυσούλας, έβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκαν μέσα
-Την φέραμε, είπε η Χρυσούλα στους υπόλοιπους καλεσμένους.
Όλοι γύρισαν προς αυτήν και άρχισαν να χειροκροτούν.
Το πάρτι συνεχίστηκε, η μουσική ξαναδυνάμωσε, αυτή καθισμένη στον καναπέ στην γωνία με ένα ποτήρι στο χέρι να γελά και να αστειεύεται με όλους.
Σε κάποια στιγμή τα παιδιά έβαλαν CD με μπλούζ
Αργές νότες, άλλες νοσταλγικές, άλλες ερωτικές, ξεχύθηκαν στην ατμόσφαιρα.
Ο κάθε καβαλιέρος πήρε την ντάμα του, αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να λικνίζονται στον ρυθμό της μουσικής.
Εκείνη έμεινε μόνη στον καναπέ, να κοιτάζει τα ζευγάρια που χόρευαν, άπλωσε το χέρι της έπιασε το ποτήρι της από το τραπεζάκι, τράβηξε μια γουλιά από το περιεχόμενο του, το άφησε, πήρε τα τσιγάρα τής, έβγαλε ένα από το πακέτο και το άναψε.
Το πάρτι είχε πάρει μια έντονα ερωτική ατμόσφαιρα, ο κάθε ένας είχε πάρει την ντάμα του αγκαλιά και την χόρευε, κάπου κάπου, κάποιος σήκωνε το χέρι του και χάιδευε τα μαλλιά τής κοπέλας του, άλλος πάλι έσκυβε και την φιλούσε, άλλοι είχαν σφιχταγκαλιαστεί και χόρευαν ακουμπώντας ο ένας το κεφάλι του στο ώμο του άλλου.
Εκείνη, κοιτούσε έξω από το παράθυρο, δεν ήθελε να βλέπει, δεν άντεχε που δεν μπορούσε.
Ήθελε όμως. Ήθελε πολύ, να χορέψει και εκείνη. Το ήθελε, αλλά.....Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ονειρεύεται, ότι ήταν και αυτή όρθια στην αγκαλιά ενός καβαλιέρου να στριφογυρίζει στον ρυθμό τής μουσικής να νιώθει την ανάσα του στο λαιμό της, τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την μέση της και αυτή να έχει τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του, να νοιώθει την ζεστασιά του κορμιού του, μα μόνο να ονειρεύεται μπορούσε. Αυτά ήταν συναισθήματα για άλλους, αυτή μόνο με εικόνες του νου μπορούσε να χορεύει.
Βαριαναστέναξε, ξαναπήρε το ποτήρι από το τραπεζάκι, ήπιε μια γουλιά και τράβηξε το τασάκι κοντά της, τίναξε το τσιγάρο, τράβηξε μια ακόμα ρουφηξιά και ξανάρχισε να κοιτά έξω από το παράθυρο και να ονειρεύεται πως χορεύει και αυτή. Πως χορεύει.
'Ένα άγγιγμα την έβγαλε από τις σκέψεις τής και την επανέφερε στην πραγματικότητα.
Ένας νεαρός, φίλος των παιδιών στεκόταν μπροστά της.
-Χορεύεις??? την ρώτησε.
Εκείνη έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
-Θέλεις να χορέψουμε, την ξαναρώτησε.
Εκείνη έσκυψε το κεφάλι.
-Εγώ δεν μπορώ, του είπε, είμαι σε καροτσάκι, δεν μπορώ.
Έσκυψε το κεφάλι ακόμα περισσότερο για να μην φανεί το δάκρυ που είχε ξεφύγει από την άκρη του ματιού της και τώρα κυλούσε στο ροδαλό της μάγουλο.
-Μπούρδες, είπε εκείνος, τώρα θα δεις.
Άπλωσε τα χέρια του και την άρπαξε από τις μασχάλες.
Ένοιωσε να απογειώνετε.
Βρέθηκε όρθια στα γερά χέρια εκείνου του παιδιού, τα ανήμπορα πόδια της βρέθηκαν να κρέμονται, εκείνος την κατέβασε σιγά σιγά μέχρι που οι άκρες των ποδιών της άγγιξαν το πάνω μέρος των ποδιών του.
Την κρατούσε πολύ γερά, άρχισε να κουνά τα πόδια του, στον αργό ρυθμό του τραγουδιού που εκείνη την ώρα ακουγόταν γεμίζοντας την ατμόσφαιρα, Η Ρένια κοίταξε κάτω, τα πόδια του αγοριού που κινούνταν και τα δικά της, σαν να είχαν ζωντανέψει ακολουθούσαν τις κινήσεις των ποδιών του αγοριού, Το όνειρο της γινόταν πραγματικότητα, χόρευε, χόρευε και εκείνη.
Άπλωσε τα χέρια, τα τύλιξε στον λαιμό του αγοριού, έριξε το κεφάλι πάνω στον ώμο του και αφέθηκε να χορεύει, ΝΑ ΧΟΡΕΎΕΙ, όπως στο όνειρο της, δυό δάκρυα κύλισαν στά μάγουλα της, ήταν από χαρά. Ένα ακόμα όνειρο της, που δεν πίστευε ότι θα πραγματοποιηθεί ποτέ τελικά ζωντάνευε και αυτό την έκανε να πετάει, από χαρά.
Πετούσε, χόρευε ήταν το ίδιο.
Η Χρυσούλα και ό Δημήτρης χόρευαν λίγο πιο πέρα.
Είχαν και οι δυό τους τα μάτι κλειστά, απολάμβαναν ο ένας την θέρμη και τα χάδια του άλλου.
Η Χρυσούλα άνοιξε τα μάτια και αυτό που είδε την άφησε με το στόμα ανοιχτό.
Η Ρένια χόρευε, Ταρακούνησε τόν Δημήτρη.
-Θεέ μου κοίτα, του είπε, κοίτα. η Ρένια χορεύει.
Εκείνος γύρισε και κοίταξε .Το θέαμα τον συνεπείρε. Σταμάτησαν να χορεύουν και κοιτούσαν το ζευγάρι, μόνο που μόνο εκείνος χόρευε, εκείνη πετούσε, από την χαρά της. Πετούσε.
Το CD τελείωσε, ο Δημήτρης έφυγε βιαστικός και ξαναπάτησε στο Cd player το κουμπί play και άρχισαν να παίζουν τα τραγούδια από την αρχή.
-Το ξαναβάζω από την αρχή για την Ρένια μας, φώναξε ο Δημήτρης.
Όλοι ξαν' άρχισαν να χορεύουν μαζί και αυτή, με τον άγνωστο καβαλιέρο τής που είχε έρθει από το πουθενά
Ο Δημήτρης τους πλησίασε.
-Μπορώ να έχω την τιμή? Ρώτησε την Ρένια, εκείνος του την έδωσε.
-Πήγαινε να χορέψεις τήν Χρυσούλα του είπε, στήν δανείζω γιά ένα χορό
Τώρα χόρευε η Ρένια μέ τόν Δημήτρη, σε λίγο μιά φωνή από άλλο τρίτο ακούστηκε να λέει στόν Δημήτρη.
-Μήτσε στήν Χρυσούλα σου εσύ, και άρχισε να τήν χορεύει αυτός τώρα. Και μετά άλλος, και άλλος, μέχρι πού αποκαμομένη πιά αλλά χαρούμενη, βρέθηκε πάλι καθησμένη στόν καναπέ.
Η ώρα πέρασε, ήταν πια αργά τό πάρτι τελείωσε οι μουσική σταμάτισε και όλοι πια ετοιμάζονταν να φύγουν, μέσα στίς χαιρετούρες και τίς καληνύχτες, ακούστικε ή φωνή της Ρένιας να ζητά να κάνουν όλοι ησυχία να την ακούσουν που κάτι ήθελε να τους πει.
Όλοι σώπασαν και γύρισαν προς το μέρος τής.
-Ήταν το καλύτερο πάρτι της ζωής μου, Όπως και όλος αυτός ο καιρός που πέρασα μαζί σας στήν σχολή και έξω από αυτή ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί. Σας αγαπώ όλους και θέλω να σας πάρω όλους αγκαλιά τους είπε δακρυσμένη.
Εκείνοι, μετά από μιά στιγμή αμηχανίας, όρμισαν επάνω της.
Ενώθηκαν όλοι σε μια μεγάλη ζεστή γεμάτη αγάπη αγκαλιά.
Μία αγκαλιά που κανένας τους δεν θα ξέχναγε πότε, και που έμελε να τους ενώνει για πάντα. Με το αυτοκίνητο του Γρηγόρη, ξεκίνησε η παρέα τών τεσσάρων παιδών, έκαναν μια μεγάλη βόλτα στους δρόμους τής κοιμισμένης πόλης, και βρέθικαν σε μιά παραλία, Εκεί όλοι έβγαλαν τα παπούτσια τους και καθισμένοι πάνω στήν άμμο εκεί που σκάει το κύμα με τις πατούσες να τις γαργαλάει το νερό, πιασμένοι χέρι χέρι, έμεναν να ακούνε τον ήχο των κυμάτων. Ενα τραγούδι ήρθε στά χείλη τής Ρένιας και άρχισε να το τραγουδάει σιγανά “Θάλασσα πλατιά....”, οι άλλοι την ακολούθησαν “σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις....”
Ξημέρωνε πια, ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο και κατεθήνθηκαν στό σπίτι τής Ρένιας, ή πόλη είχε αρχίσει να ξυπνά. Έφτασαν στο σπίτι της, ο Γρηγόρης σταμάτησε τό αυτοκίνητο μπροστά στήν πόρτα, και έβγαλε το καροτσάκι από το πόρτ παγκαζ, το άνοιξε και το έφερε δίπλα στήν ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου, Η Ρένια με την βοήθεια του Δημήτρη και του Γρηγόρη κάθισε στο καροτσάκι και αφού τους χαιρέτησε όλους, έσπρωξε τις ρόδες του καροτσιού και πλησίασε την εξώπορτα, έβαλε το κλειδί στήν κλειδαριά το έστριψε και ή πόρτα άνοιξε. Γύρισε για μια τελευταία καληνύχτα και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Ολοι κοιμούνταν, εκείνη κάνοντας τόν λιγότερο θόρυβο πού μπορούσε πήγε στό δωμάτιό της, στάθηκε μπροστά στόν καθρέφτη ξεβάφτικε, πήγε και ξάπλωσε στό κρεβάτι τής, με τίς γνωστές πιά ακροβατικές κινήσεις έβγαλε τα ρούχα της, φόρεσε τίς φόρμες τής και μπήκε κάτω από την λεπτή καλοκαιρινή κουβέρτα.
Ο ήλιος είχε ανατείλει και έμπαινε από τις γρίλιες του παραθύρου της μέσα στο δωμάτιο.
Αυτή που πέρασε ήταν ή καλύτερη μέρα στήν ζωή της, Είχε πια στά χέρια της το πτυχίο που τόσο ποθούσε, διαπίστωσε για μια ακόμα φορά ότι είχε φίλους που την αγαπούσαν, και είχε χορέψει.
Τόσα όνειρα της πραγματοποιήθηκαν μέσα σε μια μέρα.
Χαμογελούσε, και έτσι χαμογελαστή, την πήρε ο Μορφέας για ένα φανταχτερό ταξίδι στήν χώρα των ονείρων.




18 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

αρκει να κυνηγησεις το ονειρο σου...κι ολα τα αλλα ερχονται!

ισχυρο μηνυμα που εκτος απο το κειμενο σου εχουμε αξιωθει αρκετες φορες να το λαβουμε ιδιοις ομασι απο υπερανθρωπους σαν την ρενια...

τετοιοι υπερανθρωποι μας δινουν δυναμη και κουραγιο να συνεχισουμε καμια φορα εμεις οι μικροι...

υγ. μια μερα θα διαβασουμε βιβλιο σου μου φαινεται ; )

Ανώνυμος είπε...

To διάβασα όλο και ειλικρινά μου άρεσε πάρα πολύ και οφείλω να ομολογήσω ότι δάκρυσα όταν το διάβασα..όχι απο λύπη αλλά απο χαρά που κατάφερε τόσα πολλά..
Είναι υπέροχο..
Είναι ειλικρινά υπέροχο..
Μπράβο σου!!!!!!!!!
Ρούλα

ράγες είπε...

Πολύ συγκινητικό, θα μου άρεσε να ακούσω ότι είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία... αλλά και να μην είναι δεν πειράζει. Παντού υπάρχουν τέτοιοι δυνατοί άνθρωποι,όπως με πολύ ωραίο τρόπο πιθανόν να εμπνεύστηκες.
φιλιά!!!

ολα θα πανε καλα... είπε...

Πολύ όμορφο - μου θύμισε λίγο στην αρχή εκείνη τη διαφήμιση που κάθεται ένας νέος με τους γονείς του σε ένα καναπέ,με σπασμένο πόδι,και ξαφνικά χτυπά το κουδούνι και μπαίνουν οι φίλοι του με μπύρες για να κάνουν το πάρτυ στο χώρο του,έτσι ώστε να συμμετέχει κι αυτός.Πολύ τρυφερό!Μακάρι να έχει συμβεί και στην πραγματικότητα.
Καλή σου μέρα,Αλέξη.

genna είπε...

Kαλημέρα τρυφερή ψυχούλα, πόσες συγκινήσεις κι όμορφιες θα μας γεμίζεις...

Αχ γλυκά όνειρα, όλων των Κοριτσιών και Αγοριών ... και δυνατοτήτων...

------ είπε...

Ε ναι Αλέξη μου...
όλοι μα ΟΛΟΙ έχουν θεση σ`αυτη τη ζωή,έχουν δικαίωμα στο όνειρο και στην πραγμάτωσή του!
Εξαιρετικό και πολύ πολύ τρυφερό.
Καλό σου απόγεμα

Skouliki είπε...

παιδι μου μεθυσμενη γυναικα ειμαι πως να το διαβασω ολο αυτο το κειμενο

θα επανελθω

marionettie είπε...

Αλέξη σ' ευχαριστώ πολύ! Χρύσα

roadartist είπε...

Μπράβο Αλέξη πολύ όμορφο..
Μου άρεσει ο τρόπος που κοιτάς τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω σου, φαίνεται η ματιά σου μέσα απο τα κείμενα σου! Καλό βράδυ!

Ανώνυμος είπε...

Αυτό που συγκινεί δεν είναι εκείνη. Είσαι εσύ. Για όσα αγαπάς, για όσα πονάς, για όσα χαίρεσαι. Για όσα γελάς και θα θελες να ήταν αλλιώς. Να είναι φωτεινά. Αλέξη ... ο μικρόκοσμός μας είναι τόσο σημαντικός για τον καθένα μας, που αδικεί αυτούς που στα αλήθεια αξίζουν. Από την άλλη, γι αυτή την μοναδικότητα μας ζούμε. Κι αυτήν πρέπει να ενισχύουμε. Καλησπέρα γλυκέ Αλέξη

ZouZouna είπε...

Γι αυτό είναι οι φίλοι ! Οι αληθινοί ! Φιλιά

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Αλέξη μου, όμορφη και τρυφερή ιστορία... ναι μπορούν να συμβούν, γιατί άνθρωποι στο πείσμα των καιρών, πάντα θα υπάρχουν.

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

Alexis B είπε...

una mama > Ετσι είναι, ακριβώς έτσι. Τα όνειρα θέλουν κυνήγι.
Οσο γία τίς "Ρένιες" και τούς "Ρένιους", αυτό πού χρειάζονται είναι απλά τόν σεβασμό μας. Τίποτε άλλο.

Ρούλα > Σέ ευχαριστώ γιά τό σχόλιό σου.
Σου εύχομαι να είσαι καλά και δυνατή.

Ράγιες > Νά σου πώ τί σκέφτομαι.
Μήπως τελικά αυτοί οι άνθρωποι είναι πιό έξηπνοι από τους υγειείς? (Τρομάρα μας)
Πρέπει να εφεύβρουν τρόπους γιά νά κάνουν πράγματα, που γιά εμάς είναι αυτονόητα, απλούστατα, πολλές φορές πολύπλοκους και κάποιες φορές μέ μεγάλο βαθμό επικυνδηνότητας.

Ολα θά πάνε καλά > Οταν έχεις καλούς φίλους.....
Πολλά τέτοια συμβαίνουν στήν πραγματικότητα, ευτυχός.

Genna > Θα μέ πιάσουν οι ντροπές μου. Ολοι έχουμε δικαίομα στό όνειρο και όλοι πρέπει να αγωνιζόμαστε γιά αυτά, και να χαιρόμαστε πού έχουμε..ονειρα.

Νανα > Σέ ευχαριστώ πού ήρθες, Ετσι είναι αληθινά έτσι.
Ολοι έχουν δικαίομα στην ζωή, χωρίς αποκλεισμούς. Εμείς βάζουμε τά εμπόδια, εμείς πρέπει να τά άρουμε.

skouliki > Βρέ γλυκιά μου δεν είναι μεγάλο το κείμενο, εσύ τό βλέπεις διπλό.....

Χρύσα > Αν μου πείς και γιατί με ευχαριστείς θα βοηθούσε.

road artist > Αυτή είναι και ή θεματολογία του ιστολογίου μου.
Ο κόσμος όπως τόν βλέπω και τόν αισθάνομαι.

Freedula > Πραγματικά, ο μικροκοσμος του κάθε ενός από εμάς είναι συμαντικός, αλλά μπορεί να μήν είναι άδικος, αν δέν είναι γεμάτος αποκλεισμούς και συρματοπλέγματα.

Αγριοκερασοζουζούνα > Φιλία.
Μιά λέξη πού εκφράζει κάτι πολύ σπουδαίο και συμαντικό.
Πόσοι αντιλαμβάνονται τήν σπουδαιότητά της άραγε???

maria λεμονατη! είπε...

παλι συγκινηθηκα
τι θα γινει με σενα και τις ιστοριες σου ε; ε;

------ είπε...

Τώρα να το πω;;;;
Θα το πω γιατι δεν κρατιέμαι...
Πολλοί μα πάρα πολλοί bloggers θα σε ζηλέψουν Αλεκάκι...
Και για την ποιότητα και το στήσιμο του blog σου αλλά ΚΥΡΙΩΣ για το επίπεδο, την αξιοπρέπεια,την ομορφια και τη γλυκύτητα των επισκεπτών σου...ειδικά του ωραιου φύλου!!!!!

Υ.Γ. Θα σου ρίξω ένα ξεμάτιασμα διπλό ενισχυμένο με καφέ βαρύ και σκέτο με πέντε φουσκάλες στο καιμάκι και αυγο δίκροκο από λευκή κότα τρόφιμο του τριτου αριστερα ορνιθοτροφειου Μεγάρων!!!!
Μμμμμμμμμμμμμμμάκια σας

Alexis B είπε...

Φύρδιν Μίγδην > Ναι, όπως τό λές.
Ανθρωποι, με όλη την σημασία της λέξης, σέ πείσμα τών καιρών πάντα θά υπάρχουν, και δεν θά πάβουν ποτέ να παλέβουν

Μαρία Λεμονάτη > Τί γκρινάζεις καλέ???
Η δική σου ιστορία πίσω πήγαινε???
Ε???

Νανά > Ρίξε ξεμάτιασμα,ρίξε, και μετά την άσπρη την κότα φέρε να την ρίξουμε στόν φούρνο.
Εχω μια συνταγούλα σπέσιαλ...
Υ.Γ. Πάλι έγινα κατακόκκινος σάν φανάρι!!!!!!

Μετεωρίτης είπε...

Καλησπέρα καλέ μου Αλέξη!
Έκανα ένα τριήμερο οφ γιατί ήμουν στα πρόθυρα-κι-εγώ-δεν-ξέρω-τίνος αλλά "φόρτωσα" κι επέστρεψα!

Τι όμορφος κόσμος - για μία ακόμη φορά!!
Μου κρατάς συντροφιά και με κάνεις έστω για λίγο να ξεχνάω τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω μας...

Και η αίσθηση μένει!

Αυτή η γλυκιά αίσθηση που μου αφήνουν πάντα οι ιστορίες σου...

Να είσαι καλά
και να γράφεις...

ΚΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ

Alexis B είπε...

Μετεωρίτης > Γράφω, γράφω, υπομονή νά έχετε να διαβάζετε.
ελπίζω μόνο να μήν σας κάνω να βαρεθήτε με αυτά τά "χαλιά"...