Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Οδός Ανθέων 66

Η οδός Ανθέων ήταν ένας δρόμος όπου κατοικούσαν πολλές εύπορες οικογένειες.
Σε κάθε πλευρά της έβλεπε κανείς μεγάλα σπίτια, επιβλητικούς κήπους, πολυτελείας αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις αυλές, ανθρώπους με ακριβά ρούχα να κυκλοφορούν, ένας δρόμος που, όσο και αν κάνουμε τους υπεράνω, θα θέλαμε να ζούμε.
Στο νούμερο 66 μέσα σε μια υπέροχη βίλα περιτριγυρισμένη από έναν καταπληκτικό κήπο ζούσε ο ήρωας μας, μεγάλος και τρανός βιομήχανος στο επάγγελμα.
Κάθε πρωί ένα μαύρο, όπως αρμόζει σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτοκίνητο σταματούσε μπροστά στην πόρτα για να μεταφέρει τον κύριο στο εργοστάσιο και το απόγευμα τον γύριζε πίσω.
Η οικογένεια του εν λόγο κυρίου, η κλασική οικογένεια του είδους.
Η κόρη και ο γιος για σπουδές σε διάσημα πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ η αρκετά μικρότερή του, γυναίκα, θαμώνας ακριβών κομμωτηρίων και αναλόγου στιλ λεσχών, πολλές φορές χανόταν σε ταξίδια στο εξωτερικό είτε για να δει τα παιδιά, η για αναψυχή σε διάσημα θέρετρα.
Η ζωή εκείνου ήταν το εργοστάσιο. Με αυτού την σκέψη κοιμόταν το βράδυ, ξύπναγε το πρωί και μόνο γι αυτό μιλούσε, σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο γι αυτόν, παρά μόνο το εργοστάσιο και η περιουσία του.
Μία μέρα γύρισε αργά στο σπίτι του. Εκείνη την περίοδο ήταν μόνος. Η γυναίκα του είχε φύγει να πάει στην κόρη που σπούδαζε στο Παρίσι.
Όταν το αυτοκίνητο πέρασε την βαριά καγκελόπορτα και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της της βίλας είχε νυχτώσει για τα καλά. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα σκεπτόμενος την καινούρια συμφωνία που έκλεισε, πόσα εκατομμύρια ευρό θα του απέφερε, και βέβαια για το πώς θα βάλει τους εργαζόμενους του εργοστασίου να παράγουν περισσότερο χωρίς υπερωρίες, και φυσικά για το πώς θα τα περάσει στην εφορία για να πληρώσει τον λιγότερο δυνατό φόρο.
Μπήκε στο σπίτι, προχώρησε τον διάδρομο που οδηγούσε στο μεγάλο σαλόνι ψάχνοντας ένα διακόπτη να ανάψει ένα φως.
-Α! Επιτέλους, ψιθύρισε όλο ανακούφιση όταν ένιωσε τον διακόπτη στο χέρι του.
Το σαλόνι φωτίστηκε, αυτός άφησε τα πράγματά του στον καναπέ, κάθισε στα παχιά μαξιλάρια άναψε ένα πούρο, και εκεί που χαλάρωνε είδε στην απέναντι πλευρά του σαλονιού κάποιον να κάθεται σε μια πολυθρόνα.
Τον κοίταξε έκπληκτος. Ο άγνωστος άνδρας ήταν μεγαλόσωμος. Φορούσε ένα λαδί μάλλινο μακρύ πανωφόρι που από μέσα άφηνε να φανεί ένα μαύρο πουλόβερ, μπλε τζιν παντελόνι, μαύρα παπούτσια. Ένα πλατύγυρο καπέλο ίδιο χρώμα με το πανωφόρι κάλυπτε το κεφάλι του, και ένα ζευγάρι μεγάλα μαύρα γυαλιά έκρυβαν τα μάτια του.
Στην θέα του άγνωστου αυτού άνδρα πετάχτηκε όρθιος.
-Ποιος είσαι?? Πώς βρέθηκες εδώ?? του φώναξε καθώς τον πλησίασε και γρήγορα βρέθηκε απέναντι του.
-Ποιος είσαι?? Τι θέλεις??
Ο ξένος, που όλη αυτή την ώρα ατάραχος τον κοίταζε επίμονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά σήκωσε το χέρι αργά προς αυτόν, τον έδειξε με τον δείκτη λέγοντάς του με αργή βαριά φωνή.
-Εδώ είναι η οδός Ανθέων 66.??
-Ναι εδώ είναι, τι θέλεις?? αποκρίθηκε ο κύριος
-Άρα, σωστά ήρθα, απάντησε ο άγνωστος χωρίς να αλλάξει τον τόνο της φωνής του η να κουνηθεί στο ελάχιστο.
-Τι λες άνθρωπε μου τι σωστά ήρθες?? Τι....
-Ο ξένος σηκώθηκε από την πολυθρόνα με αργές κινήσεις άπλωσε και πάλι το χέρι προς τον κύριο.
-Ήρθα, ξαναείπε διακόπτοντας τα λόγια του κυρίου και έμεινε όρθιος να τον κοιτάζει
-Τι θα πει ήρθες?? Ποιος είσαι.
Ο ξένος κοίταξε τον κύριο πίσω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά πιο επίμονα, και ίσα στα μάτια.
-Με ξέρεις. Ίσως με ξέχασες, αλλά με ξέρεις.
-Δεν σε ξέρω και δεν θέλω να σε μάθω. Δεν ξέρω πώς κατάφερες να μπεις αλλά φύγε πριν φωνάξω την αστυνομία.
-Όλοι έτσι λέτε. Δεν με γνωρίζεις?? Σίγουρα?? Λοιπόν να συστηθώ, Είμαι ο μεγαλύτερος σου φόβος. Αυτός που γεννήθηκε μαζί σου. Την ίδια στιγμή. Πολλές φορές ξεχνούσες την ύπαρξή μου. Αλλά πάντα υπήρχα και ζούσα μαζί σου. Μέσα σου.
-Δεν ξέρω τι είναι αυτά που μου λες αλλά έχω δουλειά φύγε. Φύγε τώρα.
-Δουλειά?? Τι δουλειά?? Να προσθέσεις και άλλα ΜΗΔΕΝΙΚΆ στην περιουσία σου?? Κακομοίρη μου. Σπουδαία δουλειά.
-Αρκετές βλακείες μου είπες. Τώρα φύγε. Φύγε ΦΥΓΕΕΕΕΕΕΕΕΕ.
-ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. Αυτά λέτε όλοι πριν καταλάβετε τι συμβαίνει. Αλλά όταν καταλαβαίνετε......ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
-Τι εννοείς δηλαδή??
-Να καταλάβεις ότι σήμανε η ώρα σου να φύγεις για το μεγάλο ταξίδι των κόσμων και εγώ ήρθα απλά να σε συνοδεύσω
-Ταξίδι των κόσμων?? Δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά
-Και όμως θα πας, γιατί η ώρα σου ήρθε. Γιαυτό είμαι εδώ. Έλα πάμε.
-Δεν έχω να πάω πουθενά
-Και όμως θα πας
-Άσε μου το χέρι, Μην με τραβάς, σε παρακαλώ άφησέ με. Αν είναι να με πας κάπου άσε με τουλάχιστον να πάρω κάποια πράγματα.
Άπλωσε το χέρι να πάρει το πορτοφόλι του την καμπαρτίνα του και το κινητό του.
-Δεν θα σου χρειαστεί τίποτε από όλα αυτά εκεί που πάμε, είπε ο άγνωστος άνδρας, ενώ ο κύριος τον κοίταξε με απορία.
-Δεν θα μπορέσεις να πάρεις τίποτε μαζί σου Ούτε χρήματα ούτε ρούχα ούτε καν το ίδιο σου το σώμα, γιατί ούτε αυτό στην πραγματικότητα σου ανήκει. Το μόνο που θα μπορέσεις να έχεις να σε συνοδεύει αιώνια είναι οι πράξεις που έχεις μέσα στην ψυχή σου αποθηκευμένες.
-Χαχαχαχαχα, Γέλασε ο κύριος. Σε λίγο θα μου πεις ότι θα με πας στον άλλο κόσμο.
Ο άγνωστος έμεινε να τον κοιτάζει σοβαρός
-Εκεί ακριβώς πρέπει να σε πάω. Σήμανε η ώρα σου βλέπεις.
-Η ώρα μου?? Και εσύ ήρθες να με πάρεις?? Είσαι ο Χάρος??
-Ναι, και εσύ μόλις πέθανες. Πάμε
Ο κύριος χλόμιασε. Ο άγνωστος τον έπιασε από το μπράτσο, και άρχισαν να περπατούν αργά τον μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα της εισόδου.
Ξάφνου ο κύριος σταμάτησε, κάνοντας και τον άγνωστο να σταματήσει.
-Και όλα αυτά τι θα γίνουν?? Όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκα τόσα χρόνια?? Τι θα γίνουν??
-Χώμα. Τού απάντησε ο άγνωστος, Χώμα και νερό.
Έμειναν να κοιτιούνται για λίγα δευτερόλεπτα, Ο άγνωστος άνδρας άρχισε πάλι να περπατά κρατώντας τον κύριο από το μπράτσο ο οποίος ακολουθούσε κοιτώντας συνέχεια πίσω του, ψιθυρίζοντας συνέχεια μια προσευχή, ζητώντας από τον θεό να τον λυπηθεί.
Ακούγοντάς τον ο άγνωστος άνδρας σταμάτησε. Τον κοίταξε άγρια.
-Ζητάς από τον θεό να σε λυπηθεί. Εσύ πότε και ποιόν λυπήθηκες. Πες μου ποιόν και πότε. Κανέναν. Τότε γιατί να σε λυπηθεί ο Θεός?? Πες μου γιατί?? Όσο λυπήθηκες εσύ τους άλλους, άλλο τόσο θα σε λυπηθούν και εκεί πού θα πας
Ο άγνωστος τράβηξε τον κύριο προς την πόρτα. Βρέθηκαν να περπατούν στον κήπο και γρήγορα κατέληξαν να περπατούν στο μεγάλο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι.
Ένα περιπολικό της αστυνομίας ακολουθούμενο από ένα ασθενοφόρο τους προσπέρασαν και σταμάτησαν κοντά τους.
Οι αστυνομικοί, μαζί με τρεις νοσοκόμους τούς πλησίασαν γοργά, άρπαξαν τον άγνωστο άνδρα, τον οδήγησαν στο ασθενοφόρο που έφυγε γρήγορα με αναμμένη σειρήνα ενώ οι αστυνομικοί πλησίασαν τον κύριο.
-Είστε καλά?? τον ρώτησαν.
-Ναι καλά είμαι.
-Ψυχασθενής είναι ο δύστυχος, αλλά άκακος. Θέλετε να σας πάμε κάπου??
-Όχι ευχαριστώ δεν είναι μακριά το σπίτι μου
-Σας έκανε μήπως κάτι άσχημο?? Είστε σίγουρα καλά.
-Ναι καλά είμαι μην ανησυχείτε.
-Μα είστε κάτωχρος, μήπως θέλετε....
-Όχι μην ανησυχείτε είμαι καλά
Ο κύριος γύρισε και άρχισε να περπατά αργά προς το σπίτι του.
Πέρασε την βαριά αυλόπορτα και χάθηκε πίσω από την πόρτα της εισόδου, μέσα στο μεγάλο σπίτι.

11 σχόλια:

~~Εμμέλεια~~ είπε...

Αλέξη ξεχνάμε...δουλεύουμε, αγχωνόμαστε, τρέχουμε, μαλώνουμε, βρίζουμε, μαζεύουμε χρήματα και στο τέλος τι.... Καλό ξημέρωμα...

Kaveiros είπε...

Και στο τέλος 2 μέτρα βάθος χώμα...

ολα θα πανε καλα... είπε...

Aπό τα καλύτερα που έχεις γράψει,Αλέξη.Είναι αλήθεια ότι δεν παίρνουμε τίποτα μαζί μας και ότι στο τέλος δε μένει τίποτα παρά μόνο ό,τι αφήσαμε πίσω ως πράξη,προς τους συνανθρώπους μας.Πίσω από τη χλιδή και μια υποτιθέμενη ευτυχία που φέρνει η άνεση,κρύβονται συχνά αδύναμοι άνθρωποι και δυστυχείς.Δε φέρνουν τα πλούτη την αυτάρκεια και την ευτυχία,είναι γνωστό.
Καλή σου μέρα!

Ανώνυμος είπε...

"Το καλύτερο κομάτι στη ζωή ενός ανθρώπου είναι εκείνες οι μικρές , ξεχασμένες ανώνυμες πράξεις καλοσύνης και αγάπης που κάνουν κάποιον να χαμογελά στη θύμησή μας.."
μου ψυθίρισε κάποτε ένας σοφός φίλος που λάτρευα ..
Θυμήσου τα λόγια τούτα Αλεξάκο μου , Σε φιλώ κι εύχομαι να χαμογελας τη στιγμή που το διαβάσεις .

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
maria λεμονατη! είπε...

ρε λαχταρα που επαθε ο φουκαρας θα το φυσαει και δεν θα κρυωνει ή μηπως θα το ξεχασει με το πρωινο φως; (και πως ειμαι σιγουρη οτι ηταν βραδυ;)

Skouliki είπε...

Ρεαλιστικοτατο !

καλησπερες

prophet81 είπε...

Πολύ έξυπνη ιστορία, γεμάτη νόημα! Τελικά αντί να δουλεύουμε για να ζούμε, ζούμε για να δουλεύουμε!!!

Alexis B είπε...

Έλενα > Έτσι είναι δυστιχώς.

Kaveiros > 2 τμ γής μας ανοίκει

Ολα θα πάνε καλά > Μνήμες, και τίποτε άλλο. Μόνο μνήμες.

Λιακάδα > Δίκαιο δίκαιο δίκαιο.

Nico dery > Κανείς δεν ρώτησε γιατί όλοι ξέρουμε. Ναί όλοι.

Μαρία Λεμονάτη > Ναι, έπαθε μεγάλη λαχτάρα.
Εμαθε όμως???
Ιδού το ερώτημα

Skouliki > Στείλε το με mail στο αφεντικό σου
Αντικαλησπερίζω.

prophet81 > Σε καλοσορίζω κατ' αρχήν εδώ στόν "κόσμο μου", και να πώ ότι συμφωνώ με το σχόλιο σου

Καλημέρα σε όλους

Ανώνυμος είπε...

Πέρασα νωρίς νωρίς να πω μια καλησπέρα και να ευχηθώ να έχεις ένα όμορφο ΠΣΚ.
Καλά Κούλουμα! Που θα πετάξεις χαρταετό?

Nick Fotis είπε...

"Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, μπορούν όμως να τη νοικιάσουν"

Cheers,
Ν.Φ.