Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Ζωγραφίζοντας τον έρωτα

Η μέρα ηλιόλουστη φωτεινή. Εκείνος με μια κούπα καφέ στο χέρι αγνάντευε την θέα του απέναντι πάρκου από το γεμάτο λουλούδια μπαλκόνι του δίπατου νεοκλασικού που έμενε. Κάτω στον φαρδύ πεζόδρομο η κίνηση αραιή, όπως κάθε Κυριακή πρωί. Γύρισε, μπήκε μέσα στο δωμάτιο που ήταν και το εργαστήριο του. Γύρω πίνακες τελειωμένοι με μορφές τοπία η φαινομενικά ασυνάρτητα χρώματα, αποτυπώσεις σκέψεων και συναισθημάτων, άλλοι στοιβαγμένα προσεκτικά στο πάτωμα και άλλοι κρεμασμένοι στους τοίχους. Σε μια γωνία του δωματίου το καβαλέτο κενό και η παλέτα με τα ξεραμένα χρώματα, δείγμα ότι είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί, πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στά διαφόρων ειδών πινέλα, κουτιά με χρώματα και άλλα σύνεργα.
Κάθισε σε μια καρέκλα ρουφώντας μια καφέ και μια καπνό τσιγάρου κοιτάζοντας πότε το άδειο καβαλέτο πότε την παλέτα με τα χρώματα.
Γύρισε το κεφάλι του προς το ταβάνι. Κοίταξε προσεκτικά το καλοδουλεμένο γύψινο διάκοσμο.
-Θεέ μου, ψιθύρισε, τι θα κάνω.
Το τηλέφωνο χτύπησε διακόπτοντας της σκέψεις του. Ήταν η διευθύντρια της γκαλερί που θα έκανε σε λίγο καιρό την έκθεση των έργων του.
-Πώς είσαι σήμερα?? τον ρώτησε
-Καλά, απάντησε εκείνος.
-Πιστεύω να ζωγραφίζεις γιατί χρειαζόμαστε νέους πίνακες για την έκθεση
-Δεν έχω έμπνευση.
-Τι εννοείς?? Μην μου πεις ότι τόσο καιρό δεν έχεις φτιάξει τίποτε??
-Σού το λέω δεν έχω έμπνευση.
Από την άλλη πλευρά της γραμμής η γυναικεία φωνή άρχισε να φωνάζει λόγια ακατάληπτα για αυτόν.
Έκλεισε το τηλέφωνο, πήρε τα κλειδιά του σπιτιού από την πόρτα, βγήκε στο δρόμο. Άρχισε να περπατά χωρίς να έχει κάποιον προορισμό. Μετά από ώρα περιπλάνησης στα στενά σοκάκια της παλιάς γειτονιάς έφτασε στην στάση του τραμ. Έψαξε τις τσέπες του, βρήκε ένα εισιτήριο το ακύρωσε, μπήκε μέσα κάθισε σε μια θέση. Το τραμ ξεκίνησε προς την παραλία σταματώντας σε κάθε στάση για να πάρει η να αφήσει επιβάτες. Εκείνος έμενε ακίνητος να κοιτάζει σαν υπνωτισμένος εικόνες να εναλλάσσονται έξω από το παράθυρο σαν σε κινηματογραφική ταινία.
Η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του οχήματος για την άφιξη στον τερματικό σταθμό, το τέλος της διαδρομής, έβαλε τέλος και σε αυτή την ιδιότυπη παράσταση.
Βρέθηκε να περπατά σαν χαμένος σε άγνωστους σε αυτόν δρόμους χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό, απλά ήθελε να ξεφύγει από όλα αυτά, τους πίνακες, το καβαλέτο τα χρώματα τις εκθέσεις, που τον είχαν κάνει διάσημο του είχαν δώσει χρήμα , αλλά τώρα τον έπνιγαν.
Στην άκρη μιας στροφής φάνηκε η θάλασσα, να ξεδιπλώνει το πιο όμορφο γαλάζιο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Έστριψε την γωνία και γρήγορα βρέθηκε καθισμένος σε μια πέτρα με ένα πλαστικό ποτήρι καφέ στο χέρι να κοιτάζει τα κύματα που έσκαγαν στήν αμμουδιά και τα πλοία που πηγαινοέρχονταν νωχελικά στο βάθος. Έμεινε εκεί μέχρι που ο ήλιος πήρε την δική του παλέτα και έβαψε την φύση με τα χρώματα της δύσης λίγο πριν βυθιστεί, στο απέραντο γαλάζιο και γίνει ένα με αυτό. Σηκώθηκε και γύρισε σπίτι του. Η διευθύντρια της γκαλερί και η γραμματέα της τον περίμεναν. Μπήκαν μέσα.
Εκείνος πήγε στήν κουζίνα χωρίς να μιλήσει καθόλου, έφτιαξε ένα καφέ για εκείνον. Γύρισε στο σαλόνι κρατόντας την κούπα και έμεινε όρθιος να κοιτάζει τις δυό γυναίκες
Η διευθύντρια μια μεσήλικη γυναίκα με μαύρα μαλλιά δεμένα κότσο, έβγαλε τα γυαλιά της και σε έντονο ύφος άρχισε να του λέει πόσο σημαντική ήταν αυτή η έκθεση για αυτόν την φήμη του την καριέρα του και πώς έπρεπε να ζωγραφίσει οπωσδήποτε μέχρι το τέλος του μήνα τα έργα που έπρεπε.
-Μόνο για εμένα είναι σημαντική η έκθεση της απάντησε σε ειρωνικό ύφος.
Εκείνη άρχισε πάλι να φωνάζει. Εκείνος όμως δεν την πρόσεχε. Είχε στραμμένο το βλέμμα του προς την νεαρή γραμματέα. Μια αδύνατη κοπέλα με ίσια κοντά καστανά μαλλιά και καστανά μάτια. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα που του επέτρεπε να διακρίνει το αγαλματένιο κορμί της.
-Δεν με ακούς που σού μιλάω, του φώναξε έξαλλη η διευθύντρια πιάνοντας τον από το μπράτσο.
-Όχι, της απάντησε εκείνος άγρια.
Εκείνη γύρισε να φύγει ακολουθούμενη από την γραμματέα της.
Εκείνος άπλωσε το χέρι έπιασε την νεαρή κοπέλα από το μπράτσο.
-Εσύ θέλω να μείνεις, είπε στήν κοπέλα.
-Μείνε. Ναι μείνε μήπως και του βάλεις μυαλό. Φώναξε η διευθύντρια έξαλλη. Θα τα πούμε αύριο, είπε και έκλεισε την πόρτα.
Εκείνος πήρε την κοπέλα και την ανέβασε στον πάνω όροφο πού ήταν το εργαστήριό του.
Εκείνη μόλις βρέθηκε σε εκείνον τον χώρο, άρχισε να περιεργάζεται τα σύνεργα ζωγραφικής να κοιτάζει τους πίνακες.
-Λοιπόν. Γιατί ζητήσατε να μείνω, τον ρώτησε.
Εκείνος την πλησίασε την έπιασε μαλακά από το μπράτσο, την κοίταξε ίσια στά καστανά της μάτια.
-Θέλω να γίνεις η μούσα μου, της είπε
Εκείνη δεν του μίλησε. Έμειναν μόνο για αρκετή ώρα να κοιτιούνται ίσα στά μάτια.
Εκείνος άπλωσε το χέρι και με αργές κινήσεις τράβηξε το φόρεμα από πάνω της. Εκείνο έπεσε στο πάτωμα αποκαλύπτοντας το λευκό κορμί της.
Η κοπέλα αμήχανα έκανε ένα απρόσεκτο βήμα προς τα πίσω, σκοντάφτοντας σε ένα τραπεζάκι όπου πάνω του υπήρχε ένα τενεκεδένιο κουτί με κόκκινη μπογιά που πέφτοντας κάτω το χρώμα που πετάχτηκε έβαψε το λευκό πόδι της.
Εκείνος έβγαλε τα ρούχα του βιαστικά και έμειναν γυμνοί να κοιτάζονται για λίγο.
-Δεν θέλω να ζωγραφίσω εσένα αλλά τα συναισθήματά σου της είπε εκείνος.
Η κοπέλα τον κοίταξε με απορία.
Εκείνος πήρε ένα κουτί με μπλέ μπογιά και το άδειασε πάνω στο σώμα της έκπληκτης κοπέλας. Μετά το κίτρινο, το κόκκινο το πράσινο μέχρι που όλο το σώμα της κοπέλας καλύφθηκε με χρώμα.
Πήρε ένα μεγάλο κομμάτι μουσαμά και το άπλωσε στο πάτωμα μπροστά της.
Μετά πλησίασε πάλι τα κουτιά με τα χρώματα. Άρχισε να ρίχνει χρώματα πάνω του καλύπτοντας και το δικό του κορμί.
Πλησίασε την κοπέλα, την τράβηξε πάνω στον απλωμένο μουσαμά.
Γρήγορα βρέθηκαν να κυλιούνται στο μουσαμά αφήνοντας πάνω του ιδρωμένο χρώμα από τα κορμιά τους.
Ο καιρός πέρασε, η έκθεση στήν γκαλερί με τίτλο “Ζωγραφίζοντας τον έρωτα” ήταν το εικαστικό γεγονός εκείνου του μήνα.
Εκείνος και εκείνη καθισμένοι σε ένα παγκάκι στο πάρκο διάβαζαν εγκωμιαστικά άρθρα στα εικαστικά των εφημερίδων για την επιστροφή του μεγάλου καλλιτέχνη, και βαθυστόχαστες αναλύσεις από σοφούς κριτικούς τέχνης για το έργο του.
Εκείνος κάποια στιγμή σταμάτησε να διαβάζει. Την κοίταξε, άπλωσε το χέρι χάιδεψε τα μαλλιά της, έσκυψε και φίλησε τον μικρό λεκέ από πράσινη μπογιά που χρωμάτιζε την μύτη της.
Είχε γίνει πια η μούσα του. Η έμπνευσή του για τα πάντα

9 σχόλια:

ολα θα πανε καλα... είπε...

ωραίο,πολύ ωραίο Αλεκάκι,με έμπνευση και φαντασία!
Καλή σου μέρα,θα κοιμάσαι σίγουρα τέτοια ώρα.

Ανώνυμος είπε...

Ολοι χρειαζόμαστε κάτι ή κάποον να μας τραβήξει από το τίποτά μας. Τυχεροί όσοι το βρίσκουν

Skouliki είπε...

o ερωτας παντα υπηρξε μορφη και αιτια τεχνης
ειναι αρνητικη ειτε θετικη

KitsosMitsos είπε...

Είτε ζωγραφιά είτε κείμενο, ο έρωτας είναι όμορφος!
καλημέρα

Ανώνυμος είπε...

Η ζωή είναι γεμάτη από εικόνες και παραστάσεις που εμπνέουν δημιουργικά. Εμπνέουν το σώμα να χρωματίσει. Η μέγιστη όμως δημιουργική δύναμη είναι ο έρως, διότι κάνει το ακριβώς αντίστροφο: Χρωματίζει το σώμα. Του δίνει υπόσταση και χαρακτήρα...

βασίλης είπε...

Λίγο άγαρμπος ο τρόπος από την αρχή του ζωγράφου με την κοπέλα
"...Εσύ μείνε".. Μάλιστα απαιτώντας μετά να του δείξει τα συναισθήματά της... Και λίγος αισθησιασμός δεν βλάπτει ειδικά όταν δηλώνεις ζωγράφος.. Και μένα η πιο λογική κίνηση της κοπέλας θα ήταν να του φορέσει καπέλο το κουτί της μπογιάς.. Αλλά προφανώς φοβόταν μη χάσει τη δουλειά της, ίσως πάλι να ήθελε να καταγράψει στο ενερηγιτκό της μια εμπειρία με το ζωγράφο..
Το κείμενο ανατρεπτικό και απόλυτο... Η ευαισθησία και η αρμονία της εικόνας του ηλιοβασιλέματος, μετατράπηκε σε πάθος, σε ετσιθελισμό, σε άναρχα χρώματα και ακατάσχετη ηδονή... Καλημέρα Αλέξη

ολα θα πανε καλα... είπε...

διαβλέπω πάθος Αλεκάκι,τρελό μου αγόρι και ίσως και ερωτευμένο;
:)
Καλησπέρα.

Kaveiros είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Kaveiros είπε...

Από τα απλά έρχεται η έπνευση...Κι άσε τους ειδικούς να αναλύουν...