Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

Ανάμνηση μιάς παλιάς πρωτοχρονιάς

Είναι οι μέρες τέτοιες, οι τελευταίες του χρόνου, που λες και το απαιτούν, σε βάζουν σε μια διαδικασία αναδρομών.

Αρχίζει κανείς να σκέφτετε πως πέρασε και τούτη ή χρονιά, πότε ήταν πάλι Χριστούγεννα, και Πρωτοχρονιά του 2007, πότε ήρθε Πάσχα, πότε γυρίσαμε απ' τις καλοκαιρινές μας διακοπές, και για πότε ετοιμαζόμαστε να αποχαιρετήσουμε το 2007, και να μείνει μέσα μας, σαν ανάμνηση από τα γεγονότα, που έχουμε να θυμόμαστε από αυτό.

Εγώ όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσα να αποτελέσω εξαίρεση και άρχισα τις διαδρομές στο παρελθόν.

Η μνήμη μου σταμάτησε αρκετά χρόνια πριν όταν υπήρχε ακόμα εκείνη η θεοτρελοπαρέα, που μπορούσες από αυτήν να τα περιμένεις όλα.

Μια παρέα φίλων που όπως η μοίρα θέλησε να μας φέρει κοντά, όταν έκρινε, ότι αυτή η παρέα έκλεισε τόν κύκλο της (?) μάς σκόρπισε στά τέσσερα σημεία του ορίζοντα, χαμένοι, οι περισσότεροι μέσα στήν θάλασσα των υποχρεώσεων που η σύγχρονη ζωή επιβάλει (?) να έχουμε.

Θυμίθηκα μια από τις Πρωτοχρονιές που θα μείνει αλησμόνητη σε όσους την έζησαν από κοντά και σε αυτό το post θα μοιραστώ μαζί σας.

Ήταν λοιπών Πρωτοχρονιά του 1994.

Μας είχαν καλέσει στο σπίτι ενός από την παρέα, του Γιώργου του ψηλού, όπου οι γονείς του έκαναν μια συγκέντρωση εν όψη της ελεύσεως του νέου χρόνου, και ήμασταν καλεσμένοι όλοι η παρέα.

-Να φέρεις και τα παιδιά, του είχε πει η μητέρα του, η κυρά Άρτεμη, χωρίς η κακομοίρα να ήξερε τη την περίμενε.

Όλοι στήν παρέα γνωρίζαμε το κουσούρι της οικογένειας, ότι ήταν λίγο προληπτικοί σε κάποια πράγματα, και ΙΔΙΑΊΤΕΡΑ με το ποδαρικό την Πρωτοχρονιάς, τόσο πολύ που λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου, έβγαζαν από το σπίτι τα μικρά τότε παιδιά του μεγαλύτερου αδερφού και τα ξαναέβαζαν μέσα, επιβάλλοντας στά παιδιά να ξαναμπούν με το δεξί και να ευχηθούν το "Καλή χρονιά" δυνατά και καθαρά, στους παππούδες τους

Μέχρι να τελειώσει η όλη ιεροτελεστία, απαγορευόταν στον οποιονδήποτε να μπεί στο σπίτι.

Ο γιός τους ό Γιώργης δεν τα πίστευε αυτά τα πράγματα αλλά τι να κάνει?

Εμείς οι υπόλοιποι δεν μας πήγαινε να αφήσουμε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη.

Έπρεπε σώνει και καλά να σκαρώσουμε την βρομοδουλειά μας.

Να σκαρώσουμε μια φάρσα που, όπως και πολλές άλλες θα έμεναν ιστορικές.

Μπήκαν λοιπών σε εφαρμογή τα διαβολικά σχέδια μας και ενημερώθηκε και ο Γιώργης ο οποίος μόλις άκουσε τι σκαρώναμε, τον έπιασε νευρικό γέλιο και σταματημό δεν είχε.

Διαβάστε λοιπών τι κάναμε, ώστε να μπορέσετε να το επαναλάβετε και εσείς, που θα διαβάσετε αυτό το post. (χιχιχιχιχιχιχιχι)

Βρήκαμε ένα μαύρο κουστούμι που ήταν στά μέτρα του δεύτερου πιο ψηλού στήν παρέα, και τον ντύσαμε, με αυτό.

Μετά βρήκαμε από τα αποκριάτικα που ήταν σε στοκ μια πλαστική μουτσούνα με το πρόσωπο του Μητσοτάκη, υπήρχαν πολλές τότε λόγο τής επικαιρότητας του έν λόγο πολιτικού και του την φορέσαμε.

Κάναμε αρκετές πρόβες με το τικ του ώμου και την φωνή ώστε να είναι όσο το δυνατό παρόμοια, και το σατανικό σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή.

Η ώρα ήταν 12 και κάτι ψιλά, ο νέος χρόνος ήταν στα πρώτα του δευτερόλεπτα, ο κυρ Μένιος, ο πατέρας του Γιώργου είχε ανοίξει την σαμπάνια, ο Γιώργος την σέρβιρε στά ποτήρια των καλεσμένων, και ενώ οι ευχές έδειναν και έπαιρναν, ό κυρ Μένιος ετοιμαζόταν για την καθιερωμένη τελετή του ποδαρικού.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι.

-Αρτεμη πήγαινε να ανοίξεις και μην αφήσεις να μπεί μέσα κανένας μέχρι να φέρω τα παιδιά, της φώναξε ό κυρ Μένιος.

Εκείνη πήγε άνοιξε και το θέαμα του μασκαρεμένου φίλου μας σε Μητσοτάκη της πάγωσε το αίμα.

-Μένιο τρέχααααααα, φώναξε ή μάλλων τσίριξε έντρομη

Ο κύρ Μένιος πλησιάζει την ανοιχτή πόρτα και με το που βλέπει τον επισκέπτη σαστίζει και ένα "Χριστός και Παναγία" του φεύγει από το στόμα.

-Καλησπέρα, ήρθα να σας κάνω ποδαρικό, τους λέει το αντίγραφο του Μητσοτάκη, με φωνή που πλησίαζε την πραγματική, και κουνώντας τον ώμο, στους κάτωχρους γονείς του Γιώργου.

-Μην κλείσετε πίσω έρχετε και ή Μαρίκα με τα ξεροτήγανα, συνεχίζει, και περνά το κατόφι του σπιτιού με το αριστερό, και μπαίνει μέσα.

Καί ενώ οι γονείς του Γιώργου έχουν μείνει σαν αγάλματα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, μια να κοιτούν πρός τα έξω, μια μεταξύ τους και μία το αντίγραφο του κατά τα άλλα συμπαθούς Έλληνα πολιτικού, μέσα στο σαλόνι έγινε χαμός.

Τα γέλια πρέπει να ακουστήκανε αρκετά οικοδομικά τετράγωνα μακριά.

Κάποιος μάλιστα που εκείνη την ώρα διάλεξε να πιεί σαμπάνια πνήγικε, και οι διπλανοί του τον χτυπούσαν στην πλάτη γελώντας ενώ αυτός γελούσε και έβηχε και παραλίγω να μας μείνει, την ίδια ώρα που, το αντίγραφο χαιρετούσε έναν προς έναν τους υπόλοιπους καλεσμένους, και αυτοί κατακόκκινοι σαν παντζάρια του αντεύχονταν.

Πιάσαμε και κάποιους που έφτυναν στο κόρφο τους και σταυροκοπιούνταν, μετά την χαιρετούρα

Το σίγουρο πάντως είναι πώς κάποιοι είχαν χρόνια να γελάσουν τόσο, και έτσι.

Ο Γιώργος, ο φίλος μας δε, είχε πέσει κάτω κατακόκκινος από τα γέλια κρατώντας με το ένα χέρι την κοιλιά του ενώ με το άλλο χτυπούσε το πάτωμα.

Αφού ξεμασκαρέψαμε τον ηθοποιό μας και συνεφέραμε τους γονείς του Γιώργου, περάσαμε μια βραδιά χάρμα.

Ήταν ίσως το μοναδικό σπίτι που το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, και ενώ ήταν προγραμματισμένο και είχαν γίνει οι σχετικές ετοιμασίες, δεν παίχτηκαν χαρτιά, αλλά λέγονταν και ακούγονταν διάφορα φαιδρά και αστεία και το γέλιο πήγε σύννεφο.

Στό τέλος της βραδιάς οι καλεσμένοι έφυγαν κατακόκκινοι από τα γέλια, χαιρετούσαν και έλεγαν ότι πέρασαν μοναδικά και ότι με τόσα γέλια αποκλείετε να μην πάει καλά ο χρόνος.

Όσο για τον κυρ Μένιο.........

-Βρέ κωλόπαιδα, θέλετε ξύλο, πολύ ξύλο. Τί μου σκαρώσατε βρε???

-Αλλά χαλάλι σας βρέ καλά περάσαμε, σε καλό να μας βγουν τα τόσα γέλια.

Του ευχηθήκαμε, και φύγαμε όπως και οι υπόλοιποι χαχανίζοντας μέχρι τα σπίτια μας, ενώ για αρκετό καιρό το θυμόμασταν και ξεραινόμασταν στά γέλια, στην διάρκεια των συνάξεων του τρελοκομείου,

Ακόμα και τώρα, πολλά χρόνια μετά, που αυτή η παρέα έχει διαλυθεί, ακόμα και τώρα το θυμάμαι και γελάω μόνος μου.

Ας είναι καλά αυτοί οι άνθρωποι όπου και αν βρήσκονται.

Ας είναι καλά

Να είστε και εσείς καλά, όλοι τόσο εσείς όσο και οι αγαπημένοι σας άνθρωποι.

Καλή χρονιά να έχουμε με υγεία χαρές γέλια χρώματα, και ευτυχία.

Κ Α Λ Η Χ Ρ Ο Ν Ι Α

Ε Υ Τ Υ Χ Ι Σ Μ Ε Ν Ο Κ ΑΙ Χ Α Ρ Ο Υ Μ Ε Ν Ο

Τ Ο

2008

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

Χριστούγεννα

Το ξυπνητήρι χτύπησε, με ένα παλιομοδίτικο ντριιιιιιιιιιιιιν.

Αυτός άνοιξε τα μάτια, κουλουριασμένος με την χοντρή κουβέρτα, κοίταξε την ώρα.

05.45, σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, με τον ύπνο να κυριαρχεί ακόμα στο κορμί του.

Πήγε στην τουαλέτα, έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του, και κατόπιν πήρε την οδοντόβουρτσα του και βάλθηκε να καθαρίζει τα δόντια του.

Βγήκε, φόρεσε τα ρούχα που από βραδύς είχε κρεμάσει με την κρεμάστρα από το χερούλι της ντουλάπας του και πήγε στήν κουζίνα.

Κοίταξε το ρολόι του, τον έπαιρνε η ώρα να φτιάξει έναν καφέ και να τον πιεί.

Ανοιξε το ραδιόφωνο, να το έχει για παρέα.

Από αυτό ακούγονταν γιορτινά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, και ευχές για καλά χριστούγεννα για τους ακροατές.

Κάθισε με τον καφέ του στο χέρι και ένα τσιγάρο αναμμένο στο άλλο.

Γύρισε και κοίταξε το ρολόι του, 06.15 και ημερομηνία 25/12.

Χαμογέλασε πικρά.

Άλλες μέρες θα είχε πεταχτεί σαν ελατήριο πάνω για να πάει στήν δουλειά του, αλλά τώρα δεν κουνήθηκε από τον καναπέ του.

Οταν τελείωσε τον καφέ του, σηκώθηκε πήρε τα κλειδιά του και κατέβηκε κάτω στην πιλοτή που ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του.

Μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά, και βγήκε στο δρόμο.

Οι δρόμοι, απ' όπου πέρναγε άδειοι, τα ελάχιστα αυτοκίνητα που συναντούσε ήταν φορτωμένα με διάφορα πράγματα, ένδειξη ότι εφευγαν για να περάσουν την μέρα αυτή κάπου μακριά από την Αθήνα, μαζί με δικάτους αγαπημένα πρόσωπα.

Έφτασε στην δουλειά.

Ευχήθηκε σε όσους δούλευαν αυτή την μέρα, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο

του, έφτιαξε στά γρήγορα ένα καφέ και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά.

Ξεκίνησε με τις προκαταρκτικές εργασίες, και αφού τα ετοίμασε όλα, έδωσε εντολή να ξεκινήσει η παραγωγή.

Το βουητό των μηχανημάτων, σκέπασε ότι γιορτινό υπήρχε τριγύρο μεταρέποντας αυτή την μέρα σαν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.

Αυτός χώθηκε στήν δουλειά του, όπως όλες τις προηγούμενες μέρες.

Τίποτε δεν θύμιζε ότι ήταν χριστούγεννα, εκτώς από το δενδράκι που ο ίδιος είχε φέρει και είχε βάλει πάνω σε ένα ψυγείο και το οποίο με τα λαμπιόνια του να αναβοσβήνουν προσπαθούσε, αλλά μάλλων μάταια, να δείξει ότι αυτή η μέρα είχε κάτι ξεχωριστό.

Εκείνος έτρεχε πότε στους πάγκους πότε στόν υπολογιστή, και πότε στο γραφείο όπου συμπλήρωνε διάφορα χαρτιά και καταστάσεις.

Συχνά πυκνά κατέβαινε και στόν χώρο που ήταν η γραμμή παραγωγής για να δει ότι όλα πάνε καλά, και ανέβαινε πάλι στο γραφείο, ξεκουφαμένος από τον θόρυβο.

Σε μια μικρή ανάπαυλα της δουλειάς, άναψε ένα τσιγάρο και παίρνοντας την κούπα με τον κρύο πια καφέ στά χέρια πλησίασε το ψυγείο που πάνω του ήταν το μικρό χριστουγεννιάτικο δενδράκι, το οποίο με τα στολίδια του, και τα λαμπάκια του να αναβοσβήνουν, προσπαθούσε να τονίσει την διαφορετικότητα της μέρας αυτής.

Εκείνος του χαμογέλασε.

-Άδικα προσπαθείς κακόμοιρο, του είπε, εδώ μέσα τίποτε δεν αλλάζει, καλύτερα κοιμίσου, μην κουράζεσαι άδικα, είπε στο δένδρακι και τράβηξε το φις από την πρίζα.

Τα φωτάκια έσβησαν, και εκείνος χάθηκε σε σκέψεις παλαιότερων χριστουγέννων, τότε που αυτή ή μέρα ήταν πολύ διαφορετική από τις άλλες.

Το χτύπημα του τηλεφώνου τον επανέφερε στήν πραγματικότητα, και ξανα 'ρχισε πάλι να κάνει ότι και την προηγούμενη ώρα.

Πρώτα στόν πάγκο, μετά στά χαρτιά, να συμπληρώνει καταστάσεις και μετά στόν υπολογιστή να ενημερώνει τα αρχεία.

Η ώρα πέρασε, μεσημέριασε πια, πλησίαζε η ώρα να κλείσουν, και να φύγουν να πάνε σπίτια τους.

Έπιασε και κοίταξε το κινητό του, είχε αρκετές απαντήσεις στά χρόνια πολλά που είχε στείλει αλλά καμιά πρόσκληση, όχι ότι περίμενε, αλλά ενδόμυχα πίστευε ότι όλο και κάποιος θα τον καλούσε, αλλά τίποτα.

Κοίταξε τις ευχές, ήταν απαντήσεις από κάποιους απ' όσους είχε στείλει sms,

Σιγά μην το θυμούνταν να στείλουν πρώτοι, σκέφτηκε.

Η δουλειά τελείωσε, κλείδωσε το γραφείο του και έριξε μια τελευταία ματιά πριν φύγει για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε ξεχαστεί τίποτε,και βγήκε έξω, χαιρέτισε τους υπόλοιπους που δούλευαν μαζί και μπήκε στο αυτοκίνητο του, για να γυρίσει σπίτι του.

Κοίταξε το ρολόι του. 16.30, πάει και αυτή η μέρα αναστέναξε, έβαλε μπροστά την μηχανή, και ξεκίνησε

Οι δρόμοι είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν, αλλά η κίνηση ήταν ακόμα λιγοστή

Δεν άργησε να φτάσει σπίτι του, έβαλε το αυτοκίνητο στήν πιλοτή και ανέβηκε στο διαμέρισμά του.

Γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Το ζεστό νερό άρχισε να πέφτει πάνω στο κορμί του παρασύροντας μαζί του και την κούραση που του έχε φορτώσει η μέρα.

Βγήκε έξω φόρεσε μια φόρμα, έφτιαξε ένα τσάι και άραξε στόν καναπέ του.

Γύρισε και κοίταξε τον υπολογιστή του, πήγε μέχρι αυτόν και τον άνοιξε.

Οι διαδικτυακοί του φίλοι του εύχονταν με ευχές ζεστές από καρδιάς, τα χρόνια πολλά

-Με συγκινήσατε βρέ καθάρματα, σας ευχαριστώ όλους να είστε κάλα σιγομουρμούρισε και βάλθηκε να απαντάει σε όλους είτε ομαδικά είτε ατομικά σε έναν έναν.

-Να είστε όλοι καλά, πολύ καλά, πάντα καλά, σιγομουρμούρισε πάλι.

Άνθρωποι που δεν τους ήξερε, που δεν τους είχε δει ποτέ του, που δεν είχε ζήσει τίποτε με αυτούς τον θυμίθηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι.........

Ακούμπησε το δάχτυλο του στή οθόνη του υπολογιστή περνώντας το πάνω από τα ονόματα με τα οποία υπέγραφαν όλοι αυτοι πού του είχαν στείλει ευχές, σαν να ήθελε να στείλει ένα χάδι σε όλους.

Ακούστηκε το χτύπημα του τηλεφώνου.

-Ναι, απάντησε

-Τί ναι βρέ κουρούπελο, το Email που σου έστειλα δεν το είδες?

-Πιό email απάντησε.

-Αυτό πού σε προσκαλούσα, να έρθεις να φάμε, όλοι μαζί σήμερα τό βράδυ.

Θα έρθεις τελικά? πεινάμε ρεεεεεεεε!!!!!!!

Αυτό ήταν, Ερχομεεεεεεεεε ήταν η απάντηση

-Τσακίδιααααααααααααα γιατί άμα αργήσεις η γαλοπούλα δεν θα τρώγετε και θα φάμε εσένα, του είπε η φωνή του καλύτερου του φίλου.

Ντύθηκε και κουτρουβαλώντας στίς σκάλες βρέθηκε στήν πιλοτή και άρχισε να οδηγεί προς το σπίτι του καλού του φίλου.

Σταμάτησε στόν δρόμο και πήρε κάτι να τους πάει, δεν μπορούσε να πάει με άδεια χέρια, δεν του πήγαινε.

Στό κινητό του ήρθε ένα sms.

Το άνοιξε και διάβασε μια και μόνη λέξη

Σερβήραμεεεεεεεεεεεε.

Μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο και έφτασε στο σπίτι του φίλου του, πάρκαρε και κατέβηκε

μπήκε μέσα στήν είσοδο, ανέβηκε τις σκάλες, και χτύπησε το κουδούνι.

Του άνοιξε εκείνος, στο τραπέζι ήταν μαζεμένοι η οικογένεια του φίλου του και μερικοί ακόμα καλεσμένοι.

-Άντε ρε χριστιανέ μου του είπαν έλα κάτσε.

Κάθισε στο τραπέζι, χαμογελώντας.

Αυτή η μέρα τελικά ήταν ξεχωριστή και για αυτόν, αν και στο τέλος της, είχε το κάτι διαφορετικό.

Ήταν σίγουρος πώς θα περνούσε πολύ ζεστά, και πολύ ωραία.



Υ.Γ. Το τραγούδι αφιερόνετε, σε όσους με τιμάτε με τίς επισκέψεις σας, φανερούς και κρυφούς επισκέπτες

Τα όνειρά σας ευχές μου.

ALEXIS B

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Πρός τα Χριστούγεννα

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, η πόλη είχε στολιστεί από καιρό μάλιστα.
Όλα ήταν φωτεινά και χρωματιστά στολίδια είχαν τοποθετηθεί παντού. Δρόμοι και πλατείες είχαν στολιστεί, και τα βράδια φωτίζονταν με χρωματιστά φώτα.
Στό κέντρο της πόλης ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δένδρο ήταν τοποθετημένο στήν μέση της πλατείας και, την νύχτα, φωτιζόταν από εκατοντάδες πολύχρωμα λαμπιόνια.
Όλα τα καταστήματα ήταν διακοσμημένα με περίτεχνα στολίδια, και από παντού ακούγονταν τα σχετικά τραγούδια.
Αυτός ανοιξε την πόρτα του σπιτιού του και βγήκε έξω. Έκανε κρύο, και κούμπωσε το μπουφάν του.
Περπατούσε χαλαρά στό δρόμο, έναν δρόμο γεμάτο από ανθρώπους, άντρες γυναίκες, παιδιά, άλλοι κρατούσαν σακούλες με διάφορα πράγματα, άλλοι κοιτούσαν τις βιτρίνες και άλλοι μπαινόβγαιναν στα καταστήματα που ήταν γεμάτα κόσμο.
Σταμάτησε στο ΑΤΜ της τράπεζας και πήρε κάποια χρήματα.
Πλήρωσε κάποιους λογαριασμούς και μπήκε σε ένα κατάστημα και αυτός.
Ήθελε να αγοράσει κάποια δώρα για τα ανίψια του, τί όμως να τους πάρει?
Είχαν μεγαλώσει πια και τα πράγματα που ήθελαν δεν ήταν τα ίδια όπως παλιά.
Τα είχε ψαρέψει όμως και ήξερε τί ήθελαν.
Αγόρασε τα δώρα
Θα πάθουν τα μικρά όταν τα δουν, σκέφτικε και χαμογέλασε με νόημα.
Περνώντας από ένα βιβλιοπωλείο, σταμάτησε στήν βιτρίνα, μπήκε μέσα.
Αγόρασε ένα λεύκωμα που το είχε βάλει στο μάτι από καιρό.
Του άρεσαν τα λευκώματα και είχε αρκετά.
Εξασκούν το μάτι και δίνουν ιδέες, είχε πει σε κάποιο πωλητή σε ένα βιβλιοπωλείο, παλαιότερα που είχαν πιάσει την κουβέντα.
Ξαναβγήκε έξω στόν δρόμο και συνέχισε να περπατάει.
Είχε να πάρει κάτι ακόμα για μια καλή του φίλη που έμενε μακριά.
Θα της πάρω κάτι μικρό και ανθεκτικό, για να μπορεί να μεταφερθεί με το ταχυδρομείο χωρίς να καταστραφεί, αλλά και ωραίο.
Της διάλεξε κάτι, χωρίς πολύ κόπο, ήξερε ότι αυτή δεν θα δώσει βάση τόσο στό δώρο, όσο στήν χειρονομία.
Περνώντας έξω από ένα κατάστημα με ρούχα, είδε ένα σετάκι που του άρεσε και μπήκε μέσα.
Μετά από λίγο βγήκε κρατώντας στο χέρι την σακούλα με τα ρούχα.
Αισθανόταν τυχερός γιατί, όπως είπε η πωλήτρια που τον εξυπηρέτησε ήταν το τελευταίο σετάκι στό νούμερό του.

Είχε τελειώσει με τα ψώνια του και άρχισε να περπατά προς το σπίτι του.

Πέρασε από ένα καφέ με αρκετό κόσμο, του άρεσε η ατμόσφαιρα και αποφάσισε να κάτσει να πάρει έναν καφέ.

Κάθισε σε ένα τραπεζάκι, παράγγιλε και έβγαλε από την σακούλα το λεύκωμα, άρχισε να το ξεφυλλίζει κοιτώντας με προσοχή τις φωτογραφίες και διαβάζοντας τις λεζάντες.

Ήπιε τον καφέ του, και σηκώθηκε, έκανε νόημα στήν σερβιτόρα, και αφού πλήρωσε, ξεκίνησε για το σπίτι του.
Είχε απομακρυνθεί πολύ από αυτό και προτίμησε να γυρίσει με το λεωφορείο.
Έβγαλε ένα εισιτήριο από την τσέπη του και στάθηκε στήν στάση να περιμένει μαζί με άλλους.
Το λεωφορείο έφτασε, ήταν γεμάτο, μπήκε μέσα και στριμώχτηκε μαζί με τους άλλους.
Από παντού ακούγονταν τριξίματα από σακούλες, οι γιορτές ήταν κοντά και όλοι οι άνθρωποι ψώνιζαν πράγματα που προορίζονταν για δώρα, είτε για άλλους ή για τους εαυτούς τους.
Ούτος η άλλος ο 13ος μισθός ήταν μια ευκαιρία για λίγη κρεπάλη.
Εφτασε στό σπίτι, τακτοποίησε τα πράγματα που είχε πάρει.
Κοίταξε γύρω του το σπίτι ήταν αστόλιστο, με την δουλειά του και τα διάφορα που είχε να κάνει, δεν είχε βρεί την ευκαιρία, τον χρόνο να το κάνει.
Αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για αυτό.
Κατέβηκε στήν αποθήκη και βρήκε το πλαστικό χριστουγεννιάτικο δένδρο τυλιγμένο σε σελοφάν.
Το πήρε και το ανέβασε στό διαμέρισμα του, έφερε και μια κούτα με στολίδια.
Είδε ότι δεν ήταν αρκετά και βγήκε να αγοράσει μερικά ακόμα.
Γύρισε σπίτι του με τα καινούρια στολίδια που είχε πάρει και αφού έκανε πρώτα ένα καλό καθάρισμα στό σπίτι βάλθηκε να στολίζει το δέντρο και μετά όπου μπορούσε να κρεμάσει στολίδια Τελείωσε το στόλισμα και κάθισε στόν καναπέ και κοιτούσε ολόγυρα.
Στήν γωνία, δίπλα στό παράθυρο είχε βάλει το στολισμένο δένδρο, πάνω στήν κουρτίνα είχε κρεμάσει μπαλίτσες και φιόγκους από χρωματιστή φαρδιά κορδέλα, στα καρφιά των κάδρων είχε κρεμάσει μπαλίτσες, καμπανούλες και άλλα πολύχρωμα στολίδια.
Είχε διακοσμήσει ακόμα και ένα δενδράκι που κοσμούσε το μπαλόνι του με λίγες μπαλίτσες και φωτάκια που τα είχε βάλει ανάμεσα στά κλαδάκια του.
Το φως είχε αρχίσει σιγά σιγά να χάνετε.
Με όλα αυτά που είχε κάνει είχε περάσει η ώρα και δεν το είχε καταλάβει.
Κατάλαβε ότι πεινούσε, δεν είχε βάλει τίποτε στό στόμα του.
Ετοίμασε κάτι πρόχειρο να γευματίσει, δεν είχε κέφι για πολλά πολλά.
Οταν τελείωσε πήγε στο τηλέφωνο.
Κανόνισε την μέρα που θα πήγαινε να δώσει τα δώρα στά ανίψια του, δυστιχώς δεν ήταν η μέρα των χριστουγέννων, θα έφευγαν, ήταν καλεσμένοι αλλού και έτσι κανόνισε μια άλλη μέρα.
Είχε πια σκοτινιάσει για τα καλά.
Τα φωτάκια από τα διπλανά σπίτια άρχισαν να αναβοσβήνουν βάφοντας την νύχτα με μια μεγάλη παλέτα χρωμάτων, βγήκε και αυτός και έβαλε τα φωτάκια, που είχε βάλει στό δένδρο του μπαλκονιού του στό ρεύμα, αυτά άρχισαν να αναβοσβήνουν προσθέτοντας και αυτά το χρωματιστό φως τους στήν πολύχρωμα φωτισμένη γειτονιά.
Άναψε και τα φωτάκια του πλαστικού χριστουγεννιάτικου δένδρου του, έσβησε τα μεγάλα φώτα, αφήνοντας μόνο ένα μικρό πορτατίφ, έβαλε ένα ποτό και κάθισε πάλι στόν καναπέ.
Πάτησε το κουμπί στό τηλεκοντρόλ του cd και σήκωσε το ποτήρι στόν αέρα.
-Στήν υγειά σου μεγάλε, μονολόγησε και ήπιε μια γουλιά.
Στήν υγειά σου........











Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Επικοινωνία μεταξύ...... ανθρώπων

Σήμερα ήμουν και απολάμβανα τον καφέ μου στήν καφετέρια που κάθομαι συνήθως.

Στό διπλανό τραπέζι κάθονταν δυό κοπελιές και συζητούσαν για διάφορα.

Κάποια στιγμή, πήρε το αυτί μου ένα κομμάτι της συζήτησής τους που μου φάνηκε περίεργο.

-Θα τα πούμε το Σαββατοκύριακο???
-Οχι, γιατί το Σαββατοκύριακο έχω να πάω σε ένα σεμινάριο

-Τι σεμινάριο είναι αυτό???

-Είναι ένα σεμινάριο για την επικοινωνία, το κάνει ένας πολύ καλός ψυχολόγος.

-Θα είναι και τις δυό μέρες???

-Ναι θα είναι όλο το Σαββατοκύριακο????

Σεμινάριο για την επικοινωνία????????

Μη χειρότερα τη άλλο θα ακούσω, σκέφτικα.

Ζούμε σέ έναν κόσμο που όλα τα έμβια όντα μπορούν να επικοινωνήσουν, μεταξύ τους.

Τα έντομα τα ζώα τα φυτά, όλα, αν παρατηρήσουμε την φύση, θα τα δούμε να επικοινωνούν για να καλύψουν όχι μόνο τις ατομικές τους ανάγκες, αλλά και τις ανάγκες της ομάδας μέσα στήν οποία είναι ενταγμένα, και μέσο της οποίας εξασφαλίζετε η επιβίωση τόσο της ομάδας όσο και του ατόμου.

Το χάρισμα της επικοινωνίας είναι έμφυτο στόν άνθρωπο, ακόμα και ένα μωρό λίγων ημερών μπορεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον και να δώσει να καταλάβουν οι άλλοι ότι έχει μια ανάγκη, πεινάει, λερώθηκε, πονάει, νυστάζει, και δεν μπορούν να το κάνουν δύο ενήλικες?????

Γύρισα σπίτι, έφτιαξα ένα τσάι και αφού έβαλα ένα cd να παίζει έκατσα στόν καναπέ μου.

Οι κουβέντα αυτή που άκουσα στριφογύριζε μές στό μυαλό μου.

Μα γιατί να συμβαίνει αυτό??? Μου φαινόταν αδύνατο, και θα έλεγα και επικίνδυνο να συμβαίνει.

Εψαξα λοιπών στίς δικές μου αναμνήσεις, σε όλα αυτά που μου έχουν συμβεί προσωπικά εμένα και σε ότι έχω ακούσει να βρώ μια απάντηση.

Τί πραγματικά συμβαίνει???

Οι άνθρωποι δεν ΜΠΟΡΟΥΝ η ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ να επικοινωνούν????

Έπιασα το ένα σκέλος. Δεν μπορούν.

Ήταν κάτι που το απέρριψα αμέσως, και ο λόγος είναι απλός.

Εκτώς από τα μέσα που μας προίκισε η φύση, τη γλώσσα, για την κατά πρόσωπο επικοινωνία,

έχουμε στήν διάθεσή μας τόσα άλλα τεχνικά μέσα που διευκολύνουν την επικοινωνία, έτσι ώστε ένας άνθρωπος να μπορεί να επικοινωνήσει με έναν άλλο από όποια απόσταση και από όποιο χώρο θέλει ανεμπόδιστα.

Άρα λοιπών κατέλιξα στό συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δυστιχώς τελικά δεν θέλουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

Το δυστύχημα είναι ότι βρήκα πολλά παραδείγματα που με οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα.

Θα παραθέσω εδώ κάποια για του λόγου το αληθές.

Θα θυμηθώ για αρχή, κάποιον γνωστό μου που κάναμε μαζί πολύ παρέα κατά το παρελθόν, τηλεφωνιόμασταν βγαίναμε, κτλ κτλ.

Όταν αυτός παντρεύτηκε και άνοιξε ένα μαγαζί, αρχίσαμε να χανόμαστε.

Λογικό θα μου πείτε, και συμφωνώ απολύτως, άλλαξε η ζωή του έπρεπε να δώσει χρόνο στην οικογένειά του, και στήν δουλειά του Φυσικά και καλά έκανε.

Όμως αυτός χανόταν όλο και περισσότερο, τα διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξύ των συναντήσεων ή των τηλεφωνημάτων συνεχώς μεγάλωναν μέχρι που χαθήκαμε τελείος, και αυτό δεν συνέβαινε μόνο με εμένα και αυτόν, αλλά και με άλλους πιο στενούς του φίλους.

Είναι όμως δυνατό μέσα σε 30 δεκαεξάωρα που που είναι ξύπνιος μέσα στόν μήνα να μην παίρνει ένα τηλέφωνο ούτε για τα τυπικά????

Μπορεί να μην έχει χρόνο να πάρει ένα τηλέφωνο να πει "Χρόνια πολλά για την γιορτή σου" σε κάποιον από τους φίλους του????

Πόσος χρόνος απαιτήτε πια για μια τέτοια κίνηση, που δεν μπορεί να τον εξοικονομήσει???

Αποτέλεσμα, όταν εγώ σταμάτησα να τον παίρνω τηλέφωνο, να χαθούμε τελείος, τόσο που αμφιβάλω και αν θυμάτε ότι υπάρχω κιόλας, και αυτό, όπως προείπα έχει γίνει και με άλλους πιο στενούς του φίλους.

Ένα δεύτερο πράγμα που συμβαίνει, είναι όταν συναντώ κάποιον στόν δρόμο και με ρωτά το, για εμένα, εξοργιστικό.

"Τον..... τον βλέπεις?? Τη κάνει αυτή ή ψυχή?????"

Τότε ακούει από εμένα τα εξείς.

"Τον.........???, Το τηλέφωνό του το έχεις?....Ε, πάρε τον ίδιο και ρώτα τον τί κάνει, αφού έχεις το τηλέφωνό του, γιατί δεν τον παίρνεις???"

Τότε ο συνομιλητής μου έρχετε σε αμηχανία, λες και του ζητώ να ζωγραφίσει την γκουέρνικα, και μου απαντά ότι έχω δίκαιο και πρέπει κάποια στιγμή να τον πάρω, αλλά....Και αρχίζει να μου δίνει φτηνές δικαιολογίες, γιατί έχει χαθεί από όλους, λόγο υποχρεώσεων, κτλ κτλ, και ότι φταίει αυτό ή εκείνο, και όχι ο ίδιος.

Ένα ακόμα παράδειγμα που έχω πρόχειρο αφορά έναν παλιό μου συμφοιτητή που και με αυτόν έχω πια χαθεί.

Όσο ήμασταν στήν σχολή ήμασταν μαζί σχεδόν συνέχεια, κάναμε πολύ και καλή παρέα.

Τον είχα φιλοξενήσει σπίτι μου τόσο στήν Αθήνα όσο και στήν Φλώρινα που σπουδάζαμε.

Απ' όταν πήραμε τα πτυχία μας και μετά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Κάποια στιγμή μετά από χρόνια, συναντηθήκαμε στό κέντρο της Αθήνας.

"Εχασα την ατζέντα με τα τηλέφωνα μου" μου είπε.

Του ξαναέδωσα το τηλέφωνό μου, κινητό και σταθερό, μου έδωσε και αυτός το δικό του, χάρηκε(?) πολύ που με ξαναβρήκε και συμφωνήσαμε να τηλεφωνηθούμε την άλλη μέρα το πρωί για να κανονίσουμε να πάμε για κανένα καφέ και να τα πούμε με την ησυχία μας.

Τον πήρα όπως είχαμε συμφωνήσει, η απάντηση που μου ήρθε ήταν ότι η κλήση μου προωθούνταν. Του άφησα μήνυμα, ενώ λίγο αργότερα του έστειλα sms.

Εδώ και πέντε χρόνια "περιμένω" απάντηση.

Ένα τελευταίο παράδειγμα, για να μην σας κουράσω είναι από ένα φιλικό μου ζευγάρι που πρόσφατα χώρισε.

Η αιτία, “Δεν μπορούσαμε να συνενοηθούμε.”

Σοβαρά??? γιατί του μιλούσες ξαφνικά Κινέζικα και δεν σε καταλάβαινε????

Όχι βέβαια, και φυσικά ούτε αυτός σου μιλούσε Κινέζικα και δεν καταλάβαινες εσύ, κοπέλα μου.

Και πέντε και βάλε χρόνια που τα είχατε πώς συνενοούσασταν, πώς καταλαβαίνατε ο ένας τον άλλο και τώρα δεν μπορείτε, εκτώς αν δεν συζητούσατε σοβαρά, αν παίζατε μικρά μου.

Αν η σχέση σας μέσα στόν γάμο μετατράπηκε από συναγωνιστική σε ανταγωνιστική, και ο εγωισμός σας σας εμπόδιζε να ΑΚΟΥΣΕΤΕ ο ένας τον άλλο, δεν είναι αδυναμία επικοινωνίας, κάτι άλλο είναι.....

Αυτά τα παραπάνω παραδείγματα, που είναι απλά ένα δείγμα, μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε αδυναμία, η ΆΡΝΗΣΗ επικοινωνίας?????

Πραγματικά δεν ξέρω τον λόγο που οι άνθρωποι η δυσκολεύονται η δεν επικοινωνούν πια.

Ειλικρινά δύσκολα θα πειστώ, ότι δεν μπορούν με όλα αυτά τα μέσα στήν διάθεσή τους.

Η δικές μου εμπειρίες είναι ότι δεν θέλουν.

Το γιατί, ας το ψάξει ο κάθε ένας μόνος του.

Δεν πιστεύω ότι δεν μπορεί κάποιος, εκεί που αναρωτιέτε "τη να κάνει ο ...." δεν μπορεί να βρεί ένα λεπτό να στείλει ένα sms, και να ρωτά "Που χάθηκες βρέ 'συ"

Λοιπάμε που το λέω αλλά δεν θέλει να το βρεί αυτό το λεπτό.

Η επικοινωνία, δέν θέλει κόπο ούτε έχει κάποια δυσκολία.

Θέλει ΘΕΛΗΣΗ και ΜΟΝΟ. Τίποτε άλλο.


Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Μαγειρεύοντας 2

Λοιπών, επειδή έπεσε πείνα λέω να βάλω κατσαρόλα, να λιγδώσει και λίγο το αντεράκι μας.
Έχουμε λοιπών και λέμε.
Παίρνουμε ένα πακέτο έτοιμες καθαρισμένες γαρίδες, και τις βάζουμε σε τηγάνι που έχουμε πρώτα λαδώσει, σε μεσαία φωτιά. αφού αρχίσουν να ροδίζουν, προσθέτουμε σκόρδο κρεμμύδι, και τριμμένη στον τρίφτη ντομάτα , η εναλλακτικά έτοιμη τριμμένη ντομάτα, προσθέτουμε ελιές καλαμών κομμένες, στα τέσσερα, μερικές σταγόνες ταμπάσκο, (εγώ βάζω όλο το μπουκάλι, χιχιχιχιχιχι) τριμμένο τυρί φέτα, και δυόσμο
Αφήνουμε την σάλτσα να δέσει, και τη σερβίρουμε μαζί με ένα κάτασπρο σπυρωτό πιλαφάκι.
Προτείνετε να συνοδευτεί από σαλάτα μαρούλι και λευκό κρασί

Υλικά

500 γραμμάρια έτοιμη καθαρισμένη γαρίδα μεσαίο μέγεθος
250 γραμμάρια έτοιμη τριμμένη ντομάτα.
10-15 ελιές κομμένες στα τέσσερα
300 γραμμάρια τριμμένο τυρί φέτα
Ταμπάσκο.
Μερικά φυλλαράκια δυόσμο
Σκόρδο, κρεμμύδι, ανάλογα με το γούστο μας.

Καλή όρεξη.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Η Νύχτα....Τό Ονειρο



Si je toublie pendant le jourJe passe mes nuits te maudireEt quand la lune se retireJai lme vide et le cur lourdLa nuit tu mapparais immenseJe tends les bras pour te saisirMais tu prends un malin plaisirA te jouer de mes avancesLa nuit, je deviens fou, je deviens fouEt puis ton rire fend le noirEt je ne sais plus o chercherQuand tout se tait revient lespoirEt je me reprends taimerTantt tu me reviens fugaceEt tu mappelles pour me narguerEt chaque fois mon sang se glaceTon rire vient tout effacerLa nuit, je deviens fou, je deviens fouLe jour dissipe ton imageEt tu repars je ne sais oVers celui qui te tient en cageCelui qui va me rendre fouLa nuit je deviens fou, je deviens fou


Ω νύχτα εσύ απέραντη, που τείνεις τα χέρια να αρπάξεις μέσα από το μυαλό μου το ωραίο μου όνειρο, με μια πονηρή ευχαρίστηση.
Εγώ αγωνίζομαι να το κρατήσω αλλά το νιώθω να χάνετε μαζί με την γλυκιά του θαλπωρή.
Σιγά σιγά μου το κλέβεις και το κάνεις δικό σου. Τότε το γέλιο σου αντηχεί και το όνειρο χάνετε, ολοκληρωτικά από εμένα.
Τρελαίνομαι. Αρχίζω να ψάχνω, θα σε βρώ, θα το βρώ όπου και να το έκρυψες νύχτα.
Ψαχνω παντού, σαν παράφρον, και εσύ πότε το κρύβεις και πότε το αφήνεις να επιστρέφει και να γεμίζει πάλι το μυαλό μου με την γλυκύτητα του
Παίζεις μαζί μου νύχτα.
Το αίμα μου παγώνει, όταν το γέλιο σου έρχεται να μου θυμίσει πώς εσύ το έχεις.
Παίζεις και γελάς μαζί μου, και εγώ ψάχνω
Πέφτω κατάκοπος από την προσπάθεια στο πάτωμα, ο ύπνος με κατακτά, ο σύμμαχός σου ύπνος, και εσύ συνεχίζεις να γελάς.
Ξυπνώ ο ήλιος μου θαμπώνει τα μάτια.
Η ημέρα σε έχει σκορπίσει και εγώ σαν τρελός ψάχνω το χαμένο μου όνειρο, που ξέρω ότι το κρατάς φυλακισμένο κάπου.
Το ξέρω είναι ζωντανό υπάρχει, και εγώ δεν θα σταματήσω ποτέ να σε ψάχνω χαμένο μου όνειρο....

Εμπνευσμένο από τους στοίχους του τραγουδιού του Sal. Adamo, La nuit που παραθέτω πιο πάνω.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

Μήπως κάτι σας θυμίζει???????

Η ζωή σώθηκε σαν από θαύμα

Εξετάζοντας τα στρώματα όπου υπάρχουν τα ίχνη των Πέντε Μεγάλων, οι ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι καμία από αυτές δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα μεμονωμένο αίτιο. Πάντα πρόκειται για πολλές ατυχείς συγκυρίες που, όλες μαζί συνδυασμένα, κατέστησαν ανέφικτη τη ζωή για τα ζώα της Γης. Η καταστροφή που έγινε κατά τη μετάβαση από το Πέρμιο στο Τριαδικό, πριν από 251 εκατομμύρια χρόνια, καταδεικνύει καλύτερα από κάθε άλλη το τι συνέβη πραγματικά. Η καταστροφή αυτή θεωρείται η μεγαλύτερη των Πέντε Μεγάλων και, σύμφωνα με κάποιον από τους επιστήμονες που μελέτησαν σε βάθος τα γεγονότα της περιόδου αυτής, δε θα πρέπει να αναρωτιόμαστε πώς έγινε και εξαφανίστηκαν τότε τόσο πολλά από τα είδη της Γης, αλλά μάλλον πώς υπήρξαν κάποια που επιβίωσαν. Τα περισσότερα είδη ζούσαν τότε στη θάλασσα, ιδιαίτερα στα ρηχά νερά, αλλά μετά την καταστροφή οι παλιές ακτογραμμές είχαν αλλάξει ολοκληρωτικά. Όλες οι ήπειροι είχαν συσπειρωθεί σε μία γιγάντια υπερήπείρο, την Παγγαίο, που απλωνόταν από ψηλά στο Βόρειο ημισφαίριο μέχρι το Νότιο Πόλο. Όλες οι παράκτιες ζώνες που υπήρχαν παλιότερα ανάμεσα στις μικρότερες ηπείρους είχαν τώρα συνενωθεί.
Ακολούθησε μία σειρά μεγάλων ηφαιστειακών εκρήξεων στη σημερινή Σιβηρία. Η τέφρα απέκλεισε αρχικά το φως του ήλιου και πάγωσε τη Γη, αλλά μαζί μ' αυτήν απελευθερώθηκε και διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο δημιούργησε ένα φαινόμενο θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα τη σημαντική άνοδο της θερμοκρασίας. Οι κλιματικές μεταβολές αποτελούν γενικά, μαζί με τις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης, δύο από τις σημαντικότερες αιτίες των μαζικών εξαφανίσεων στην ιστορία της Γης.
Τα μεγάλα δάση που κάλυπταν τη Γη κατά το Πέρμιο είχαν παραγάγει μεγάλες ποσότητες οξυγόνου, οι οποίες τώρα έρχονταν να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε ένα επικίνδυνο κοκτέιλ. Το οξυγόνο αντέδρασε με το θειάφι των ηφαιστείων, δίνοντας κυριολεκτικά το έναυσμα για πυρκαγιές σε όλο τον πλανήτη, που τις τροφοδοτούσαν γενναιόδωρα οι τεράστιες ποσότητες ξυλείας.
Όταν κόπασε η καταστροφή, το οικοσύστημα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, με καινούργιους συντελεστές. Το 95% των ειδών που υπήρχαν πριν είχαν αφανιστεί. Η μετάβαση ήταν τόσο ραγδαία και η αλλαγή στα είδη της πανίδας τόσο μεγάλη, που τα γεγονότα της Πέρμιας-Τριαδικής αποτέλεσαν το όριο μεταξύ του Παλαιοζωικού και του Μεσοζωικού αιώνα, ο οποίος θα γινόταν η εποχή των δεινοσαύρων.
Στα γεωλογικά στρώματα των περιόδων που ακολουθούν αμέσως μετά από μία καταστροφή οι επιστήμονες ανακαλύπτουν συχνά απολιθώματα, τα οποία μαρτυρούν έντονους πειραματισμούς και ταχύτατη εξέλιξη. Με λίγη τύχη, κάθε φορά, μερικά από αυτά τα νέα είδη κατάφερναν να κρατηθούν στη ζωή και να προσαρμοστούν σε νέους τρόπους διαβίωσης, που προσφέρονταν μετά την εξαφάνιση των παλιών ειδών.
Μετά την καταστροφή της Πέρμιας-Τριαδικής, τα ηνία ανέλαβαν οι αρχαίοι προγονοί των θηλαστικών, τα θηραψιδωτά ερπετά, και αργότερα οι πρώτοι δεινόσαυροι, που διαδέχτηκαν πολλά μεγάλα αρπακτικά αμφίβια. Εάν είχαν επιβιώσει στο Τριαδικό τα περισσότερα από τα αμφίβια που ζούσαν μέχρι τότε, οι προγονοί μας θα είχαν ισχυρούς ανταγωνιστές και η ιστορία θα είχε, ίσως, ακολουθήσει εντελώς διαφορετική πορεία.

Βιβλιογραφία
http://www.physics4u.gr/articles/2006/extictions.html

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Ενδιαφέροντα links για τίς κλιματικές αλλαγές

Τα παρακάτω Link's αναφέρονται σε ότι νεότερο για τις κλιματικές αλλαγές και την συνάντηση στό Μπαλί για το περιβάλλον.
Τα links αναφέρονται σε άρθρα από το περιοδικό Der spiegel.
Δείτε τα.


http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,522024,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521810,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521153,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,520633,00.html

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521075,00.html

http://environment.independent.co.uk/climate_change/article3218026.ece

Και φυσικά ένα τραγουδάκι για να έχετε να ακούτε




Ελπίζω να τα βρείτε ενδιαφέροντα, και το τραγούδι να σας αρέσει.
Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Γεννηθήτω ΦΩΣ




Και είπε ο Θεός "Γεννηθήτω ΦΩΣ", και εγένετο φως.

Και μαζί γεννήθηκε και κάτι άλλο, ο χρόνος.

Και άρχισε η δημιουργία, και έφτιαξε ο Θεός τα δημιουργήματα του, και τέλος τον άνθρωπο.

Και άρχισε να τον παρατηρεί, μαζί με τον χρόνο, να εξελίσσετε, και να αυξάνει σε πληθυσμό.

Χαμογελούσε ο Θεός που τα δημιουργήματα του εξελίσσονταν κανονικά, και ο άνθρωπος άρχισε να ανακαλύπτει πράγματα και να λειτουργεί μέσα στην φύση αρμονικά. Όσπου κάποια στιγμή..........

Ένας άνθρωπος, ψαρεύει στήν όχθη ενός ποταμού, πιάνει ένα ακόμα ψάρι και το βάζει στό χορτάρι δίπλα του.

Έχει πιάσει και άλλα ψάρια, είναι αρκετά για να θρέψει την οικογένεια του, τα μαζεύει, μαζεύει και τα εργαλεία του και ξεκινά.

Βλέπει να τον πλησιάζουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, με ξύλα και πέτρες στά χέρια, απορεί, τί να θέλουν?

Τον πιάνουν και τον χτυπούν, τον αφήνουν νεκρό, παίρνουν τα ψάρια και τα εργαλεία και φεύγουν.

-Το είδες αυτό, λέει ο χρόνος στόν Θεό.

-Το είδα, απαντά ο Θεός

-Και δεν θα κάνεις κάτι?

-Θα καταλάβουν μονοί τους, είναι νωρίς ακόμα, θα καταλάβουν

-Καλά και αυτοί? ρωτά ο χρόνος τον Θεό, δείχνοντάς του ένα άλλο σημείο.

Εκεί, σε μια σπηλιά δίπλα σε μια φωτιά που σιγόκαιγε μια μητέρα τυλιγμένη σε μια γούνα με ένα μωρό στην αγκαλιά.

-Και αυτοί? επιμένει ο χρόνος, δεν θα κάνεις τίποτα? Τι θα γίνουν αυτοί?

-Τους έχω δώσει μυαλό, μπορούν να τα βγάλουν πέρα, αρκεί να προσπαθήσουν για να πετύχουν, να κερδίσουν την ζωή, απάντησε.

Ο χρόνος πέρασε, η ζωή άλλαξε ο άνθρωπος εξελίχτηκε, πλήθυνε.

Άρχισε να ζει ομαδικά, να καλλιεργεί την γή, εξημέρωσε ζώα.

Ένα χωριό, καμιά δεκαριά ξύλινες καλύβες αλυμένες με πηλό και χορταρένια σκεπή κοντά η μία στήν άλλη, γύρω γύρω χωράφια με σπαρτά, και στήν άκρη του χωριού, μέσα σε μια ξύλινη περίφραξη μερικά πρόβατα και κατσίκες.

Οι άνθρωποι του χωριού απασχολούνταν με διάφορες εργασίες ενώ τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα ανάμερα στίς καλύβες και μέσα στην φύση.

Μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων φάνικε από μακριά να πλησιάζει το χωριό, οι κάτοικοι του χωριού, σταμάτησαν και άρχισαν να κοιτούν προς τους νεοφερμένους?

Πλησίασαν το χωριό και μπήκαν μέσα, άρχισαν να σπάνε να καταστρέφουν και να σκοτώνουν τους κατοίκους του χωριού.

Σε λίγη ώρα όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ήταν νεκροί, και οι καλύβες όλες καίγονταν, οι άνθρωποι που το είχαν κάνει, απομακρύνονταν τώρα κουβαλώντας ότι μπορούσαν από το χωριό, παίρνοντας μαζί τους και όσα πρόβατα και κατσίκες βρήκαν.

Ο χρόνος κοίταξε τον Θεό.

-Θα μάθουν, θέλουν χρόνο. Θα μάθουν.

Ο καιρός πάλι πέρασε οι άνθρωποι εξελίχτηκαν, άλλαξαν και μαζί τους άλλαξε και ή ζωή.

Άρχισαν να ζουν σε μεγαλύτερες ομάδες, έχτιζαν πόλεις, περιτριγυρισμένες με τοίχοι, με όμορφα κτίρια με αγορές ναούς θέατρα, είχαν καράβια, ταξίδευαν στίς θάλασσες, άμαξες, ταξίδευαν στίς στεριές, έκαναν γιορτές, αγώνες.

Μία πόλη, με τα λαμπερά παλάτια της,το θέατρο της, την αγορά της, και σπίτια, πολλά λιθόχτιστα σπίτια, και όλα περιτριγυρισμένα από ένα ψηλό τοίχος.

Μέσα στην πόλη, άνθρωποι απασχολούνταν με διάφορα.

Άλλοι εργάζονται, σε εργαστήρια άλλοι περπατούν συζητώντας.

Έξω από τα τοίχοι της πόλης, άλλοι άνθρωποι απασχολούνται με τις εργασίες στά χωράφια, άλλοι με τα κοπάδια, κάποιοι επιστρέφουν από κυνήγι και κάποιοι άλλοι από ψάρεμα.

Μία μητέρα με το παιδί της σε μια πλευρά του τοίχους, αγναντεύουν τον ήλιο να βασιλεύει στήν θάλασσα, και θαυμάζουν τα χρώματα που κοσμούν τον ουρανό, και το θαλασσινό νερό.

-Μαμά κοίτα, ένα καράβι, να και άλλο, και άλλο, τί όμορφα που είναι.

-Και άλλο, και άλλο, γέμισε η θάλασσα καράβια, έκανε η μητέρα τρομαγμένη.

-Πάμε, είπε στόν γιό της και έτρεξαν στό σπίτι τους.

Τα καράβια ένα ένα στήν αρχή και μετά πολλά μαζί έφταναν στην στεριά, σιδερόφραχτοι άνθρωποι κρατώντας λογής λογής όπλα έβγαιναν από τα καράβια που έφταναν.

Οι άνθρωποι τής πόλης κυνηγημένοι από τους ανθρώπους των καραβιών έτρεχαν προς την πόλη τους να σωθούν, κάποιοι δεν πρόλαβαν, Οι πόρτες έκλεισαν, και έμειναν έξω, βορά των ανθρώπων που έφεραν τα καράβια.

Πάνω στα τοίχοι φάνηκαν άλλοι άνθρωποι, της πόλης άνθρωποι, και αυτοί σιδερόφραχτοι, κρατώντας λογιών λογιών όπλα.

Ο πόλεμος άρχισε, άνθρωποι έπεφταν νεκροί και από τις δύο πλευρές.

Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες. Ο πόλεμος συνεχιζόταν, μέσα στήν πόλη η πείνα η δίψα και οι αρρώστιες θέριζαν τους κατοίκους, οι δρόμοι σπαρμένη με πτώματα.

Μία μητέρα με το νεκρό παιδί της στην αγκαλιά περπατά στους έρημους δρόμους, το βλέμμα της στό άπειρο, δεν έχει πια λογικά, Μονολογεί, "Τί όμορφα καράβια".

Ένα σφύριγμα ακούγετε και σταματά πάνω της. Πέφτει και αυτή νεκρή.

-Λοιπών, τα είδες, λέει ο χρόνος στόν Θεό

-Έχουν λογική θα καταλάβουν. Μόνοι τους θα τα σταματήσουν όλα αυτά. Μπορούν να καταλάβουν το παράλογο. Θέλουν χρόνο, θα καταλάβουν

Ο χρόνος γύρισε προς την πόλη, οι άνθρωποι που είχαν φέρει τα καράβια είχαν τώρα μπεί μέσα, σκότωναν κατέστρεφαν έκαιγαν.

Γύρισαν στά καράβια κουβαλώντας ότι πολύτιμο υπήρχε σε αυτήν.

Η πόλη πια δεν υπήρχε, ότι είχε απομείνει όρθιο καιγώταν. και τίποτε δεν είχε απομείνει ζωντανό πια εκεί.

Άνθρωποι της πόλης που είχαν γλιτώσει σέρνονταν δεμένοι σε μακριές σειρές και στοιβάζονταν στά αμπάρια των καραβιών.

Τα καράβια έφυγαν και στόν ορίζοντα έβλεπες στήλες καπνού να υψώνονται εκεί που άλλοτε ήταν η πόλη.

Ο χρόνος κούνησε το κεφάλι.

Ο Θεός λέει ότι θέλουν χρόνο, ότι θα μάθουν, θα μάθουν όμως? θα καταλάβουν?

Πλησίασε τον Θεό.

-Θα μάθουν? Θα καταλάβουν? Μπορούν?

-Ναι μπορούν. Τους έχω χαρίσει την σκέψη. Μπορούν να καταλάβουν ότι η γή είναι αρκετά μεγάλη, μπορεί να τους θρέψει όλους, τους χωρά όλους, αρκεί να μοιραστούν δίκαια τα αγαθά της. Μπορούν να σκεφτούν τί είναι δίκαιο, να καταλάβουν τον παραλογισμό του πολέμου, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, να ζήσουν ειρηνικά, ευτυχισμένα, να κάνουν την γή έναν παράδεισο, αυτό που πρέπει να είναι η γή. Ένας παράδεισος.

-Έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν, συνέχισε ο Θεός, ανακάλυψαν το θέατρο, την ζωγραφική, την μουσική, την φιλοσοφία, την αστρονομία, ανακαλύπτουν συνέχεια, τα θαυμάσια πράγματα που έχω ετοιμάσει για αυτούς.

-Αμφισβήτησαν το ότι η γή είναι επίπεδη αλλά δεν αμφισβήτησαν την δουλεία, απάντησε ο χρόνος.

-Ο άνθρωπος μαθαίνει σιγά σιγά, θα το καταλάβει ότι αυτό είναι λάθος. Θυμάσαι τη ήταν στήν αρχή ο άνθρωπος, ένα ζώο, ίδιο με τα άλλα, τώρα είναι εντελώς διαφορετικός, θυμίσου και σύγκρινε, υπάρχει τεράστια διαφορά, τεράστια εξέλιξη.

-Μακάρι, μακάρι ο άνθρωπος να φανεί αντάξιος των προσδοκιών μας και να φτιάξει έναν παράδεισο εδώ, σε τούτη την γωνιά του σύμπαντος. Αλλά φοβάμαι, ότι δεν θα γίνει έτσι. μακάρι να βγω ψεύτης αλλά δεν νομίζω να γίνει.

-Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με σπάνια χαρίσματα, μπορεί να καταλάβει θα δεις θα καταλάβει.

-Μα γιατί δεν επεμβαίνεις για να διορθώσεις τα πράγματα?

-Είναι προτιμότερο να γίνει κάτι έστω και αργά, και να γίνει συνειδητά από τους ίδιους τους ανθρώπους παρά να τους το επιβάλω εγώ. Πρέπει να γίνει συνειδητά, πρέπει να καταλάβουν γιατί πρέπει να το κάνουν.

Ο Θεός και ο χρόνος γύρισαν τα μάτια τους προς την γή.

Είχε περάσει καιρός και ο άνθρωπος είχε αλλάξει, είχε εξελιχτεί.

Δεν ζούσα πια σε χωριά η πόλεις, αλλά έφτιαχνε μεγάλα κουτιά περίκλειστα που από το πάνω μέρος τους είχαν μια μεγάλη καμινάδα από την οποία έβγαινε πυκνός μαύρος καπνός

Αυτά τα κουτιά κινούνταν, και άφηναν πίσω τους μια μαύρη σκόνη που σκέπαζε τα πάντα.

Μέσα σε αυτά τα κουτιά ζούσαν τώρα οι άνθρωποι.

Ο χρόνος και ο Θεός κοιτάχτηκαν μεταξύ τους χωρίς να πουν κουβέντα, γύρισαν πάλι και κοιτούσαν τα κουτιά.

Σε κάποια σημεία άνθρωποι έφτιαχναν νέα κουτιά έμπαιναν μέσα και το νέο κουτί ξεκινούσε και κινούταν ανάμεσα στά άλλα.

Η ατμόσφαιρα άρχισε να μαυρίζει από τον καπνό που έβγαινε από τις καμινάδες των κουτιών, ενώ και η γή ήταν μαύρη από τη σκόνη που σκορπούσαν τα κουτιά ολόγυρα.

Ζώα και δένδρα δεν υπήρχαν πια, ποταμοί θάλασσες, όλα μαύρα και δύσοσμα, και παντού κουτιά να κινούνται σε ένα παράξενο ατέλειωτο χορό.

Πολλές φορές μεγάλα κουτιά πλησίαζαν μικρότερα και τα κατάπιναν, και τα κουτιά αυτά μεγάλωναν, η άλλες φορές, τα μεγαλύτερα κουτιά, χτυπούσαν και κατέστρεφαν τα μικρότερα, και οι άνθρωποι που ζούσαν στά κατεστραμένα κουτιά έτρεχαν και ζητούσαν να μπούν σε άλλα κουτιά, αλλά σπάνια τους άνοιγαν και τους άφηναν να μπούν.

Αυτό πού συχνότερα γινόταν, ήταν ότι τα κουτιά περνούσαν πάνω από τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους που ζητούσαν να μπουν, αφήνοντας στήν μαύρη γή μια κόκκινη κηλίδα.

Η ατμόσφαιρα όλο και μαύριζε, ο ήλιος φαινόταν κόκκινος πιά από τόν καπνό και δεν μπορούσε να φωτίσει με τις ακτίνες του την γή, αλλά τα κουτιά δεν σταματούσαν, να βγάζουν πυκνό μαύρο καπνό από τίς καμινάδες τους, να τρώνε, να χτυπούν το ένα το άλλο, σε έναν ανατριχιαστικό χορό, ώσπου μια ατελείωτη νύχτα σκέπασε τα πάντα.

-Και τώρα? τί θα γίνει τώρα? τί θα κάνεις? Ρώτησε ό χρόνος.

-Τίποτε, απάντησε ο Θεός

-Γιατί τίποτε?

-Χάρισα στούς ανθρώπους ξεχωριστά χαρίσματα, είναι αρκετά έξυπνοι, για να καταστραφούν μόνοι τους, εμένα δεν με χρειάζονται.

Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να απομακρύνετε από εκείνη την γωνιά του σύμπαντος.

Ο χρόνος κοίταξε προς την γή μια τελευταία φορά.

Ένα μεγάλο κουτί κινήτε αργά. κάποιοι άνθρωποι το πλησιάζουν χτυπώντας με τα δυό τους χέρια το εξωτερικό τοίχωμα, φωνάζοντας να τούς ανοίξουν να μπούν.

Το κουτί γύρισε και άρχισε να πατά έναν έναν τους ανθρώπους, αφήνοντας πίσω του κόκκινες κηλίδες, οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν να σωθούν, ένα δεύτερο κουτί φάνηκε μεγαλύτερο από το πρώτο, που αφού πάτησε όσους ανθρώπους είχαν γλιτώσει, μετατρεποντάς τους σε μικρούς κόκκινους λεκέδες στήν μαύρη γή, γύρισε και κατάπιε το άλλο κουτί.

Ο χρόνος κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να απομακρύνετε γρήγορα προς το μέρος που πήγαινε ο Θεός, ο δημιουργός και του ίδιου.

Καθώς απομακρυνόταν άκουσε έναν μακρινό θόρυβο, γύρισε και είδε τον πλανήτη των κουτιών να διαλύεται σε κομμάτια και να σκορπίζετε στόν γύρω χώρο.

Γύρισε και συνέχισε τόν δρόμο του, όσπου έφτασε στό μέρος που είχε σταματήσει ο Θεός.

Εμεινε να κοιτάζει.

Ο Θεός γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε και μετά άπλωσε το χέρι του σε μια σκοτεινή γωνιά του χώρου.

Γεννηθήτω φως. είπε, και εγένετο φως .............

http://www.spiegel.de/international/world/0,1518,521153,00.html

http://environment.independent.co.uk/climate_change/article3218026.ece


Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Κυριακή

Σήμερα Κυριακή.
Ξύπνησα το πρωί, και αφού έκανα, κάποιες δουλειές που μου είχαν απομείνει, μαγείρεψα και τέλος κάθισα στόν καναπέ μου με μία κούπα καφέ στο χέρι.
Άναψα ένα τσιγάρο.
Ήμουν μόνος, έβαλα ένα CD και με τους ήχους της μουσικής για μεταφορικό μέσο άρχισα να ταξιδεύω στις αναμνήσεις μου, σε ένα κόσμο χαράς και λύπης.
Έναν κόσμο πού όλοι κουβαλάμε μέσα μας, έναν κόσμο εικόνων, ήχων, και αισθημάτων.











Μελαγχόλησα