Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ περπατούσε στο κέντρο της πόλης, τυλιγμένος στο ζεστό πανωφόρι του, πλησίαζε προς τον σταθμό του μετρό του κέντρου. Φυσούσε ένας δυνατός παγωμένος αέρας που έφερνε σταγόνες βροχής. Περπατούσε γρήγορα, βιαζόταν να φτάσει σπίτι του και να αφεθεί στην γλυκιά θαλπωρή του. Ξαφνικά σαν να άκουσε μια σιγανή φωνή πίσω του να του ζητά συγγνώμη. Σταμάτησε το γρήγορο βήμα του, γύρισε να δει ποιος είναι. Μπροστά του τώρα, στεκόταν μια μικρόσωμη, αδύνατη, αδύναμη κοπέλα που έλεγες ότι με το παραμικρό τράνταγμα θα έσπαγε σε κομμάτια. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της, λες και ήταν από χρυσάφι φτιαγμένα και τα καθαρά γυαλιστερά της μάτια τα είχε καρφωμένα επάνω του. Φορούσε ένα παλιό ξεφτισμένο τζιν παντελόνι που σε κάποιες μεριές άφηνε να φανούν τα λεπτά κοκαλιάρικα πόδια της, τα παπούτσια της παλιά και αυτά κάποιας φτηνής μάρκας, σκισμένα αθλητικά. Προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την κακοκαιρία , τυλιγμένη σε ένα παλιό ξεφτισμένο στρατιωτικό μπουφάν, που μπορεί και να το είχε βρει πεταμένο σε κάποιον κάδο απορριμμάτων.
-Συγγνώμη, του είπε με την λεπτή τρεμάμενη φωνή της, μήπως έχετε λίγα ψιλά??? Αυτός την κοίταξε ερευνητικά για μία ακόμα φορά, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, η κοπέλα έστεκε εκεί τρέμοντας σε κάθε ριπή του ανέμου ανήμπορη να αντιδράσει, με το κεφάλι τώρα κατεβασμένο και τα μάτια καρφωμένα στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο.
-Πότε έφαγες τελευταία φορά σαν άνθρωπος??? την ρώτησε χωρίς να πάρει καμιά απάντηση, αυτή έστεκε εκεί αμίλητη, τρέμοντας από το κρύο.
Την έπιασε μαλακά από την παλάμη και την οδήγησε σε ένα εστιατόριο που εκείνη την ώρα ήταν ανοικτό, την έβαλε να καθίσει σε ένα τραπεζάκι και πήγε να παραγγείλει. Σε λίγο μπροστά της ήταν μια ζεστή σούπα, και ένα μεγάλο ποτήρι χυμός, εκείνη χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να τρώει λαίμαργα, τέλος με ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί σκούπισε το πιάτο της θέλοντας να γευτεί και την τελευταία σταγόνα σούπας, μετά ήπιε τον χυμό σχεδόν μονορούφι περιμένοντας με τα χείλια κολλημένα στο ποτήρι, να στραγγίσει καλά για να μην χάσει ούτε ρανίδα από το πολύτιμο υγρό.
Είχε σταματήσει πια να τρέμει και είχε ξαναπάρει το χρώμα που έχει κάθε ζωντανός άνθρωπος. Της παράγγειλε κάτι ακόμα σε πακέτο πλήρωσε και σηκώθηκαν να φύγουν. Με ένα μικρό κομμάτι σελοτέιπ κόλλησε πάνω στο πακέτο με τα φαγητά ένα δεκάευρο, και της έδωσε την σακούλα, προχώρησαν προς της έξοδο, Βγήκαν έξω, εκείνος σήκωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Βρες τον δρόμο σου, μην χαθείς, μπορείς να τον βρεις Απλά προσπάθησε. Βρες τον, εκείνη τέντωσε τα πόδια στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, και εξαφανίστηκε στο βάθος τού δρόμου χωρίς να πει κουβέντα.
Εκείνος στάθηκε εκεί να την κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν, η φιγούρα της όλο μίκραινε, χανόταν από τα μάτια του καθώς την τύλιγε το πέπλο της νύχτας, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο μουντό, όλο και πιο μαύρο.
Όταν πλέων χάθηκε πια από τα μάτια του γύρισε και συνέχισε τον δρόμο του, κατέβηκε την σκάλα του μετρό βρέθηκε στην αποβάθρα,κάθισε σε ένα κάθισμα περιμένοντας το τρένο, που θα τον μετέφερε ξανά στον κόσμο του. Το μυαλό του γύρισε ξανά σε αυτήν την άγνωστη χρυσομαλλούσα, έφερε στο νου του τα μάτια της που κοιτούσαν κάτι μακρινό απροσδιόριστο παγιδευμένα λες σε κάποια σχισμή της ζωής. Ποιος ξέρει, ποιο χέρι, ποιας κακιάς μοίρας, την είχε αρπάξει και την είχε κρεμάσει σε αυτό το σκουριασμένο καρφί αυτού του ξεφτισμένου τοίχου, παιχνίδι του άγριου ανέμου, κάτι σαν αχυρένια κούκλα, να στριφογυρίζει έρμαιο των ορέξεών του πότε πάνω πότε κάτω, να μπερδεύετε όλο και περισσότερο, και ποιος ξέρει αν κάποτε θα βρεθεί ένα άλλο χέρι να εμπιστευθεί να την ξεμπλέξει, να την απαλλάξει από το βασανιστήριό της, να την τυλίξει με το αραχνοΰφαντο μυρωμένο πέπλο της ώρας να την σηκώσει ψηλά, στην αγκαλιά του Ζέφυρου, και αυτός να την ταξιδέψει απαλά πάνω από χιονοσκέπαστες κορυφές, και πυκνά μεγάλα δάση, να την φέρει στην Ιθάκη της, που τώρα τα κάλλη της αναπολεί και κλαίγοντας ιστορεί στον εαυτό της καθώς ο άγριος άνεμος την που την χτυπά αλύπητα την μπλέκει όλο και περισσότερο στο καρφί που είναι κρεμασμένη, και την ματιά της παγιδευμένη σε αυτή την μια σχισμή της ζωής