Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Αναμνήσεις

Όσο ζεις, διάφορα πράγματα συσσωρεύονται μέσα στο μυαλό σου.

Εικόνες, αισθήσεις λόγια, συναισθήματα, όλα αυτά τακτοποιημένα μέσα στο μυαλό όπως οι φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ.

Άλλα από αυτά είναι ευχάριστα άλλα όχι. Άλλα σε έκαναν, να χαμογελάσεις να γελάσεις δυνατά, να ευχαριστηθείς, άλλα σε πόνεσαν, σε πλήγιασαν σε έκαναν να κλάψεις και ίσως έμεινες γιά μέρες άρρωστος μέχρι να συνέλθείς από το, εσύ ξέρεις ποιό, χτύπιμα.

Λένε ότι "ο χρόνος γιατρός", σου απαλύνει τον πόνο, σου γιατρεύει τις πληγές, γίνεσαι όπως πριν(?). Δεν το σκέφτεσαι πια, δεν πονάς πια, και το χαμόγελο επανέρχεται. Είσαι πια καλά.

Όμως στο βάθος του μυαλού μέσα σε αυτό το άλμουμ, υπάρχουν ακόμα, όλα αυτά που σε πλήγιασαν, σε πόνεσαν. Δεν έφυγαν. Έμειναν καλυμμένα ανάμεσα στις σελίδες, ξεχασμένα ίσως, αλλά μένουν εκεί.

Υπάρχουν, περιμένουν θαρρείς κρυμμένα όπως οι ξεχασμένες καρφίτσες στα ρούχα να τρυπίσουν το ανυποψίαστο δάχτυλο που θα αγκίξει το συγκεκριμένο σημείο.

Παραμένουν μέσα στις σελίδες αυτού του άλμπουμ βαθιά, χωρίς ίσως ακόμα και εσύ ο ίδιος να θυμάσαι, υποψιάζεσαι την ύπαρξή τους.

Κάποια στιγμή η μοναξιά, ή κάποιο γεγονός, κάποιο μέρος, κάποια λόγια, κάποια εικόνα η μελωδία, η ακόμα και ένα αντικείμενο, θα σε κάνουν να ανοίξεις αυτό το άλμπουμ και να αρχίσεις την περιπλάνηση στις σελίδες του, να βλέπεις εικόνες, να θυμάσαι αισθήσεις λόγια συναισθήματα.

Εκεί σε κάποια ανύποπτη στιγμή το δάχτυλο καθώς γυρίζει τις σελίδες θα τρυπηθεί από κάποια από τις κρυμμένες καρφίτσες.

Θα νιώσεις πόνο, θα θυμηθείς τον πόνο εκείνο. Μήν φοβηθείς. Μην μείνεις να πονάς. Να έχεις την δύναμη να γυρίσεις να δεις το δάχτυλό σου με την καρφίτσα καρφωμένη πάνω σε αυτό. Να την τραβήξεις, να την ξεκαρφώσεις από το δάχτυλο, να δείς την πληγή, μια τόση δα τρυπίτσα που από μέσα της βγαίνουν μια δυο σταγόνες αίμα πριν κλείσει, και χαθεί.


Μένεις και κοιτάς μια την καρφίτσα μια το δάχτυλό σου μιά το ζεστό αίμα και μιά την σελιδα με την εικόνα.

Παίρνεις την καρφίτσα, την βουτάς στο αίμα που έχει τρέξει, όπως την πένα στο μελάνι και γράφεις μια και μόνη λέξη, λεζάντα σε αυτή την φωτογραφία.

ΓΙΑΤΊ.......????????


Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που θέλεις να πάρει αυτό το άλμπουμ από το μυαλό σου, να το πετάξεις στην ζωηρή φωτιά που καίει στό τζάκι απέναντί σου, να πάψεις κάθε που το ξεφυλίζεις να τρυπιέσαι, να πονάς να θυμάσαι.


Κοιτάς το κατακόκκινο "γιατί" που έγραψες στήν σελίδα, το κλείνεις και αντί να το πετάξεις στην φωτιά, το αγκαλιάζεις γέρνεις στό πλάι κλείνεις τα μάτια κοιμάσαι.


Ας μείνει αναπάντητο το κατακκόκινο "γιατί".


Τι θα αλλάξει αν απαντηθεί?

Τίποτα

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Ας Παίξουμε

Η αγαπητή blogοφιλη Κοκκινογούλι με κάλεσε να παίξω στο παιχνίδι τον 5 ερωτήσεων.
Τι θα ρωτούσα ένα φιλόσοφο, έναν παλιό έρωτα, ένα μέντιουμ, ένα παιδί και στον καθρέφτη σου…
Ας αρχίσω πρώτα με τον φιλόσοφο κάνοντάς του δυο ερωτήσεις:
1) Μπορεί να χαρακτηριστεί ένας κόσμος υψηλής τεχνολογίας πολιτισμένος??
και
2) Μπορεί να χαρακτηριστεί ο άνθρωπος, ως ενσάρκωση της ελευθερίας, μέσα σε ένα σύμπαν που υπακούει κατά γράμμα σε νόμους??

Τον παλιό έρωτα:
Έφυγες για το λίγο μου, η επειδή αυτό που ένοιωθα ήταν πολύ και σε έπνιξε??

Ένα μέντιουμ:
Πώς θα κάνουμε λεφτααααααααααααααααααααααααααααααααααααα???( χιχιχιχιχιχι ), και σιγά μην μου απαντήσει, γιατί αν ήξερε τότε δεν θα έκανε το μέντιουμ.........

Ένα παιδί:
Δεν θα το ρωτούσα τίποτε, μόνο θα το κοίταζα για να θυμηθώ τη σημασία της ελευθερίας

Τον Καθρέφτη σου:
Το βράδυ όταν ετοιμάζομαι για ύπνο αφού πλύνω τα δόντια μου, στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη μου και ρωτώ τον εαυτό μου. "Έμαθες σωστά αυτά που σου δίδαξε η σημερινή μέρα?? Να φροντίσεις αυτά τα μαθήματα να τα θυμάσαι ώστε να είσαι την αυριανή μέρα καλύτερος άνθρωπος"

Αυτά τα ολίγα.
Δεν απευθύνω συγκεκριμένη πρόσκληση, όποιος θέλει παίρνει σκυτάλη και παίζει
Καλό Σ/Κ.



Αφιερωμένο σε όλους τους φίλους και φίλες μου.
Καλή και χαμογελαστή Κυριακή, και εβδομάδα

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Άνθρωποι και ναυάγια

Κυριακή πρωί. Ένα φθινοπωρινό Κυριακάτικο πρωινό από αυτά που σε προκαλούν να βγεις έξω, να περπατήσει, να μυρίσεις μυρωδιές χορτασμένου από νερό χώμα, να απολαύσεις την λιακάδα, το γαλανό του ουρανού με στολίδια, λίγα άσπρα σύννεφα να μένουν ακίνητα.
Βγήκε με αργά βήματα από το σπίτι κρατώντας ένα βιβλίο "ΜΕΓΆΛΑ ΝΑΥΆΓΙΑ". Άρχισε να περπατά στον δρόμο με προορισμό το γνωστό γι' αυτόν καφέ. Οι διαβάτες λιγοστοί, να περπατούν αργά ολόγυρα απολαμβάνοντας την πρωινή τους βόλτα. Όλοι ελαφρά ντυμένοι, έδειχνε να είναι μια ζεστή μέρα.
Αυτός όμως ένιωθε αυτό το αλλόκοτο κρύο να του περονιάζει τα κόκαλα, να τον κάνει να μαζεύεται, και να τρίβει τα ξυλιασμένα χέρια του. Μόνο αυτός φαινόταν να το νιώθει??? Γιατί άραγε???
Η χιλιοπερπατιμένη διαδρομή όλο και έφτανε στο τέλος της, δεν πρόσεχε τριγύρω,τις εικόνες που προσπερνούσε, τις είχε δει άλλωστε τόσες φορές.
Τι να είχε αλλάξει σε τόσο λίγο διάστημα που να είναι άξιο προσοχής??? Μάλλον τίποτε.
Έφτασε στην πλατεία με τα πολλά τραπεζάκια, διάλεξε ένα και κάθισε, παράγγειλε μια ζεστή σοκολάτα, επιθυμία που έκανε τον σερβιτόρο να απορήσει, σχηματίζοντας στο πρόσωπό του μια γκριμάτσα την ίδια στιγμή που του απαντούσε, "Αμέσως".
Κοίταξε γύρω του. Η φύση είχε φορέσει τα καφεκόκκινα χρώματα του φθινοπώρου λιγοστές παρέες, τα περισσότερα τραπεζάκια άδεια, κοιμούνται ακόμη από την έξοδο του Σαββάτου οι άνθρωποι.
Μα αυτή η κοπέλα τον κοιτάζει, ναι τον κοιτάζει. Γιατί όμως?? Δεν την ξέρει, δεν θυμάται να την ξέρει.
Κοιτάζει τον εαυτό του. Δεν έχει τίποτε παράξενο επάνω του που να προσελκύει την προσοχή, και όμως τον κοίταζε. Τι έβλεπε??
Κοίταξε πάλι προς το μέρος που την είχε δει, η καρέκλα ήταν άδεια, είχε φύγει. Όμορφη ήταν. Μπορεί και όνειρο.
Ο σερβιτόρος άφησε την κούπα με την ζεστή σοκολάτα λέγοντας το συνηθισμένο "Ορίστε", πήρε τα χρήματα πού του έδωσε και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του καταστήματος.
Άρπαξε την κούπα με τα δυο χέρια, θέλοντας περισσότερο να τα ζεστάνει. Τράβηξε μια γερή γουλιά από το ζεστό ρόφιμα προσπαθώντας να διώξει το κρύο που ένοιωθε. Άφησε την κούπα πάλι στο τραπεζάκι, κοίταξε γύρο.
Ήταν μόνος.
Άνοιξε το βιβλίο, άρχισε διαβάζει, ώσπου στην πρώτη φωτογραφία ναυαγισμένου πλοίου στάθηκε, άρχισε να την κοιτά με επιμονή. Η ψυχή του βρέθηκε σε μια περίεργη έκσταση, θα έλεγε κανείς ότι ενόθηκε με την ψυχή του βυθισμένου πλοίου της φωτογραφίας, έβλεπε εικόνες της αλλοτινής του ζωής.
Το είδε περήφανο, γεμάτο ζωή με τις τσιμηνιέρες του να καπνίζουν ,έτοιμο να φύγει για άλλους τόπους, μεταφέροντας εμπορεύματα, ανθρώπους και αισθήματα, χαρές, λύπες, προσμονή αγωνία, αγάπη, μέχρι που εκείνο το λάθος, το μοναδικό λάθος το έκανε να στέκει εκεί ανήμπορο κουφάρι καθισμένο στην άμμο με την μοναξιά του βυθού να γεμίζει τα αμπάρια του ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα, και για πόσα χρόνια ακόμα.
Η ελπίδα για ένα χέρι να το σώσει από το μαρτύριο του, τραβώντας το και πάλι στην επιφάνεια να επουλώσει τις πληγές του, να έχει μια δεύτερη ευκαιρία να οργώσει περήφανο πάλι την θάλασσα να αργοσβήνει, μαζί με αυτό το ίδιο που λίγο λίγο η αρμύρα το κατατρώει το εξαφανίζει, ίδια όπως εξαφανίστηκε από τις μνήμες των ανθρώπων.
Και από πάνω του το βάρος της θάλασσας.
Αβάσταχτο βάρος.
Ίδιο σαν αυτό που πιέζει την ανθρώπινη ψυχή











Πληροφορίες για το βιντεάκι: Πρόκειται για το Α/Τ ΠΑΤΡΊΣ το οποίο βυθίστηκε την νύχτα της 20ης Νοεμβρίου το 1868 στην θέση Κούνδουρος.
Το καράβι με 400 επιβάτες είχε σαλπάρει από τον Πειραιά και περιπλέοντας την Κέα κατευθυνόταν προς Σύρο
Το πλοίο άνηκε στην ναυτιλιακή εταιρεία «Ελληνική Ατμοπλοΐα»
Χαρακτηριστικό του πλοίου οι τεράστιες προωθητικές ρόδες που το έκαναν να μοιάζει περισσότερο με ποταμόπλοιο.
Χαρακτηριστικά στο άρθρο της εφημερίδας Αστήρ των Κυκλάδων της 2ας Μαρτίου του 1868 αναφέρεται για το ναυάγιο: «Το δυστύχημα τούτο κατετάραξε τους συμπολίτας ημών και ελύπησε βαθέως τους ενδιαφερομένους Κυρίους Μετόχους και τους ομογενείς, ουχί ήττον άκρως κατέθλιψε και κατεπίκρανε και άλγος ανίατον επροξένησε εις την καρδίαν των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας και εις τον Πλοίαρχον αυτόν και τους άλλους Πλοιάρχους, όσοι τυχαίως ευρέθησαν ταξιδεύοντες με το ατμόπλοιον εκείνο, ερχόμενοι από τας πατρίδας αυτών, εις άς ήσαν εν αδεία προ ημερών».

Βιβλιογραφία:( και για περισσότερες πληροφορίες )

http://www.keawest.gr/viewtopic.php?t=72&sid=e4f8c1e7ff6ae37004232660b9225803

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Η Θαλασσούλα

Η άδειά του για το καλοκαίρι ξεκινούσε εκείνο το πρωινό.
Εκείνος χωρίς να χάσει καιρό φόρτωσε τα πράγματα πού είχε ετοιμάσει την προηγούμενη μέρα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το εξοχικό του σπίτι, όπου θα περνούσε τις μέρες που είχε στην διάθεσή του.
Οδηγούσε γρήγορα, βιαζόταν να φτάσει εκεί που τον περίμενε η χαλάρωση και η αγαπημένη του βάρκα.
Του άρεσε πολύ να ξανοίγεται με αυτή στα ανοιχτά, να ψαρεύει με το καλάμι του, να κάνει βόλτες, ανακαλύπτοντας ερημικές ακρογιαλιές, να κολυμπά στα καθαρά νερά τους, να απολαμβάνει την ησυχία που τόσο είχε ανάγκη.
Μετά από τέσσερις ώρες οδήγημα, έφτασε επιτέλους. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην αυλή.
Δεν είχε αλλάξει, ευτυχώς τίποτα από την τελευταία φορά που ήταν εκεί, αρκετούς μήνες πριν Ένα μικρό αλλά πολύ όμορφο διώροφο σπίτι με επάνω τις δυο κρεβατοκάμαρες μια τουαλέτα και ένα μεγάλο μπαλκόνι που μπορούσε κανείς να καθίσει και να απολαύσει την υπέροχη θέα που απλωνόταν μπροστά του. Κάτω το σαλόνι η κουζίνα και μια δεύτερη τουαλέτα. Μια υπέροχη αυλή περιέβαλε το σπίτι, το σπίτι του, γεμάτη γρασίδι πέτρινους διαδρόμους και παρτέρια με λουλούδια που της έδιναν ιδιαίτερο χρώμα και άρωμα.
Κάποια άλλα εξοχικά ήταν σε τέτοια απόσταση, που με δυσκολία φαίνονταν, δίνοντάς σου την εντύπωση ότι κανένας άλλος δεν υπήρχε εκεί.
Ξεφόρτωσε τα πράγματα και άρχισε να τα τακτοποιεί στο σπίτι. Όταν τελείωσε έφτιαξε ένα καφέ και κάθισε στο μπαλκόνι. Άρχισε να κοιτά γύρω την θέα, τέλος έριξε μια ματιά και στην αυλή
-Η αυλή θέλει φτιάξιμο, μουρμούρισε, αλλά όχι σήμερα αύριο.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε, μια ηλιόλουστη ζεστή καλοκαιρινή μέρα.
Εκείνος βάλθηκε να καλλωπίζει την αυλή του, να κουρεύει το γρασίδι, να τακτοποιεί τους θάμνους, να περιποιείται τα παρτέρια, τέλος έβγαλε την βάρκα του από το γκαράζ που την φύλαγε.
Μια μικρή γαλάζια βάρκα πέντε μέτρων με μηχανή και μια μικρή καμπινούλα με δυο κρεβάτια που ίσα ίσα χωρούσε ένας μετρίου ύψους άνθρωπος να ξαπλώσει.
Έκανε τις απαραίτητες ετοιμασίες και την έριξε στην θάλασσα.
Την επόμενη μέρα θα πήγαινε για ψάρεμα.
Αδημονούσε, γιατί είχε πολύ καιρό να πάει και του έλειπε η χαρά που του έδινε αυτή η απασχόληση.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε, αφού ήπιε ένα πρωινό καφέ μάζεψε τα σύνεργα του ψαρέματος τα φόρτωσε στην βάρκα του και ξεκίνησε. Ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πήγαινε συνήθως.
Μετά από λίγη ώρα εντόπισε ένα κόλπο που δεν είχε ξαναδεί. Του φάνηκε καλό μέρος και πλησίασε. Στην είσοδο του κόλπου υπήρχαν βράχια που μόλις ξεπρόβαλαν από την επιφάνεια της θάλασσας. Γύρω γύρω από τον κόλπο ψηλές απότομες πλαγιές εμπόδιζαν την προσέγγιση στην μικρή παραλία, ένα ήσυχο μέρος ότι έπρεπε γι'αυτόν.
Μπήκε προσεκτικά στον κόλπο αποφεύγοντας τα βράχια που βρίσκονταν στην είσοδο, και όταν πλέον έφτασε στο κέντρο του, σταμάτησε την μηχανή, έριξε άγκυρα, έριξε την πετονιά του στο νερό και περίμενε να "τσιμπήσει".
Στο ενδιάμεσο άνοιξε το ραδιόφωνο, πήρε το βιβλίο που είχε αγοράσει πρόσφατα και άρχισε να διαβάζει.
Η ώρα περνούσε, αυτός είχε ξεχαστεί πια, τον είχε απορροφήσει το βιβλίο του, η απαλή μουσική και ο ρυθμικός ήχος των κυμάτων που έσκαγαν όταν έβρισκαν την στεριά.
Ένα τράβηγμα στην πετονιά έκανε το καλάμι να αναπηδήσει και αυτόν να πεταχτεί, άρπαξε το καλάμι και άρχισε να μαζεύει την πετονιά.
Αυτό που είχε πιάσει έδειχνε μεγάλο, γιατί τραβούσε δυνατά κάνοντας το καλάμι να λυγίζει και αυτόν να παλεύει μια να κρατηθεί πάνω στην βάρκα που έγερνε και τρανταζόταν και από την άλλη να νικήσει τον "αντίπαλό του" που πάλευε να μείνει στον κόσμο του νερού.
Η "μάχη" εξελισσόταν αμφίρροπη, και για πολύ ώρα μέχρι που και οι δυο αντίπαλοι απόκαμαν.
Αυτός άφησε το καλάμι που έπεσε πάνω στην βάρκα, έκατσε στην κουπαστή. Σκούπισε τον ιδρώτα του, κοίταξε την πετονιά που χαλαρή πια έμενε για λίγο στην επιφάνεια πριν χαθεί μέσα στο νερό.
Μια μικρή κόκκινη σταγόνα βγήκε στην επιφάνεια, κάτι που τον έκανε να απορήσει, μετά και άλλη και άλλη........
Βούτηξε στο νερό, έκανε ένα μακροβούτι προσπαθώντας να δει τι ήταν αυτό που είχε πιαστεί στο αγκίστρι του, χωρίς επιτυχία. Η πετονιά κατέβαινε πολύ βαθιά.
Ξαν' ανέβηκε στην επιφάνεια, πιάστηκε από την κουπαστή, πήρε μερικές βαθιές ανάσες, σκουπίζοντας το πρόσωπό του.
Λίγο πιο εκεί το νερό ταράχτηκε και ένα ξανθό γυναικείο κεφάλι ξεπρόβαλε στην επιφάνεια.
Τον κοίταξε με τα καταγάλανα μάτια της και με παραπονεμένη φωνή του είπε.
-Με πόνεσες
Εκείνος την κοιτούσε αποσβολωμένος
-Μη χειρότερα, ήταν το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει.
-Με πόνεσες, του είπε εκείνη δείχνοντάς του το χέρι της με το καρφωμένο σε αυτό αγκίστρι του.
Εκείνος ανέβηκε στην βάρκα και τής έδωσε το χέρι να ανέβει και αυτή.
Όταν εκείνη βρέθηκε πάνω στην βάρκα εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Μια ψηλόλιγνη κοπέλα με ξανθιά μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση της, καταγάλανα μάτια, και κατάλευκο δέρμα βρισκόταν μπροστά του.
-Μα εσύ δεν φοράς τίποτε, της είπε
Εκείνη κοίταξε το γυμνό σώμα της. ενώ εκείνος πήρε από ένα ντουλαπάκι ένα κίτρινο αδιάβροχο και την σκέπασε με αυτό.
-Και τώρα ας δούμε το χέρι.
Της έπιασε το χέρι, τράβηξε το φαρμακείο που είχε πάντα μαζί του, της έβγαλε το αγκίστρι και της έδεσε την πληγή με έναν επίδεσμο.
Εκείνη περιεργαζόταν μια τον επίδεσμο και μια το αδιάβροχο που ήταν τυλιγμένη, ενώ αυτός κοιτούσε εκείνη.
Άπλωσε το χέρι του, άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά, εκείνη τον κοίταζε. Πέρασε το χέρι του πάνω από το μάγουλό της.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και έκανε ακριβός τις ίδιες κινήσεις με αυτόν χαϊδεύοντας του τα μαλλιά και το μάγουλο. Άρχισαν χαρίζουν δειλά χάδια ο ένας τον άλλο σαν μικρά παιδιά, ώσπου αυτός τράβηξε το χέρι του, και εκείνη το δικό της. Έμειναν να κοιτιούνται ίσα στα μάτια
-Πώς σε λένε??
-Θαλασσούλα
-Πού είναι το σπίτι σου??
-Εδώ, απάντησε δείχνοντας ολόγυρα την θάλασσα.
Εκείνος γέλασε και εκείνη χαμογέλασε σκερτσόζικα
-Εδώ μένω, του ξαναείπε, εδώ.
Εκείνος άπλωσε πάλι το χέρι του και με τα δυο του δάχτυλα άγγιξε το μέτωπό της κατεβάζοντας τα σιγά σιγά προς την μύτη της, κάνοντάς την να κάνει μια αστεία γκριμάτσα
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και επανέλαβε την ίδια κίνηση, κάνοντάς τον να κάνει και αυτός μια αστεία γκριμάτσα, γέλασαν και οι δυο Εκείνη σηκώθηκε όρθια.
-Πρέπει να φύγω
-Θα σε ξαναδώ???
-Αν έρθεις εδώ
-Θα έρθω.
Πέταξε το αδιάβροχο βούτηξε στο νερό, απομακρύνθηκε με γρήγορο κολύμπι από την βάρκα προς το ανοιχτό πέλαγος.
-Θα έρθω και αύριο, της φώναξε, Θα έρθω.
Εκείνη γύρισε, και τον κοίταξε. Τού χαμογέλασε και βούτηξε βαθιά στο νερό.
Έμεινε μόνος πάνω στην βάρκα με τα σύνεργα ψαρέματος, το κίτρινο αδιάβροχο που πριν λίγο τύλιγε το σώμα της Θαλασσούλας ριγμένο στο πάτωμα της βάρκας.
Έπιασε το αδιάβροχο από το πάτωμα της βάρκας και το κοίταξε. Μετά κοίταξε πρός την θάλασσα.
Θα έρθω και αύριο. Θα έρθω.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί ήταν εκεί, μαζί της, και την επομένη και την επόμενη.. Τούς έβλεπες συχνά να κολυμπούν μαζί, να τρέχουν να γελούν, να περπατούν χέρι χέρι να πειράζονται, να κοιτούν αγκαλιά κατακόκκινα ηλιοβασιλέματα, και όταν νύχτονε, ξαπλωμένοι στην αμμουδιά έμεναν να κοιτούν τα άστρα, με το χέρι της κουρνιασμένο τρυφερά στο χέρι του.
Ο καιρός πέρασε. Ένα βράδυ καθώς βρίσκονταν ξαπλωμένοι στην αμμουδιά εκείνος της είπε πώς πρέπει να φύγει.
-Γιατί, τον ρώτησε.
Εκείνος της εξήγησε ότι τελείωσε η άδειά του και έπρεπε να γυρίσει στην πόλη. Εκείνη έδειξε σαν να κατάλαβε.
-Έλα μαζί μου, της είπε
-Δεν γίνετε, ξέρεις ότι εδώ ζώ.
-Μείνε, του είπε
-Δεν γίνετε της αποκρίθηκε, αλλά θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ. Έβγαλε από την τσέπη του ένα γαλάζιο φουλάρι, της το έδεσε μαλακά στο μπράτσο. Έσκυψε και την φίλησε.
-Για να μην με ξεχάσεις.
Ένα φιλί που το πήρε μαζί του καλά φυλαγμένο μέσα στην καρδιά, την ψυχή του, μαζί με μια φωτογραφία της που είχε από τότε πάντα μαζί του, και που κάθε νύχτα την έβγαζε και έστελνε μια καληνύχτα και ένα φιλί στην Θαλασσούλα του.
Κάθε Σαββατοκύριακο το περνούσε μαζί της, δεν τον ένοιαζε αν έβρεχε αν έκανε κρύο αν είχε αέρα και φουσκοθαλασσιά αυτός πήγαινε και την έβρισκε, και αυτή πάντα τον περίμενε να τον καλωσορίσει με ένα λαμπερό χαμόγελο και ένα γλυκό φιλί, που όσο πέρναγε ο καιρός του έμοιαζε και πιο γλυκό.
Είχαν περάσει δυο μέρες από την τελευταία τους συνάντηση, εκείνο το χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος αλλά αυτούς δεν τους ένοιαζε Όσο και αν λυσσομανούσε ο αέρας και τα κύματα χτυπούσαν στην αμμουδιά με ορμή αφήνοντας αφρούς να ξεχυθούν ολόγυρα, αυτοί είχαν μια σχισμή βράχου να τους προστατεύει και μια αγκαλιά να τους ζεσταίνει. Με τις αναμνήσεις αυτές νωπές ακόμα, γύρισε σπίτι του κατάκοπος από την δουλειά εκείνο το απόγευμα.
Πέταξε σε μια καρέκλα το μπουφάν, κάθισε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση.
Η είδηση για ένα ναυτικό ατύχημα και πετρελαιοκηλίδα τον έκανε να πεταχτεί πάνω σαν ελατήριο.
Το ρεπορτάζ έδειχνε την γνώριμη σε αυτόν ακτή γεμάτη πετρέλαιο ενώ το κουφάρι ενός τεράστιου τάνκερ που “λόγο θαλασσοταραχής έμεινε ακυβέρνητο και καρφώθηκε σε ύφαλο” φαινόταν σε κοντινή απόσταση.
-Θαλασσούλα, Θαλασσούλα μου, ψέλλισε, κάτ' ωχρός
Την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε για το εξοχικό του. Ανησυχούσε πολύ για την Θαλασσούλα.
Όταν έφτασε στην ακτή τότε μόνο συνειδητοποίησε το μέγεθος της καταστροφής.
Όλη η θάλασσα είχε σκεπαστεί με πετρέλαιο και μια μυρωδιά νάφθας σχεδόν του έσκιζε τα ρουθούνια.
Πού και πού κάποιος γλάρος κατάμαυρος από το πετρέλαιο προσπαθούσε να περπατήσει στην αμμουδιά, πού είχε γίνει και αυτή μαύρη, ανάμεσα σε νεκρά πουλιά και ψάρια που συνέχεια ξέβραζε η θάλασσα.
Χωρίς να χάσει καιρό τράβηξε με όλη του την δύναμη την βάρκα προς την θάλασσα, μπήκε μέσα και τράβηξε κατά τον κόλπο.
Δεν μπόρεσε όμως να φτάσει. Το λιμενικό τον γύρισε κακήν κακός πίσω.
Έμεινε στην “ζώνη ασφαλείας” που όριζε το λιμενικό και άρχισε να την ψάχνει.
Την φώναζε με όλη του την δύναμη, τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν και τέλος λύθηκαν σε ένα γοερό κλάμα.
Θαλασσούλα μου, γλυκιά μου Θαλασσούλα, που είσαι??? Που???
Έμεινε εκεί. Κάθε μέρα προσπαθούσε να φτάσει στον κόλπο και κάθε μέρα έβρισκε το λιμενικό να τον σταματάει, και εκείνος μέσα στην "προκαθορισμένη ζώνη ασφαλείας", έμενε να την φωνάζει με την ελπίδα να την δει να ξεπροβάλει από κάπου, μέχρι που νύχτωνε, και αποκαμωμένος έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού, χωρίς να σταματά να φωνάζει το όνομά της ανάμεσα σε λυγμούς που πολλές φορές έπνιγαν την φωνή του.
Ένα πρωί κανείς δεν τον σταμάτησε.
Τα συνεργεία είχαν τελειώσει το έργο του καθαρισμού, τα απομεινάρια του μεγάλου πλοίου είχαν ρυμουλκηθεί μακρυά . Ο κόλπος έχε αποκτήσει φαινομενικά την πρότερη του όψη.
Μπήκε μέσα πλέοντας αργά και φωνάζοντας συνέχεια το όνομά της χωρίς να πάρει απόκριση.
Βγήκε στην ακτή, η κατάσταση εδώ ήταν πολύ χειρότερη.
Η λεπτή ξανθή άμμος είχε μετατραπεί σε μια μαύρη πηχτή λάσπη πού μύριζε έντονα νάφθα και χημικά καθαρισμού, πάνω της νεκρά ψάρια και πουλιά άλλα μισοθαμμένα, άλλα αφημένα ολόκληρα πάνω την άμμο, όλα στο ίδιο μαύρο χρώμα. Σε όλο τον κόλπο κομμάτια πετρελαίου έμεναν να επιπλέουν, όλα μάρτυρες της καταστροφής.
Άρχισε με πολύ κόπο να περπατά στην ακτή, κοιτώντας πότε προς την θάλασσα και πότε προς την ξηρά φωνάζοντας, μέχρι που ένα κάτι που ξεχώριζε από το μαύρο τον έκανε να σταματήσει
Άπλωσε το χέρι του, το τράβηξε από την άμμο.
Ένα μαύρο, απ' το πετρέλαιο πανί κρεμόταν από την άκρη του χεριού του. Ήταν το φουλάρι που της είχε χαρίσει τότε, εκείνη την τελευταία μέρα της άδειάς του πρίν οι υποχρεόσεις του τους χωρίσουν.
Το γνώρισε από το λίγο μπλέ που άφηναν να φανεί οι τεράστιοι μαύροι λεκέδες και αυτός ο ένας μαύρος λεκές που δεν έμοιαζε τόσο γιά πετρέλαιο.
Κρατούσε το φουλάρι μέ τα δυό του χέρια σφικτά.
Τα δάκρυά του, που άρχισαν να πέφτουν πάνω στό πανί όλο και πιό γρήγορα όλο και πιό χοντρά, ξεπλέναν το πετρέλαιο και αποκαλύπταν το μπλέ χρώμα του φουλαριού και το κόκκινο του άλλου λεκέ που δεν έμοιαζε με πετρέλαιο...........