Σήμερα έτυχε και πέρασα από μια περιοχή που έχω χρόνια να περάσω.
Εκεί έμενε ένας παλιός μου φίλος που τον έχω χάσει πια, και με τον οποίο έχω να μιλήσω χρόνια.
Σε αυτήν την περιοχή έμενε τότε πριν παντρευτεί με τους γονείς του, και λίγα στενά πιο κάτω έμενε η γιαγιά του, η γιαγιά Αγάπη, όπως την έλεγα και εγώ, και ας μην ήταν δική μου γιαγιά.
Αυτήν την γριούλα την είχα γνωρίσει με ένα περίεργο τρόπο.
Ήταν Κυριακή των εκλογών το 1996, αν θυμάμαι καλά, και είχα βρεθεί με αυτό τον φίλο μου στο εκλογικό κέντρο, που ψηφίζαμε.
-Επ τί κάνεις βρε? Ηρθες για ψόφο μου λέει.
-Φτού φτού φτού, πρωί πρωί, όχι, για ψήφο ήρθα.
-Τι λες, πάμε μετά από το δημοκρατικό μας δικαίωμα για καφέ και κερασόπιτα?
-Μπά, έχω να πάω τους δικούς μου σπίτι, και μετά να πάω να πάρω την γιαγιά μου, να ψηφίσει. Ακούς εννενηντακαιβάλε χρονών γυναίκα, θέλει να ψηφίσει, και μου έτυχε εμένα ο κλήρος.
-Έλα καημένε, του λέω, δώσε στούς δικούς σου το αυτοκίνητο, και πάμε να την πάρουμε με το δικό μου. Αντε και έχουμε τόσο καιρό να τα πούμε. Άντε ξεκούνα.
Αφού με κοίταξε για μερικά λεπτά, πήγαμε στούς δικούς του, και μετά τις σχετικές διαβουλεύσεις, βρεθήκαμε μαζί στό αυτοκίνητο μου στό δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς του.
Μπήκαμε σέ έναν δρόμο, που έλεγες ότι δεν ήσουν στήν Αθήνα του '90.
Σπίτια χαμηλά, με αυλές, πολύχρωμοι κήποι γεμάτοι λουλούδια, και μυρωδιές από αυτές που οι κάτοικοι αυτής της πόλης, τείνουν να ξεχάσουν.
Σταματήσαμε μπροστά σε μια μονοκατοικία με έναν καταπληκτικό κήπο, γεμάτο τριανταφυλλιές, γαρδένιες, γιασεμιά, τακτοποιημένα με τόση μαεστρία που θα έλεγες ότι κάποιος μαιτρ του είδους είχε βάλει το χεράκι του.
Στην δεξιά άκρη της αυλής υπήρχε μια μεγάλη λεμονιά, που άπλωνε τα κλαριά της ολόγυρα, και από κάτω τρείς καρέκλες και ένα τραπεζάκι, όπου καθόταν η γιαγιά του και απολάμβανε τις λιακάδες παρέα με την "Μαρία" και τον καφέ της όπως μου είπε
Ανεβήκαμε τα τρεία σκαλιά της εισόδου και ο φίλος μου χτύπησε την πόρτα.
Μας άνοιξε ένας μπόμπιρας, ίσα με τεσσάρων χρόνων.
-Μαμαααααα, είναι ο .......... και ένας άλλος κύριος.
-Είναι ο γιός τής "Μαρίας", μου είπε, της γυναίκας που μένει μαζί με την γιαγιά.
Ηρθε μια γυναίκα γύρω στά τριάντα και ανοίγοντας την πόρτα μας κάλεσε να μπούμε.
-Περάστε, καθίστε, η γιαγιά είναι έτοιμη, και σας περιμένει.
Μπήκαμε μέσα. Το εσωτερικό του σπιτιού παρέπεμπε σε μια άλλη εποχή. Τα έπιπλα, τα διακοσμητικά, τα φωτιστικά, έλεγες ότι μπήκες σε λαογραφικό μουσείο. Τα πάντα έλαμπαν από καθαριότητα και ήταν τακτοποιημένα με μια εκπληκτική αρμονία.
Πήγαμε στο καθιστικό, εκεί μας περίμενε η γιαγιά του.
Μία ηλικιωμένη γυναίκα, συνταξιούχος δασκάλα, που με τίποτε δεν την έκανες εννενηντακαιβάλε, εξηνταπέντε, εβδομήντα το πολύ, από εκείνες που με μια ματιά σου λένε πώς σε λένε, τη είσαι, και τη μάρκα τσιγάρα καπνίζεις.
Καθόταν σε μια σκουροπράσινη πολυθρόνα και φορούσε ένα σκούρο μπλέ φόρεμα περασμένης μόδας με κεντήματα.
Με το δεξί της χέρι κρατούσε από το πάνω μέρος ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή, ενώ το άλλο το είχε ακουμπισμένο στό μπράτσο της πολυθρόνας.
Από πίσω μια βαριά πράσινη κουρτίνα.
Το όλο σκηνικό θύμιζε περισσότερο ζωγραφικό πίνακα παρά την πραγματικότητα.
-Καθίστε παιδιά μου, μας είπε δείχνοντας μας έναν καναπέ, Θα πάρετε έναν καφέ?
Με την λέξη καφέ παλουκωθήκαμε στόν καναπέ, και μόνο την γλώσσα έξω δεν βγάλαμε.
-Να κάτσουμε γιαγιά.
-Μαρία, γύρισε και είπε, θα ψήσεις καφέ για όλους μας κόρη μου?
-Ναι γιαγιά, απάντησε εκείνη και πήγε στήν κουζίνα, να ετοιμάσει τους καφέδες.
-Αυτός ποιός είναι? δεν θα μου τον συστίσεις? είπε στόν εγγονό της.
Με σύστησε και μετά από την σχετική "ανάκριση", που μένεις ποιανού είσαι, τί δουλειά κάνεις, εμείνε σιωπηλή, κοιτώντας επιδοκιμαστικά τον έγκονά της.
Εγώ έμεινα να κοιτάζω γύρω μου σαν χαμένος το σπίτι, καθισμένος αναπαυτικά στόν καναπέ.
-Αν θέλεις να καπνίσεις γιόκα μου, μου είπε ελεύθερα, να, τασάκι έχει πάνω στό τραπεζάκι.
Το να καπνίσω σε ένα τέτοιο χώρο μου φάνικε ιεροσυλία, και δεν μου πήγαινε να λερώσω και το τασάκι, ένα από αυτά τα μεγάλα κρυστάλλινα σκαλιστά τασάκια, που θα άπρεπε κανονικά να βρήσκετε μέσα στήν προθήκη κάποιου μουσείου, μαζί με το τραπεζάκι και το διακοσμητικό ολόλευκο κέντημα που ήταν ακουμπισμένο επάνω.
-Ευχαριστώ, δεν θέλω να καπνίσω τώρα, απάντησα.
Στό μεταξύ η "Μαρία" έφερε τους καφέδες, και πίνοντας μιά γουλιά ο φίλος μου σχολίασε
-Μα καλά βρέ γιαγιά, έπρεπε να βάλεις τα καλά σου για να πάς να ψηφίσεις?
-Μα τί λες παιδί μου, του απάντησε εκείνη, η ψήφος είναι πολύ σημαντικό πράγμα, είναι φωνή λαού, Ξέρεις πόσοι προσπάθησαν να φιμώσουν τον λαό? Ξέρεις πόσες φορές έβαλαν στό στόμα του λαού λόγια που ποτέ δεν είπε? Και τώρα που μπορούμε να μιλήσουμε, να πούμε αυτό που έχουμε να πούμε, εμείς πρέπει να μιλήσουμε, πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι αυτοί υπηρετούν εμάς και όχι εμείς αυτούς.
Είναι πολύ σημαντική αυτή η μέρα γιαυτό έβαλα τα καλά μου.
Εμεινα να κοιτώ την "γιαγιά" αποσβολωμένος.
-Αντε, ας πηγαίνουμε τώρα, είπε η "γιαγιά" και σηκώθηκε από την καρέκλα της.
Μπήκαμε στό αυτοκίνητο και πήγαμε στό εκλογικό κέντρο, η γιαγιά Αγάπη μπήκε στό εκλογικό κέντρο και ψήφισε με μια κατανικτικότητα σαν να ήταν σε εκκλησία.
Την πήραμε με τον φίλο μου και την πήγαμε σπίτι της.
Την επόμενη φορά που είδα την "γιαγιά" ήταν περίπου ένα μήνα μετά, όταν γυρνώντας, από το σπίτι του φίλου μου, είδα την "Μαρία" να μεταφέρει τα ψώνια στό σπίτι, ήταν αρκετές σακούλες , και έχοντας και το μικρό μαζί της δεινοπαθούσε στόν δρόμο για το σπίτι.
Προσφέρθικα να τη μεταφέρω, και λίγο μετά βρισκόμουν στό καθιστικό της γιαγιάς, με ένα φλιτζάνι καφέ στό χέρι και ένα κομμάτι κέικ.
Η συζήτηση κάποια στιγμή ήρθε και στά γεγονότα στή γειτονική Γιουγκοσλαβία.
-Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος γιέ μου, μου είπε, αναστατώνεται ο κόσμος, γίνονται καταστροφές, οι άνθρωποι τρελαίνονται και κάνουν ανήκουστα πράγματα. Μακάρι να δώσει ο Θεός να σταματήσουν για πάντα και να πάψουν οι άνθρωποι να υποφέρουν από αυτόν, αλλά οι άνθρωποι είναι θηρία παιδί μου, γιαυτό και δεν θα πάψουν ποτέ.
-Να, συνέχισε, η "Μαρία" είναι απ' εκεί, έχασε την οικογένειά της εκεί και για να σωθεί αυτή και το παιδί της, το έσκασε και ήρθε στήν Ελλάδα.
Συζητήσαμε μέ την γιαγιά γιά αρκετή ώρα ακόμα και έφυγα για μια ακόμα φορά εντυπωσιασμένος από αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα.
Από τον φίλο μου έμαθα και την ιστορία της "Μαρίας".
Μέ τα γεγονότα στήν Γιουγκοσλαβία είχε χάσει την οικογένειά της και είχε έρθει λαθραία στήν Ελλάδα.
Η γιαγιά την βρήκε στήν είσοδο του απένατη σπιτιού, μούσκεμα από την βροχή της προηγούμενης νύχτας, με το μωρό στήν αγκαλιά να τουρτουρίζει από το κρύο και την μάζεψε στό σπίτι της. Ψυχοκόρη της.
Μέσα σε έξη μήνες ή "Μαρία" όπως την είχε ονομάσει η γιαγιά, είχε μάθει Ελληνικά, Γερμανικά και Ιταλικά από την γιαγιά, και είχε και χαρτιά νόμιμης παραμονής στήν χώρα μας, και εκείνη, η "Μαρία", πρόσεχε την "γιαγιά" σαν να ήταν η δική της "γιαγιά", για να μην πω καλύτερα.
Ο καιρός περνούσε και εγώ όποτε έβρισκα ευκαιρία επισκεπτώμουν την "γιαγιά", και πάντα έφευγα από εκεί εντυπωσιασμένος από αυτά που έλεγε, λόγια γεμάτα σοφία, από την εννενηντακεβάλε εμπειρία της στήν ζωή.
Ο φίλος μου κάποια στιγμή παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, και μοιραία αρχίσαμε να χανόμαστε, οι βόλτες που κάναμε σταμάτησαν, τα τηλέφωνα αραίωσαν, και όπως ήταν φυσικό έχασα και την επαφή μου με την εκπληκτική γιαγια του.
Κάποια στιγμή πήρα τηλεφωνώ τον φίλο μου, να δω τί κάνει. Τον βρήκα αναστατωμένο.
Ξέρεις, μου είπε, η γιαγιά πέθανε εχθές και ετοιμαζόμαστε για την κηδεία της σήμερα......,
Αφού ζήτησα λεπτομέρειες για το που και τί ώρα, ετοιμάστηκα και πήγα και εγώ.
Ήθελα να αποχαιρετίσω αυτήν την γριούλα, που τόσο πολύ με εντυπωσίαζε με αυτά που έλεγε, και την στάση ζωής της.
Εφτασα στήν εκκλησία, του κοιμητηρίου, μπήκα μέσα και χαιρέτησα για τελευταία φορά την γιαγιά, δίπλα στό φέρετρο, ή Μαρία με το μικρό να την κρατά από την μακριά φούστα που φορούσε, να κλαίει σπαρακτικά την γιαγιά που έχασε, και πιο δίπλα οι λοιποί συγγενείς να συζητούν τα κληρονομικά και να ψάχνουν τρόπους να ξεφορτωθούν την πουτάνα, έτσι αποκαλούσαν την "Μαρία", που υπήρχε περίπτωση ή γριά να της είχε αφήσει το σπίτι.
Αυτή όμως νοιαζόταν μόνο για τον άνθρωπο που έχανε, και έμενε εκεί, πάνω από το φέρετρο να κλαίει, και όταν μετέφεραν την γιαγιά στήν τελευταία της κατοικία και την τοποθετούσαν σε αυτήν, ή "Μαρία", η πουτάνα, όπως την αποκαλούσαν οι λοιποί συγγενείς, λιποθύμησες δυό φορές από τις φωνές και τα κλάματα, ενώ κάποιοι άλλοι, συγγενείς συζητούσαν ακόμα τα κληρονομικά και συμφωνούσαν στά μελλοντικά σχέδια τους.
Στό καφενείο η "Μαρία" δεν ήρθε, έμεινε εκεί, σαν στήλη άλατος με το μικρό της γιό να την κρατά από την φούστα της, να μοιρολογεί την γιαγιά, την οικογένεια που ο Θεός τής πήρε για δεύτερη φορά.
Η "Μαρία" γύρισε σπίτι, και απ' ότι έμαθα από τον φίλο μου, μάζεψε τα πράγματα της και το μόνο που πήρε από το σπίτι, ήταν μια φωτογραφία τής γιαγιάς και χάθηκε, μόνο στήν ημέρα του θανάτου της γιαγιάς εμφανίζετε, και αφήνει πάνω στό κρύο μάρμαρο του τάφου της λίγα λουλούδια, και τελικά είναι ή μόνη που έμεινε να θυμάτε την "γιαγιά", και να την επισκέπτετε κάθε χρόνο την ίδια μέρα, όσο για το σπίτι έμεινε εκεί να ρημάζει μόνο και απεριποίητο.
Σήμερα, μετά από χρόνια, που πέρασα από εκεί το σπίτι τής γιαγιάς δεν υπήρχε, όπως και πολλά από τα μικρά σπιτάκια με τους κήπους, που έκαναν τον δρόμο αυτόν να ξεχωρίζει μέσα στό γκρίζο της πόλης, εξαφανίστηκε, και στήν θέση του υπήρχε μια πολυκατοικία.
Κοντοστάθηκα, και θυμίθηκα, το σπίτι με τον εκπληκτικό κήπο, και την ξεχωριστή κάτοικό του, που τίποτε πια από αυτά δεν υπήρχε, παρά μόνο στήν μνήμη μου και στίς καρδιές τών ανθρώπων που είχαν γνωρίσει, και αγαπήσει αυτόν τον εκπληκτικό άνθρωπο.