Το κάστρο Κομίσου ήταν ένα μεγαλόπρεπο κάστρο στην κορυφή ενός λόφου περιτριγυρισμένο από ένα πευκοδάσος που εκτεινόταν μέχρι τους πρόποδες του λόφου που ήταν χτισμένο.
Από την βόρεια πλευρά του, μπορούσε κανείς να δει την απέραντη καταπράσινη πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά του, ενώ από την νότια και την δυτική πλευρά, ο λόφος κατηφόριζε και κατέληγε σε μια ήσυχη παραλία, απ' όπου ξεκινούσε το απέραντο γαλάζιο όπου απλωνόταν μέχρι τον ορίζοντα, εκεί που ο ουρανός ακουμπά την θάλασσα και τα δύο γαλάζια ενώνονται σε μια ένωση εκπληκτικής ομορφιάς
Μέσα στο κάστρο, πίσω από τα χοντρά τοίχοι, υπήρχαν μεγαλόπρεπα κτίρια, περικυκλωμένα από πανέμορφους κήπους όπου κυριαρχούσαν οι κερασιές, ενώ παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια προσεκτικά τακτοποιημένα, συμπλήρωναν με την παρουσία τους την ομορφιά που απλωνόταν στο χώρο
Περίτεχνα διακοσμημένα πλακόστρωτα διέσχιζαν τους κήπους, δίνοντας την ευκαιρία σε όποιων ήθελε να τους περιδιαβεί και να τους θαυμάσει.
Στο κάστρο συνήθως επικρατούσε ηρεμία, όχι όμως τις τελευταίες μέρες.
Ο Κύριος του κάστρου, ο άρχοντας Σασαχάρα, ετοιμαζόταν να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του την πριγκίπισσα Ιτσι, κόρη του άρχοντα Ισίντο, κυρίου του γειτονικού με αυτόν βασιλείου.
Οι ετοιμασίες για την γιορτή βρίσκοταν στο αποκορύφωμά τους καθώς η μέρα του γάμου δεν ήταν μακριά.
Τα πάντα διακοσμούνταν
Οι κήποι, οι διάδρομοι, οι αυλές τα κτίρια, ενώ μια εντυπωσιακή τέντα στηνόταν, στο χώρο όπου θα γινόταν η τελετή και θα ακολουθούσε ή γιορτή, παντού κρεμούσαν χρωματιστά φαναράκια από χαρτί, γιρλάντες, και διάφορα στολίδια.
Ήθελαν όλοι ο αγαπημένος τους άρχοντας να έχει τον πιο εντυπωσιακό γάμο που έγινε ποτέ σε αυτό το κάστρο.
Και ημέρα του γάμου ήρθε.
Το κάστρο πιο όμορφο από ποτέ ήταν έτοιμο για την γιορτή, ο άρχοντας Σασαχάρα φορώντας τα, απαραίτητα για την περίσταση ρούχα, καθόταν σε ένα σκαμπό στο κέντρο μιας μικρής εξέδρας που είχε στηθεί κάτω από την τέντα, δεξιά και αριστερά του κάθονταν οι αξιωματούχοι του κάστρου, και κάποιοι στενοί συγγενείς, και αγαπητοί φίλοι.
Όλοι οι καλεσμένοι είχαν φτάσει και όλοι περίμεναν την πριγκίπισσα Ιτσι με την συνοδεία της για να αρχίσει η τελετή, ο άρχοντας Σασαχάρα, ιδιαίτερα ευδιάθετος και χαρούμενος αστειευόταν με όλους και απαντούσε στα πειράγματα συγγενών και φίλων, επιτέλους, το όνειρό του, να παντρευτεί την αγαπημένη του γινόταν πραγματικότητα και τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να σκιάσει την χαρά του, η συνοδεία που είχε στείλει για να προϋπαντήσουν την πριγκίπισσα και την συνοδεία της είχε φύγει από πολύ ώρα.
Έχουν αργήσει, σχολίασε ένας από τους αξιωματούχους.
Δεν θα είναι μακριά, απάντησε ένας άλλος, όπου και νά' ναι θα φανούν, δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την φράση τους και μία ομάδα ιππέων φάνηκαν από μακριά, να πλησιάζουν το κάστρο.
Μπήκαν μέσα, σταμάτησαν στον χώρο της γιορτής και όλοι κοίταζαν με απορία.
Ήταν ή φρουρά που είχε στείλει για να προϋπαντήσουν την καλή του, αλλά μόνοι, ο επικεφαλής ξεπέζεψε γρήγορα και πλησίασε στην εξέδρα, γονάτισε μπροστά στον άρχοντα σύμφωνα με το εθιμοτυπικό, και ανέφερε στον άρχοντα Σασαχάρα.
Η πριγκίπισσα δεν θα έρθει.
Τα πάντα πάγωσαν, η γιορτή σταμάτησε και όλοι κοιτούσαν παγωμένοι τον επικεφαλής της φρουράς, που ανέφερε.
Της έγινε μια άλλη πρόταση από τον άρχοντα Κομιγιάσου, και αυτή άκουσε τις συμβουλές των συγγενών και των φιλενάδων της ότι, επειδή ο άρχοντας Κομιγιάσου, είναι πιο ισχυρός, πιο πλούσιος και πιο δοξασμένος, ή ζωή μαζί του θα ήταν πιο ευτυχισμένη.
Τα πάντα σταμάτησαν, ο άρχοντας σηκώθηκε από το σκαμπό που καθόταν και χάθηκε μέσα σε ένα από τα κτίρια που περιέβαλαν την αυλή με αργά βήματα, οι καλεσμένοι άρχισαν να φεύγουν σιγά σιγά, και οι βαριές πόρτες του κάστρου έκλεισαν πίσω από τους τελευταίους καθώς αυτοί απομακρύνονταν.
Τα στολίδια, τα πολύχρωμα φαναράκια, και οι γιρλάντες άρχισαν να ξεκρεμιούνται,και το κάστρο να ξαναπαίρνει την πρότερη μορφή του, όμως, δεν ήταν ίδιο με πριν.
Η θλίψη είχε πάρει την θέση της μέσα από τα βαριά τοίχοι και το κάστρο τώρα έμενε βουβό, με τις βαριές πόρτες ερμητικά κλειστές να ρίχνει την σκιά του τριγύρω.
Ο καιρός πέρασε, οι πόρτες του κάστρου παρέμεναν κλειστές, και μέσα επικρατούσε σιωπή, οι κήποι είχαν ρημάξει απεριποίητοι, ενώ οι κερασιές, είχαν απλώσει τα κλαριά τους τα οποία είχαν πλέων μπλεχτεί μεταξύ τους δημιουργώντας ένα απροσπέλαστο τοίχο, το γρασίδι είχε μεγαλώσει και απειλούσε να πνίξει τα πάντα γύρω, τα πλακόστρωτα είχαν χορταριάσει
Το τοίχος που περιέβαλε το κάστρο είχε μαυρίσει και μαζί με αυτόν και τα κτίρια, και έστεκε εκεί, ρίχνοντας την βαριά σκιά του στην πεδιάδα αγνοώντας την ομορφιά που το περιέβαλε.
Μέσα στό καστρο ο άρχοντας, περιμένει μια γιορτή που δέν πρόκειτε να αρχίσει, και μια φωνή σαν ψίθυρος απλωνόταν στους σκοτεινούς διαδρόμους και στα ανήλιαγα δωμάτια
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΕ ΝΑ ΕΡΘΕΙ...............
Υ.Γ. Όσοι από εσάς που διαβάσατε αυτό το κείμενο, αναγνωρίσατε τους εαυτούς σας, αναλογιστείτε απλά τη κακό έχετε κάνει στον ίδιο σας τον εαυτό, και πόσες χαρές έχετε χάσει περιμένοντας κάτι που πέρασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου