Η άδειά του για το καλοκαίρι ξεκινούσε εκείνο το πρωινό.
Εκείνος χωρίς να χάσει καιρό φόρτωσε τα πράγματα πού είχε ετοιμάσει την προηγούμενη μέρα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το εξοχικό του σπίτι, όπου θα περνούσε τις μέρες που είχε στην διάθεσή του.
Οδηγούσε γρήγορα, βιαζόταν να φτάσει εκεί που τον περίμενε η χαλάρωση και η αγαπημένη του βάρκα.
Του άρεσε πολύ να ξανοίγεται με αυτή στα ανοιχτά, να ψαρεύει με το καλάμι του, να κάνει βόλτες, ανακαλύπτοντας ερημικές ακρογιαλιές, να κολυμπά στα καθαρά νερά τους, να απολαμβάνει την ησυχία που τόσο είχε ανάγκη.
Μετά από τέσσερις ώρες οδήγημα, έφτασε επιτέλους. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην αυλή.
Δεν είχε αλλάξει, ευτυχώς τίποτα από την τελευταία φορά που ήταν εκεί, αρκετούς μήνες πριν Ένα μικρό αλλά πολύ όμορφο διώροφο σπίτι με επάνω τις δυο κρεβατοκάμαρες μια τουαλέτα και ένα μεγάλο μπαλκόνι που μπορούσε κανείς να καθίσει και να απολαύσει την υπέροχη θέα που απλωνόταν μπροστά του. Κάτω το σαλόνι η κουζίνα και μια δεύτερη τουαλέτα. Μια υπέροχη αυλή περιέβαλε το σπίτι, το σπίτι του, γεμάτη γρασίδι πέτρινους διαδρόμους και παρτέρια με λουλούδια που της έδιναν ιδιαίτερο χρώμα και άρωμα.
Κάποια άλλα εξοχικά ήταν σε τέτοια απόσταση, που με δυσκολία φαίνονταν, δίνοντάς σου την εντύπωση ότι κανένας άλλος δεν υπήρχε εκεί.
Ξεφόρτωσε τα πράγματα και άρχισε να τα τακτοποιεί στο σπίτι. Όταν τελείωσε έφτιαξε ένα καφέ και κάθισε στο μπαλκόνι. Άρχισε να κοιτά γύρω την θέα, τέλος έριξε μια ματιά και στην αυλή
-Η αυλή θέλει φτιάξιμο, μουρμούρισε, αλλά όχι σήμερα αύριο.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε, μια ηλιόλουστη ζεστή καλοκαιρινή μέρα.
Εκείνος βάλθηκε να καλλωπίζει την αυλή του, να κουρεύει το γρασίδι, να τακτοποιεί τους θάμνους, να περιποιείται τα παρτέρια, τέλος έβγαλε την βάρκα του από το γκαράζ που την φύλαγε.
Μια μικρή γαλάζια βάρκα πέντε μέτρων με μηχανή και μια μικρή καμπινούλα με δυο κρεβάτια που ίσα ίσα χωρούσε ένας μετρίου ύψους άνθρωπος να ξαπλώσει.
Έκανε τις απαραίτητες ετοιμασίες και την έριξε στην θάλασσα.
Την επόμενη μέρα θα πήγαινε για ψάρεμα.
Αδημονούσε, γιατί είχε πολύ καιρό να πάει και του έλειπε η χαρά που του έδινε αυτή η απασχόληση.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε, αφού ήπιε ένα πρωινό καφέ μάζεψε τα σύνεργα του ψαρέματος τα φόρτωσε στην βάρκα του και ξεκίνησε. Ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πήγαινε συνήθως.
Μετά από λίγη ώρα εντόπισε ένα κόλπο που δεν είχε ξαναδεί. Του φάνηκε καλό μέρος και πλησίασε. Στην είσοδο του κόλπου υπήρχαν βράχια που μόλις ξεπρόβαλαν από την επιφάνεια της θάλασσας. Γύρω γύρω από τον κόλπο ψηλές απότομες πλαγιές εμπόδιζαν την προσέγγιση στην μικρή παραλία, ένα ήσυχο μέρος ότι έπρεπε γι'αυτόν.
Μπήκε προσεκτικά στον κόλπο αποφεύγοντας τα βράχια που βρίσκονταν στην είσοδο, και όταν πλέον έφτασε στο κέντρο του, σταμάτησε την μηχανή, έριξε άγκυρα, έριξε την πετονιά του στο νερό και περίμενε να "τσιμπήσει".
Στο ενδιάμεσο άνοιξε το ραδιόφωνο, πήρε το βιβλίο που είχε αγοράσει πρόσφατα και άρχισε να διαβάζει.
Η ώρα περνούσε, αυτός είχε ξεχαστεί πια, τον είχε απορροφήσει το βιβλίο του, η απαλή μουσική και ο ρυθμικός ήχος των κυμάτων που έσκαγαν όταν έβρισκαν την στεριά.
Ένα τράβηγμα στην πετονιά έκανε το καλάμι να αναπηδήσει και αυτόν να πεταχτεί, άρπαξε το καλάμι και άρχισε να μαζεύει την πετονιά.
Αυτό που είχε πιάσει έδειχνε μεγάλο, γιατί τραβούσε δυνατά κάνοντας το καλάμι να λυγίζει και αυτόν να παλεύει μια να κρατηθεί πάνω στην βάρκα που έγερνε και τρανταζόταν και από την άλλη να νικήσει τον "αντίπαλό του" που πάλευε να μείνει στον κόσμο του νερού.
Η "μάχη" εξελισσόταν αμφίρροπη, και για πολύ ώρα μέχρι που και οι δυο αντίπαλοι απόκαμαν.
Αυτός άφησε το καλάμι που έπεσε πάνω στην βάρκα, έκατσε στην κουπαστή. Σκούπισε τον ιδρώτα του, κοίταξε την πετονιά που χαλαρή πια έμενε για λίγο στην επιφάνεια πριν χαθεί μέσα στο νερό.
Μια μικρή κόκκινη σταγόνα βγήκε στην επιφάνεια, κάτι που τον έκανε να απορήσει, μετά και άλλη και άλλη........
Βούτηξε στο νερό, έκανε ένα μακροβούτι προσπαθώντας να δει τι ήταν αυτό που είχε πιαστεί στο αγκίστρι του, χωρίς επιτυχία. Η πετονιά κατέβαινε πολύ βαθιά.
Ξαν' ανέβηκε στην επιφάνεια, πιάστηκε από την κουπαστή, πήρε μερικές βαθιές ανάσες, σκουπίζοντας το πρόσωπό του.
Λίγο πιο εκεί το νερό ταράχτηκε και ένα ξανθό γυναικείο κεφάλι ξεπρόβαλε στην επιφάνεια.
Τον κοίταξε με τα καταγάλανα μάτια της και με παραπονεμένη φωνή του είπε.
-Με πόνεσες
Εκείνος την κοιτούσε αποσβολωμένος
-Μη χειρότερα, ήταν το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει.
-Με πόνεσες, του είπε εκείνη δείχνοντάς του το χέρι της με το καρφωμένο σε αυτό αγκίστρι του.
Εκείνος ανέβηκε στην βάρκα και τής έδωσε το χέρι να ανέβει και αυτή.
Όταν εκείνη βρέθηκε πάνω στην βάρκα εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Μια ψηλόλιγνη κοπέλα με ξανθιά μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση της, καταγάλανα μάτια, και κατάλευκο δέρμα βρισκόταν μπροστά του.
-Μα εσύ δεν φοράς τίποτε, της είπε
Εκείνη κοίταξε το γυμνό σώμα της. ενώ εκείνος πήρε από ένα ντουλαπάκι ένα κίτρινο αδιάβροχο και την σκέπασε με αυτό.
-Και τώρα ας δούμε το χέρι.
Της έπιασε το χέρι, τράβηξε το φαρμακείο που είχε πάντα μαζί του, της έβγαλε το αγκίστρι και της έδεσε την πληγή με έναν επίδεσμο.
Εκείνη περιεργαζόταν μια τον επίδεσμο και μια το αδιάβροχο που ήταν τυλιγμένη, ενώ αυτός κοιτούσε εκείνη.
Άπλωσε το χέρι του, άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά, εκείνη τον κοίταζε. Πέρασε το χέρι του πάνω από το μάγουλό της.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και έκανε ακριβός τις ίδιες κινήσεις με αυτόν χαϊδεύοντας του τα μαλλιά και το μάγουλο. Άρχισαν χαρίζουν δειλά χάδια ο ένας τον άλλο σαν μικρά παιδιά, ώσπου αυτός τράβηξε το χέρι του, και εκείνη το δικό της. Έμειναν να κοιτιούνται ίσα στα μάτια
-Πώς σε λένε??
-Θαλασσούλα
-Πού είναι το σπίτι σου??
-Εδώ, απάντησε δείχνοντας ολόγυρα την θάλασσα.
Εκείνος γέλασε και εκείνη χαμογέλασε σκερτσόζικα
-Εδώ μένω, του ξαναείπε, εδώ.
Εκείνος άπλωσε πάλι το χέρι του και με τα δυο του δάχτυλα άγγιξε το μέτωπό της κατεβάζοντας τα σιγά σιγά προς την μύτη της, κάνοντάς την να κάνει μια αστεία γκριμάτσα
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και επανέλαβε την ίδια κίνηση, κάνοντάς τον να κάνει και αυτός μια αστεία γκριμάτσα, γέλασαν και οι δυο Εκείνη σηκώθηκε όρθια.
-Πρέπει να φύγω
-Θα σε ξαναδώ???
-Αν έρθεις εδώ
-Θα έρθω.
Πέταξε το αδιάβροχο βούτηξε στο νερό, απομακρύνθηκε με γρήγορο κολύμπι από την βάρκα προς το ανοιχτό πέλαγος.
-Θα έρθω και αύριο, της φώναξε, Θα έρθω.
Εκείνη γύρισε, και τον κοίταξε. Τού χαμογέλασε και βούτηξε βαθιά στο νερό.
Έμεινε μόνος πάνω στην βάρκα με τα σύνεργα ψαρέματος, το κίτρινο αδιάβροχο που πριν λίγο τύλιγε το σώμα της Θαλασσούλας ριγμένο στο πάτωμα της βάρκας.
Έπιασε το αδιάβροχο από το πάτωμα της βάρκας και το κοίταξε. Μετά κοίταξε πρός την θάλασσα.
Θα έρθω και αύριο. Θα έρθω.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί ήταν εκεί, μαζί της, και την επομένη και την επόμενη.. Τούς έβλεπες συχνά να κολυμπούν μαζί, να τρέχουν να γελούν, να περπατούν χέρι χέρι να πειράζονται, να κοιτούν αγκαλιά κατακόκκινα ηλιοβασιλέματα, και όταν νύχτονε, ξαπλωμένοι στην αμμουδιά έμεναν να κοιτούν τα άστρα, με το χέρι της κουρνιασμένο τρυφερά στο χέρι του.
Ο καιρός πέρασε. Ένα βράδυ καθώς βρίσκονταν ξαπλωμένοι στην αμμουδιά εκείνος της είπε πώς πρέπει να φύγει.
-Γιατί, τον ρώτησε.
Εκείνος της εξήγησε ότι τελείωσε η άδειά του και έπρεπε να γυρίσει στην πόλη. Εκείνη έδειξε σαν να κατάλαβε.
-Έλα μαζί μου, της είπε
-Δεν γίνετε, ξέρεις ότι εδώ ζώ.
-Μείνε, του είπε
-Δεν γίνετε της αποκρίθηκε, αλλά θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ. Έβγαλε από την τσέπη του ένα γαλάζιο φουλάρι, της το έδεσε μαλακά στο μπράτσο. Έσκυψε και την φίλησε.
-Για να μην με ξεχάσεις.
Ένα φιλί που το πήρε μαζί του καλά φυλαγμένο μέσα στην καρδιά, την ψυχή του, μαζί με μια φωτογραφία της που είχε από τότε πάντα μαζί του, και που κάθε νύχτα την έβγαζε και έστελνε μια καληνύχτα και ένα φιλί στην Θαλασσούλα του.
Κάθε Σαββατοκύριακο το περνούσε μαζί της, δεν τον ένοιαζε αν έβρεχε αν έκανε κρύο αν είχε αέρα και φουσκοθαλασσιά αυτός πήγαινε και την έβρισκε, και αυτή πάντα τον περίμενε να τον καλωσορίσει με ένα λαμπερό χαμόγελο και ένα γλυκό φιλί, που όσο πέρναγε ο καιρός του έμοιαζε και πιο γλυκό.
Είχαν περάσει δυο μέρες από την τελευταία τους συνάντηση, εκείνο το χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος αλλά αυτούς δεν τους ένοιαζε Όσο και αν λυσσομανούσε ο αέρας και τα κύματα χτυπούσαν στην αμμουδιά με ορμή αφήνοντας αφρούς να ξεχυθούν ολόγυρα, αυτοί είχαν μια σχισμή βράχου να τους προστατεύει και μια αγκαλιά να τους ζεσταίνει. Με τις αναμνήσεις αυτές νωπές ακόμα, γύρισε σπίτι του κατάκοπος από την δουλειά εκείνο το απόγευμα.
Πέταξε σε μια καρέκλα το μπουφάν, κάθισε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση.
Η είδηση για ένα ναυτικό ατύχημα και πετρελαιοκηλίδα τον έκανε να πεταχτεί πάνω σαν ελατήριο.
Το ρεπορτάζ έδειχνε την γνώριμη σε αυτόν ακτή γεμάτη πετρέλαιο ενώ το κουφάρι ενός τεράστιου τάνκερ που “λόγο θαλασσοταραχής έμεινε ακυβέρνητο και καρφώθηκε σε ύφαλο” φαινόταν σε κοντινή απόσταση.
-Θαλασσούλα, Θαλασσούλα μου, ψέλλισε, κάτ' ωχρός
Την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε για το εξοχικό του. Ανησυχούσε πολύ για την Θαλασσούλα.
Όταν έφτασε στην ακτή τότε μόνο συνειδητοποίησε το μέγεθος της καταστροφής.
Όλη η θάλασσα είχε σκεπαστεί με πετρέλαιο και μια μυρωδιά νάφθας σχεδόν του έσκιζε τα ρουθούνια.
Πού και πού κάποιος γλάρος κατάμαυρος από το πετρέλαιο προσπαθούσε να περπατήσει στην αμμουδιά, πού είχε γίνει και αυτή μαύρη, ανάμεσα σε νεκρά πουλιά και ψάρια που συνέχεια ξέβραζε η θάλασσα.
Χωρίς να χάσει καιρό τράβηξε με όλη του την δύναμη την βάρκα προς την θάλασσα, μπήκε μέσα και τράβηξε κατά τον κόλπο.
Δεν μπόρεσε όμως να φτάσει. Το λιμενικό τον γύρισε κακήν κακός πίσω.
Έμεινε στην “ζώνη ασφαλείας” που όριζε το λιμενικό και άρχισε να την ψάχνει.
Την φώναζε με όλη του την δύναμη, τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν και τέλος λύθηκαν σε ένα γοερό κλάμα.
Θαλασσούλα μου, γλυκιά μου Θαλασσούλα, που είσαι??? Που???
Έμεινε εκεί. Κάθε μέρα προσπαθούσε να φτάσει στον κόλπο και κάθε μέρα έβρισκε το λιμενικό να τον σταματάει, και εκείνος μέσα στην "προκαθορισμένη ζώνη ασφαλείας", έμενε να την φωνάζει με την ελπίδα να την δει να ξεπροβάλει από κάπου, μέχρι που νύχτωνε, και αποκαμωμένος έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού, χωρίς να σταματά να φωνάζει το όνομά της ανάμεσα σε λυγμούς που πολλές φορές έπνιγαν την φωνή του.
Ένα πρωί κανείς δεν τον σταμάτησε.
Τα συνεργεία είχαν τελειώσει το έργο του καθαρισμού, τα απομεινάρια του μεγάλου πλοίου είχαν ρυμουλκηθεί μακρυά . Ο κόλπος έχε αποκτήσει φαινομενικά την πρότερη του όψη.
Μπήκε μέσα πλέοντας αργά και φωνάζοντας συνέχεια το όνομά της χωρίς να πάρει απόκριση.
Βγήκε στην ακτή, η κατάσταση εδώ ήταν πολύ χειρότερη.
Η λεπτή ξανθή άμμος είχε μετατραπεί σε μια μαύρη πηχτή λάσπη πού μύριζε έντονα νάφθα και χημικά καθαρισμού, πάνω της νεκρά ψάρια και πουλιά άλλα μισοθαμμένα, άλλα αφημένα ολόκληρα πάνω την άμμο, όλα στο ίδιο μαύρο χρώμα. Σε όλο τον κόλπο κομμάτια πετρελαίου έμεναν να επιπλέουν, όλα μάρτυρες της καταστροφής.
Άρχισε με πολύ κόπο να περπατά στην ακτή, κοιτώντας πότε προς την θάλασσα και πότε προς την ξηρά φωνάζοντας, μέχρι που ένα κάτι που ξεχώριζε από το μαύρο τον έκανε να σταματήσει
Άπλωσε το χέρι του, το τράβηξε από την άμμο.
Ένα μαύρο, απ' το πετρέλαιο πανί κρεμόταν από την άκρη του χεριού του. Ήταν το φουλάρι που της είχε χαρίσει τότε, εκείνη την τελευταία μέρα της άδειάς του πρίν οι υποχρεόσεις του τους χωρίσουν.
Το γνώρισε από το λίγο μπλέ που άφηναν να φανεί οι τεράστιοι μαύροι λεκέδες και αυτός ο ένας μαύρος λεκές που δεν έμοιαζε τόσο γιά πετρέλαιο.
Κρατούσε το φουλάρι μέ τα δυό του χέρια σφικτά.
Τα δάκρυά του, που άρχισαν να πέφτουν πάνω στό πανί όλο και πιό γρήγορα όλο και πιό χοντρά, ξεπλέναν το πετρέλαιο και αποκαλύπταν το μπλέ χρώμα του φουλαριού και το κόκκινο του άλλου λεκέ που δεν έμοιαζε με πετρέλαιο...........
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
17 σχόλια:
λυπητερο αλλα αληθινο
καλο σκ
την εχω ζησει την ιστορια κανα δυο φορες...
η ιστορια σου αντικατοπτριζει τελεια τα συναισθηματα που μας πλημμυριζουν στη θεα της κατεστραμμενης θαλασσας!
Να σχολιάσω σε ανάλογο ύφος αν μου επιτρέπεις :}
άνοιξε το βιντεάκι
ξεχύλησαν οι εικόνες
μαζί με τη όμορφη μουσική
και άρχισε να διαβάζει το κείμενο
...
τα συναισθήματα όσο έμπαινε στην ιστορία δυνάμωναν από την δυναμική του κειμένου και το χαρακτήρα του
οι συμβολισμοί
οδηγούσαν σε ρεαλισμό
και σε λύση για τη θαλασσούλα
την καλησπέρα μου, να είσαι καλά!!!!
Αλεκάκι μου στενοχωρήθηκα που το διαβασα αλλά έτσι ειναι δυστυχως.
Πόσες γροθιές στο στομάχι, χρειαζόμαστε για να συνέλθουμε?!
Απλά αναρωτιέμαι...
Γερό ράπισμα...
Καλή σου εβδομάδα,
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιες
Ωχ!
Σήμερα συζητούσαμε για την τάση που έχει ανέκαθεν ο άνθρωπος να καταστρέφει ό,τι απλόχερα του έχει χαρίσει η φύση...
Πόση καταστροφή έχει προξενήσει αυτή μας η αλλαζονεία...
Γλυκειά Καληνύχτα
δυστυχώς ναι Σκουλίκι. Μακάρι να μήν ήταν τίποτε από τα δυό
una mama > α, ναι??? Γιά πές περισσότερα
surrealist > Ωραίο!!!!!
Να σε καλοσορίσω κι' όλας. Πρώτη φορά διαβάζω σχόλιό σου
Νανα > Ολα στόν βωμό του κέρδους.
Καβειρος > Γροθιές στό στομάχι για εμάς, λεφτά στίς τσέπες κάποιον
Φυρδην μίγδην > Τι να απαντίσω???
Απλά την Καλημέρα μου
blusmartoulis > Αλαζονία και απληστία μαζί
Αλέξη,
πότε θέλεις να αυτοκτονήσουμε;
:(
Θυμάμαι και τότε που μου το έλεγες πόσο άσχημο μου είχε φανεί και σκληρό όλο αυτό που περιγράφεις...
Την καλησπέρα-καλημέρα μου έχεις και...έχω τα δέοντα καλά κρυμμένα στο ψυγείο...ξέρεις εσύ...ζήλευε όσο θέλεις...
:)))
Ολα θα πάνε καλά > Εν είδα ότι ουδεν είδα!!!!!!!!!!!!!
τι να πεις .,,
εμεις φταιμε
καλημερες
Πολύ δυνατό...
σας ζηλεύω όλους εσάς που μπορείτε να μιλήσετε με λογοτεχνικό τρόπο για πράγματα που όλοι σκεφτόμαστε αλλά δεν μπορούμε να περιγράψουμε! Ή τουλάχιστον δεν μπορούμε χωρίς να χρησιμοποιήσουμε όρους επιστήμης ή πολιτικής! Τα συγχαρητήρια μου!
Καληνύχτες Αλέξη!
Υ.Γ. Μετά από αυτό σε κάλεσα σε blogοπαίχνιδο!
Ωραίες εικόνες, σα να το έβλεπα μπροστά μου! Ένα happy end το ήθελα ;)
κριμα..κριμα για ολους μας..
εισαι ευαισθητο ατομο αλεξη μου..
μια καλημερα να εχεις..
Θα μπορούσε άνετα να γίνει μικρό μυθιστόρημα για παιδιά και όχι μόνο.
κανένα δάκρυ δεν ξεπλένει, αλέξη, κανένα...
Κοκκινογούλι > Γιατί δεν δοκιμάζεις και εσύ???
Μπορεί να γράφεις καλύτερα από εμένα. Για δοκίμασε.
Οσο για το παιχνίδι αποδέχομαι την πρόσκληση
laxanaki > να έχεις happy end's στην ζωή σου, σου εύχομαι και ας μην διαβάσεις εδώ κανένα
Αγγαλιές του φεγγαριού > Και την δική μου καλημέρα, και να ευχιθούμε να μην ακούσουμε ποτέ πιά τέτοια γεγονότα στίς ειδήσεις
Κιτσοσμήτσος > Το θέμα είναι να μαθαίνουμε και κάτι από ότι παθαίνουμε
meniek > Ξεπλαίνεται με ότι και να είναι αυτό ξεπλαίνετε. Αλλά η πληγή???Θα κλείσει ποτέ???
Η Σαντορίνη, ας πούμε???
Κρύβει ένα sea diamond στό βυθό της. Δεν φαίνετε όμως!!!!!
Δημοσίευση σχολίου