Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

Επανάληψη

Φεύγω για διακοπές. Επειδή όμως δεν πρόλαβα να ετοιμάσω κάτι νέο θα σας βάλω να διαβάσετε κάτι από τα πρώτα μου post, τότε που το ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ ήταν ένα νέο και άγνωστο blog. Κάτι όπως κάνουν τα κανάλια ένα πράγμα.
Τα λέμε όταν επιστρέψω.
ΝΑ ΠΕΡΝΆΤΕ ΚΑΛΆ
Τα λέμε μετα τίς 3/9
Φιλιά σε όλους

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΆ

Το φως στην κουζίνα του μικρού σπιτιού ήταν ακόμα αναμμένο.
Μέσα στο δωμάτιο, εκείνη καθισμένη σε μια καρέκλα, δίπλα στο τραπέζι. Μικροκαμωμένη κοπέλα, αδύνατη. Την έβλεπες και έλεγες ότι με το παραμικρό τράνταγμα θα έσπαγε σε κομμάτια, με πράσινα μάτια και με καστανόξανθα μαλλιά αφημένα ελεύθερα να πέφτουν στους ώμους της, θαρρούσες ότι ήταν η ενσάρκωση κάποιας Παναγίας του Μποτιτσέλι.
Φορούσε μία ροζ φόρμα και στα πόδια ένα ζευγάρι γκρι παντόφλες σκυλάκια που χαμογελούσαν.
Το τασάκι πάνω στο τραπέζι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα ενώ ένα ακόμα έκαιγε ανάμεσα στα μικρά της δάχτυλα, και πιο δίπλα ένα μισογεμάτο ποτήρι. Με το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο, έπιασε το ποτήρι και τράβηξε μια γουλιά.
Κοίταξε το ρολόι της. Τρεις η ώρα και εκείνος δεν είχε φανεί ακόμα. Σηκώθηκε από την καρέκλα αναστενάζοντας και πήγε μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Το μωρό στην κούνια κοιμόταν ήρεμο. Γυρισμένο στο πλάι σκεπασμένο με μια γαλάζια κουβερτούλα και τα χέρια του ενωμένα στις παλάμες σαν να προσεύχεται.
Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Γύρισε πίσω στην καρέκλα που καθόταν και τράβηξε μια γουλιά ακόμα από το ποτήρι.
Ο θόρυβος από την πόρτα που άνοιγε την έκανε να αναπηδήσει πάνω στην καρέκλα. Ήρθε επιτέλους, σιγοψιθύρισε.
Αυτός μπήκε μέσα και εκείνη πήγε να τον προϋπαντήσει. Εκείνος ψηλός, γεροδεμένος με πολύ κοντά μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια.
-Ηρθες?, τον ρώτησε όλο αγωνία.
-Οχι, της απαντά νευριασμένα, Ακόμα στην γωνία είμαι.
-Πεινάς? Να σου βάλω να φας κάτι τον ρωτά.
-Δεν με παρατάς βραδιάτικα, της αποκρίνεται αυτός.
-Μα γιατί μου μιλάς έτσι? Που ήσουν? Βρωμάς οινόπνευμα. Πάλι ήπιες?Εκείνος γύρισε απότομα.
-Ανάκριση θα μου κάνεις της φώναξε άγρια.
-Μην φωνάζεις, θα ξυπνήσεις το μωρό. Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα ξαναπιείς.
-Αϊ παράτα με
-Μου υποσχέθηκες, του είπε ξανά πιάνοντάς τον από το χέρι.
Εκείνος αντί για απάντηση σήκωσε το χέρι του. Εκείνη σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Το χέρι του σηκώθηκε και άλλες φορές, μέχρι που η κοπέλα σωριάστηκε στο πάτωμα.
-Να για να μάθεις να ανακατεύεσαι στην ζωή μου, της είπε και την έφτυσε.
Μια κραυγή πόνου έφυγε από τα χείλη της, καθώς αυτός φεύγοντας, της πάτησε το χέρι. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλά της, και μετά άλλο, άλλο, μέχρι που δύο ρυάκια αυλάκωναν τα ροδαλά της μάγουλα.
Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα το ξανακάνεις είπε χαμηλόφωνα, ενώ οι λυγμοί έπνιγαν την φωνή τής.
Το μωρό είχε ξυπνήσει και έκλαιγε. Αυτός ήρθε πάλι, την έπιασε από το σβέρκο την σήκωσε και την έσπρωξε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνη ανήμπορη να αντιδράσει σωριάστηκε στο πάτωμα μπροστά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
-Κάντο να σκάσει το μούλικο, μην σας αρπάξω και τους δυο και σας πνίξω. Ακούς μωρή. Κάντο να σκάσει. Θέλω να κοιμηθώ.
Της έριξε μια κλοτσιά και πήγε στην κουζίνα. Είδε το ποτήρι με το ποτό και μονολόγησε. Κοίτα! Μου πίνει και το ποτό μου τώρα. Ξαναγέμισε το ποτήρι και άρχισε να πίνει κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Είχε αρχίσει να βρέχει.
Άχρηστη, μονολόγησε και τράβηξε άλλη μια γουλιά ποτό. Εκείνη σηκώθηκε πιάνοντας τα πλευρά της και πήγε στο μωρό που ακόμα έκλαιγε γοερά. Του χαμογέλασε. Το πήρε στα χέρια της, το τύλιξε με την κουβερτούλα και πήγε στο σαλόνι. Άρχισε να του τραγουδά ένα νανούρισμα και συγχρόνως του έβαλε την πιπίλα στο στόμα.
Το μωρό ησύχασε, αλλά εκείνη δεν σταμάτησε να του τραγουδά. Το τραγούδι της διακοπτόταν από λυγμούς και η κουβερτούλα του μωρού μουσκευόταν από τα δάκρυά της.
Έτρεμε
Έτρεμε τόσο πολύ σαν να την χτυπά ρεύμα.
Πήγε με το μωρό στην κρεβατοκάμαρα, το άφησε μαλακά στην κούνια και στα όνειρά του και πήγε στο κρεβάτι, αυτός είχε ήδη ξαπλώσει, σήκωσε την κουβέρτα και ξάπλωσε δίπλα του.
Την κοίταξε. Γύρισε και την άρπαξε από τα χέρια, με το ένα του χέρι της κρατούσε τα δύο χέρια και με το άλλο της τράβηξε δυνατά την φόρμα.
Μόνο πόνο ένιωθε, πόνο σε όλο της το κορμί.
Το μωρό άρχισε να κλαίει πάλι, την έσπρωξε, και την πέταξε από το κρεβάτι.
Τράβα να το κάνεις να το βουλώσει, της είπε.
Εκείνη φόρεσε ξανά την φόρμα τής, σηκώθηκε, πήγε στο μωρό, το πήρε από την κούνια και αφού το τύλιξε με την κουβερτούλα του, πήγε στο σαλόνι, άρχισε να το κουνά μαλακά, και σκεφτόταν την ζωή της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό, και πάντα την άλλη μέρα οι συγνώμες και οι υποσχέσεις ότι δεν θα ξαναγίνει, και όλο τα ίδια και τα ίδια.
Κοίταξε το μωρό της. ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΗΣ.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, άρχισε να περπατά στον δρόμο, με το μωρό στην αγκαλιά της, τυλιγμένο με την γαλάζια κουβερτούλα του.
Έβρεχε δυνατά. Αστραπές αυλάκωναν τον μουντό ουρανό και οι βροντές τους έσκιζαν την βραδινή ησυχία.
Ο δρόμος έρημος. Οι λίγοι διαβάτες έτρεχαν να γλιτώσουν από την καταιγίδα, τα γυμνά της πόδια πλατσούριζαν στα νερά και εκείνη είχε γίνει μούσκεμα ως το κόκαλο.
Έτρεχε.
Κουρασμένη πια μπήκε στο πάρκο, περπάτησε ως ένα παγκάκι και κάθισε.
Το μωρό ήταν ήρεμο, ξάπλωσε στο παγκάκι προσέχοντας να μην βρέχεται το μωρό της.
Έκλεισε τα μάτια.
Ήταν τόσο μα τόσο κουρασμένη.
Άρχισε να λέει μια προσευχή.
Πάτερ υμών ο εν τις ουρανείς.........Ένας ύπνος βαθύς άρχισε να την κυριεύει.
Αγιασθήτο το......όνομά σου Ελθέτω ή ........Ένας Ύπνος.
Το μωρό της.
Άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε το κεφαλάκι,ήταν τόσο ήρεμο.
Οι αστραπές αυλάκωναν τον μουντό ουρανό, και ή βροχή έπεφτε ασταμάτητα.
Κυριακή πρωί.
Ο κύρ Παναγιώτης ήταν κιόλας όρθιος.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Χαρά θεού μονολόγησε, η πρωινή λιακάδα προμήνυε μια ηλιόλουστη μέρα.
Έφτιαξε τον καφέ του και κάθισε να τον πιει. Η γυναίκα του η κυρά Τασία ήρθε και κάθισε δίπλα του. Πήρε το χέρι της γυναίκας του μαλακά μέσα στο δικό του και πάτησε το κουμπί του τηλεκοντρόλ.
-Να ακούσουμε καμιά είδηση να μάθουμε τι γίνεται στον κόσμο, της είπε.
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας, τριάντα χρόνια παντρεμένοι πάντα από το χέρι την κρατούσε και όλο και κάτι της έφερνε."Δώσε μου το λουλούδι τού λουλουδιού μου", έλεγε στον ανθοπώλη της γωνίας, κάθε φορά που έμπαινε στο μαγαζί του.
Της έδωσε λίγο από τον καφέ του, εκείνη ρούφηξε λίγο καφέ και σκουπίζοντας τα χείλια της με μία χαρτοπετσέτα του είπε.
-Κάνε γρήγορα γιατί θα έρθουν τα παιδιά και θα μας βρουν με τις πιτζάμες.
Εκείνος τής χαμογέλασε και αφού ρούφηξε λίγο από τον καφέ του γύρισε στην τηλεόραση
........Οικογενειακή τραγωδία αποκαλύφθηκε σήμερα το πρωί όταν περαστικοί βρήκαν σε παγκάκι πάρκου στην οδό......μία μητέρα με το μωρό της νεκρή.........ο Εισαγγελέας έχει διατάξει..........

13 σχόλια:

KitsosMitsos είπε...

Πολύ καλά να περάσεις! Τα λέμε άμα τη επιστροφή σου.

Kaveiros είπε...

Καλα να περασεις!

Aura είπε...

Ωραία :))))
Σου εύχομαι να ξεφαντώσεις με τον τρόπο σου!

anamella είπε...

Καλές διακοπές καλά να περνάς

ολα θα πανε καλα... είπε...

Φάε καμιά ωραία σοκολατίτσα και για μένα!

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ!

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

roadartist είπε...

NA PERASEIS TELEIAAAAAAAAAA
AKOYS???
:)
KALH EPISTROFH !

Roadartist είπε...

Επίσης...........ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ για την ονομαστικη εορτη σου!! :))
Οτι επιθυμεις!!!

Skouliki είπε...

ηρθααααααααααααααα

καλο μηνα και τα υπολοιπα αργοτερα ..νυσταζωωωωωωω


καλα να περασειςςςςςς

anamella είπε...

Καλό μήνα
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !!!!
Με άκουσες εκεί που είσαι ????

MenieK είπε...

άργησες... αλλά ελπίζω πώς θα περάσεις καλύτερα τώρα που γύρισαν οι πολλοί :-)

Ανώνυμος είπε...

αυριο ερχεσαι εεε? με το καλο!!!!

ολα θα πανε καλα... είπε...

Αλέξη,άντε παιδί μου,περιμένουμε εντυπώσεις από τις διακοπές!