Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Η Ντάλια

Μπήκε στον σταθμό του μετρό, στάθηκε στην ουρά να βγάλει εισιτήριο.
Μόλις είχε τελειώσει τις δουλειές που είχε στο κέντρο και γύριζε σπίτι. Ήταν χαλαρός και κοιτούσε νωχελικά τον κόσμο που περνούσε βιαστικός γύρω του.
Το μάτι του έπεσε, σε μια γυναίκα, που πέρασε δίπλα του, μαζί με την κόρη της και τον γιο της, προφανώς
Η φυσιογνωμία της του φάνηκε πολύ γνωστή. Ήταν ίδια θα έλεγε κανείς με εκείνο το παράξενο κορίτσι που είχε γνωρίσει στα φοιτητικά του χρόνια που το φώναζαν με το παρατσούκλι Ντάλια. Αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν ότι στο ίδιο μάλιστα αυτί φορούσε ένα σκουλαρίκι σταυρό, ίδιο με εκείνο που φορούσε και εκείνη. Η Ντάλια
Ήρθε η σειρά του. Έριξε τα χρήματα στο μηχάνημα πήρε το εισιτήριο, το ακύρωσε και κατευθύνθηκε στην αποβάθρα.
Κάθισε σε μια από τις καρέκλες, καθώς περίμενε το μετρό, το μυαλό του γύρισε πολλά χρόνια πίσω, τότε που πρωτογνώρισε εκείνη την κοπέλα, την Ντάλια, που εκείνη η γυναίκα του θύμιζε έντονα.
Ήταν τότε που είχε πάει στήν σχολή για να γραφτεί. Στον χώρο μπροστά στην γραμματεία ήταν μαζεμένοι οι καινούριοι φοιτητές που συμπλήρωναν τα απαραίτητα χαρτιά για την εγγραφή τους, γίνονταν οι πρώτες επαφές μεταξύ τους, οι πρώτες φιλίες, συγκατοικήσεις στήνονταν, συνήθως με γνώμονα τον τόπο καταγωγής.
Εκείνη την στιγμή έκανε την εμφάνισή της εκείνη. Ήταν αδύνατο να μην την προσέξει κανείς. Ψιλή κοπέλα, αδύνατη, με κοντό μαλλί βαμμένο καροτί και δυο μικρά πράσινα κοτσιδάκια να πέφτουν δεξιά και αριστερά στα μάγουλά της.
Φορούσε ένα κόκκινο πουκάμισο, ένα πολύ κοντό σορτσάκι από κομμένο τζιν παντελόνι και καφέ δερμάτινα σανδάλια. Στο αριστερό της αυτί είχε για σκουλαρίκι ένα σταυρό.
Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν. Αυτή χωρίς να δώσει σημασία, συμπλήρωσε τα χαρτιά έκανε την εγγραφή της και έφυγε, χωρίς να πει μια κουβέντα. Από πολλούς γονείς που ήταν εκεί άρχισαν οι χαρακτηρισμοί, “Είδες το τσουλί??”, και οι συμβουλές, προς τις κόρες ιδιαίτερα, να μην παρασυρθούν και γίνουν σαν αυτή την...........
Την επόμενη φορά που την είδε ήταν όταν άρχισαν τα μαθήματα. Καθόταν στο αμφιθέατρο μαζί με τα παιδιά που είχε γνωρίσει και έκαναν παρέα, τον Απόστολο τον Τάκη και τον Φώτη, αστειεύονταν με διάφορα μέχρι να αρχίσει το μάθημα, Αυτή χωρίς να πει κουβέντα ήρθε και κάθισε δίπλα του. Σταμάτησαν να μιλούν, και γύρισαν και οι τέσσερις και την κοίταζαν. Παρ' ότι είχαν αρχίσει τα πρώτα φθινοπωρινά κρύα αυτή ήταν ντυμένη με ένα ιδιαίτερα προκλητικό όσο και φανταχτερό ντύσιμο. Έμεινε αμίλητη σε όλη την διάρκεια του μαθήματος και όταν αυτό τελείωσε, μάζεψε τα πράγματά της και εξαφανίστηκε.
Την έβλεπαν συχνά στην σχολή όπου παρακολουθούσαν μαθήματα, χωρίς να της δίνουν ιδιαίτερη σημασία.
Κάποια ανύποπτη στιγμή που την είδαν να περνά, από μπροστά τους. Ο Τάκης δεν κρατήθηκε.
-Ρε παιδιά, αυτή έτσι όπως είναι μου θυμίζει τις ντάλιες που έχει η μάνα μου στον κήπο.
Όλοι στην παρέα γέλασαν, και της κόλλησαν το παρατσούκλι. “Ντάλια”
Όταν έβγαιναν έξω για κανένα καφέ η κανένα ποτάκι, την συναντούσαν, άλλες φορές να συνοδεύεται από κάποιον, μεγαλύτερό της, και άλλες φορές μόνη της.
Οι φορές που την συναντούσαν μόνη της όλο και πλήθαιναν, ώσπου τελικά όπου πήγαιναν, και την συναντούσαν, όλο μόνη της την έβλεπαν, να κάθετε σε ένα τραπεζάκι ή στο μπαρ, με ένα ποτήρι στο χέρι, και ένα τσιγάρο στο άλλο, πάντα ντυμένη φανταχτερά όσο και προκλητικά. Κατά καιρούς διάφοροι την γυρόφερναν αλλά αυτή φρόντιζε με τον ένα η τον άλλο τρόπο να τους αποφεύγει, και έμενε μόνη και σιωπηλή.
Ο καιρός περνούσε, η παρέα μεγάλωσε, ήρθε η Ζωή, Βούλα, και η Πέπη.
Μόνο ο Απόστολος έμεινε μόνος, άλλα η υπόλοιπη παρέα δεν τον άφηνε να πλήξη. Όπου και να πήγαιναν τον έπαιρναν μαζί τους, όλοι μαζί περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους ευχάριστα.
Πέρασε ο χειμώνας και μπήκε η άνοιξη, ο καιρός ζέστανε και, μια Κυριακή πρωί η παρέα απολάμβανε την πρωινή λιακάδα, συζητώντας για διάφορα, αστειευόταν, γελούσαν. Σε μια στιγμή την είδαν να έρχεται
Έψαξε για τραπεζάκι να καθίσει, αλλά δεν είδε κάποιο ελεύθερο.
Πλησίασε την παρέα.
-Μπορώ να καθίσω μαζί σας???
-Πώς κάθισε, της απάντησε εκείνος, δείχνοντάς της μια κενή καρέκλα.
Έμειναν όλοι για λίγο σιωπηλοί, αλλά οι συζητήσεις ξανάρχισαν, στην αρχή δειλά, αλλά μετά από λίγο ξανά 'γιναν ζωηρές όπως και πριν.
Η Ντάλια, συμμετείχε στίς κουβέντες, χωρίς όμως να “ανοίγετε” ιδιαίτερα.
Σιγά σιγά έγινε μέλος της παρέας, την καλούσαν να βγει μαζί τους, να διαβάσουν μαζί, αλλά πάντα αυτή ολιγόλογη κάπως απόμακρη γελούσε σπάνια, σαν κάτι να την έτρωγε. 'Οταν την ρωτούσαν τι έχει αυτή απαντούσε “Έχω τα δικά μου” η “ Είμαι με τις μέρες μου”, χωρίς να τους δίνει περισσότερες εξηγήσεις
Ο Απόστολος άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για την Ντάλια.
Προθυμοποιόταν να την κεράσει, να την πάει σπίτι της, γενικά της έδειχνε ένα ενδιαφέρον χωρίς όμως αυτή να του δίνει θάρρος.
Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά, Πλησίαζε το Πάσχα, ένα απόγευμα που είχαν πάει για καφέ όλοι μαζί, ο Απόστολος τους ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν η μητέρα του να μείνει μαζί του για Σαββατοκύριακο.
-Άντε επιτέλους να φάμε και ένα φαΐ της προκοπής, κοντεύουμε να λαλίσουμε με τους κροκόδειλους της λέσχης και τις λασπομακαρονάδες του Τάκη, είπε αυτός, και οι άλλοι της παρέας συμφώνησαν γελώντας.
Εκείνη η Κυριακή, που τους είχε καλέσει για φαγητό ο Απόστολος, έφτασε επιτέλους. Συναντήθηκαν όπως είχαν συμφωνήσει, στο σπίτι της Πέπης και ξεκίνησαν για του Απόστολου.
Τους υποδέχθηκε ο Απόστολος και τους σύστησε στην μητέρα του την κα Τασία, γυμνασιάρχης στο επάγγελμα, μια γυναίκα πρόσχαρη χαμογελαστή ευχάριστη και ιδιαίτερα περιποιητική.
Μετά το γεύμα έφτιαξαν καφέδες και άρχισαν να μιλούν για την φοιτητική ζωή, να γελούν με τα ευτράπελα που τους είχαν συμβεί.
Η κουβέντα σιγά σιγά ήρθε και στα παιδικά χρόνια, όπου η κα Τασία έλεγε διάφορα γεγονότα και έδειχνε φωτογραφίες του Απόστολου μικρού, μπροστά στο σπίτι τους στην παιδική χαρά, στο σχολείο.
Η παρέα συμμετείχε στη συζήτηση λέγοντας διάφορα γεγονότα από τα δικά του παιδικά χρόνια ο κάθε ένας, περίεργα ή αστεία. Όλοι έκτος της Ντάλιας, της Χριστίνας όπως ήταν το κανονικό της όνομα. Αυτή είχε σκύψει το κεφάλι κάπνιζε ρουφούσε γουλιές από τον καφέ της και δεν έλεγε λέξη.
Η κα Τασία την πρόσεξε.
-Γλυκό μου τι έχεις???
Εκείνη γύρισε και την κοίταξε.
-Τίποτε, απολυτός τίποτε
-Δεν μπορεί κάτι σου συμβαίνει, τι είναι???
-Ε.....να, σας ακούω να λέτε για τα παιδικά σας χρόνια, εγώ δεν έχω να θυμηθώ τίποτε γιατί δεν έχω τι να θυμηθώ
-Τι εννοείς, την ξαναρώτησε η κα Τασία.
Η Χριστίνα (Ντάλια) άρχισε να διηγείται την ζωή της, κάτι που θα άλλαζε τον τρόπο που την έβλεπαν οι άλλοι της παρέας. Όλα θα άλλαζαν, και κυρίως η ίδια.
-Εγώ μεγάλωσα σε ίδρυμα, δεν γνώρισα γονείς, τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα ωράρια και κανόνες, δεν θέλω να τα θυμάμαι, Κάποια στιγμή γύρω στα δέκα μου πήγα να μείνω με μια οικογένεια, τους θετούς μου γονείς.
Όλα έδειχναν ότι η ζωή μου θα άλλαζε και θα γινόταν μια φυσιολογική ζωή, όπως όλων των άλλων παιδιών. Τα πρώτα χρόνια όλα ήταν καλά, ήταν καλοί μαζί μου, ζούσα ωραία, όμως μετά λίγα χρόνια, τα πράγματα άλλαξαν.
Άρχισαν οι τσακωμοί, όλο και ποιο συχνοί μέχρι που οι θετοί μου γονείς από σύζυγοι έγιναν απλά συγκάτοικοι, όλο και πιο συχνά έλειπαν ακόμα και για μέρες και εγώ έμενα όλο και περισσότερο μόνη μου σε ένα άδειο σπίτι, είχα χρήματα, πότε η μητριά που και πότε ο πατριός μου μου άφηναν και είχαν πει και σε μια γειτόνισσα να μου φέρνει λίγο φαΐ. Έκανε ο κάθε ένας την ζωή του, και ήταν σαν να μην υπήρχα πλέων γι' αυτούς.
Κάποιες φορές η μητριά μου η ο πατριός μου έφερναν τους φίλους τους η τις φίλες τους σπίτι, και όταν γινόταν αυτό, η με έστελναν να μείνω στο σπίτι κάποιας φίλης μου η μου έλεγαν να μείνω στο δωμάτιο μου μέχρι να με φωνάξουν.
Δεν υπήρχα γι' αυτούς, κανείς τους δεν μου έδινε σημασία, κανείς τους δεν ενδιαφερόταν για εμένα, απλά δεν υπήρχα.
Για να με προσέξουν έφτιαξα τα μαλλιά μου έτσι άρχισα να βάφομαι άλλαξα ντύσιμο. Ήθελα να γυρίσουν να με δουν, να μου πουν “Πώς έγινες έτσι τι ντύσιμο είναι αυτό??”, να πουν κάτι, έστω να μου δώσουν ένα χαστούκι, να κάνουν κάτι, να με δουν ότι υπάρχω και εγώ. Αλλά το μόνο που έγινε ήταν ότι προσέλκυσα την “προσοχή” του πατριού μου που όταν ήμασταν σπίτι μόνοι μας την νύχτα, ερχόταν και κοιμόταν μαζί μου στο κρεβάτι μου, κάθε πρωί, όταν γινόταν αυτό, ένιωθα απαίσια, έκανα εμετούς. Άρχισα να ζώ με την αγωνία της νύχτας, αν θα έρθει σπίτι, στο δωμάτιο μου, να πέσει από πάνω μου και.....
Όποτε αντιστεκόμουν και δεν τόν άφηνα, αυτός με χτυπούσε και με έβαζε κάτω με τό ζόρι.
Ζούσα μια κόλαση μόνη μου. Δεν είχα κανέναν. Άρχισα να βγαίνω να ξενυχτάω, μήπως καταφέρω να ξεφύγω, μήπως βρώ και έναν άνθρωπο..... αλλά και αυτοί μόνο για να κοιμηθούν μαζί μου μια βραδιά και μετά να με πετάξουν σαν σκουπίδι. Κλείστηκα μέσα και άρχισα πίνω, να μεθάω, γιατί μόνο έτσι μπορούσα να αντέξω.
Η μόνη λύση που έβλεπα για να γλιτώσω από το μαρτύριο μου ήταν να στρωθώ να διαβάσω να περάσω σε μια σχολή κάπου μακριά, να έχω λόγο να φύγω από εκεί, να φύγω.....να φύγω.....να φύγω.....
Τα τελευταία λόγια της διακόπτονταν από λυγμούς που την τράνταζαν, τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.
Όλοι παρακολουθούσαν την διήγηση της Χριστίνας με ανοιχτό το στόμα ανίκανοι να κουνηθούν ή πουν οτιδήποτε. Καταλάβαιναν, όλο αυτό τον καιρό που έκαναν παρέα ότι κάτι είχε, αλλά όχι κάτι τόσο τρομερό.
Η κα Τασία σηκώθηκε και πήγε κοντά της.
-Έλα εδώ γλυκιά μου, της είπε. Άπλωσε τα χέρια της προς αυτή και έκανε να την πάρει αγκαλιά. Η Χριστίνα πετάχτηκε όρθια από την καρέκλα που καθόταν, όρμισε στην ανοιχτή αγκαλιά χώθηκε όσο πιο βαθιά γινόταν και άρχισε να αδειάζει από μέσα της με μιας, δάκρυα για καιρό μαζεμένα, με ένα δυνατό κλάμα.
Η υπόλοιπη παρέα είχε πάει κοντά της, της χάιδευαν τα μαλλιά ανίκανοι να αρθρώσουν λέξη από την έκπληξη.
Μετά από ώρα, σταμάτησε πια να κλαίει, τα τελευταία δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Έμενε μέσα στην αγκαλιά που την είχε δεχθεί γεμάτη αγάπη, από μια, μέχρι πριν από λίγο, άγνωστη της κυρία.
Η κα Τασία την έπιασε από τα μπράτσα και την έστισε όρθια μπροστά της, της σκούπισε τα μάτια και την ρώτησε.
-Δεν μου λες γλυκιά μου, που θα κάνεις Πάσχα???
-Δεν ξέρω.
-Ωραία, είσαι καλεσμένη να κάνεις Πάσχα μαζί μας
-Ευχαριστώ είπε εκείνη, και σκούπισε με το χέρι τα κατακόκκινα από το κλάμα μάτια της.
Ήρθε η σειρά της υπόλοιπης παρέας, δεν ήταν πια, για αυτούς, η απόμακρη λιγομίλητη Ντάλια που πολλές φορές τους είχε κάνει να νιώσουν περίεργα, με την παρουσία της, που κάποιες φορές είχε ακουστεί “γιατί την κουβαλάμε αυτήν μαζί μας???”, αλλά πλέων ήταν η φίλη τους η Χριστίνα.
Τα παιδιά άρχισαν να την αγκαλιάζουν, σε αγκαλιές πραγματικής αγάπης, και να της ζητούν συγγνώμη για όσες φορές είπαν γι' αυτήν κάποια κακία.
Όλα είχαν αλλάξει μεταξύ τους και κυρίως αυτή. Είχε πλέων απελευθερωθεί από το βάρος που είχε μέσα της, είχε πια πραγματικούς φίλους που την αγαπούσαν, το καταλάβαινε το ένοιωθε. Το χαμόγελο πήρε την θέση του στα χείλη της, και το γέλιο στην ζωή της.
Οι μέρες πέρασαν και οι διακοπές του Πάσχα ήρθαν, όλοι πήγαν να γιορτάσουν στα σπίτια τους. Η Χριστίνα πέρασε τις μέρες αυτές μαζί με την οικογένεια του Απόστολου.
Οι γιορτές πέρασαν, Η παρέα γύρισε στην μικρή πόλη και στις σπουδές της, κάτι όμως ακόμα είχε αλλάξει. Ο Απόστολος και η Χριστίνα είχαν ενώσει τα χέρια σε έναν δυνατό κόμπο που κανένας ποτέ δεν θα μπορούσε να λύσει.
Τα χρόνια πέρασαν. Αποφοίτησαν έφυγαν, χάθηκαν οι άνθρωποι, σχέσεις, φιλίες διαλύθηκαν Τα ρούφηξε όλα η ρουτίνα της ζωής, τα άνχοι της οι αγωνίες της, το μόνο που έμεινε ήταν θολές αναμνήσεις στον νου και παλιές φωτογραφίες σε κάποιο σκονισμένο άλμπουμ
Η Τελευταία φορά, που είχε δει τον Απόστολο και την Χριστίνα ήταν όταν είχε πάει να τους αποχαιρετίσει στον Σταθμό Πελοποννήσου, όπου περίμεναν το τρένο.
Αυτός καθησμένος σε ένα παγκάκι στήν άδεια αποβάθρα, με αυτή καθισμένη στά πόδια του να κοιμάτε.
Τους πλησίασε, ο Απόστολος έφερε τό δάχτιλό του κάθετα στά χείλη του.
-Σσσσσ σιγά, θα μου την ξυπνήσεις........
Επέστεψε πίσω από το ταξίδι στο παρελθόν, στήν πολύβοη, γεμάτη κόσμο αποβάθρα του μετρό.
Γύρισε και κοίταξε για μια ακόμα φορά προς την μεριά που καθόταν εκείνη η κυρία με τα παιδιά της.
Σηκώθηκε από την θέση του και πλησίασε.
-Χριστίνα....
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε....Χαμογέλασε με έκπληξη.
-Δεν το πιστεύω, μετά από τόσα χρόνια....
Αγκαλιάστηκαν, έφυγαν όλοι μαζί από τον σταθμό για ένα κοντινό καφέ.
Είχαν τόσα πολλά να πουν.............

23 σχόλια:

Alexis B είπε...

Από παντού μπορεί να σου έρθει η έμπνευση.
Ακόμα και από ένα ραδιομαραθόνιο για λογαριασμό της UNISEF με σχετικό θέμα.
Καλημέρα και καλή Κυριακή σε όλους

γιώργος είπε...

καλημέρα...
γράφεις πολύ όμορφα φίλε Αλέξη...
να'σαι καλά...

την καλημέρα μου και πάλι...

Αλεξάνδρα είπε...

Κουβάρια οι ζωές των ανθρώπων μπλέκονται πολλές φορές... κι η μοίρα όμως παίζει παράξενα παιχνίδια...

Άραγε υπάρχουν συμπτώσεις;

Ομορφη ιστορία έγραψες απ΄ αυτές που μπορούν να συμβούν ή έχουν συμβεί...

Ηταν μια μαθήτρια 2 χρόνια μεγαλύτερή μου στο σχολείο, που ο θετός πατέρας της την βίαζε. Εκείνη αγάπησε ένα παλληκάρι μα όταν ο θετός μπαμπάς έμαθε ότι θα την έχανε, την σκότωσε. Ναι! την σκότωσε.
Πήγαινα Α Λυκείου τότε. Κι όταν έμαθα την ιστορία κατάλαβα την μελαγχολία που έβλεπα στα μάτια της...

Skouliki είπε...

θυμισε μου να κανουμε ενα παιχνιδι.. να δινει καποιος 5 λεξεις και ο αλλος να πλαθει μια ιστορια...καλημερα

fish eye είπε...

ομορφες παντα οι ιστοριες σου..
πολυ ομορφες..

Kaveiros είπε...

Κειμενο και τραγουδι συνδυασμος "θανατηφορος":)Τελεια!

genna είπε...

Μιά όμορφη καλημέρα!!!!!!!!

κι ένα φιλάκι!

όταν βρω χρόνο θα σε διαβάσω, είμαι σίγουρη , θα είναι εξίσου όμορφο, όπως και τα προηγούμενα σου...

Roadartist είπε...

Αλέξη να είσαι καλά..
Πολύ όμορφο κείμενο, το τραγούδι αγαπημένο.
ΦΙΛΙΑ, καλή σου εβδομάδα.

MenieK είπε...

πολύ πασχαλινό, λίγο μετά το πάσχα (όλο λέω πέντε λεπτά θα μείνω στα blogα κι όλο κολλάω, ειδικά εδώ)
καλημέρες:)

Skouliki είπε...

καλημερες

Ανώνυμος είπε...

στάζει.....
ποτήρι κέρασμα
και χείλη χαμόγελο
έμπνευση!

την καλημέρα μου alex!

Σοφία είπε...

Υπέροχο! Απλά υπέροχο! Διάβαζα, βούρκωνα, ανατρίχιαζα...
Καλημέρα Αλέξη μου!

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Φτιάχνει η ζωή πολλές φορές τα πιο απίθανα σενάρια...

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

marionettie είπε...

Αγγίζουνε περίεργα αυτά που γράφεις, να τα εκδόσεις, σκέψου το, καλά; Όταν νομίσεις πώς έχεις ολοκληρώσει μια ενότητα κειμένων, ένα μικρό κεφάλαιο ζωής και σκέψεων, δεν ξέρω πότε και όλα αυτά, αλλά θα θελα πολύ να έχω όσα γράφεις και άλλα στη βιβλιοθήκη μου! Αλήθεια! Κιοσκιομάκια και πάλι!

Ανώνυμος είπε...

Η αλήθεια είναι τόσο μπροστά μας που πρέπει πάντα να κλείσουμε τα μάτια για να την δούμε, να την νιώσουμε.

Καλημέρα Αλέξη

Fira είπε...

τι όμορφο...?? ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει ο καθένας μέσα του και πόσο ανάγκη μπορεί να έχει μια αγκαλιά σαν κι αυτή που εσύ έχει κακομάθει μέσα της!! Φιλί!! :-)

Ανώνυμος είπε...

πλασματα αδυναμα και survivors ταυτοχρονα!!!

Alexis B είπε...

Γιώργος > Σε ευχαριστώ, και να σου πώ δεν είχα καταχωρίσει το blog σου, καλά που ήρθες, Τώρα το έχω

Αλεξάνδρα > Πάντα γράφω με το σκεπτικό ότι η ιστορία μου μπορεί να είναι και η ιστορία της "διπλανής πόρτας", και πάντα στενοχοριέμαι όταν μαθαίνω ότι έχει συμβεί στα αλήθεια.
Λυπάμαι για αυτό το συμβάν με την κοπέλλα.
Τί να πεί κανείς. Τί να πεί.

Skouliki > Καλή ιδέα ερεζούμ τριανταμία, καλή ιδέα

Φεγγαραγαλιές > Ευχαριστώωωωωω

Kaveiros > Προσπαθώ να τα συνδιάζω, και πιστεύω ότι τα καταφέρνω

genna > Καλημέρα και σε εσένα, φιλί

roadartist > Μεγάλη καλημέρα, να είσαι καλά

meniek > Πολύ πασχαλινό, μάλλων πολύ "ανθρώπινο(?)", μετά και από αυτά που ακούσανε τα αυτάκια μας τελευταία........
Καλημέρα

Mist > Καλός ήρθες γιά μια ακόμα φορά

Σοφία > καλός την. Καλός ήρθες.
Πάντα ευπρόσδεκτη

Φύρδιν μίγδην > Η ζωή, οι άνθρωποι(?) φτιάχνουν σενάρια που ώρες ώρες βλέπω το κείμενό μου πολύ λάιτ....

Marionettie > Καλός την για μιά ακόμα φορά με τα καλά σου λόγια

freedula > Να κλείσουμε τα μάτια και να ανοίξουμε τα αυτιά.....
Οι άνθρωποι αναζητούν πάντα την αλήθεια. Πόσοι όμως είναι έτοιμοι να την δεχθούν, χωρίς να την μισήσουν?????

fira > Βρεεεεεεε σαν τα χιόνιαααααα
καλός την. λοιπόν για να έρχεσε θα βάζω στήν αρχή της ανάρτησης φωτογραφίες από γλυκά

Una mama > για ένα παιδί που έχει μεγαλώσει έτσι, σε τέτοιο περιβάλλον, υπάρχουν πολύ δρόμοι να ακολουθίσει.
Δυστιχώς οι περισσότεροι..κατήφοροι που οδηγούν στόν πάτο....

Μια μεγάλη καλημέρα σε όλους και ευχαριστίες για τίς επισκέψεις και τα σχόλια.

Fira είπε...

Δεν ειναι και άσχημη η ιδέα σου.... μπορουν να μου προσφέρουν γλυκά και στη σχολή μπας και πατήσω σε κάνα μάθημα??? οεο?? :-) Καλημερούδια!!!

Skouliki είπε...

καλε κοιμησου τετοια ωρα και γυρναςςςςςςςςς σε ακαταλληλα μπλογκ

Ενεσούλα είπε...

Για μια ακόμα φορά με έκανες να δακρύσω!
Σαν να παρακολουθούσα ταινία ήταν.
Σ' ευχαριστώ!

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο κείμενο.. μα γιατί χωρίσανε, όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο???? Δε γινόταν να τα έχουν ακόμα?? (είμαι του happy end μη δίνεις σημασία!! χιχιχιχι)

KitsosMitsos είπε...

Όμορφο γράψιμο... Τώρα σε γνωρίζω!