Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα πλησίαζε 13:10, όταν ο βαρύς θόρυβος ενός ελικοπτέρου διέκοψε τις σκέψεις μου.
-Για να πετά τόσο χαμηλά κάτι άσχημο συμβαίνει, σκέφτηκα
Βγήκα στο μπαλκόνι, μια στήλη καπνού φαινόταν να ανεβαίνει στον ουρανό από την πλευρά του Υμηττού, και μια μυρωδιά καμένου, θανάτου γρήγορου για τα δένδρα και αργού για τους ανθρώπους, εξαπλωνόταν στην ατμόσφαιρα.
-Όχι πάλι, όχι πάλι, μου έφυγε μια φωνή.
Ο γείτονας είχε βγει και αυτός στο μπαλκόνι του, κοιτούσε τον καπνό, που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει τον ουρανό. Γύρισε και με κοίταξε.
-Και ακόμα είναι Ιούνιος του είπα.
-Τι καίνε πάλι? τι έμεινε πια? με ρώτησε
-Όπου και να καίνε.... Πάει το λίγο που έμεινε...πάει και αυτό.
-Άστα. Οι πυροσβέστες πάνε μπροστά και οι εργολάβοι από πίσω, μου είπε.
Μπήκε μέσα, έμεινα να κοιτώ και να σκέφτομαι Ένα αεροπλάνο πέρασε από πάνω με τον χαρακτηριστικό θόρυβο.
'Ένα ακόμα κομμάτι δάσους στάχτη, λιγότερα δένδρα λιγότερες ανάσες για όλους μας, λιγότερη ομορφιά να βλέπουμε.
Μέρη που πήγαινα μικρός με τους γονείς μου βόλτα, έφηβος με τους τότε πρώτους και αλλοτινούς έρωτες. Με φίλους και γνωστούς, κούλουμα, πέταγμα αετού, στα ξέφωτα, βόλτες, μέχρι και πέρυσι πού κάηκε το κοντινό στο σπίτι μου δάσος, μέσα στα δένδρα, ανοιξιάτικα, καλοκαιρινά πρωινά, μεσημέρια, απογεύματα, μόνος παρέα με ένα βιβλίο και ένα καφέ καθισμένος στα ξύλινα τραπεζάκια που υπήρχαν, η με φίλους καφέ και τάβλι η σκάκι, κάτω από τα δένδρα, να περνούν ευχάριστα ώρες, να γεμίζουμε, εικόνες και μυρωδιές φύσης, κι η πόλη με τα προβλήματα της να μοιάζει τόσο μακριά.
Και τώρα??? όλα γυμνά, με λίγα καμένα δένδρα να θυμίζουν τι υπήρχε εκεί. Πως καταστράφηκε?? Θύμα της ανθρώπινης αμέλειας η απληστίας?? Τι σημασία έχει τώρα πια?? το αποτέλεσμα είναι ένα και δεν αλλάζει.
Και μαζί με αυτό, το δάσος ένοιωσα να καίγονται και αναμνήσεις, ίχνη του νου που είχα αφήσει εκεί
Το δάκρυ που είχα αφήσει μικρό παιδί, για το καπελάκι που είχα προσωρινά ευτυχώς χάσει, το χαμόγελο που το ξαναβρήκα, βόλτες με αγάπες περασμένες, χέρι χέρι ανάμεσα στα δένδρα, λόγια που έπαψαν να ακούγονται αλλά έμειναν να τραγουδιούνται στα φυλλώματα των δένδρων, στιγμές χαράς, λύπης, χαλάρωσης, περισυλλογής, ίχνη δικά μου που κάθε φορά που περπατούσα εκεί ασυναίσθητα αναζητούσα, έβρισκα καλά φυλαγμένα, με έκαναν να θυμάμαι να χαμογελώ. Ανοίγα το παράθυρο του αυτοκινήτου, όποτε περνούσα από εκεί για να αφήσω να μπουν μυρωδιές που τόσο μας έχουν λείψει, εικόνες που σε κάθε ευκαιρία αναζητούμε.
Τώρα απλά περνώ, δεν χαμογελώ πια, δεν ανοίγω το παράθυρο, ένα σφίξιμο στην ψυχή με κάνει απλά να πατώ περισσότερο γκάζι, για να φύγω γρήγορα να μην βλέπω. Το δάσος εκείνο κάηκε, και μαζί του και ο εαυτός που του είχα αφήσει παρακαταθήκη.
Και τώρα, να πάλι καπνός, ένα ακόμα κομμάτι δάσους μετατρέπεται σε στάχτη, και μαζί του όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτό, όμορφα ίχνη ανθρώπων, που έχουν αφεθεί η θα αφήνονταν στο μέλλον, στάχτη και αυτά................. Και μόλις φύγουν οι πυροσβεστικές, θα έρθουν οι μπετονιέρες............... Για ένα καλύτερο αύριο (?) ............για κάποιους.......... Και ναι, θα κατηγορήσω το κράτος, όλους εμάς, που δεν προσέξαμε, δεν φροντίσαμε, έχουμε συμμετοχή όλοι, ο κάθε ένας με τον τρόπο του.
Πήρα το αυτοκίνητο, πρέπει να πάω στην δουλειά, καπνοί και εικόνες καταστροφής ανοίγονται μπροστά μου μαζί με τον δρόμο. Πατώ γκάζι, τρέχω, να ξεφύγω..........................
Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλό μου.................................Έχει πολύ καπνό.........
Αφιερωμένο, στα καμένα δένδρα, στην ομορφιά που δεν θα ξαναδούμε, σε εμάς που κάθε φορά υπογράφουμε την θανατική μας καταδίκη, θυσία στον βωμό του θεού κέρδους