Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

Ανάμνηση μιάς παλιάς πρωτοχρονιάς

Είναι οι μέρες τέτοιες, οι τελευταίες του χρόνου, που λες και το απαιτούν, σε βάζουν σε μια διαδικασία αναδρομών.

Αρχίζει κανείς να σκέφτετε πως πέρασε και τούτη ή χρονιά, πότε ήταν πάλι Χριστούγεννα, και Πρωτοχρονιά του 2007, πότε ήρθε Πάσχα, πότε γυρίσαμε απ' τις καλοκαιρινές μας διακοπές, και για πότε ετοιμαζόμαστε να αποχαιρετήσουμε το 2007, και να μείνει μέσα μας, σαν ανάμνηση από τα γεγονότα, που έχουμε να θυμόμαστε από αυτό.

Εγώ όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσα να αποτελέσω εξαίρεση και άρχισα τις διαδρομές στο παρελθόν.

Η μνήμη μου σταμάτησε αρκετά χρόνια πριν όταν υπήρχε ακόμα εκείνη η θεοτρελοπαρέα, που μπορούσες από αυτήν να τα περιμένεις όλα.

Μια παρέα φίλων που όπως η μοίρα θέλησε να μας φέρει κοντά, όταν έκρινε, ότι αυτή η παρέα έκλεισε τόν κύκλο της (?) μάς σκόρπισε στά τέσσερα σημεία του ορίζοντα, χαμένοι, οι περισσότεροι μέσα στήν θάλασσα των υποχρεώσεων που η σύγχρονη ζωή επιβάλει (?) να έχουμε.

Θυμίθηκα μια από τις Πρωτοχρονιές που θα μείνει αλησμόνητη σε όσους την έζησαν από κοντά και σε αυτό το post θα μοιραστώ μαζί σας.

Ήταν λοιπών Πρωτοχρονιά του 1994.

Μας είχαν καλέσει στο σπίτι ενός από την παρέα, του Γιώργου του ψηλού, όπου οι γονείς του έκαναν μια συγκέντρωση εν όψη της ελεύσεως του νέου χρόνου, και ήμασταν καλεσμένοι όλοι η παρέα.

-Να φέρεις και τα παιδιά, του είχε πει η μητέρα του, η κυρά Άρτεμη, χωρίς η κακομοίρα να ήξερε τη την περίμενε.

Όλοι στήν παρέα γνωρίζαμε το κουσούρι της οικογένειας, ότι ήταν λίγο προληπτικοί σε κάποια πράγματα, και ΙΔΙΑΊΤΕΡΑ με το ποδαρικό την Πρωτοχρονιάς, τόσο πολύ που λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου, έβγαζαν από το σπίτι τα μικρά τότε παιδιά του μεγαλύτερου αδερφού και τα ξαναέβαζαν μέσα, επιβάλλοντας στά παιδιά να ξαναμπούν με το δεξί και να ευχηθούν το "Καλή χρονιά" δυνατά και καθαρά, στους παππούδες τους

Μέχρι να τελειώσει η όλη ιεροτελεστία, απαγορευόταν στον οποιονδήποτε να μπεί στο σπίτι.

Ο γιός τους ό Γιώργης δεν τα πίστευε αυτά τα πράγματα αλλά τι να κάνει?

Εμείς οι υπόλοιποι δεν μας πήγαινε να αφήσουμε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη.

Έπρεπε σώνει και καλά να σκαρώσουμε την βρομοδουλειά μας.

Να σκαρώσουμε μια φάρσα που, όπως και πολλές άλλες θα έμεναν ιστορικές.

Μπήκαν λοιπών σε εφαρμογή τα διαβολικά σχέδια μας και ενημερώθηκε και ο Γιώργης ο οποίος μόλις άκουσε τι σκαρώναμε, τον έπιασε νευρικό γέλιο και σταματημό δεν είχε.

Διαβάστε λοιπών τι κάναμε, ώστε να μπορέσετε να το επαναλάβετε και εσείς, που θα διαβάσετε αυτό το post. (χιχιχιχιχιχιχιχι)

Βρήκαμε ένα μαύρο κουστούμι που ήταν στά μέτρα του δεύτερου πιο ψηλού στήν παρέα, και τον ντύσαμε, με αυτό.

Μετά βρήκαμε από τα αποκριάτικα που ήταν σε στοκ μια πλαστική μουτσούνα με το πρόσωπο του Μητσοτάκη, υπήρχαν πολλές τότε λόγο τής επικαιρότητας του έν λόγο πολιτικού και του την φορέσαμε.

Κάναμε αρκετές πρόβες με το τικ του ώμου και την φωνή ώστε να είναι όσο το δυνατό παρόμοια, και το σατανικό σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή.

Η ώρα ήταν 12 και κάτι ψιλά, ο νέος χρόνος ήταν στα πρώτα του δευτερόλεπτα, ο κυρ Μένιος, ο πατέρας του Γιώργου είχε ανοίξει την σαμπάνια, ο Γιώργος την σέρβιρε στά ποτήρια των καλεσμένων, και ενώ οι ευχές έδειναν και έπαιρναν, ό κυρ Μένιος ετοιμαζόταν για την καθιερωμένη τελετή του ποδαρικού.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι.

-Αρτεμη πήγαινε να ανοίξεις και μην αφήσεις να μπεί μέσα κανένας μέχρι να φέρω τα παιδιά, της φώναξε ό κυρ Μένιος.

Εκείνη πήγε άνοιξε και το θέαμα του μασκαρεμένου φίλου μας σε Μητσοτάκη της πάγωσε το αίμα.

-Μένιο τρέχααααααα, φώναξε ή μάλλων τσίριξε έντρομη

Ο κύρ Μένιος πλησιάζει την ανοιχτή πόρτα και με το που βλέπει τον επισκέπτη σαστίζει και ένα "Χριστός και Παναγία" του φεύγει από το στόμα.

-Καλησπέρα, ήρθα να σας κάνω ποδαρικό, τους λέει το αντίγραφο του Μητσοτάκη, με φωνή που πλησίαζε την πραγματική, και κουνώντας τον ώμο, στους κάτωχρους γονείς του Γιώργου.

-Μην κλείσετε πίσω έρχετε και ή Μαρίκα με τα ξεροτήγανα, συνεχίζει, και περνά το κατόφι του σπιτιού με το αριστερό, και μπαίνει μέσα.

Καί ενώ οι γονείς του Γιώργου έχουν μείνει σαν αγάλματα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, μια να κοιτούν πρός τα έξω, μια μεταξύ τους και μία το αντίγραφο του κατά τα άλλα συμπαθούς Έλληνα πολιτικού, μέσα στο σαλόνι έγινε χαμός.

Τα γέλια πρέπει να ακουστήκανε αρκετά οικοδομικά τετράγωνα μακριά.

Κάποιος μάλιστα που εκείνη την ώρα διάλεξε να πιεί σαμπάνια πνήγικε, και οι διπλανοί του τον χτυπούσαν στην πλάτη γελώντας ενώ αυτός γελούσε και έβηχε και παραλίγω να μας μείνει, την ίδια ώρα που, το αντίγραφο χαιρετούσε έναν προς έναν τους υπόλοιπους καλεσμένους, και αυτοί κατακόκκινοι σαν παντζάρια του αντεύχονταν.

Πιάσαμε και κάποιους που έφτυναν στο κόρφο τους και σταυροκοπιούνταν, μετά την χαιρετούρα

Το σίγουρο πάντως είναι πώς κάποιοι είχαν χρόνια να γελάσουν τόσο, και έτσι.

Ο Γιώργος, ο φίλος μας δε, είχε πέσει κάτω κατακόκκινος από τα γέλια κρατώντας με το ένα χέρι την κοιλιά του ενώ με το άλλο χτυπούσε το πάτωμα.

Αφού ξεμασκαρέψαμε τον ηθοποιό μας και συνεφέραμε τους γονείς του Γιώργου, περάσαμε μια βραδιά χάρμα.

Ήταν ίσως το μοναδικό σπίτι που το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, και ενώ ήταν προγραμματισμένο και είχαν γίνει οι σχετικές ετοιμασίες, δεν παίχτηκαν χαρτιά, αλλά λέγονταν και ακούγονταν διάφορα φαιδρά και αστεία και το γέλιο πήγε σύννεφο.

Στό τέλος της βραδιάς οι καλεσμένοι έφυγαν κατακόκκινοι από τα γέλια, χαιρετούσαν και έλεγαν ότι πέρασαν μοναδικά και ότι με τόσα γέλια αποκλείετε να μην πάει καλά ο χρόνος.

Όσο για τον κυρ Μένιο.........

-Βρέ κωλόπαιδα, θέλετε ξύλο, πολύ ξύλο. Τί μου σκαρώσατε βρε???

-Αλλά χαλάλι σας βρέ καλά περάσαμε, σε καλό να μας βγουν τα τόσα γέλια.

Του ευχηθήκαμε, και φύγαμε όπως και οι υπόλοιποι χαχανίζοντας μέχρι τα σπίτια μας, ενώ για αρκετό καιρό το θυμόμασταν και ξεραινόμασταν στά γέλια, στην διάρκεια των συνάξεων του τρελοκομείου,

Ακόμα και τώρα, πολλά χρόνια μετά, που αυτή η παρέα έχει διαλυθεί, ακόμα και τώρα το θυμάμαι και γελάω μόνος μου.

Ας είναι καλά αυτοί οι άνθρωποι όπου και αν βρήσκονται.

Ας είναι καλά

Να είστε και εσείς καλά, όλοι τόσο εσείς όσο και οι αγαπημένοι σας άνθρωποι.

Καλή χρονιά να έχουμε με υγεία χαρές γέλια χρώματα, και ευτυχία.

Κ Α Λ Η Χ Ρ Ο Ν Ι Α

Ε Υ Τ Υ Χ Ι Σ Μ Ε Ν Ο Κ ΑΙ Χ Α Ρ Ο Υ Μ Ε Ν Ο

Τ Ο

2008

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

Χριστούγεννα

Το ξυπνητήρι χτύπησε, με ένα παλιομοδίτικο ντριιιιιιιιιιιιιν.

Αυτός άνοιξε τα μάτια, κουλουριασμένος με την χοντρή κουβέρτα, κοίταξε την ώρα.

05.45, σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, με τον ύπνο να κυριαρχεί ακόμα στο κορμί του.

Πήγε στην τουαλέτα, έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του, και κατόπιν πήρε την οδοντόβουρτσα του και βάλθηκε να καθαρίζει τα δόντια του.

Βγήκε, φόρεσε τα ρούχα που από βραδύς είχε κρεμάσει με την κρεμάστρα από το χερούλι της ντουλάπας του και πήγε στήν κουζίνα.

Κοίταξε το ρολόι του, τον έπαιρνε η ώρα να φτιάξει έναν καφέ και να τον πιεί.

Ανοιξε το ραδιόφωνο, να το έχει για παρέα.

Από αυτό ακούγονταν γιορτινά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, και ευχές για καλά χριστούγεννα για τους ακροατές.

Κάθισε με τον καφέ του στο χέρι και ένα τσιγάρο αναμμένο στο άλλο.

Γύρισε και κοίταξε το ρολόι του, 06.15 και ημερομηνία 25/12.

Χαμογέλασε πικρά.

Άλλες μέρες θα είχε πεταχτεί σαν ελατήριο πάνω για να πάει στήν δουλειά του, αλλά τώρα δεν κουνήθηκε από τον καναπέ του.

Οταν τελείωσε τον καφέ του, σηκώθηκε πήρε τα κλειδιά του και κατέβηκε κάτω στην πιλοτή που ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του.

Μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά, και βγήκε στο δρόμο.

Οι δρόμοι, απ' όπου πέρναγε άδειοι, τα ελάχιστα αυτοκίνητα που συναντούσε ήταν φορτωμένα με διάφορα πράγματα, ένδειξη ότι εφευγαν για να περάσουν την μέρα αυτή κάπου μακριά από την Αθήνα, μαζί με δικάτους αγαπημένα πρόσωπα.

Έφτασε στην δουλειά.

Ευχήθηκε σε όσους δούλευαν αυτή την μέρα, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο

του, έφτιαξε στά γρήγορα ένα καφέ και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά.

Ξεκίνησε με τις προκαταρκτικές εργασίες, και αφού τα ετοίμασε όλα, έδωσε εντολή να ξεκινήσει η παραγωγή.

Το βουητό των μηχανημάτων, σκέπασε ότι γιορτινό υπήρχε τριγύρο μεταρέποντας αυτή την μέρα σαν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.

Αυτός χώθηκε στήν δουλειά του, όπως όλες τις προηγούμενες μέρες.

Τίποτε δεν θύμιζε ότι ήταν χριστούγεννα, εκτώς από το δενδράκι που ο ίδιος είχε φέρει και είχε βάλει πάνω σε ένα ψυγείο και το οποίο με τα λαμπιόνια του να αναβοσβήνουν προσπαθούσε, αλλά μάλλων μάταια, να δείξει ότι αυτή η μέρα είχε κάτι ξεχωριστό.

Εκείνος έτρεχε πότε στους πάγκους πότε στόν υπολογιστή, και πότε στο γραφείο όπου συμπλήρωνε διάφορα χαρτιά και καταστάσεις.

Συχνά πυκνά κατέβαινε και στόν χώρο που ήταν η γραμμή παραγωγής για να δει ότι όλα πάνε καλά, και ανέβαινε πάλι στο γραφείο, ξεκουφαμένος από τον θόρυβο.

Σε μια μικρή ανάπαυλα της δουλειάς, άναψε ένα τσιγάρο και παίρνοντας την κούπα με τον κρύο πια καφέ στά χέρια πλησίασε το ψυγείο που πάνω του ήταν το μικρό χριστουγεννιάτικο δενδράκι, το οποίο με τα στολίδια του, και τα λαμπάκια του να αναβοσβήνουν, προσπαθούσε να τονίσει την διαφορετικότητα της μέρας αυτής.

Εκείνος του χαμογέλασε.

-Άδικα προσπαθείς κακόμοιρο, του είπε, εδώ μέσα τίποτε δεν αλλάζει, καλύτερα κοιμίσου, μην κουράζεσαι άδικα, είπε στο δένδρακι και τράβηξε το φις από την πρίζα.

Τα φωτάκια έσβησαν, και εκείνος χάθηκε σε σκέψεις παλαιότερων χριστουγέννων, τότε που αυτή ή μέρα ήταν πολύ διαφορετική από τις άλλες.

Το χτύπημα του τηλεφώνου τον επανέφερε στήν πραγματικότητα, και ξανα 'ρχισε πάλι να κάνει ότι και την προηγούμενη ώρα.

Πρώτα στόν πάγκο, μετά στά χαρτιά, να συμπληρώνει καταστάσεις και μετά στόν υπολογιστή να ενημερώνει τα αρχεία.

Η ώρα πέρασε, μεσημέριασε πια, πλησίαζε η ώρα να κλείσουν, και να φύγουν να πάνε σπίτια τους.

Έπιασε και κοίταξε το κινητό του, είχε αρκετές απαντήσεις στά χρόνια πολλά που είχε στείλει αλλά καμιά πρόσκληση, όχι ότι περίμενε, αλλά ενδόμυχα πίστευε ότι όλο και κάποιος θα τον καλούσε, αλλά τίποτα.

Κοίταξε τις ευχές, ήταν απαντήσεις από κάποιους απ' όσους είχε στείλει sms,

Σιγά μην το θυμούνταν να στείλουν πρώτοι, σκέφτηκε.

Η δουλειά τελείωσε, κλείδωσε το γραφείο του και έριξε μια τελευταία ματιά πριν φύγει για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε ξεχαστεί τίποτε,και βγήκε έξω, χαιρέτισε τους υπόλοιπους που δούλευαν μαζί και μπήκε στο αυτοκίνητο του, για να γυρίσει σπίτι του.

Κοίταξε το ρολόι του. 16.30, πάει και αυτή η μέρα αναστέναξε, έβαλε μπροστά την μηχανή, και ξεκίνησε

Οι δρόμοι είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν, αλλά η κίνηση ήταν ακόμα λιγοστή

Δεν άργησε να φτάσει σπίτι του, έβαλε το αυτοκίνητο στήν πιλοτή και ανέβηκε στο διαμέρισμά του.

Γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Το ζεστό νερό άρχισε να πέφτει πάνω στο κορμί του παρασύροντας μαζί του και την κούραση που του έχε φορτώσει η μέρα.

Βγήκε έξω φόρεσε μια φόρμα, έφτιαξε ένα τσάι και άραξε στόν καναπέ του.

Γύρισε και κοίταξε τον υπολογιστή του, πήγε μέχρι αυτόν και τον άνοιξε.

Οι διαδικτυακοί του φίλοι του εύχονταν με ευχές ζεστές από καρδιάς, τα χρόνια πολλά

-Με συγκινήσατε βρέ καθάρματα, σας ευχαριστώ όλους να είστε κάλα σιγομουρμούρισε και βάλθηκε να απαντάει σε όλους είτε ομαδικά είτε ατομικά σε έναν έναν.

-Να είστε όλοι καλά, πολύ καλά, πάντα καλά, σιγομουρμούρισε πάλι.

Άνθρωποι που δεν τους ήξερε, που δεν τους είχε δει ποτέ του, που δεν είχε ζήσει τίποτε με αυτούς τον θυμίθηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι.........

Ακούμπησε το δάχτυλο του στή οθόνη του υπολογιστή περνώντας το πάνω από τα ονόματα με τα οποία υπέγραφαν όλοι αυτοι πού του είχαν στείλει ευχές, σαν να ήθελε να στείλει ένα χάδι σε όλους.

Ακούστηκε το χτύπημα του τηλεφώνου.

-Ναι, απάντησε

-Τί ναι βρέ κουρούπελο, το Email που σου έστειλα δεν το είδες?

-Πιό email απάντησε.

-Αυτό πού σε προσκαλούσα, να έρθεις να φάμε, όλοι μαζί σήμερα τό βράδυ.

Θα έρθεις τελικά? πεινάμε ρεεεεεεεε!!!!!!!

Αυτό ήταν, Ερχομεεεεεεεεε ήταν η απάντηση

-Τσακίδιααααααααααααα γιατί άμα αργήσεις η γαλοπούλα δεν θα τρώγετε και θα φάμε εσένα, του είπε η φωνή του καλύτερου του φίλου.

Ντύθηκε και κουτρουβαλώντας στίς σκάλες βρέθηκε στήν πιλοτή και άρχισε να οδηγεί προς το σπίτι του καλού του φίλου.

Σταμάτησε στόν δρόμο και πήρε κάτι να τους πάει, δεν μπορούσε να πάει με άδεια χέρια, δεν του πήγαινε.

Στό κινητό του ήρθε ένα sms.

Το άνοιξε και διάβασε μια και μόνη λέξη

Σερβήραμεεεεεεεεεεεε.

Μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο και έφτασε στο σπίτι του φίλου του, πάρκαρε και κατέβηκε

μπήκε μέσα στήν είσοδο, ανέβηκε τις σκάλες, και χτύπησε το κουδούνι.

Του άνοιξε εκείνος, στο τραπέζι ήταν μαζεμένοι η οικογένεια του φίλου του και μερικοί ακόμα καλεσμένοι.

-Άντε ρε χριστιανέ μου του είπαν έλα κάτσε.

Κάθισε στο τραπέζι, χαμογελώντας.

Αυτή η μέρα τελικά ήταν ξεχωριστή και για αυτόν, αν και στο τέλος της, είχε το κάτι διαφορετικό.

Ήταν σίγουρος πώς θα περνούσε πολύ ζεστά, και πολύ ωραία.



Υ.Γ. Το τραγούδι αφιερόνετε, σε όσους με τιμάτε με τίς επισκέψεις σας, φανερούς και κρυφούς επισκέπτες

Τα όνειρά σας ευχές μου.

ALEXIS B

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Πρός τα Χριστούγεννα

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, η πόλη είχε στολιστεί από καιρό μάλιστα.
Όλα ήταν φωτεινά και χρωματιστά στολίδια είχαν τοποθετηθεί παντού. Δρόμοι και πλατείες είχαν στολιστεί, και τα βράδια φωτίζονταν με χρωματιστά φώτα.
Στό κέντρο της πόλης ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δένδρο ήταν τοποθετημένο στήν μέση της πλατείας και, την νύχτα, φωτιζόταν από εκατοντάδες πολύχρωμα λαμπιόνια.
Όλα τα καταστήματα ήταν διακοσμημένα με περίτεχνα στολίδια, και από παντού ακούγονταν τα σχετικά τραγούδια.
Αυτός ανοιξε την πόρτα του σπιτιού του και βγήκε έξω. Έκανε κρύο, και κούμπωσε το μπουφάν του.
Περπατούσε χαλαρά στό δρόμο, έναν δρόμο γεμάτο από ανθρώπους, άντρες γυναίκες, παιδιά, άλλοι κρατούσαν σακούλες με διάφορα πράγματα, άλλοι κοιτούσαν τις βιτρίνες και άλλοι μπαινόβγαιναν στα καταστήματα που ήταν γεμάτα κόσμο.
Σταμάτησε στο ΑΤΜ της τράπεζας και πήρε κάποια χρήματα.
Πλήρωσε κάποιους λογαριασμούς και μπήκε σε ένα κατάστημα και αυτός.
Ήθελε να αγοράσει κάποια δώρα για τα ανίψια του, τί όμως να τους πάρει?
Είχαν μεγαλώσει πια και τα πράγματα που ήθελαν δεν ήταν τα ίδια όπως παλιά.
Τα είχε ψαρέψει όμως και ήξερε τί ήθελαν.
Αγόρασε τα δώρα
Θα πάθουν τα μικρά όταν τα δουν, σκέφτικε και χαμογέλασε με νόημα.
Περνώντας από ένα βιβλιοπωλείο, σταμάτησε στήν βιτρίνα, μπήκε μέσα.
Αγόρασε ένα λεύκωμα που το είχε βάλει στο μάτι από καιρό.
Του άρεσαν τα λευκώματα και είχε αρκετά.
Εξασκούν το μάτι και δίνουν ιδέες, είχε πει σε κάποιο πωλητή σε ένα βιβλιοπωλείο, παλαιότερα που είχαν πιάσει την κουβέντα.
Ξαναβγήκε έξω στόν δρόμο και συνέχισε να περπατάει.
Είχε να πάρει κάτι ακόμα για μια καλή του φίλη που έμενε μακριά.
Θα της πάρω κάτι μικρό και ανθεκτικό, για να μπορεί να μεταφερθεί με το ταχυδρομείο χωρίς να καταστραφεί, αλλά και ωραίο.
Της διάλεξε κάτι, χωρίς πολύ κόπο, ήξερε ότι αυτή δεν θα δώσει βάση τόσο στό δώρο, όσο στήν χειρονομία.
Περνώντας έξω από ένα κατάστημα με ρούχα, είδε ένα σετάκι που του άρεσε και μπήκε μέσα.
Μετά από λίγο βγήκε κρατώντας στο χέρι την σακούλα με τα ρούχα.
Αισθανόταν τυχερός γιατί, όπως είπε η πωλήτρια που τον εξυπηρέτησε ήταν το τελευταίο σετάκι στό νούμερό του.

Είχε τελειώσει με τα ψώνια του και άρχισε να περπατά προς το σπίτι του.

Πέρασε από ένα καφέ με αρκετό κόσμο, του άρεσε η ατμόσφαιρα και αποφάσισε να κάτσει να πάρει έναν καφέ.

Κάθισε σε ένα τραπεζάκι, παράγγιλε και έβγαλε από την σακούλα το λεύκωμα, άρχισε να το ξεφυλλίζει κοιτώντας με προσοχή τις φωτογραφίες και διαβάζοντας τις λεζάντες.

Ήπιε τον καφέ του, και σηκώθηκε, έκανε νόημα στήν σερβιτόρα, και αφού πλήρωσε, ξεκίνησε για το σπίτι του.
Είχε απομακρυνθεί πολύ από αυτό και προτίμησε να γυρίσει με το λεωφορείο.
Έβγαλε ένα εισιτήριο από την τσέπη του και στάθηκε στήν στάση να περιμένει μαζί με άλλους.
Το λεωφορείο έφτασε, ήταν γεμάτο, μπήκε μέσα και στριμώχτηκε μαζί με τους άλλους.
Από παντού ακούγονταν τριξίματα από σακούλες, οι γιορτές ήταν κοντά και όλοι οι άνθρωποι ψώνιζαν πράγματα που προορίζονταν για δώρα, είτε για άλλους ή για τους εαυτούς τους.
Ούτος η άλλος ο 13ος μισθός ήταν μια ευκαιρία για λίγη κρεπάλη.
Εφτασε στό σπίτι, τακτοποίησε τα πράγματα που είχε πάρει.
Κοίταξε γύρω του το σπίτι ήταν αστόλιστο, με την δουλειά του και τα διάφορα που είχε να κάνει, δεν είχε βρεί την ευκαιρία, τον χρόνο να το κάνει.
Αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για αυτό.
Κατέβηκε στήν αποθήκη και βρήκε το πλαστικό χριστουγεννιάτικο δένδρο τυλιγμένο σε σελοφάν.
Το πήρε και το ανέβασε στό διαμέρισμα του, έφερε και μια κούτα με στολίδια.
Είδε ότι δεν ήταν αρκετά και βγήκε να αγοράσει μερικά ακόμα.
Γύρισε σπίτι του με τα καινούρια στολίδια που είχε πάρει και αφού έκανε πρώτα ένα καλό καθάρισμα στό σπίτι βάλθηκε να στολίζει το δέντρο και μετά όπου μπορούσε να κρεμάσει στολίδια Τελείωσε το στόλισμα και κάθισε στόν καναπέ και κοιτούσε ολόγυρα.
Στήν γωνία, δίπλα στό παράθυρο είχε βάλει το στολισμένο δένδρο, πάνω στήν κουρτίνα είχε κρεμάσει μπαλίτσες και φιόγκους από χρωματιστή φαρδιά κορδέλα, στα καρφιά των κάδρων είχε κρεμάσει μπαλίτσες, καμπανούλες και άλλα πολύχρωμα στολίδια.
Είχε διακοσμήσει ακόμα και ένα δενδράκι που κοσμούσε το μπαλόνι του με λίγες μπαλίτσες και φωτάκια που τα είχε βάλει ανάμεσα στά κλαδάκια του.
Το φως είχε αρχίσει σιγά σιγά να χάνετε.
Με όλα αυτά που είχε κάνει είχε περάσει η ώρα και δεν το είχε καταλάβει.
Κατάλαβε ότι πεινούσε, δεν είχε βάλει τίποτε στό στόμα του.
Ετοίμασε κάτι πρόχειρο να γευματίσει, δεν είχε κέφι για πολλά πολλά.
Οταν τελείωσε πήγε στο τηλέφωνο.
Κανόνισε την μέρα που θα πήγαινε να δώσει τα δώρα στά ανίψια του, δυστιχώς δεν ήταν η μέρα των χριστουγέννων, θα έφευγαν, ήταν καλεσμένοι αλλού και έτσι κανόνισε μια άλλη μέρα.
Είχε πια σκοτινιάσει για τα καλά.
Τα φωτάκια από τα διπλανά σπίτια άρχισαν να αναβοσβήνουν βάφοντας την νύχτα με μια μεγάλη παλέτα χρωμάτων, βγήκε και αυτός και έβαλε τα φωτάκια, που είχε βάλει στό δένδρο του μπαλκονιού του στό ρεύμα, αυτά άρχισαν να αναβοσβήνουν προσθέτοντας και αυτά το χρωματιστό φως τους στήν πολύχρωμα φωτισμένη γειτονιά.
Άναψε και τα φωτάκια του πλαστικού χριστουγεννιάτικου δένδρου του, έσβησε τα μεγάλα φώτα, αφήνοντας μόνο ένα μικρό πορτατίφ, έβαλε ένα ποτό και κάθισε πάλι στόν καναπέ.
Πάτησε το κουμπί στό τηλεκοντρόλ του cd και σήκωσε το ποτήρι στόν αέρα.
-Στήν υγειά σου μεγάλε, μονολόγησε και ήπιε μια γουλιά.
Στήν υγειά σου........











Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Επικοινωνία μεταξύ...... ανθρώπων

Σήμερα ήμουν και απολάμβανα τον καφέ μου στήν καφετέρια που κάθομαι συνήθως.

Στό διπλανό τραπέζι κάθονταν δυό κοπελιές και συζητούσαν για διάφορα.

Κάποια στιγμή, πήρε το αυτί μου ένα κομμάτι της συζήτησής τους που μου φάνηκε περίεργο.

-Θα τα πούμε το Σαββατοκύριακο???
-Οχι, γιατί το Σαββατοκύριακο έχω να πάω σε ένα σεμινάριο

-Τι σεμινάριο είναι αυτό???

-Είναι ένα σεμινάριο για την επικοινωνία, το κάνει ένας πολύ καλός ψυχολόγος.

-Θα είναι και τις δυό μέρες???

-Ναι θα είναι όλο το Σαββατοκύριακο????

Σεμινάριο για την επικοινωνία????????

Μη χειρότερα τη άλλο θα ακούσω, σκέφτικα.

Ζούμε σέ έναν κόσμο που όλα τα έμβια όντα μπορούν να επικοινωνήσουν, μεταξύ τους.

Τα έντομα τα ζώα τα φυτά, όλα, αν παρατηρήσουμε την φύση, θα τα δούμε να επικοινωνούν για να καλύψουν όχι μόνο τις ατομικές τους ανάγκες, αλλά και τις ανάγκες της ομάδας μέσα στήν οποία είναι ενταγμένα, και μέσο της οποίας εξασφαλίζετε η επιβίωση τόσο της ομάδας όσο και του ατόμου.

Το χάρισμα της επικοινωνίας είναι έμφυτο στόν άνθρωπο, ακόμα και ένα μωρό λίγων ημερών μπορεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον και να δώσει να καταλάβουν οι άλλοι ότι έχει μια ανάγκη, πεινάει, λερώθηκε, πονάει, νυστάζει, και δεν μπορούν να το κάνουν δύο ενήλικες?????

Γύρισα σπίτι, έφτιαξα ένα τσάι και αφού έβαλα ένα cd να παίζει έκατσα στόν καναπέ μου.

Οι κουβέντα αυτή που άκουσα στριφογύριζε μές στό μυαλό μου.

Μα γιατί να συμβαίνει αυτό??? Μου φαινόταν αδύνατο, και θα έλεγα και επικίνδυνο να συμβαίνει.

Εψαξα λοιπών στίς δικές μου αναμνήσεις, σε όλα αυτά που μου έχουν συμβεί προσωπικά εμένα και σε ότι έχω ακούσει να βρώ μια απάντηση.

Τί πραγματικά συμβαίνει???

Οι άνθρωποι δεν ΜΠΟΡΟΥΝ η ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ να επικοινωνούν????

Έπιασα το ένα σκέλος. Δεν μπορούν.

Ήταν κάτι που το απέρριψα αμέσως, και ο λόγος είναι απλός.

Εκτώς από τα μέσα που μας προίκισε η φύση, τη γλώσσα, για την κατά πρόσωπο επικοινωνία,

έχουμε στήν διάθεσή μας τόσα άλλα τεχνικά μέσα που διευκολύνουν την επικοινωνία, έτσι ώστε ένας άνθρωπος να μπορεί να επικοινωνήσει με έναν άλλο από όποια απόσταση και από όποιο χώρο θέλει ανεμπόδιστα.

Άρα λοιπών κατέλιξα στό συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δυστιχώς τελικά δεν θέλουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

Το δυστύχημα είναι ότι βρήκα πολλά παραδείγματα που με οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα.

Θα παραθέσω εδώ κάποια για του λόγου το αληθές.

Θα θυμηθώ για αρχή, κάποιον γνωστό μου που κάναμε μαζί πολύ παρέα κατά το παρελθόν, τηλεφωνιόμασταν βγαίναμε, κτλ κτλ.

Όταν αυτός παντρεύτηκε και άνοιξε ένα μαγαζί, αρχίσαμε να χανόμαστε.

Λογικό θα μου πείτε, και συμφωνώ απολύτως, άλλαξε η ζωή του έπρεπε να δώσει χρόνο στην οικογένειά του, και στήν δουλειά του Φυσικά και καλά έκανε.

Όμως αυτός χανόταν όλο και περισσότερο, τα διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξύ των συναντήσεων ή των τηλεφωνημάτων συνεχώς μεγάλωναν μέχρι που χαθήκαμε τελείος, και αυτό δεν συνέβαινε μόνο με εμένα και αυτόν, αλλά και με άλλους πιο στενούς του φίλους.

Είναι όμως δυνατό μέσα σε 30 δεκαεξάωρα που που είναι ξύπνιος μέσα στόν μήνα να μην παίρνει ένα τηλέφωνο ούτε για τα τυπικά????

Μπορεί να μην έχει χρόνο να πάρει ένα τηλέφωνο να πει "Χρόνια πολλά για την γιορτή σου" σε κάποιον από τους φίλους του????

Πόσος χρόνος απαιτήτε πια για μια τέτοια κίνηση, που δεν μπορεί να τον εξοικονομήσει???

Αποτέλεσμα, όταν εγώ σταμάτησα να τον παίρνω τηλέφωνο, να χαθούμε τελείος, τόσο που αμφιβάλω και αν θυμάτε ότι υπάρχω κιόλας, και αυτό, όπως προείπα έχει γίνει και με άλλους πιο στενούς του φίλους.

Ένα δεύτερο πράγμα που συμβαίνει, είναι όταν συναντώ κάποιον στόν δρόμο και με ρωτά το, για εμένα, εξοργιστικό.

"Τον..... τον βλέπεις?? Τη κάνει αυτή ή ψυχή?????"

Τότε ακούει από εμένα τα εξείς.

"Τον.........???, Το τηλέφωνό του το έχεις?....Ε, πάρε τον ίδιο και ρώτα τον τί κάνει, αφού έχεις το τηλέφωνό του, γιατί δεν τον παίρνεις???"

Τότε ο συνομιλητής μου έρχετε σε αμηχανία, λες και του ζητώ να ζωγραφίσει την γκουέρνικα, και μου απαντά ότι έχω δίκαιο και πρέπει κάποια στιγμή να τον πάρω, αλλά....Και αρχίζει να μου δίνει φτηνές δικαιολογίες, γιατί έχει χαθεί από όλους, λόγο υποχρεώσεων, κτλ κτλ, και ότι φταίει αυτό ή εκείνο, και όχι ο ίδιος.

Ένα ακόμα παράδειγμα που έχω πρόχειρο αφορά έναν παλιό μου συμφοιτητή που και με αυτόν έχω πια χαθεί.

Όσο ήμασταν στήν σχολή ήμασταν μαζί σχεδόν συνέχεια, κάναμε πολύ και καλή παρέα.

Τον είχα φιλοξενήσει σπίτι μου τόσο στήν Αθήνα όσο και στήν Φλώρινα που σπουδάζαμε.

Απ' όταν πήραμε τα πτυχία μας και μετά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Κάποια στιγμή μετά από χρόνια, συναντηθήκαμε στό κέντρο της Αθήνας.

"Εχασα την ατζέντα με τα τηλέφωνα μου" μου είπε.

Του ξαναέδωσα το τηλέφωνό μου, κινητό και σταθερό, μου έδωσε και αυτός το δικό του, χάρηκε(?) πολύ που με ξαναβρήκε και συμφωνήσαμε να τηλεφωνηθούμε την άλλη μέρα το πρωί για να κανονίσουμε να πάμε για κανένα καφέ και να τα πούμε με την ησυχία μας.

Τον πήρα όπως είχαμε συμφωνήσει, η απάντηση που μου ήρθε ήταν ότι η κλήση μου προωθούνταν. Του άφησα μήνυμα, ενώ λίγο αργότερα του έστειλα sms.

Εδώ και πέντε χρόνια "περιμένω" απάντηση.

Ένα τελευταίο παράδειγμα, για να μην σας κουράσω είναι από ένα φιλικό μου ζευγάρι που πρόσφατα χώρισε.

Η αιτία, “Δεν μπορούσαμε να συνενοηθούμε.”

Σοβαρά??? γιατί του μιλούσες ξαφνικά Κινέζικα και δεν σε καταλάβαινε????

Όχι βέβαια, και φυσικά ούτε αυτός σου μιλούσε Κινέζικα και δεν καταλάβαινες εσύ, κοπέλα μου.

Και πέντε και βάλε χρόνια που τα είχατε πώς συνενοούσασταν, πώς καταλαβαίνατε ο ένας τον άλλο και τώρα δεν μπορείτε, εκτώς αν δεν συζητούσατε σοβαρά, αν παίζατε μικρά μου.

Αν η σχέση σας μέσα στόν γάμο μετατράπηκε από συναγωνιστική σε ανταγωνιστική, και ο εγωισμός σας σας εμπόδιζε να ΑΚΟΥΣΕΤΕ ο ένας τον άλλο, δεν είναι αδυναμία επικοινωνίας, κάτι άλλο είναι.....

Αυτά τα παραπάνω παραδείγματα, που είναι απλά ένα δείγμα, μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε αδυναμία, η ΆΡΝΗΣΗ επικοινωνίας?????

Πραγματικά δεν ξέρω τον λόγο που οι άνθρωποι η δυσκολεύονται η δεν επικοινωνούν πια.

Ειλικρινά δύσκολα θα πειστώ, ότι δεν μπορούν με όλα αυτά τα μέσα στήν διάθεσή τους.

Η δικές μου εμπειρίες είναι ότι δεν θέλουν.

Το γιατί, ας το ψάξει ο κάθε ένας μόνος του.

Δεν πιστεύω ότι δεν μπορεί κάποιος, εκεί που αναρωτιέτε "τη να κάνει ο ...." δεν μπορεί να βρεί ένα λεπτό να στείλει ένα sms, και να ρωτά "Που χάθηκες βρέ 'συ"

Λοιπάμε που το λέω αλλά δεν θέλει να το βρεί αυτό το λεπτό.

Η επικοινωνία, δέν θέλει κόπο ούτε έχει κάποια δυσκολία.

Θέλει ΘΕΛΗΣΗ και ΜΟΝΟ. Τίποτε άλλο.


Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Μαγειρεύοντας 2

Λοιπών, επειδή έπεσε πείνα λέω να βάλω κατσαρόλα, να λιγδώσει και λίγο το αντεράκι μας.
Έχουμε λοιπών και λέμε.
Παίρνουμε ένα πακέτο έτοιμες καθαρισμένες γαρίδες, και τις βάζουμε σε τηγάνι που έχουμε πρώτα λαδώσει, σε μεσαία φωτιά. αφού αρχίσουν να ροδίζουν, προσθέτουμε σκόρδο κρεμμύδι, και τριμμένη στον τρίφτη ντομάτα , η εναλλακτικά έτοιμη τριμμένη ντομάτα, προσθέτουμε ελιές καλαμών κομμένες, στα τέσσερα, μερικές σταγόνες ταμπάσκο, (εγώ βάζω όλο το μπουκάλι, χιχιχιχιχιχι) τριμμένο τυρί φέτα, και δυόσμο
Αφήνουμε την σάλτσα να δέσει, και τη σερβίρουμε μαζί με ένα κάτασπρο σπυρωτό πιλαφάκι.
Προτείνετε να συνοδευτεί από σαλάτα μαρούλι και λευκό κρασί

Υλικά

500 γραμμάρια έτοιμη καθαρισμένη γαρίδα μεσαίο μέγεθος
250 γραμμάρια έτοιμη τριμμένη ντομάτα.
10-15 ελιές κομμένες στα τέσσερα
300 γραμμάρια τριμμένο τυρί φέτα
Ταμπάσκο.
Μερικά φυλλαράκια δυόσμο
Σκόρδο, κρεμμύδι, ανάλογα με το γούστο μας.

Καλή όρεξη.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Η Νύχτα....Τό Ονειρο



Si je toublie pendant le jourJe passe mes nuits te maudireEt quand la lune se retireJai lme vide et le cur lourdLa nuit tu mapparais immenseJe tends les bras pour te saisirMais tu prends un malin plaisirA te jouer de mes avancesLa nuit, je deviens fou, je deviens fouEt puis ton rire fend le noirEt je ne sais plus o chercherQuand tout se tait revient lespoirEt je me reprends taimerTantt tu me reviens fugaceEt tu mappelles pour me narguerEt chaque fois mon sang se glaceTon rire vient tout effacerLa nuit, je deviens fou, je deviens fouLe jour dissipe ton imageEt tu repars je ne sais oVers celui qui te tient en cageCelui qui va me rendre fouLa nuit je deviens fou, je deviens fou


Ω νύχτα εσύ απέραντη, που τείνεις τα χέρια να αρπάξεις μέσα από το μυαλό μου το ωραίο μου όνειρο, με μια πονηρή ευχαρίστηση.
Εγώ αγωνίζομαι να το κρατήσω αλλά το νιώθω να χάνετε μαζί με την γλυκιά του θαλπωρή.
Σιγά σιγά μου το κλέβεις και το κάνεις δικό σου. Τότε το γέλιο σου αντηχεί και το όνειρο χάνετε, ολοκληρωτικά από εμένα.
Τρελαίνομαι. Αρχίζω να ψάχνω, θα σε βρώ, θα το βρώ όπου και να το έκρυψες νύχτα.
Ψαχνω παντού, σαν παράφρον, και εσύ πότε το κρύβεις και πότε το αφήνεις να επιστρέφει και να γεμίζει πάλι το μυαλό μου με την γλυκύτητα του
Παίζεις μαζί μου νύχτα.
Το αίμα μου παγώνει, όταν το γέλιο σου έρχεται να μου θυμίσει πώς εσύ το έχεις.
Παίζεις και γελάς μαζί μου, και εγώ ψάχνω
Πέφτω κατάκοπος από την προσπάθεια στο πάτωμα, ο ύπνος με κατακτά, ο σύμμαχός σου ύπνος, και εσύ συνεχίζεις να γελάς.
Ξυπνώ ο ήλιος μου θαμπώνει τα μάτια.
Η ημέρα σε έχει σκορπίσει και εγώ σαν τρελός ψάχνω το χαμένο μου όνειρο, που ξέρω ότι το κρατάς φυλακισμένο κάπου.
Το ξέρω είναι ζωντανό υπάρχει, και εγώ δεν θα σταματήσω ποτέ να σε ψάχνω χαμένο μου όνειρο....

Εμπνευσμένο από τους στοίχους του τραγουδιού του Sal. Adamo, La nuit που παραθέτω πιο πάνω.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

Μήπως κάτι σας θυμίζει???????

Η ζωή σώθηκε σαν από θαύμα

Εξετάζοντας τα στρώματα όπου υπάρχουν τα ίχνη των Πέντε Μεγάλων, οι ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι καμία από αυτές δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα μεμονωμένο αίτιο. Πάντα πρόκειται για πολλές ατυχείς συγκυρίες που, όλες μαζί συνδυασμένα, κατέστησαν ανέφικτη τη ζωή για τα ζώα της Γης. Η καταστροφή που έγινε κατά τη μετάβαση από το Πέρμιο στο Τριαδικό, πριν από 251 εκατομμύρια χρόνια, καταδεικνύει καλύτερα από κάθε άλλη το τι συνέβη πραγματικά. Η καταστροφή αυτή θεωρείται η μεγαλύτερη των Πέντε Μεγάλων και, σύμφωνα με κάποιον από τους επιστήμονες που μελέτησαν σε βάθος τα γεγονότα της περιόδου αυτής, δε θα πρέπει να αναρωτιόμαστε πώς έγινε και εξαφανίστηκαν τότε τόσο πολλά από τα είδη της Γης, αλλά μάλλον πώς υπήρξαν κάποια που επιβίωσαν. Τα περισσότερα είδη ζούσαν τότε στη θάλασσα, ιδιαίτερα στα ρηχά νερά, αλλά μετά την καταστροφή οι παλιές ακτογραμμές είχαν αλλάξει ολοκληρωτικά. Όλες οι ήπειροι είχαν συσπειρωθεί σε μία γιγάντια υπερήπείρο, την Παγγαίο, που απλωνόταν από ψηλά στο Βόρειο ημισφαίριο μέχρι το Νότιο Πόλο. Όλες οι παράκτιες ζώνες που υπήρχαν παλιότερα ανάμεσα στις μικρότερες ηπείρους είχαν τώρα συνενωθεί.
Ακολούθησε μία σειρά μεγάλων ηφαιστειακών εκρήξεων στη σημερινή Σιβηρία. Η τέφρα απέκλεισε αρχικά το φως του ήλιου και πάγωσε τη Γη, αλλά μαζί μ' αυτήν απελευθερώθηκε και διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο δημιούργησε ένα φαινόμενο θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα τη σημαντική άνοδο της θερμοκρασίας. Οι κλιματικές μεταβολές αποτελούν γενικά, μαζί με τις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης, δύο από τις σημαντικότερες αιτίες των μαζικών εξαφανίσεων στην ιστορία της Γης.
Τα μεγάλα δάση που κάλυπταν τη Γη κατά το Πέρμιο είχαν παραγάγει μεγάλες ποσότητες οξυγόνου, οι οποίες τώρα έρχονταν να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε ένα επικίνδυνο κοκτέιλ. Το οξυγόνο αντέδρασε με το θειάφι των ηφαιστείων, δίνοντας κυριολεκτικά το έναυσμα για πυρκαγιές σε όλο τον πλανήτη, που τις τροφοδοτούσαν γενναιόδωρα οι τεράστιες ποσότητες ξυλείας.
Όταν κόπασε η καταστροφή, το οικοσύστημα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, με καινούργιους συντελεστές. Το 95% των ειδών που υπήρχαν πριν είχαν αφανιστεί. Η μετάβαση ήταν τόσο ραγδαία και η αλλαγή στα είδη της πανίδας τόσο μεγάλη, που τα γεγονότα της Πέρμιας-Τριαδικής αποτέλεσαν το όριο μεταξύ του Παλαιοζωικού και του Μεσοζωικού αιώνα, ο οποίος θα γινόταν η εποχή των δεινοσαύρων.
Στα γεωλογικά στρώματα των περιόδων που ακολουθούν αμέσως μετά από μία καταστροφή οι επιστήμονες ανακαλύπτουν συχνά απολιθώματα, τα οποία μαρτυρούν έντονους πειραματισμούς και ταχύτατη εξέλιξη. Με λίγη τύχη, κάθε φορά, μερικά από αυτά τα νέα είδη κατάφερναν να κρατηθούν στη ζωή και να προσαρμοστούν σε νέους τρόπους διαβίωσης, που προσφέρονταν μετά την εξαφάνιση των παλιών ειδών.
Μετά την καταστροφή της Πέρμιας-Τριαδικής, τα ηνία ανέλαβαν οι αρχαίοι προγονοί των θηλαστικών, τα θηραψιδωτά ερπετά, και αργότερα οι πρώτοι δεινόσαυροι, που διαδέχτηκαν πολλά μεγάλα αρπακτικά αμφίβια. Εάν είχαν επιβιώσει στο Τριαδικό τα περισσότερα από τα αμφίβια που ζούσαν μέχρι τότε, οι προγονοί μας θα είχαν ισχυρούς ανταγωνιστές και η ιστορία θα είχε, ίσως, ακολουθήσει εντελώς διαφορετική πορεία.

Βιβλιογραφία
http://www.physics4u.gr/articles/2006/extictions.html

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Ενδιαφέροντα links για τίς κλιματικές αλλαγές

Τα παρακάτω Link's αναφέρονται σε ότι νεότερο για τις κλιματικές αλλαγές και την συνάντηση στό Μπαλί για το περιβάλλον.
Τα links αναφέρονται σε άρθρα από το περιοδικό Der spiegel.
Δείτε τα.


http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,522024,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521810,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521153,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,520633,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521075,00.html

http://environment.independent.co.uk/climate_change/article3218026.ece

Και φυσικά ένα τραγουδάκι για να έχετε να ακούτε




Ελπίζω να τα βρείτε ενδιαφέροντα, και το τραγούδι να σας αρέσει.
Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Γεννηθήτω ΦΩΣ




Και είπε ο Θεός "Γεννηθήτω ΦΩΣ", και εγένετο φως.

Και μαζί γεννήθηκε και κάτι άλλο, ο χρόνος.

Και άρχισε η δημιουργία, και έφτιαξε ο Θεός τα δημιουργήματα του, και τέλος τον άνθρωπο.

Και άρχισε να τον παρατηρεί, μαζί με τον χρόνο, να εξελίσσετε, και να αυξάνει σε πληθυσμό.

Χαμογελούσε ο Θεός που τα δημιουργήματα του εξελίσσονταν κανονικά, και ο άνθρωπος άρχισε να ανακαλύπτει πράγματα και να λειτουργεί μέσα στην φύση αρμονικά. Όσπου κάποια στιγμή..........

Ένας άνθρωπος, ψαρεύει στήν όχθη ενός ποταμού, πιάνει ένα ακόμα ψάρι και το βάζει στό χορτάρι δίπλα του.

Έχει πιάσει και άλλα ψάρια, είναι αρκετά για να θρέψει την οικογένεια του, τα μαζεύει, μαζεύει και τα εργαλεία του και ξεκινά.

Βλέπει να τον πλησιάζουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, με ξύλα και πέτρες στά χέρια, απορεί, τί να θέλουν?

Τον πιάνουν και τον χτυπούν, τον αφήνουν νεκρό, παίρνουν τα ψάρια και τα εργαλεία και φεύγουν.

-Το είδες αυτό, λέει ο χρόνος στόν Θεό.

-Το είδα, απαντά ο Θεός

-Και δεν θα κάνεις κάτι?

-Θα καταλάβουν μονοί τους, είναι νωρίς ακόμα, θα καταλάβουν

-Καλά και αυτοί? ρωτά ο χρόνος τον Θεό, δείχνοντάς του ένα άλλο σημείο.

Εκεί, σε μια σπηλιά δίπλα σε μια φωτιά που σιγόκαιγε μια μητέρα τυλιγμένη σε μια γούνα με ένα μωρό στην αγκαλιά.

-Και αυτοί? επιμένει ο χρόνος, δεν θα κάνεις τίποτα? Τι θα γίνουν αυτοί?

-Τους έχω δώσει μυαλό, μπορούν να τα βγάλουν πέρα, αρκεί να προσπαθήσουν για να πετύχουν, να κερδίσουν την ζωή, απάντησε.

Ο χρόνος πέρασε, η ζωή άλλαξε ο άνθρωπος εξελίχτηκε, πλήθυνε.

Άρχισε να ζει ομαδικά, να καλλιεργεί την γή, εξημέρωσε ζώα.

Ένα χωριό, καμιά δεκαριά ξύλινες καλύβες αλυμένες με πηλό και χορταρένια σκεπή κοντά η μία στήν άλλη, γύρω γύρω χωράφια με σπαρτά, και στήν άκρη του χωριού, μέσα σε μια ξύλινη περίφραξη μερικά πρόβατα και κατσίκες.

Οι άνθρωποι του χωριού απασχολούνταν με διάφορες εργασίες ενώ τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα ανάμερα στίς καλύβες και μέσα στην φύση.

Μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων φάνικε από μακριά να πλησιάζει το χωριό, οι κάτοικοι του χωριού, σταμάτησαν και άρχισαν να κοιτούν προς τους νεοφερμένους?

Πλησίασαν το χωριό και μπήκαν μέσα, άρχισαν να σπάνε να καταστρέφουν και να σκοτώνουν τους κατοίκους του χωριού.

Σε λίγη ώρα όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ήταν νεκροί, και οι καλύβες όλες καίγονταν, οι άνθρωποι που το είχαν κάνει, απομακρύνονταν τώρα κουβαλώντας ότι μπορούσαν από το χωριό, παίρνοντας μαζί τους και όσα πρόβατα και κατσίκες βρήκαν.

Ο χρόνος κοίταξε τον Θεό.

-Θα μάθουν, θέλουν χρόνο. Θα μάθουν.

Ο καιρός πάλι πέρασε οι άνθρωποι εξελίχτηκαν, άλλαξαν και μαζί τους άλλαξε και ή ζωή.

Άρχισαν να ζουν σε μεγαλύτερες ομάδες, έχτιζαν πόλεις, περιτριγυρισμένες με τοίχοι, με όμορφα κτίρια με αγορές ναούς θέατρα, είχαν καράβια, ταξίδευαν στίς θάλασσες, άμαξες, ταξίδευαν στίς στεριές, έκαναν γιορτές, αγώνες.

Μία πόλη, με τα λαμπερά παλάτια της,το θέατρο της, την αγορά της, και σπίτια, πολλά λιθόχτιστα σπίτια, και όλα περιτριγυρισμένα από ένα ψηλό τοίχος.

Μέσα στην πόλη, άνθρωποι απασχολούνταν με διάφορα.

Άλλοι εργάζονται, σε εργαστήρια άλλοι περπατούν συζητώντας.

Έξω από τα τοίχοι της πόλης, άλλοι άνθρωποι απασχολούνται με τις εργασίες στά χωράφια, άλλοι με τα κοπάδια, κάποιοι επιστρέφουν από κυνήγι και κάποιοι άλλοι από ψάρεμα.

Μία μητέρα με το παιδί της σε μια πλευρά του τοίχους, αγναντεύουν τον ήλιο να βασιλεύει στήν θάλασσα, και θαυμάζουν τα χρώματα που κοσμούν τον ουρανό, και το θαλασσινό νερό.

-Μαμά κοίτα, ένα καράβι, να και άλλο, και άλλο, τί όμορφα που είναι.

-Και άλλο, και άλλο, γέμισε η θάλασσα καράβια, έκανε η μητέρα τρομαγμένη.

-Πάμε, είπε στόν γιό της και έτρεξαν στό σπίτι τους.

Τα καράβια ένα ένα στήν αρχή και μετά πολλά μαζί έφταναν στην στεριά, σιδερόφραχτοι άνθρωποι κρατώντας λογής λογής όπλα έβγαιναν από τα καράβια που έφταναν.

Οι άνθρωποι τής πόλης κυνηγημένοι από τους ανθρώπους των καραβιών έτρεχαν προς την πόλη τους να σωθούν, κάποιοι δεν πρόλαβαν, Οι πόρτες έκλεισαν, και έμειναν έξω, βορά των ανθρώπων που έφεραν τα καράβια.

Πάνω στα τοίχοι φάνηκαν άλλοι άνθρωποι, της πόλης άνθρωποι, και αυτοί σιδερόφραχτοι, κρατώντας λογιών λογιών όπλα.

Ο πόλεμος άρχισε, άνθρωποι έπεφταν νεκροί και από τις δύο πλευρές.

Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες. Ο πόλεμος συνεχιζόταν, μέσα στήν πόλη η πείνα η δίψα και οι αρρώστιες θέριζαν τους κατοίκους, οι δρόμοι σπαρμένη με πτώματα.

Μία μητέρα με το νεκρό παιδί της στην αγκαλιά περπατά στους έρημους δρόμους, το βλέμμα της στό άπειρο, δεν έχει πια λογικά, Μονολογεί, "Τί όμορφα καράβια".

Ένα σφύριγμα ακούγετε και σταματά πάνω της. Πέφτει και αυτή νεκρή.

-Λοιπών, τα είδες, λέει ο χρόνος στόν Θεό

-Έχουν λογική θα καταλάβουν. Μόνοι τους θα τα σταματήσουν όλα αυτά. Μπορούν να καταλάβουν το παράλογο. Θέλουν χρόνο, θα καταλάβουν

Ο χρόνος γύρισε προς την πόλη, οι άνθρωποι που είχαν φέρει τα καράβια είχαν τώρα μπεί μέσα, σκότωναν κατέστρεφαν έκαιγαν.

Γύρισαν στά καράβια κουβαλώντας ότι πολύτιμο υπήρχε σε αυτήν.

Η πόλη πια δεν υπήρχε, ότι είχε απομείνει όρθιο καιγώταν. και τίποτε δεν είχε απομείνει ζωντανό πια εκεί.

Άνθρωποι της πόλης που είχαν γλιτώσει σέρνονταν δεμένοι σε μακριές σειρές και στοιβάζονταν στά αμπάρια των καραβιών.

Τα καράβια έφυγαν και στόν ορίζοντα έβλεπες στήλες καπνού να υψώνονται εκεί που άλλοτε ήταν η πόλη.

Ο χρόνος κούνησε το κεφάλι.

Ο Θεός λέει ότι θέλουν χρόνο, ότι θα μάθουν, θα μάθουν όμως? θα καταλάβουν?

Πλησίασε τον Θεό.

-Θα μάθουν? Θα καταλάβουν? Μπορούν?

-Ναι μπορούν. Τους έχω χαρίσει την σκέψη. Μπορούν να καταλάβουν ότι η γή είναι αρκετά μεγάλη, μπορεί να τους θρέψει όλους, τους χωρά όλους, αρκεί να μοιραστούν δίκαια τα αγαθά της. Μπορούν να σκεφτούν τί είναι δίκαιο, να καταλάβουν τον παραλογισμό του πολέμου, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, να ζήσουν ειρηνικά, ευτυχισμένα, να κάνουν την γή έναν παράδεισο, αυτό που πρέπει να είναι η γή. Ένας παράδεισος.

-Έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν, συνέχισε ο Θεός, ανακάλυψαν το θέατρο, την ζωγραφική, την μουσική, την φιλοσοφία, την αστρονομία, ανακαλύπτουν συνέχεια, τα θαυμάσια πράγματα που έχω ετοιμάσει για αυτούς.

-Αμφισβήτησαν το ότι η γή είναι επίπεδη αλλά δεν αμφισβήτησαν την δουλεία, απάντησε ο χρόνος.

-Ο άνθρωπος μαθαίνει σιγά σιγά, θα το καταλάβει ότι αυτό είναι λάθος. Θυμάσαι τη ήταν στήν αρχή ο άνθρωπος, ένα ζώο, ίδιο με τα άλλα, τώρα είναι εντελώς διαφορετικός, θυμίσου και σύγκρινε, υπάρχει τεράστια διαφορά, τεράστια εξέλιξη.

-Μακάρι, μακάρι ο άνθρωπος να φανεί αντάξιος των προσδοκιών μας και να φτιάξει έναν παράδεισο εδώ, σε τούτη την γωνιά του σύμπαντος. Αλλά φοβάμαι, ότι δεν θα γίνει έτσι. μακάρι να βγω ψεύτης αλλά δεν νομίζω να γίνει.

-Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με σπάνια χαρίσματα, μπορεί να καταλάβει θα δεις θα καταλάβει.

-Μα γιατί δεν επεμβαίνεις για να διορθώσεις τα πράγματα?

-Είναι προτιμότερο να γίνει κάτι έστω και αργά, και να γίνει συνειδητά από τους ίδιους τους ανθρώπους παρά να τους το επιβάλω εγώ. Πρέπει να γίνει συνειδητά, πρέπει να καταλάβουν γιατί πρέπει να το κάνουν.

Ο Θεός και ο χρόνος γύρισαν τα μάτια τους προς την γή.

Είχε περάσει καιρός και ο άνθρωπος είχε αλλάξει, είχε εξελιχτεί.

Δεν ζούσα πια σε χωριά η πόλεις, αλλά έφτιαχνε μεγάλα κουτιά περίκλειστα που από το πάνω μέρος τους είχαν μια μεγάλη καμινάδα από την οποία έβγαινε πυκνός μαύρος καπνός

Αυτά τα κουτιά κινούνταν, και άφηναν πίσω τους μια μαύρη σκόνη που σκέπαζε τα πάντα.

Μέσα σε αυτά τα κουτιά ζούσαν τώρα οι άνθρωποι.

Ο χρόνος και ο Θεός κοιτάχτηκαν μεταξύ τους χωρίς να πουν κουβέντα, γύρισαν πάλι και κοιτούσαν τα κουτιά.

Σε κάποια σημεία άνθρωποι έφτιαχναν νέα κουτιά έμπαιναν μέσα και το νέο κουτί ξεκινούσε και κινούταν ανάμεσα στά άλλα.

Η ατμόσφαιρα άρχισε να μαυρίζει από τον καπνό που έβγαινε από τις καμινάδες των κουτιών, ενώ και η γή ήταν μαύρη από τη σκόνη που σκορπούσαν τα κουτιά ολόγυρα.

Ζώα και δένδρα δεν υπήρχαν πια, ποταμοί θάλασσες, όλα μαύρα και δύσοσμα, και παντού κουτιά να κινούνται σε ένα παράξενο ατέλειωτο χορό.

Πολλές φορές μεγάλα κουτιά πλησίαζαν μικρότερα και τα κατάπιναν, και τα κουτιά αυτά μεγάλωναν, η άλλες φορές, τα μεγαλύτερα κουτιά, χτυπούσαν και κατέστρεφαν τα μικρότερα, και οι άνθρωποι που ζούσαν στά κατεστραμένα κουτιά έτρεχαν και ζητούσαν να μπούν σε άλλα κουτιά, αλλά σπάνια τους άνοιγαν και τους άφηναν να μπούν.

Αυτό πού συχνότερα γινόταν, ήταν ότι τα κουτιά περνούσαν πάνω από τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους που ζητούσαν να μπουν, αφήνοντας στήν μαύρη γή μια κόκκινη κηλίδα.

Η ατμόσφαιρα όλο και μαύριζε, ο ήλιος φαινόταν κόκκινος πιά από τόν καπνό και δεν μπορούσε να φωτίσει με τις ακτίνες του την γή, αλλά τα κουτιά δεν σταματούσαν, να βγάζουν πυκνό μαύρο καπνό από τίς καμινάδες τους, να τρώνε, να χτυπούν το ένα το άλλο, σε έναν ανατριχιαστικό χορό, ώσπου μια ατελείωτη νύχτα σκέπασε τα πάντα.

-Και τώρα? τί θα γίνει τώρα? τί θα κάνεις? Ρώτησε ό χρόνος.

-Τίποτε, απάντησε ο Θεός

-Γιατί τίποτε?

-Χάρισα στούς ανθρώπους ξεχωριστά χαρίσματα, είναι αρκετά έξυπνοι, για να καταστραφούν μόνοι τους, εμένα δεν με χρειάζονται.

Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να απομακρύνετε από εκείνη την γωνιά του σύμπαντος.

Ο χρόνος κοίταξε προς την γή μια τελευταία φορά.

Ένα μεγάλο κουτί κινήτε αργά. κάποιοι άνθρωποι το πλησιάζουν χτυπώντας με τα δυό τους χέρια το εξωτερικό τοίχωμα, φωνάζοντας να τούς ανοίξουν να μπούν.

Το κουτί γύρισε και άρχισε να πατά έναν έναν τους ανθρώπους, αφήνοντας πίσω του κόκκινες κηλίδες, οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν να σωθούν, ένα δεύτερο κουτί φάνηκε μεγαλύτερο από το πρώτο, που αφού πάτησε όσους ανθρώπους είχαν γλιτώσει, μετατρεποντάς τους σε μικρούς κόκκινους λεκέδες στήν μαύρη γή, γύρισε και κατάπιε το άλλο κουτί.

Ο χρόνος κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να απομακρύνετε γρήγορα προς το μέρος που πήγαινε ο Θεός, ο δημιουργός και του ίδιου.

Καθώς απομακρυνόταν άκουσε έναν μακρινό θόρυβο, γύρισε και είδε τον πλανήτη των κουτιών να διαλύεται σε κομμάτια και να σκορπίζετε στόν γύρω χώρο.

Γύρισε και συνέχισε τόν δρόμο του, όσπου έφτασε στό μέρος που είχε σταματήσει ο Θεός.

Εμεινε να κοιτάζει.

Ο Θεός γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε και μετά άπλωσε το χέρι του σε μια σκοτεινή γωνιά του χώρου.

Γεννηθήτω φως. είπε, και εγένετο φως .............

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521153,00.html

http://environment.independent.co.uk/climate_change/article3218026.ece


Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Κυριακή

Σήμερα Κυριακή.
Ξύπνησα το πρωί, και αφού έκανα, κάποιες δουλειές που μου είχαν απομείνει, μαγείρεψα και τέλος κάθισα στόν καναπέ μου με μία κούπα καφέ στο χέρι.
Άναψα ένα τσιγάρο.
Ήμουν μόνος, έβαλα ένα CD και με τους ήχους της μουσικής για μεταφορικό μέσο άρχισα να ταξιδεύω στις αναμνήσεις μου, σε ένα κόσμο χαράς και λύπης.
Έναν κόσμο πού όλοι κουβαλάμε μέσα μας, έναν κόσμο εικόνων, ήχων, και αισθημάτων.











Μελαγχόλησα

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Μια Ανάμνηση

Σήμερα έτυχε και πέρασα από μια περιοχή που έχω χρόνια να περάσω.
Εκεί έμενε ένας παλιός μου φίλος που τον έχω χάσει πια, και με τον οποίο έχω να μιλήσω χρόνια.
Σε αυτήν την περιοχή έμενε τότε πριν παντρευτεί με τους γονείς του, και λίγα στενά πιο κάτω έμενε η γιαγιά του, η γιαγιά Αγάπη, όπως την έλεγα και εγώ, και ας μην ήταν δική μου γιαγιά.
Αυτήν την γριούλα την είχα γνωρίσει με ένα περίεργο τρόπο.
Ήταν Κυριακή των εκλογών το 1996, αν θυμάμαι καλά, και είχα βρεθεί με αυτό τον φίλο μου στο εκλογικό κέντρο, που ψηφίζαμε.
-Επ τί κάνεις βρε? Ηρθες για ψόφο μου λέει.
-Φτού φτού φτού, πρωί πρωί, όχι, για ψήφο ήρθα.
-Τι λες, πάμε μετά από το δημοκρατικό μας δικαίωμα για καφέ και κερασόπιτα?
-Μπά, έχω να πάω τους δικούς μου σπίτι, και μετά να πάω να πάρω την γιαγιά μου, να ψηφίσει. Ακούς εννενηντακαιβάλε χρονών γυναίκα, θέλει να ψηφίσει, και μου έτυχε εμένα ο κλήρος.
-Έλα καημένε, του λέω, δώσε στούς δικούς σου το αυτοκίνητο, και πάμε να την πάρουμε με το δικό μου. Αντε και έχουμε τόσο καιρό να τα πούμε. Άντε ξεκούνα.
Αφού με κοίταξε για μερικά λεπτά, πήγαμε στούς δικούς του, και μετά τις σχετικές διαβουλεύσεις, βρεθήκαμε μαζί στό αυτοκίνητο μου στό δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς του.
Μπήκαμε σέ έναν δρόμο, που έλεγες ότι δεν ήσουν στήν Αθήνα του '90.
Σπίτια χαμηλά, με αυλές, πολύχρωμοι κήποι γεμάτοι λουλούδια, και μυρωδιές από αυτές που οι κάτοικοι αυτής της πόλης, τείνουν να ξεχάσουν.
Σταματήσαμε μπροστά σε μια μονοκατοικία με έναν καταπληκτικό κήπο, γεμάτο τριανταφυλλιές, γαρδένιες, γιασεμιά, τακτοποιημένα με τόση μαεστρία που θα έλεγες ότι κάποιος μαιτρ του είδους είχε βάλει το χεράκι του.
Στην δεξιά άκρη της αυλής υπήρχε μια μεγάλη λεμονιά, που άπλωνε τα κλαριά της ολόγυρα, και από κάτω τρείς καρέκλες και ένα τραπεζάκι, όπου καθόταν η γιαγιά του και απολάμβανε τις λιακάδες παρέα με την "Μαρία" και τον καφέ της όπως μου είπε
Ανεβήκαμε τα τρεία σκαλιά της εισόδου και ο φίλος μου χτύπησε την πόρτα.
Μας άνοιξε ένας μπόμπιρας, ίσα με τεσσάρων χρόνων.
-Μαμαααααα, είναι ο .......... και ένας άλλος κύριος.
-Είναι ο γιός τής "Μαρίας", μου είπε, της γυναίκας που μένει μαζί με την γιαγιά.
Ηρθε μια γυναίκα γύρω στά τριάντα και ανοίγοντας την πόρτα μας κάλεσε να μπούμε.
-Περάστε, καθίστε, η γιαγιά είναι έτοιμη, και σας περιμένει.
Μπήκαμε μέσα. Το εσωτερικό του σπιτιού παρέπεμπε σε μια άλλη εποχή. Τα έπιπλα, τα διακοσμητικά, τα φωτιστικά, έλεγες ότι μπήκες σε λαογραφικό μουσείο. Τα πάντα έλαμπαν από καθαριότητα και ήταν τακτοποιημένα με μια εκπληκτική αρμονία.
Πήγαμε στο καθιστικό, εκεί μας περίμενε η γιαγιά του.
Μία ηλικιωμένη γυναίκα, συνταξιούχος δασκάλα, που με τίποτε δεν την έκανες εννενηντακαιβάλε, εξηνταπέντε, εβδομήντα το πολύ, από εκείνες που με μια ματιά σου λένε πώς σε λένε, τη είσαι, και τη μάρκα τσιγάρα καπνίζεις.
Καθόταν σε μια σκουροπράσινη πολυθρόνα και φορούσε ένα σκούρο μπλέ φόρεμα περασμένης μόδας με κεντήματα.
Με το δεξί της χέρι κρατούσε από το πάνω μέρος ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή, ενώ το άλλο το είχε ακουμπισμένο στό μπράτσο της πολυθρόνας.
Από πίσω μια βαριά πράσινη κουρτίνα.
Το όλο σκηνικό θύμιζε περισσότερο ζωγραφικό πίνακα παρά την πραγματικότητα.
-Καθίστε παιδιά μου, μας είπε δείχνοντας μας έναν καναπέ, Θα πάρετε έναν καφέ?
Με την λέξη καφέ παλουκωθήκαμε στόν καναπέ, και μόνο την γλώσσα έξω δεν βγάλαμε.
-Να κάτσουμε γιαγιά.
-Μαρία, γύρισε και είπε, θα ψήσεις καφέ για όλους μας κόρη μου?
-Ναι γιαγιά, απάντησε εκείνη και πήγε στήν κουζίνα, να ετοιμάσει τους καφέδες.
-Αυτός ποιός είναι? δεν θα μου τον συστίσεις? είπε στόν εγγονό της.
Με σύστησε και μετά από την σχετική "ανάκριση", που μένεις ποιανού είσαι, τί δουλειά κάνεις, εμείνε σιωπηλή, κοιτώντας επιδοκιμαστικά τον έγκονά της.
Εγώ έμεινα να κοιτάζω γύρω μου σαν χαμένος το σπίτι, καθισμένος αναπαυτικά στόν καναπέ.
-Αν θέλεις να καπνίσεις γιόκα μου, μου είπε ελεύθερα, να, τασάκι έχει πάνω στό τραπεζάκι.
Το να καπνίσω σε ένα τέτοιο χώρο μου φάνικε ιεροσυλία, και δεν μου πήγαινε να λερώσω και το τασάκι, ένα από αυτά τα μεγάλα κρυστάλλινα σκαλιστά τασάκια, που θα άπρεπε κανονικά να βρήσκετε μέσα στήν προθήκη κάποιου μουσείου, μαζί με το τραπεζάκι και το διακοσμητικό ολόλευκο κέντημα που ήταν ακουμπισμένο επάνω.
-Ευχαριστώ, δεν θέλω να καπνίσω τώρα, απάντησα.

Στό μεταξύ η "Μαρία" έφερε τους καφέδες, και πίνοντας μιά γουλιά ο φίλος μου σχολίασε

-Μα καλά βρέ γιαγιά, έπρεπε να βάλεις τα καλά σου για να πάς να ψηφίσεις?

-Μα τί λες παιδί μου, του απάντησε εκείνη, η ψήφος είναι πολύ σημαντικό πράγμα, είναι φωνή λαού, Ξέρεις πόσοι προσπάθησαν να φιμώσουν τον λαό? Ξέρεις πόσες φορές έβαλαν στό στόμα του λαού λόγια που ποτέ δεν είπε? Και τώρα που μπορούμε να μιλήσουμε, να πούμε αυτό που έχουμε να πούμε, εμείς πρέπει να μιλήσουμε, πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι αυτοί υπηρετούν εμάς και όχι εμείς αυτούς.


Είναι πολύ σημαντική αυτή η μέρα γιαυτό έβαλα τα καλά μου.

Εμεινα να κοιτώ την "γιαγιά" αποσβολωμένος.

-Αντε, ας πηγαίνουμε τώρα, είπε η "γιαγιά" και σηκώθηκε από την καρέκλα της.

Μπήκαμε στό αυτοκίνητο και πήγαμε στό εκλογικό κέντρο, η γιαγιά Αγάπη μπήκε στό εκλογικό κέντρο και ψήφισε με μια κατανικτικότητα σαν να ήταν σε εκκλησία.

Την πήραμε με τον φίλο μου και την πήγαμε σπίτι της.

Την επόμενη φορά που είδα την "γιαγιά" ήταν περίπου ένα μήνα μετά, όταν γυρνώντας, από το σπίτι του φίλου μου, είδα την "Μαρία" να μεταφέρει τα ψώνια στό σπίτι, ήταν αρκετές σακούλες , και έχοντας και το μικρό μαζί της δεινοπαθούσε στόν δρόμο για το σπίτι.

Προσφέρθικα να τη μεταφέρω, και λίγο μετά βρισκόμουν στό καθιστικό της γιαγιάς, με ένα φλιτζάνι καφέ στό χέρι και ένα κομμάτι κέικ.

Η συζήτηση κάποια στιγμή ήρθε και στά γεγονότα στή γειτονική Γιουγκοσλαβία.

-Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος γιέ μου, μου είπε, αναστατώνεται ο κόσμος, γίνονται καταστροφές, οι άνθρωποι τρελαίνονται και κάνουν ανήκουστα πράγματα. Μακάρι να δώσει ο Θεός να σταματήσουν για πάντα και να πάψουν οι άνθρωποι να υποφέρουν από αυτόν, αλλά οι άνθρωποι είναι θηρία παιδί μου, γιαυτό και δεν θα πάψουν ποτέ.

-Να, συνέχισε, η "Μαρία" είναι απ' εκεί, έχασε την οικογένειά της εκεί και για να σωθεί αυτή και το παιδί της, το έσκασε και ήρθε στήν Ελλάδα.

Συζητήσαμε μέ την γιαγιά γιά αρκετή ώρα ακόμα και έφυγα για μια ακόμα φορά εντυπωσιασμένος από αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα.

Από τον φίλο μου έμαθα και την ιστορία της "Μαρίας".

Μέ τα γεγονότα στήν Γιουγκοσλαβία είχε χάσει την οικογένειά της και είχε έρθει λαθραία στήν Ελλάδα.

Η γιαγιά την βρήκε στήν είσοδο του απένατη σπιτιού, μούσκεμα από την βροχή της προηγούμενης νύχτας, με το μωρό στήν αγκαλιά να τουρτουρίζει από το κρύο και την μάζεψε στό σπίτι της. Ψυχοκόρη της.

Μέσα σε έξη μήνες ή "Μαρία" όπως την είχε ονομάσει η γιαγιά, είχε μάθει Ελληνικά, Γερμανικά και Ιταλικά από την γιαγιά, και είχε και χαρτιά νόμιμης παραμονής στήν χώρα μας, και εκείνη, η "Μαρία", πρόσεχε την "γιαγιά" σαν να ήταν η δική της "γιαγιά", για να μην πω καλύτερα.

Ο καιρός περνούσε και εγώ όποτε έβρισκα ευκαιρία επισκεπτώμουν την "γιαγιά", και πάντα έφευγα από εκεί εντυπωσιασμένος από αυτά που έλεγε, λόγια γεμάτα σοφία, από την εννενηντακεβάλε εμπειρία της στήν ζωή.

Ο φίλος μου κάποια στιγμή παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, και μοιραία αρχίσαμε να χανόμαστε, οι βόλτες που κάναμε σταμάτησαν, τα τηλέφωνα αραίωσαν, και όπως ήταν φυσικό έχασα και την επαφή μου με την εκπληκτική γιαγια του.

Κάποια στιγμή πήρα τηλεφωνώ τον φίλο μου, να δω τί κάνει. Τον βρήκα αναστατωμένο.

Ξέρεις, μου είπε, η γιαγιά πέθανε εχθές και ετοιμαζόμαστε για την κηδεία της σήμερα......,

Αφού ζήτησα λεπτομέρειες για το που και τί ώρα, ετοιμάστηκα και πήγα και εγώ.

Ήθελα να αποχαιρετίσω αυτήν την γριούλα, που τόσο πολύ με εντυπωσίαζε με αυτά που έλεγε, και την στάση ζωής της.

Εφτασα στήν εκκλησία, του κοιμητηρίου, μπήκα μέσα και χαιρέτησα για τελευταία φορά την γιαγιά, δίπλα στό φέρετρο, ή Μαρία με το μικρό να την κρατά από την μακριά φούστα που φορούσε, να κλαίει σπαρακτικά την γιαγιά που έχασε, και πιο δίπλα οι λοιποί συγγενείς να συζητούν τα κληρονομικά και να ψάχνουν τρόπους να ξεφορτωθούν την πουτάνα, έτσι αποκαλούσαν την "Μαρία", που υπήρχε περίπτωση ή γριά να της είχε αφήσει το σπίτι.

Αυτή όμως νοιαζόταν μόνο για τον άνθρωπο που έχανε, και έμενε εκεί, πάνω από το φέρετρο να κλαίει, και όταν μετέφεραν την γιαγιά στήν τελευταία της κατοικία και την τοποθετούσαν σε αυτήν, ή "Μαρία", η πουτάνα, όπως την αποκαλούσαν οι λοιποί συγγενείς, λιποθύμησες δυό φορές από τις φωνές και τα κλάματα, ενώ κάποιοι άλλοι, συγγενείς συζητούσαν ακόμα τα κληρονομικά και συμφωνούσαν στά μελλοντικά σχέδια τους.

Στό καφενείο η "Μαρία" δεν ήρθε, έμεινε εκεί, σαν στήλη άλατος με το μικρό της γιό να την κρατά από την φούστα της, να μοιρολογεί την γιαγιά, την οικογένεια που ο Θεός τής πήρε για δεύτερη φορά.

Η "Μαρία" γύρισε σπίτι, και απ' ότι έμαθα από τον φίλο μου, μάζεψε τα πράγματα της και το μόνο που πήρε από το σπίτι, ήταν μια φωτογραφία τής γιαγιάς και χάθηκε, μόνο στήν ημέρα του θανάτου της γιαγιάς εμφανίζετε, και αφήνει πάνω στό κρύο μάρμαρο του τάφου της λίγα λουλούδια, και τελικά είναι ή μόνη που έμεινε να θυμάτε την "γιαγιά", και να την επισκέπτετε κάθε χρόνο την ίδια μέρα, όσο για το σπίτι έμεινε εκεί να ρημάζει μόνο και απεριποίητο.

Σήμερα, μετά από χρόνια, που πέρασα από εκεί το σπίτι τής γιαγιάς δεν υπήρχε, όπως και πολλά από τα μικρά σπιτάκια με τους κήπους, που έκαναν τον δρόμο αυτόν να ξεχωρίζει μέσα στό γκρίζο της πόλης, εξαφανίστηκε, και στήν θέση του υπήρχε μια πολυκατοικία.

Κοντοστάθηκα, και θυμίθηκα, το σπίτι με τον εκπληκτικό κήπο, και την ξεχωριστή κάτοικό του, που τίποτε πια από αυτά δεν υπήρχε, παρά μόνο στήν μνήμη μου και στίς καρδιές τών ανθρώπων που είχαν γνωρίσει, και αγαπήσει αυτόν τον εκπληκτικό άνθρωπο.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

Σουηδός Μάγειρας

Εχμ, λοιπόν, επειδή έχω δει ότι πολύ ασχετίλα πέφτει γενικά στην περιοχή σχετικά με την μαγειρική, προσκάλεσα στο Blog μου έναν διάσημο Σουηδό σεφ να σάς δείξει μερικές συνταγές μαγειρικής.

Ας αρχίσουμε με κάτι απλό και γρήγορο ΑΥΓΆ




Συνεχίζουμε με HOT DOG




Κεφτεδάκια




Μία Σαλάτα, απαραίτητη σε κάθε τραπέζι,




Και φυσικά γλυκό. ΝΤΟΝΑΤΣ




Ελπίζω το μάθημα να σάς φανεί χρήσιμο

Καλημέρα και καλή όρεξη

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Ξεφύγαμε ρεεεεεεεεε!!!!!!!!!!!! Δεν πάω καλαααααα

Πήρα μια πρόσκληση από την φίλη blogger Roadartist, να λάβω και εγώ μέρος στο παιχνίδι για το που θα ήθελα να δω γραμμένο, "μην γελάτε ρε, τι αστείο είπα?" το blog μου.
Να λοιπόν τα αποτελέσματα και μη χειρότερα.
Τα είδα και εγώ και έκανα τον σταυρό μου!!!!!!!!!!!
Έχουμε λοιπόν και λέμε








Και έχει και άλλο μην σταυροκοπιέστε ακόμα












Και το τελειωτικό χτύπημα είναι αυτό





Εγώ τώρα πάω γιά τα χάπια μου. Περαστικά μου
Μπουαχαχαχαχαχαχαχαχαχα

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Μία αγάπη ακόμα.....Μερος Βου

..Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, και εκείνη ξύπνησε, άνοιξε τά μάτια, και γύρισε να δεί. Ηταν μόνη, μέσ' το δωμάτιο, ακουγόταν χαμηλά μουσική από το σαλόνι, σηκώθηκε από το κρεβάτι και τυλίχτηκε με το σεντόνι.

Αυτός την άκουσε, χτύπησε την πόρτα, και μπήκε μέσα στό δωμάτιο.

Την έπιασε από το χέρι, το σεντόνι έπεσε στό πάτωμα αποκαλύπτοντας το γυμνό κορμί της.

-Έλα, το μπάνιο είναι έτοιμο, της είπε,και την οδήγησε μπροστά σε μια γεμάτη και αρωματισμένη μπανιέρα.

Την πήρε στά χέρια και την ακούμπησε μαλακά μέσα, έβγαλε τα ρούχα του, και μπήκε και αυτός. [Τώρα είναι ευκαιρία. πνίχτη να τελειώνουμε Μπουαχαχαχαχαχαχα]

Άρχισαν να τρίβονται με το σφουγγάρι και κατέληξαν να παίζουν γελόντας, βρέχοντας ό ένας τον άλλο και κάνοντας φούσκες με τους αφρούς.

Βγήκαν έξω [ΕΕΕΕΕ! Ρε συ ερωτευμένος είσαι? Ξέχασες να την πνίξεις!!!] στέγνωσαν και ντύθηκαν, εκείνη ετοίμασε πρωινό και έβαλε του γάτου φαϊ στό πιατάκι του. [ Πώς!!!! σλούρπ, γάλα με μπέικον για πρωινό? Προσπαθείς να με δωροδοκήσεις ΕΕΕΕ!!!! Να έχεις την ευαρέσκεια μου ΕΕΕΕΕ!!!! Ε μάθε, χλάπ, ότι, χλούπ, δεν αγοράζομαι, μανχ, εγώ, σλούρπ, νοστιμότατο χλάπ, ή μήπως αγοράζομαι νιάμ, τέλος πάντων, θα έχεις την ευαρέσκεια μου όσο εγώ θα, χλουπ σλουρπ, έχω μπέικον γιά πρωινό]

Αργότερα βγήκαν έξω γιά μεσημεριανό φαγητό, και τό απόγευμα τους βρήκε σε ένα παγκάκι αγκαλιά να βλέπουν αμίλητοι το ηλιοβασίλεμα.

Ένα ηλιοβασίλεμα γεμάτο χρώματα, λες και η φύση το είχε ετοιμάσει ειδικά για αυτούς.

Λίγο αργότερα την πήγε σπίτι της.

-Ενιωσα σαν πριγκίπισσα, ήταν το ομορφότερο Σαββατοκύριακο της ζωής μου, του είπε, τον αγκάλιασε, και του έδωσε ένα γλυκό, ζεστό φιλί που διήρκισε αρκετά λεπτά.

Γύρισε σπίτι, μπήκε μέσα, το σπίτι ακόμα μύριζε το άρωμά της, κάθισε στόν καναπέ, έβαλε μία μουσική στό cd, και αφού άναψε ένα τσιγάρο άρχισε να ονειροπολεί [σιγά χριστιανέ μου, θα κολλήσουμε από τα μέλια, σιγά συγκρατήσου. Ερε τι πάθαμεεεεεε. Ο γατοΘεός να βάλει το χέρι του μην πάθουμε καμιά λαχτάρα]

Πέρασε καιρός από κείνο το Σαββατοκύριακο, ακουλούθισαν και άλλα μαγευτικά, συναρπαστικά σαββατοκύριακα, εκείνος κυριευμένος από έρωτα, την πρόσεχε, και έκανε, τα πάντα για να την κάνει να είναι χαρούμενη, όπως τις έλεγε και ο ίδιος, "είναι καθήκον μας να σας δίνουμε κάθε μέρα έναν καλό λόγο να χαμογελάτε".[Μπούρδες, ερωτικές χαζομάρες, έχει γούστο να μας την κουβαλήσει και στό σπίτι]

Κάποια στιγμή της πρότεινε να μείνουν μαζί, και εκείνη δέχτικε. [Οχιιιιιιιιιιιι!!!! όχι ρε @#$%^&^%*%$###@@@@@%$^&#@$%^&*&&&^%%$$, την γκαντεμιά μου].

Άρχισαν να ζουν μαζί, στό ίδιο σπίτι, και να χαίρονται τον έρωτά τους, κάτω από την ίδια στέγη. [Αηδίες, Πήρε την θέση μου στό κρεβάτι χωρίς να με ρωτήσει, άλλαξε θέση στο πιάτο μου και το καλαθάκι μου, γύρισε την πολυθρόνα μου, και δεν βλέπω πλέον TV, και το χειρότερο όλων, ΛΕΕΙ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΧΟΝΤΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΔΙΑΙΤΑ. Θα την καθαρίσω την σκρόφα, άκου δίαιτα. Θα την πετάξω από το μπαλκόνι κάτω θα θα θα @#$%$^&&@@@ γκρρρρρρρρρ]

Όλα έδειχναν να είναι ιδανικά, είχαν πάει πολλές φορές σπίτι της, τον είχαν γνωρίσει οι δικοί της και, άρχιζαν σιγά σιγά να σχεδιάζουν το μέλλον τους.

Ένα μέλλον όλο χρώματα, όλο χαρές, γεμάτο αγάπη, και παιδικές φωνούλες [Ναι τώρα εκτός από τον φιόγκο που μου φόρεσε με το έτσι θέλω, οι παιδικές φωνούλες μας έλειπαν. Να τα έχω εδώ μέσα, να μου τραβάνε τα μουστάκια, την ουρά, τα αυτιά....Αμ δε σφάξανε..δεεεεεν κατάλαβαν καλά, θα λάβω μέτρα, αυστηρά αστυνομικά μέτρα θα βάλω τάξη εγώ]

Ένα βράδυ γύρισε από την δουλειά, έβαλε το κλειδί στήν πόρτα και μπήκε μέσα.

Την φώναξε, χωρίς να πάρει απάντηση, δεν ήταν εκεί, έβγαλε το κινητό του, και την κάλεσε.

Αυτό αφού κάλεσε κάποιες φορές, ακούσε στό τέλος, πώς ή κλήση του προωθούνταν.

-Κάπου θα είναι και δεν πιάνει, σκέφτηκε, πήγε στήν κουζίνα και ετοίμασε το βραδινό του φαγητό, γύρισε στό τραπέζι της κουζίνας μέ τά πιάτα και είδε πάνω του έναν φάκελο.

Άφησε τα πιάτα, πήρε τον φάκελο τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει το σημείωμα που είχε μέσα του.

Φεύγω, του έγραφε,[Σοβαρά, έφυγε? στά τσακίδια, στό χαμό να πάει ΟΥΣΤ ΒΡΕ ΟΥΣΤ] δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί σου, ξέρω ότι με αγαπάς, αλλά εγώ δεν είμαι πλέον ερωτευμένη μαζί σου. Η δουλειά σου, που δεν σου επιτρέπει να είσαι όσο χρόνο θα ήθελα να είμαστε μαζί, και το μεγάλο παιδί που έχεις μέσα σου ήταν πράγματα που δεν τα μπορούσα.[Έτσι είμαστε και άμα σου αρέσει] με έκανες να ζήσω υπέροχες στιγμές, και σε ευχαριστώ για κάθε μία, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε άλλο μαζί, [Τσακίδια] σε παρακαλώ μην ψάξεις να με βρείς,[Εδώ είδαμε και πάθαμε να σε ξεφορτωθούμε, τί λέει ρε αυτή] γειά σου. [ΓΚΡΕΜΟΣ!!!!]

Εριξε μια ματιά στό σπίτι. Τίποτε δικό της δε υπήρχε πια εκεί, Τα συρτάρια της ήταν άδεια, τα προσωπικά της αντικείμενα, τα πάντα, ότι ήταν δικό της έλειπε, και το κλειδί που τής είχε δώσει ήταν μέσα στόν φάκελο. [Πω πωωω χαρές, θα ανάψω μια λαμπάδα στόν γατοΘεό Ναααα, Τόση με το συμπάθιο.]

Τό σπίτι ήταν σαν να μην είχε έρθει ποτέ εκεί, εκτός από το άρωμα.

Εκείνο το λεπτό ανάλαφρο άρωμα που και αυτό σιγά σιγά άρχισε να ξεθυμαίνει και να χάνετε. [Σιγά την πατσουλί, που την μύριζες και σου ερχόταν λιποθυμία]

-Μάλιστα, ψιθύρισε, πάλι μόνος, τί να κάνουμε, παρά ήταν τέλειο για να 'ναι αληθινό.

[Ααααχχχχ, τί ωραία, θα ξανακοιμηθώ στό κρεβάτι, στίς μυρωδάτες σεντονάρες, στήν μαλακή παπλωματάρα στήν ανεσάκλα μου, τέλεια, υπέροχα, θα ξαναγυρίσει η πολυθρόνα μου να βλέπω TV και μπράβο βγάλε μου αυτόν τον ηλίθιο φιόγκο, και ναι στά σκουπίδια σε παραδέχομαι, ααααχχ το φχαριστήθηκα.]

Τσαλάκωσε το σημείωμα, και το πέταξε στά σκουπίδια, πήγε στό σαλόνι έβαλε ένα ποτό κάθισε στόν καναπέ πήρε τον γάτο του αγκαλιά, και από το cd ακουγώταν.

Μερικούς μήνες μετά.

Σε έναν σταθμό του μετρό αυτός περιμένει το τρένο καθισμένος σε μια καρέκλα στήν αποβάθρα. παίζει ένα παιχνίδι στό κινητό του.

Το τρένο έρχετε και αυτός με γρήγορο βήμα μπαίνει και κάθετε σε ένα κάθισμα, το τρένο ξεκινά, αυτός συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι.

Στόν επόμενο σταθμό μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο και μια γνωστή φυσιογνωμία μπαίνει στό τρένο, και πάει και κάθετε στό απέναντι του κάθισμα.

Είναι εκείνη, ξανθιά πλέον [ΑΑΑΑΑΑΑ! Έτσι εξηγούνται όλα, πες μας το ντέ από την αρχή]

είναι το μόνο που έχει αλλάξει επάνω της, αυτή τον κοιτάζει επίμονα ενώ αυτός ασχολείτε μέ το παιχνίδι στό κινητό του, αυτή λέει το όνομά του, αυτός γυρίζει το κεφάλι αργά και την κοιτάζει.

-Είσαι καλά? τον ρωτά

-Πώς είπατε?

-Α τίποτε συγγνώμη, αποκρίθικε ρίχνωντας το βλέμμα της χαμηλά.

Το τρένο σταματούσε, αυτός σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα. Ήταν ώρα να κατέβει.

Κατέβηκε από το τρένο και προχώρησε προς την έξοδο χωρίς να ρίξει μια ματιά πίσω του, ενώ ένα τραγούδι συνόδευε τα βήματά του

καί συνέχισε να προχορά με βήμα σταθερό χωρίς να ρίξει, ούτε μιά ματιά πίσω του.

Ουτε μία.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

Μια αγάπη ακόμα....Μέρος α'

Γύρισε σπίτι, μετά την Σαββατοβραδυνή έξοδο, έβγαλε το σακάκι του και το άφησε στόν καναπέ, κάθισε και αυτός εκεί, και άναψε ένα τσιγάρο.

Ο τεράστιος μαλλιαρός γάτος του[Γάτος> Μέραααα], ήταν ξαπλωμένος λίγο πιο δίπλα.

Τον χαΐδεψε στό κεφάλι και σιγομουρμούρισε "καλά περάσαμε, άψογα" [Γάτος > Τι θα γίνει θα φάμε, έχω φάει μόνο 7 φορές σήμερα].

-Έλα να σου βάλω να φάς, του είπε, ο γάτος με την λέξη φαϊ πετάχτηκε και πήγε στο πιάτο του, [Γάτος > Επιτέλους γιουμ σλούρπ] έβγαλε το κουτί με τις κροκέτες από το ντουλάπι και γέμισε τό πιατάκι του γάτου, [χράτς χρούτς, πάλι ελάφι??? τέλος χράτς πάντων μανχ από την χλάπ αναβροχιά χραούτς...] και γύρισε στόν καναπέ, τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και είπε του γάτου, σιγά βρε θα σκάσεις, λαίμαργε. [το καλό φαϊ είναι υγεία χρουτς]Πήρε το κινητό του στό χέρι και έγραψε ένα μήνυμα "Σε ευχαριστώ πολύ για την υπέροχη βραδιά. Καληνύχτα και όνειρα γλυκά. Φιλιά".

Το έστελνε σε εκείνη την φίλη της αρραβωνιαστικιάς του καλύτερου του φίλου που είχε γνωρίσει τις προάλες στά γενέθλιά του.

Μία καστανή κοπέλα, όχι εντυπωσιακή, αλλά αυτού είχε κάνει εντύπωση, του άρεσε, και στό τέλος της βραδιάς είχαν αλλάξει τηλέφωνα, και είχαν πει να ξαναβρεθούνε, κάτι που έγινε σήμερα, και μέχρι πριν από λίγη ώρα ήταν μαζί της.

Ο ήχος που ακούστηκε μέσα στήν ηρεμία της νύχτας σήμανε πώς ένα μήνυμα του είχε έρθει. [Ποιός διάολος νυχτιάτικα?]

Πήρε το κινητό στά χέρια του και διάβασε "Ήταν και για εμένα μια υπέροχη βραδιά, ευχαριστώ τα ξαναλέμε καληνύχτα. φιλιά". [ποιός ήταν? η πιτσαρία? το σουβλατζίδικο? Α! κανένας, ΟΥΦ. πάω στήν πολυθρόνα μου οοοοοπ!]

Χαμογέλασε, καληνύχτα ομορφιά, σιγοψιθύρισε και σηκώθηκε όρθιος.

- Ας πάω και εγώ για ύπνο είπε στόν εαυτό του και πήγε στήν κρεβατοκάμαρα, ο γάτος τον ακολούθησε. [Ερχομαι και εγώ, και μην γυρίσεις απότομα το βράδυ και με πλακώσεις όπως εχθές έτσι?].

Η Κυριακή είχε ξημερώσει, αυτός κοιμόταν ακόμα, όταν το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά [ποιός κερατάς πρωϊ πρωϊ, Στόν ύπνο του μας έβλεπε, που να του καεί το DVD του λεχρίτη] αυτός σηκώθηκε και πήγε να το σηκώσει.

-Ναι.

-Καλημέρα, σε ξύπνησα?

-Οχι, όχι. Έχω σηκωθεί και έφτιαχνα καφέ. Τι κάνεις?[Τι λες ψέματα βρε αφού κοιμόμασταν στείλε τον στο διάολο που μας ξύπνησε!!!!!]

-Καλά, μπορεί να σου φανεί περίεργο, αλλά να σε πήρα γιατί ήθελα να σε ακούσω

-Καλά έκανες, της είπε, και ξέρεις με πρόλαβες, γιατί είχα σκοπό να σε πάρω.

-Αλήθεια

Η συζήτηση συνεχίστηκε για αρκετή ώρα ακόμα [Τελείωνε πρέπει να φάω πρωινό, πεινάω σου λέω, ΤΕΛΕΙΩΝΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ] και στό τέλος συμφώνησαν να βρεθούν το βραδάκι.

-Λοιπών, ώρα για πρωινό, γέμισε το πιατάκι του γάτου γάλα, [καλά ε! και το πρώτο πρωινό. Γάλα με κρουασαν σοκολάτα σλουρπ] ετοίμασε τον καφέ του, έβαλε το CD να παίζει και πήγε στό μπαλκόνι να απολαύσει την πρωινή λιακάδα. [nights in white saten, τραλλλαλα, και οοοοπ στην πολυθρόνα ξάπλα ευφραίνει τη καρδιά μου αααααααχχχχχ]

Η μέρα πέρασε και πλησίαζε ή ώρα του ραντεβού, αυτός κατεβηκε κάτω και πήρε το αυτοκίνητό του να πάει να την βρεί, πρώτα όμως πέρασε από το ανθοπωλείο της γειτονιάς.

-Πέντε κόκκινα τριαντάφυλλα, είπε του ανθοπώλη, με μπλέ κορδέλα φιόγκο στην μέση.

Τα πήρε, τα έβαλε προσεκτικά στό πίσω κάθισμα και πήγε να την πάρει.

Σταμάτησε στόν σταθμό του μετρό, την ώρα που εκείνη έβγαινε από αυτόν.

Είδε το αυτοκίνητό του, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μπήκε μέσα.

-Καλός την, βρήκες ταινία να πάμε να δούμε? την ρώτησε,

-Βρήκα, και πιστεύω ότι θα αρέσει και σε εσένα.

-Ωραία και μετά για ποτάκι.

Εγνεψε καταφατικά αυτή, και ξεκίνησαν την βραδιά τους.

Ήταν πια αργά, αυτός και αυτή γύριζαν στό αυτοκίνητο, μπήκαν μέσα.

-Ξέρεις, σου έχω πάρει κάτι, της είπε.

-Τί μου πήρες? έκανε αυτή έκπληκτη.

Χωρίς να τής πει άλλη κουβέντα παίρνει τα λουλούδια από το πίσω κάθισμα και της τα δίνει.

-Δεν το πιστεύω! Μου πήρες λουλούδια! Χριστέ μου τι όμορφα, και τι ωραία που μυρίζουν, Σε ευχαριστώ τί ωραία, που είναι, είπε και τό πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.

-Ξέρεις, τα λουλούδια συνοδεύονται και από κάτι ακόμα

-Τί πράγμα?

-Αυτό, της είπε και την τράβηξε μαλακά και την φίλησε.

Αυτή τον κοίταξε χαμογελώντας αμήχανα.

-Μπορείς να με πάς τώρα σπίτι, γιατί είναι αργά και αύριο έχω να σηκωθώ νωρίς.

-Ο.κ. πάμε.

Σε όλη την διαδρομή κρατούνταν χέρι χέρι.

Όταν εφτασαν, αυτός πάρκαρε, και ακόμα της κρατούσε το χέρι.

-Θα με αφήσεις να φύγω του είπε.

Εκείνος άνοιξε μια μεγάλη αγκαλιά, την τράβηξε μέσα και ένα γλυκό φιλί ζέστανε τον χώρο και τις καρδιές τους.

Εκείνη έφυγε, αυτός έβαλε εμπρός και τράβηξε για το σπίτι του χαμογελώντας χαζά, έχοντας ακόμα την γεύση της στό στόμα του, και την ζεστασιά της στήν καρδιά του.

Έβαλε το κλειδί στήν κλειδαριά και μπήκε στό σπίτι, ο γάτος τον περίμενε δίπλα στην πόρτα.

[Έφερες τίποτε να φάω? Κατάλαβα, πάλι κροκέτες] γέμισε το πιατάκι του γάτου[ μανχ κρατς κρουτς Σολομός χράτς καλός είναι, να είχαμε και λίγο χαβιάρι κρούτςς χλάπ], και πήγε για ύπνο.

Η εβδομάδα πέρασε με τηλέφωνα ανταλλαγές μηνυμάτων με γλυκόλογα καρδούλες και δυό ακόμα συναντήσεις, ήταν πια ένα ωραίο ζευγάρι.

Το Σάββατο το απόγευμα, είχαν πει να βρεθούν.

Πήγε σπίτι της να την πάρει, σταμάτησαν σε ένα ωραίο παραλιακό καφέ και κάθισαν.

Άφησαν την ώρα να περάσει αγκαλιασμένοι, απολαμβάνοντας την θέα, και τον απογευματινό τους καφέ.

-Πεινάς, την ρώτησε.

-Ναι, απάντησε αυτή

-Θαύμα, πάμε να φάμε.

Μπήκαν στό αυτοκίνητο και αυτός άρχισε να οδηγεί.

-Πού θα με πάς?

-Θα δεις

-Μα πες μου

-Δεν σου λέω

-Καλά

Εφτασαν σπίτι του, έβαλε το αυτοκίνητο στήν πιλοτή, και κατεβηκαν.

-Εδώ μένεις ?

-Ναι, και εδώ θα φάμε, της είπε.

Ανεβηκαν πάνω στό σπίτι.

-Α! είναι πολύ ωραίο,

-Ελα να δείς, της είπε και την τράβηξε στήν τραπεζαρία.

Στήν τραπεζαρία το τραπέζι ήταν έτοιμο στρωμένο.

Ένα λευκό τραπεζομάντιλο είχε σκεπάσει το τραπέζι, και όλα ήταν στην θέση τους.

Την μέση του τραπεζιού διακοσμούσαν ένα ασημένιο κυροπύγιο με τρεία κεριά, και γύρω από αυτό ασπροκόκκινα λουλούδια.

Τα πιάτα και τα πιρούνια ήταν με την σειρά τους, προσεκτικά τακτοποιημένα, και στήν πλευρά που αυτή θα καθόταν είχε βάλει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στήν πετσέτα της.

[ Οπ ναμαι και εγώ. Ούπς. Ποιά είναι αυτή? Θεέ μου ένα μάτσο κόκαλα τυλιγμένα με δέρμα.

Μη χειρότερα, ούτε για σούπα δεν κάνει.]

-Αχου τι όμορφος γατούλης, έσκυψε και τον χαΐδεψε [Μαζέψου κυρά μου, σήμερα πήγα κομμωτήριο θα μου χαλάσεις το κουπ]

-Καλέ, τι μαλακούλης που είναι?[Ποιόν είπες μωρή μαλακούλη εμένα? Μαλακούλα να σε πει το πρώτο σου παιδί, α να χαθείς κάρυα. Φεύγω μην κάνω έγκλημα!!!!]

Την έβαλε να καθίσει, αυτή πήρε το τριαντάφυλλο στά χέρια της και άρχισε να το παίζει μηχανικά, αυτός άρχισε να σερβίρει, και μετά κάθισε και αυτός στήν διπλανή θέση

Αφού τελείωσαν, μάζεψαν και οι δύο τους το τραπέζι, και έκατσαν στό σαλόνι.[Καλά έφαγες το φαϊ μας πλύνε και κανένα πιάτο ανεπρόκοπη]

Της έβαλε ένα ποτό και ένα CD άρχισε να παίζει.

Εκείνος άφησε το ποτήρι, στό τραπέζι τού σαλονιού και την πήρε να χορέψουν.

Η ατμόσφαιρα είχε γίνει έντονα ερωτική και βρέθηκαν γυμνοί να χορεύουν το τραγούδι.

Την πήρε στά χέρια του και την πήγε στήν κρεβατοκάμαρα. [Σιγά ρε θα σπάσετε το κρεβάτι και είμαι από κάτω, Ωχ τί τραβάω ο γάτος, τι σκούζεις μωρή, πρώτη φορά(το έκοψε η λογοκρισία) πωπώώώ ρεζίλι θα γίνουμε στήν γειτόνιάάάάάά, Σκάσε μωρή σκάσε, που κακόχρονο νά' χεις βούλωσε το πλάνταξε πια......Δυό ώρες μωρή(το 'κοψε η λογοκρισία) δέν χόρτασες πια, και σκάσε, σκάσε, βούκινο γίναμε στήν γειτονιά, Σκασε επιτέλους μπάάάάάά]

Αποκαμωμένοι πια και οι δύο βρέθηκαν να κοιμούνται αγκαλιασμένοι, σε έναν υπέροχο ύπνο μέ ένα κοινό όνειρο.

[Επιτέλους ησυχία, ας πάω και εγώ στό κρεβάτι για ύπνο αχαχαχαχαχαχ....Ε! Τί κάνει αυτή στήν μεριά μου. Γιατί κοιμάσαι εδώ μωρή? Σπίτι δεν έχεις? από νεροχύτη γεννήθηκες, αν ήθελες να κοιμηθείς εδώ να κοιμόσουνα στό καλαθάκι, όχι στο κρεβάτι. ΑΑΑΑΑ!!! δεν θα τα πάμε καλάάάάάάάά]

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

Μια απάντηση

Άνοιξε τα μάτια του, και κοίταξε το τοπίο που τον περιέβαλλε.

Ήταν ξαπλωμένος στο παχύ γρασίδι που ήταν στρωμένο σαν χαλί πάνω στο αφράτο χώμα, μπροστά του υπήρχε ένα μικρό ποτάμι με κρυστάλλινο γάργαρο νερό που κυλούσε αργά.

Δεξιά και αριστερά υπήρχαν ψηλά δένδρα που έριχναν την δροσερή σκιά τους ολόγυρα.

Έμεινε ξαπλωμένος να κοιτά τις κορυφές των δένδρων που κινούνταν αργά σαν να χόρευαν στις προσταγές του ανέμου, ένα αισθησιακό βαλς

Μία σιγανή φωνούλα τον έκανε να γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος που ακούστηκε

Ένα ζευγάρι, μια γυναίκα και ένας άνδρας στέκονταν όρθιοι, λίγο πιο μακριά.

Η γυναίκα κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. Μαζί τους ήταν και ή κοπέλα του, που με τα μακριά καστανά μαλλιά της έκανε παιχνίδια στο μωράκι και εκείνο γελούσε και άπλωνε προς το μέρος της τα μικρά του χεράκια, και εκείνη χαμογελούσε και χαιρόταν την σκηνή.


Τον κοίταξε και του χαμογέλασε.


Την κοίταξε, τι όμορφη που ήταν. Ποτέ δέν την είχε ξαναδεί τόσο όμορφη και λαμπερή. Της χαμογέλασε και αυτός, εκείνη γύρισε και άρχισε να παίζει πάλι με το μωράκι και να συζητά με την γυναίκα που το κρατούσε στην αγκαλιά της, εκείνος σηκώθηκε, και έψαξε στην τσέπη του, έβγαλε από μέσα ένα πακέτο χαρτομάντιλα και πλησίασε στο ποτάμι.


Γονάτισε και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, και το σκούπισε με ένα χαρτομάντιλο, σηκώθηκε ξανά όρθιος, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του και άναψε ένα.


Ρούφηξε απολαυστικά τον καπνό και έβγαλε μερικά δαχτυλίδια καπνού από το στόμα του, γύρισε και άρχισε να περπατά αργά προς το ζευγάρι και την κοπέλα του.


-Καλησπέρα. είπε και τράβηξε μαλακά την κοπέλα του την έπιασε από την μέση και της έδωσε ένα φιλί. Κοίταξε το μωρό. Τι όμορφο που είναι να σας ζήσει, είπε στο ζευγάρι. Εγώ θα πάω να περπατήσω λίγο θα έρθεις ρώτησε την κοπέλα του.


Όχι θα μείνω να παίξω λίγο ακόμα με το μωράκι.


Καλά, θα τα πούμε σε λίγο της είπε, της χάιδεψε τα μαλλιά και της τα φίλησε.


Εκείνη χαμογέλασε, κόκκινη από ντροπή και συνέχισε να παίζει με το μωρό.


Απομακρύνθηκε από την παρέα με τα χέρια στις τσέπες και άρχισε να σιγοτραγουδά ένα σκοπό που είχε ακούσει κάποτε άλλα δεν θυμόταν που. Ακολουθούσε την κοίτη του μικρού ποταμού και απολάμβανε την ομορφιά του τοπίου και τους ήχους της φύσης, και ένιωθε μια γλυκιά ηρεμία να τον καταλαμβάνει και να τον χαλαρώνει.


Ένας αμυδρός ήχος τον έκανε να σταματήσει και να κοιτάξει πίσω του.


Ήταν ο άνδρας του ζευγαριού που τον ακολουθούσε λίγο πιο πίσω, και τον πλησίαζε.


Καλησπέρα και πάλι,του είπε. Σκέφτηκα ότι ήταν καλή ιδέα για λίγο περπάτημα, να ξεμουδιάσω λίγο.


Άρχισαν να περπατούν αμίλητοι, ο ένας δίπλα στον άλλο απολαμβάνοντας την ομορφιά του τόπου.


-Ωραίο μέρος, είπε στον άνδρα.


Ναι του απάντησε αυτός, είναι πολύ όμορφο και ήσυχο μέρος.


-Τόση ηρεμία και ομορφιά, σε αντίθεση με την βαβούρα της πόλης.


-Και αέρας, είναι απόλαυση να τον αναπνέεις, γεμάτος απο αρώματα τής φύσης.


-Και όχι νέφος, πρόσθεσε και γέλασαν και οι δύο.


Συνέχισαν να περπατούν.


-Είστε πολύ ώρα εδώ? ρώτησε τον άνδρα


-Όχι πολύ, του απάντησε.


-Με αυτοκίνητο ήρθατε?


Ο άντρας δεν του απάντησε, μόνο τον κοίταξε.


-Μα τι μαλακίες λέω, φυσικά με αυτοκίνητο ήρθατε, αλήθεια τι μάρκα είναι?


-Όχι τίποτε σπουδαίο, του απάντησε ο άνδρας. Ένα λευκό ............. τετράπορτο του είπε, ίσα να μπορώ να βγάζω καμιά βόλτα την οικογένεια.


-Εγώ έχω ένα...........μπλε χρώμα με 1600 κυβικά 160 άλογα και το έχω κάνει κούκλα.


Του έχω βάλει ράλι εξάτμιση και βγάζει έναν πολύ καυλιάρικο ήχο, μπάκετ καθίσματα, αεροτομή και το έχω χαμηλώσει και αν το δεις πώς μπαίνει στις στροφές δεν θα το πιστέψεις,


Ο άντρας τον κοίταζε.


-Του έχω βάλει και ένα γαμάτο ηχοσύνολο και έχει γίνει μια κούκλα, αν το δεις δεν θα το πιστέψεις.


-Έχει γίνει και γαμώ τα αμάξια, είπε στον άντρα φουσκώνοντας από καμάρι.


-Ναι έτσι είναι, θα πρέπει να είναι πολύ ωραίο αμάξι, είπε ο άνδρας, να σε ρωτήσω όμως κάτι? συνέχισε.


-Πες μου.


-Γιατί μας έφερες εδώ? τον ρώτησε αυστηρά.


-Εγώ? Εγώ σας έφερα εδώ? απάντησε απορημένος


-Ναι εσύ, και σε ρωτώ γιατί μας έφερες


-Μα πώς?


-Έλα να δεις του είπε ο άνδρας πιάνοντας τον από το μπράτσο.


Βρέθηκαν σε έναν δρόμο, γεμάτο ανθρώπους, άλλοι φορούσαν στολές και άλλοι άσπρες μπλούζες, έτρεχαν φωνάζοντας ο ένας στον άλλο διάφορα. Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν σταματημένα κόκκινα και άσπρα αυτοκίνητα που χρωμάτιζαν με τα κόκκινα και μπλε φώτα τους τον αέρα.


-Κοίτα, του είπε ο άνδρας και του έδειξε, μια άμορφη μάζα λευκών σιδερικών με πολλούς ανθρώπους τριγύρω, άλλοι να κόβουν λαμαρίνες άλλοι να ψάχνουν εργαλεία και άλλοι να κρατούν μια μάνικα.


Γύρισε από την άλλη πλευρά, και είδε μια μπλε άμορφη μάζα σιδερικών, ζωσμένη στις φλόγες και στους καπνούς.


Άνθρωποι, με στολές κρατώντας μάνικες προσπαθούσαν να σβήσουν την φωτιά.


-Κατάλαβες τώρα, του είπε ο άνδρας.


-Εγώ πηγαίνω τώρα πίσω, εκεί που μας πήγες, στην γυναίκα μου και στο παιδί μου, εσύ μείνε λίγο ακόμα αν θες, αλλά όταν έρθεις φρόντισε να μου απαντήσεις στην ερώτηση που σου έκανα, εντάξει?


Ο άντρας άρχισε να απομακρύνετε ώσπου χάθηκε στην άκρη του δρόμου, εκείνος έμεινε εκεί κοιτάζοντας αποσβολωμένος.


Και στο μυαλό του έψαχνε μια απάντηση στην ερώτηση του άνδρα. Γιατί???????????????????????


Υ.Γ. Αφιερωμένο, σε κάθε έναν-μία, που με την συμπεριφορά του στον δρόμο, θέλει να κάνει την ιστορία μου πραγματικότητα.

Χωρίς τίτλο

(φωτογραφία από το περιοδικό Der Spiegel)

Όταν ή ανθρώπινη ζωή δέν είναι τίποτε άλλο από έναν αριθμό σε ένα κομμάτι χαρτί
και η δίψα για κέρδος δεν έχει όρια, τότε ακόμα και η δολοφονία είναι γίνετε θεμιτή.
Χωρίς κανένα δισταγμό, η ενοχή, τα τρομερά σχέδια μπαίνουν σε εφαρμογή, και η δυστυχία παίρνει την θέση της ελπίδας, και ο θάνατος την θέση της ζωής.

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,517805,00.html

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Χουντάρες, χουντίτσες, χουντάκια

Η 17 Νοεμβρίου, είναι ημερολογιακά πολύ κοντά, και όπως κάθε χρονιά έχει αρχίσει η προετοιμασία της επικείμενης γιορτής.
Βαρύγδουποι λόγοι από πολιτικούς ετοιμάζονται, γιορτές κάθε είδους είναι στα σκαριά, στεφάνια έχουν παραγγελθεί για να κατατεθούν στο μνημείο του πολυτεχνείου, για την αντιστασιακή πράξη που σήμανε την αρχή του τέλους της δικτατορίας στην χώρα μας και μπλά μπλά μπλά μπλά και ξανά μπλάάάάάάάάάά.

Αλλά είναι αλήθεια? πραγματικά έχουμε σε τούτη την χώρα δημοκρατία?Μέσα την βουλή, κατ' αρχή, έχουμε δημοκρατία, όταν δεν έχουν οι βουλευτές το δικαίωμα στην διαφωνία? και όποιος, σεβαστοί αναγνώστες, έχει διαφορετική άποψη τότε ας μου πει τι σημαίνει, "κομματική πειθαρχεία"? και γιατί όταν κάποιος διαφωνεί με την κομματική γραμμή διαγράφετε από το κόμμα? Πόσες φορές έχουμε ακούσει για πολιτικό κόστος? Για μέτρα που θα αποδώσουν μακροπρόθεσμα και θα είναι είναι επωφελή για τον τόπο αλλά δεν εφαρμόζονται γιατί βραχυπρόθεσμα θα δυσαρεστήσουν και θα χαθούν ψήφοι, και παράλληλα πόσα πράγματα γίνονται, δια άγρα ψήφων, χωρίς να ενδιαφέρουν αν είναι σωστά και ωφέλημα για την χώρα ή όχι. Αρκεί να είναι ωφέλιμα για το κόμμα και τις καρέκλες.

Ας δούμε και μερικά παραδείγματα.

Πρόσφατο παράδειγμα τα Ζωνιανά.

Ακούστηκαν διάφορα, και μέσα σε αυτά ακούστηκε και ή φράση "πολιτικές πλάτες".

Δηλαδή, καμιά 20αρια χασισοκαλλιεγητές κρατούσαν ομήρους τους κατοίκους μιας ολόκληρης περιοχής επί χρόνια γιατί? για 100-200 ψηφαλάκια? για να μην πω τίποτε χειρότερο, και σε πόσες άλλες περιοχές έχουμε παρόμοια φαινόμενα που απλά ακόμα συγκαλύπτονται?

Να μιλήσουμε για τους συμβασιούχους? "ψήφισέ με και θα σε μονιμοποιήσω μετά τις εκλογές",

Να μιλήσουμε για την "προστασία" που κάποιοι " πουλάνε” σε μαγαζιά, "με πληρώνεις για να μην στο σπάσω", για τους εμπόρους ναρκωτικών, που κρατάνε ομήρους χιλιάδες χρήστες? να μιλήσουμε για τα λεγόμενα μεγάλα έργα που κάθε χρόνο απορροφούν εκατομμύρια ευρώ χωρίς να τελειώνουν και ολόκληρες περιοχές είναι όμηροι της καλής θέλησης των εργολάβων?

Να πούμε για προμήθειες που μπαίνουν υπογραφές καταλληλότητας σε σκουπίδια?

Και τόσα άλλα που κάνουν την ζωή μας καθημερινά μαρτύριο.

Α! και κάτι άλλο που θυμήθηκα, Τη γίνεται με εκείνο το sea diamond?

Το θυμάται κανένας η θα το θυμηθούν, αυτοί που πρέπει, όταν γίνει η καλντέρα μαύρη από το πετρέλαιο?

Και αναρωτιέμαι, αν ο πολιτικός προϊστάμενος, πρωθυπουργός, υπουργός ή υφυπουργός, βροντήξει το χέρι στο τραπέζι, και αρχίσει τα, μετά συγχωρήσεως, σταυροκάντιλα πόσο καλύτερα θα λειτουργούσε αυτή ή χώρα και πόσο καλύτερη θα ήταν η ζωή μας.

Ας αφήσουμε την πολιτική και ας δούμε και τα μούτρα μας λίγο στον καθρέφτη

Ας δούμε αυτόν που φτιάχνει το εργοστασιάκι και σκασίλα του για τα λύματα τα οποία πετά στην κοντινότερη λίμνη η ποτάμι αδιαφορώντας για το αν από αυτό το νερό υδρεύονται περιοχές και αν αυτό το νερό το χρησιμοποιούν άνθρωποι για τις καθημερινές τους ανάγκες, η αν οι καπνοί από τις καμινάδες του κάνουν την ζωή στην περιοχή ανυπόφορη, σκεπτόμενος μόνο την τσέπη του γιατί "οι βιολογικοί σταθμοί και τα φίλτρα κοστίζουν", και τόσα άλλα που γίνονται από κάτι τέτοιους κυρίους και βάζουν ζωές ανθρώπων σε κίνδυνο.

Εμείς όμως, που δεν ανήκουμε στις πιο πάνω κατηγορίες είμαστε άγιοι και μπορούμε να πούμε τους εαυτούς μας δημοκράτες?

Σκέφτηκες εσύ συμπολίτη, τα σκουπίδια που πέταξες έτσι χύμα και εσύ, το χαρτάκι που πέταξες πριν λίγο στον δρόμο τι εικόνα δίνουν στην πόλη σου, και αν κάποια στιγμή από αυτά που εσύ πέταξες, βουλώσουν τα φρεάτια στους δρόμους τι γίνει με την πρώτη βροχή?

Εσύ παλικάρι μου έχεις παρκάρει πάνω στην ράμπα για τους ανάπηρους, ξέρω σκασίλα σου.

Και εσύ που πέρασες με κόκκινο, και παραλίγο να χτυπήσεις τον πεζό, ναι ναι ξέρω, στα......

Και εσύ κοπέλα μου που πέταξες το τσιγάρο από το παράθυρο, δίπλα έχει δάσος, ναι άκουσα η πυροσβεστική να 'ναι καλά.

Και εσύ με το σκυλάκι που λέρωσε το πεζοδρόμιο, ναι ναι, τι να κάνουμε ζώο είναι δεν ξέρει.

Και όταν μετακόμισε η ανύπαντρη κοπελίτσα με το μωράκι, πώς της φερθήκατε?

Μέσα στο σπίτι σου, αγαπητέ κύριε, υπάρχει δημοκρατία?

Και εσύ που........... και εσύ που...........

Και εσύ πότε θα κάνεις το δικό σου "πολυτεχνείο", για να ξεριζώσεις την ΧΟΥΝΤΑ που ζει μέσα σου