Καθόταν εκεί, πάντα εκεί σε εκείνο το παγκάκι του πάρκου κάτω από το μεγάλο δένδρο.
Ήταν ένας, απροσδιορίστου ηλικίας άστεγος με σχετικά "σαλεμένο" μυαλό.
Φορούσε παλιά φθαρμένα ρούχα που ποιος ξέρει που τα είχε βρει, αδύνατος με μακριά ακατάστατα μαλλιά και μακριά γένια και χαρακωμένο, από την κακοζωία πρόσωπο
Από την ημέρα, που ποιος ξέρει ποια δύναμη τον έκανε κάτοικο αυτού του πάρκου, τον έβλεπες να κάθετε μόνος του σε εκείνο το παγκάκι και να μονολογεί χαμένος στις σκέψεις του.
-Υπήρχε κάποτε .............ένα όνειρο, μια ζωή.........ένας άνθρωπος...........υπήρχε...........
Σε μια καλυβούλα κοντά στο περίπτερο του πάρκου που την χρησιμοποιούσαν για αποθήκη οι εργάτες του δήμου, είχε αφήσει τα λιγοστά υπάρχοντά του, δυο πλαστικές σακούλες με παλιά ρούχα, και μια παλιά κόκκινη τριμμένη κουβέρτα που προφανώς κάποιος δεν την ήθελε πια και έτσι έγινε κτήμα του, να τον ζεσταίνει τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Κάποιοι συμπονετικοί γείτονες που και που του πήγαιναν ένα πιάτο φαγητό, αλλιώς όλο και κάτι θα έβρισκε στα καλάθια των σκουπιδιών να κορέσει την πείνα του, τροφή απαξιωμένη για άλλους χορτάτους μα τόσο πολύτιμη γι' αυτόν, αν μάλιστα έβρισκε και κανένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο, η κανένα χαμένο πακέτο με τσιγάρα, τότε χαρές και πανηγύρια
Τον έβλεπες να χαϊδεύει το τσιγάρο με μια μοναδική χαρά, ζητούσε από τους περαστικούς να του ανάψουν και το απολάμβανε με τέτοια ευχαρίστηση σαν να του είχαν προσφέρει την μεγαλύτερη πολυτέλεια.
Είχαν συμβεί διάφορα τραγελαφικά με αυτόν τον άνθρωπο.
Κάποια μέρα μια κυρία κρατώντας ένα μικρό σκυλάκι από το λουρί κάθισε στο παγκάκι του στην άλλη άκρη, και κάτι "σχολίασε" στα γαλλικά, για να πάρει την απάντηση σε άπταιστη γαλλική, από τον κάτοικο του πάρκου, πράγμα που την έκανε να αρπάξει το σκυλί υπό μάλης και να φύγει κατακόκκινη, σχεδόν τρέχοντας.
Κάποια άλλη νύχτα ένας περαστικός ειδοποίησε την αστυνομία όταν τον είδε γυμνό στην δεξαμενή με τα χρυσόψαρα να κάνει μπάνιο, προσπαθώντας να διώξει την βρώμα ( από τις πατημασιές ανθρώπων) από το σώμα του. Προσβολή της δημοσίας αιδούς, λες και δεν είναι αιδώς για την κοινωνία να πετά ανθρώπους στα σκουπίδια.
Κάθε που νύχτωνε τον έβλεπες να προχωρά με αργά βήματα προς την καλυβούλα του.
Προχωρούσε στο πλακόστρωτο μονοπάτι σαν να ήταν ο μοναδικός δρόμος, σαν οι αναμμένοι φανοστάτες να όριζαν την πορεία του, και αυτός να την ακολουθεί πιστά μέχρι τέλους μονολογόντας.
Υπήρχε................ένα όνειρο...........μια ζωή....................
Εκεί όμως στο τέλος της διαδρομής ήταν ο χειρότερος εφιάλτης του.
Το μονοπάτι τελείωνε, το πλακόστρωτο σταματούσε και εκεί στην άκρη μαζευόταν το νερό που περίσσευε από τα ποτιστικά του πάρκου, σχηματίζοντας λάσπη.
Φανταζόταν ότι μέσα από την λάσπη έβγαινε ένα χέρι, σαν αυτό που του έκλεψε τα όνειρα, που ήθελε να τον τραβήξει μέσα στον βούρκο.
Όταν έφτανε σε εκείνο το σημείο σταματούσε, κοιτούσε έντρομος το λασπιασμένο χώμα και δεν έκανε να το περάσει. Φοβόταν, εκείνο το χέρι που κάθε φορά που προσπαθούσε να περάσει, έβγαινε να τον αρπάξει.
Ζητούσε από τους περαστικούς να τον βοηθήσουν, άλλα οι περισσότεροι τον προσπερνούσαν αδιάφοροι, κάποτε όμως βρισκόταν και εκείνος ο ένας που τον έπιανε από το μπράτσο και τον περνούσε στην άλλη μεριά, και τότε αυτός ελεύθερος πια πήγαινε στην καλυβούλα που ήταν το καταφύγιό του.
Αν ήταν όμως άτυχος κανένας δεν συμμεριζόταν τον φόβο του κανείς δεν βοηθούσε, και τότε αυτός έντρομος προσπαθούσε μόνος του, ελπίζοντας ότι το χέρι δεν θα βγει, αυτό όμως δεν συνέβαινε.
Το χέρι αναδυόταν από την λάσπη τον άρπαζε γερά τον τραβούσε προς τον βούρκο, και τότε αυτός ούρλιαζε από φόβο και αγωνιζόταν να μείνει εκεί στην επιφάνεια, να μην τον τραβήξει το χέρι στον άλλο κόσμο που τόσο τον τρόμαζε. Αγωνιζόταν να μείνει εκεί στον κόσμο του, στο πάρκο του, στο παγκάκι του, κάτω από το μεγάλο δένδρο, να βλέπει τους περαστικούς. Αγωνιζόταν, κυλιόταν στην λάσπη, πολεμούσε έναν εχθρό άγνωστο μα τόσο τρομερό.
Κάποτε το χέρι τον άφηνε και εξαφανιζόταν, τότε αυτός σηκωνόταν αποκαμωμένος, ανασαίνοντας βαριά, και με ασταθή βήματα πήγαινε προς την βρύση που χρησίμευε για το πότισμα των παρτεριών έριχνε άφθονο νερό στο πρόσωπό του, τιναζόταν να καθαριστεί από την λάσπη, και κούρνιαζε στο καταφύγιό του ανακουφισμένος που για μια ακόμα φορά τα κατάφερε. Ως πότε όμως????? Αυτό ήταν το ερώτημα που τον βασάνιζε, ως πότε θα ξέφευγε από τον εχθρό του???????
Πέρασε καιρός πολύς από τότε που προτοφάνηκε στο πάρκο, όλοι πια τον είχαν μάθει, τον ήξεραν, "ο τρελός του πάρκου".
Κάποιοι τον συμπονούσαν, τον βοηθούσαν στην δύσκολη ζωή του, κάποιοι άλλοι γελούσαν μαζί του, και κάποιοι απλά αδιαφορούσαν, ώσπου κάποιο πρωί το παγκάκι του ήταν άδειο όπως και την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα.
Κανένας πια δεν τον ξαναείδε.
Χάθηκε έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκε.
Εξαφανίστηκε μέσα στην πρωινή ομίχλη που τον τύλιξε σαν σάβανο, και τον πήγε να βρει τα χαμένα του όνειρα.
Σάββατο 26 Ιουλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
6 σχόλια:
Συγκινητική η ιστορία σου...
Δεν είναι ένας, δυστυχώς. Πολλοί τέτοιοι περιθωριακοί, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, εγκαταλελειμμένοι από την Πολιτεία στο έλεος των χαμένων τους ονείρων....
Και πες μου εσύ, αν είναι δυνατόν αυτές οι ψυχές να επιβιώνουν, εν έτει 2008, από την μεμονωμένη προσφορά των ό,ποιων φιλανθρώπων.
Πού;...στη χώρα της επίδειξης, του εύκολου κέρδους, της ...πισίνας και της λιμουζίνας...
Καλή σου μέρα κι' όμορφη!!!!
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Το βίντεο δεν παίζει..
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
Αυτοί οι μικροί τρελοί είναι που δίνουν τον τόνο τον διαφορετικό. Για να βλέπουμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος.
Mα..κανείς δεν έμαθε την ιστορία της ζωής του; Kανείς δεν συζητούσε μαζί του; ;Eνα "πιάτο " φαϊ και λίγα ρούχα δεν ήταν δύσκολο να τα βρεί. Η απουσία Ανθρώπινης επικοινωνίας τον εξαφάνισε..Ξέρεις γιατί; Γιατί είμαστε ρατσιστές με τους "αποτυχημένους"..
Φιλιά
και εγω ετσι περαστικη ξημερωματα λεγοντας καλημερα
Φυρδην μίγδην > Αστα μην τα συζητάς.
Και μετά μιλάμε για κοινονικό κράτος
Το βίντεο το δοκίμασα μια χαρά παίζει
Κιτσοςμήτσος > Πόσοι από εμάς δεν κυνδινεύουμε ανά πάσα στιγμή να βρεθούμε σε μιά παρόμοια θέση
aura > και δεν είναι μόνο ότι είμαστε ρατσιστες με τους αποτυχιμένους, τους δημειουργούμε κι'όλας
σκουλίκι > Βρέ καλός την ξενύχτισα
Δημοσίευση σχολίου